Γιάννης Μανούσακας

Έβλεπα καμιά φορά στην εφημερίδα να έρχεται ένας λιπόσαρκος , σεβάσμιος γέροντας με μια διαπεραστική ματιά
Θέματα του τοπικού ΚΚΕ συνήθως ήταν η αφορμή. Κοφτός ο λόγος του ,αλλά ευγενικός. Αν ήταν στα «κέφια» του κι αστειευόταν , και πάλι διατηρούσε το μεγαλείο της έκφρασης που ωρίμασε κάτω από τραυματικές συνθήκες. Έτσι όταν άφηνε την ανακοίνωση κι έφευγε έμενα να τον κοιτάζω με κάποιο δέος, γιατί είχε κάτι από την αύρα ήρωα μάρτυρα να σε καθηλώνει.
Εκείνη την εποχή διάβαζα με πάθος και βιβλία αντιστασιακών Κι ένας συγγραφέας είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου Ο Γιάννης Μανούσακας Ήταν το λογοτεχνικό ύφος, η ρεαλιστική περιγραφή των βασάνων που πέρασε μια γενιά απροσκύνητη ταγμένη στους δικούς της αγώνες , ήταν το περιεχόμενο που σκιαγραφούσε μια εποχή διχασμού και σφαλμάτων για τα οποία ντρέπεται η νεότερη ιστορία
Κι έτυχε να συναντηθεί ο άγνωστος σεβάσμιος γέροντας μια μέρα στο γραφείο μου με το Γιάννη Κυριακάκη Ξεχάστηκαν σε μια φιλική κουβέντα που σήμαινε συμπόρευση σε ιδέες και βάσανα. Κι όταν έφυγε και ο αξέχαστος φίλος άρχισε να μου απαριθμεί τις αρετές του τότε κατάλαβα ποιος ήταν ο επισκέπτης που με είχε εντυπωσιάσει Ο άνθρωπος που είχα γνωρίσει καλύτερα μέσα από τα βιβλία του
Θυμάμαι το έντονο ενδιαφέρον μου για μια γνωριμία με τον ίδιο και την μαρτυρική πορεία του Συνάντησα όμως τείχος απροσπέλαστο Και δεν ήμουν η μόνη όπως διάβασα αργότερα σε ένα από τα βιβλία του Νίκου Περακάκη. Ακόμα και σ’ αυτόν που πέρασαν τόσες δοκιμασίες μαζί , δεν άφηνε περιθώρια για ξεχωριστές αναφορές στο άτομό του Γι αυτό και το αφιέρωμα που του έκανε ήταν περισσότερο συναισθηματικό παρά βιογραφικό
Η περιπετειώδης ζωή του όμως ξεδιπλώνεται μέσα από τα έργα του κι ας κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας μια γενική αναφορά στα πέτρινα χρόνια μιας γενιάς που είχε επηρεαστεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ :
Σύμφωνα με το βιογραφικό που μας δίνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία 5 ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου.
Ο Περακάκης στο δικό του σημείωμα, αναφέρει σαν τόπο γέννησης τον Άγιο Κωνσταντίνο προσθέτοντας ότι ήταν απόγονος της μεγάλης γενιάς των Σφακιών.
Οι γονείς του Γιάννη , ήταν αγρότες κι ο ίδιος παράλληλα με την αγροτική ζωή έμαθε και τσαγκαρική.
Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, συνεχίζει το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αυτό ήταν κατά τον ίδιο η αιτία να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του.
Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΙΠΠΕΑΣ
Ήταν ένας προικισμένος από τη φύση άνδρας και μάλιστα εθεωρείτο ο καλύτερος ιππέας του νομού. Είχε τιμηθεί με το πρώτο έπαθλο των ιππικών αγώνων τα «ΑΡΚΑΔΙΑ»
Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και μάλιστα ήταν από τους πρωτοπόρους της εδραίωσής τους στο Ρέθυμνο.
Οργάνωσε κομμουνιστικούς πυρήνες με προοδευτικούς αγρότες από το 1933 Σε λίγο καιρό το χωριό του ήταν μια προοδευτική κυψέλη με κοινοτική , περισσότερο κομματική βιβλιοθήκη, κέντρο ψυχαγωγίας αλλά και λαϊκούς αγώνες.
Στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92% .
ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ ΤΟ ΧΑΡΑΤΣΙ
Στο νεαρό τότε ηγέτη μπαίνανε πολλά και σοβαρά προβλήματα που επιζητούσαν λύση Ένα από τα πιο καυτά προβλήματα ήταν το χαράτσι για την απόσταξη των τσικουδιών και των αποστάφυλων –τα καζανιάτικα –όπως είχε καθιερωθεί ο φόρος αυτός.
Ο Μανούσακας με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και με υπόμνημα των κατοίκων του χωριού, τόλμησε να στείλει την άρνηση καταβολής στον τότε Γενικό Διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη ζητώντας την άμεση κατάργησή του .
Από τη θέση του Κοινοτάρχη τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας . Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους , μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός. Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ . Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά την διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση , ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία , δίνοντας πολλές μάχες.
Την περίοδο 1946 – 47 ,την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά . Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του , μετά το τέλος του Εμφυλίου ( 1949 – 52 ), γράφει ημερολόγιο και λογοτεχνικές σελίδες, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν σώθηκε
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ
Σύμφωνα με τον Περακάκη με την κατάρρευση του Δ.Σ.Ε στα Χανιά ,μπαίνει στην παρανομία ,αλλά συλλαμβάνεται. Περνά ασφάλειες και μπουντρούμια με φοβερά μεσαιωνικά βασανιστήρια ώσπου φθάνει στο Στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Με απόφαση του ΟΗΕ το 1949 αναστέλλεται η εκτέλεση και μένει φυλακισμένος
Σύμφωνα πάλι με το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών. Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963, οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή, διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.
Το 1964, απολαμβάνοντας την ελευθερία του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)». Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά – εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή» – χωρίς σπίτι χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το «Χρονικό από την Αντίσταση ( Μετά την Ακροναυπλία )» – 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα )» και το μισό από το τέταρτο το «Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)». Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.
ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
Στα 1976 του απονέμεται από το Υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του.
Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία : «Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)» (1978), «Ο Φυγόδικός»(1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το «Στα χρόνια της Χούντας» (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα : «Η αίθουσα» (1980), «Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος» (παραμύθι) (1981), «Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ» (μυθιστόρημα) (1983), «Η βράβεψη» (μυθιστόρημα) (1983), και «Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία» (1992)
« ΑΦΗΣΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ»
Έλεγα πάντα ότι οι νέοι μας θα μάθαιναν πολλά διαβάζοντας τα βιβλία του για τα γεγονότα που πάλευαν οι δυο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις για την τελική επικράτηση Αν και έχει συγκεκριμένη κομματική γραμμή , είναι δίκαιος στις εκτιμήσεις του Κι αντί να προκαλεί πάθη με τις τραγικές καταγραφές προκαλεί απλά προβληματισμό. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από το « Χρονικό από την Αντίσταση» (Εκδόσεις Καπόπουλος 1956 –σελ 351)

[…] Μουχριάσματα, είχε δυναμώσει το ξεροβόρι και λίγαν’ η βροχή . Κείνη την ώρα φώναξε ένας παρατηρητής ότι είχε δει δυο Εγγλέζους στρατιώτες, νότια του χωριού, να φεύγουν. Έτρεξα με δύο αντάρτες και τους αρχίσαμε στο τουφεκίδι. Δε θα γλύτωναν – το’ χω ξαναπεί, πως ήμουν άριστος σκοπευτής – αν ένας από τους αντάρτες δεν έσπρωχνε το ντουφέκι που τους βαρούσα κατά κάτω: «‘Αφησέ τους μου λέει, να πάνε στο καλό …. Είναι σύμμαχοι μας». Είχε στα χείλη ένα πικρό ειρωνικό μα πολύ ανθρώπινο χαμόγελo… Ήταν η δεύτερη φορά που πάθαινα μια τέτοια ωραία προσβολή από ένα «απλό» άνθρωπο, ή να το πω αλλιώς απ’ έναν πραγματικό άνθρωπο, που φέρνοντας το χέρι του κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να ήθελε να μου δείξει τη βέρα που φορούσε σε ένα από τα δυνατά νευρώδικα δάχτυλα του: «Ποιος ξέρει, λέει, μπορεί, εξόν τη μάνα, να τους περιμένουν και δυό κοπέλες …. Ύστερα έχουν γυρίσει πλάτη….»
Σε μένα, πρέπει να το πω δε συνέβαινε ‘κείνη τη στιγμή, ότι στην ψυχή του συναγωνιστή μου αντάρτη. Λέω, πως τα στρατόπεδα, η πείνα, τα ψυχικά και τα σωματικά βασανιστήρια, οι χλευασμοί είχανε σκληρύνει την ψυχή, την είχανε γεμίσει από φαρμάκια. Αν σκότωνα τους εχθρούς, το πολύ που θα ‘κανα , θα μηνούσα στο χωριό να πάνε να τους παραχώσουν και τίποτις παραπάνω. Τη νύχτα θα κοιμόμουνα το ίδιο καλά δίχως κανένα εφιάλτη.
Λέω όμως πως αν κάποιο καιρό, επικρατήσουν τα ιδανικά που αιώνια ο άνθρωπος περιμένει που εμείς οι κομμουνιστές με σύστημα, με οργάνωση και αυταπάρνηση δουλεύουμε να ευκολύνουμε τον ερχομό τους: της ισότητας δηλαδή, της ειρήνης και της αδελφοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους, εκτότες, πρέπει να πάρουν τα πιο εξελιγμένα όντα του πλανήτη μας άλλο όνομα και να πάψουν να λέγονται Άνθρωποι.»

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών.
Το έργο του έχει αποσπάσει πολλές επαινετικές κριτικές από έγκριτους κριτικούς για τις λογοτεχνικές και γλωσσικές αρετές και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.
Και για μας εδώ στο Ρέθυμνο που τον ζήσαμε, έμεινε στη μνήμη σαν ένας επιβλητικός γέροντας , σεμνός και διακριτικός, αφοσιωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του στις ιδέες του. Αντιμετώπιζε τον κόσμο του χωρίς έπαρση , παρά το γεγονός ότι είχε καταξιωθεί στο χώρο των Γραμμάτων σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του καιρού του Κι ας μην επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες να τονιστεί αυτό όπως θα έπρεπε
Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση