«Nύφες» του Ρεθύμνου με μεγάλη προσφορά στον τόπο

Κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην ταπεινότητά μου και στην όποια δραστηριότητα έχω αναπτύξει, σκέπτομαι πραγματικά πως για τον ευλογημένο αυτό τόπο ό,τι και να προσφέρει κανείς είναι ελάχιστο.

Θυμάμαι όταν είχα έρθει ως «νύφη» το 1972 να εγκατασταθώ μόνιμα στο Ρέθυμνο. Ήταν τόση η αγάπη, τόσος ο σεβασμός των ντόπιων, που μέσα σε δυο μήνες είχα προσαρμοστεί εντελώς. Συμμετείχα ισότιμα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, χωρίς ποτέ να αισθανθώ παρείσακτη στις συντροφιές. Κι όπως διαπίστωσα, με τον καιρό, δεν ήμουν η μόνη «νύφη» που ένοιωσα το Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα μου.

Προηγήθηκαν άλλες όπως και ακολούθησαν εκλεκτές κυρίες που τιμούν την πόλη αυτή με τη δράση τους.

Ας ξεφυλλίσουμε λοιπόν σήμερα, το κεφάλαιο «Νύφες του Ρεθύμνου», ξεκινώντας από την αγαπημένη μου Λέλα Κούνουπα, που ενώ δεν τη γνώρισα ποτέ, τη λάτρεψα λόγω της φροντίδας της, μέχρι αυταπάρνησης, για όλο το προσφυγικό στοιχείο του τόπου.

 

Λέλα και Μέτα Κούνουπα

 

Η Λέλα Κούνουπα το γένος Καραπατάκη, μας ήρθε από τα Χανιά, νύφη της ιστορικής οικογένειας των φαρμακοποιών το 1917.

Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που επάξια κέρδισε την καρδιά του φαρμακοποιού Γιάννη Κούνουπα.

Είχε τελειώσει το Αρσάκειο όπως αρκετές από τις κοπέλες της υψηλής κοινωνίας στον καιρό της. Η πόλη μας την κέρδισε αμέσως με τη μακραίωνη ιστορία και τον πολιτισμό της. Γιατί η νεαρή κοπέλα διέθετε παρά την ηλικία της ζηλευτή μόρφωση.

Τα ανήσυχο πνεύμα της όμως δεν της επέτρεπε να περιοριστεί στα καθήκοντα μιας υποδειγματικής οικοδέσποινας, όπως επέβαλε η θέση της στην κοινωνική ιεραρχία.

Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο «Σείριος» σε θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Πώς να υπογράφει κείμενα στην εφημερίδα μια γυναίκα εκείνες τις εποχές; Είχε όμως αρκετούς φανατικούς αναγνώστες που είχαν γοητευθεί με την «ζωντανή» πένα και το γλαφυρό ύφος του άγνωστου κειμενογράφου.

Ο σύζυγος που τη λάτρευε προσπάθησε με πολλή διακριτικότητα να της επισημάνει κάποιες συμπεριφορές που ήταν «κόκκινο» πανί για τον καθωσπρεπισμό εκείνων των καιρών. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η ευαισθησία που την κυρίευε όταν συναντούσε εικόνες αθλιότητας. Κι ήταν αρκετές.

Εκείνη με τη γλυκύτητα που τη διέκρινε και το χαμόγελο που κέρδιζε μικρούς και μεγάλους προσπαθούσε να εξηγήσει τις αφορμές που την έκαναν επικίνδυνα παρορμητική.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισαν να φθάνουν στο Ρέθυμνο οι πρώτοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Άκουγε για το γεγονός η Λέλα Κούνουπα και τα βράδια δεν έκλεινε μάτι.

Σκεπτόταν τους περήφανους εκείνους ανθρώπους να πεινούν, αλλά να μην απλώνουν χέρι επαιτείας από αξιοπρέπεια, μετρούσε τα θύματα από ασιτία και δεν μπορούσε να ησυχάσει.

Άφησε λοιπόν στην άκρη τους ενδοιασμούς και τις απαγορεύσεις που της επέβαλε το φύλο και η κοινωνική της θέση και ξεκίνησε πόρτα πόρτα να ζητά βοήθεια για τους πρόσφυγες.

Στην αρχή προκάλεσε ξάφνιασμα η κίνηση αυτή και ίσως σχόλια. Εκείνη όμως θαρραλέα συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που πέτυχε τον στόχο της. Οργανώνει συσσίτια, μαζεύει είδη πρώτης ανάγκης, αναζητά στέγη να βολέψει τους ξεριζωμένους. Η υπέροχη αυτή γυναίκα στέγνωσε πολλές φορές τα δάκρυα από τα μάτια παιδιών της προσφυγιάς που η στέρηση τα έκανε τόσο δυστυχισμένα.

Κι ήρθε ο πόλεμος, να σπείρει τον όλεθρο και να δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες στον άμοιρο πληθυσμό. Η σκλαβιά δεν αφήνει σε ησυχία τις αδούλωτες ψυχές και βρίσκει πρόσφορο έδαφος η Εθνική Αντίσταση για να φουντώσει.

Η Λέλα Κούνουπα δεν μένει αδιάφορη. Κι είναι πολύτιμη, γιατί ξέρει να φέρνει σε πέρας κάθε της αποστολή με τη μεθοδικότητα που τη διακρίνει.

Οι αγώνες του λαού μας την είχαν ένθερμη οπαδό και ποτέ δεν απουσίασε από την οδό του χρέους.

Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι τα παιδιά της ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους με τις ίδιες ευαισθησίες για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.

Κι είχε πάντα η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα την υποστήριξη του συζύγου της που διέθετε πρωτοποριακό πνεύμα για την εποχή του.

Μια ακόμα «νύφη» της οικογένειας Κούνουπα, κόσμησε το Ρέθυμνο. Ήταν η Μέτα Βεκιαρίδου που παντρεύτηκε τον Ανδρέα, γιο της Λέλας και ήρθε στο Ρέθυμνο το 1952.

Φαρμακοποιός και αυτή ήταν πολύτιμη συνεργάτις του συζύγου της. Ενώ όμως είχε τόσο έντονη προσωπικότητα, ήθελε πάντα να ζει στη σκιά του.

Θυμάμαι όταν πήγαινα στο φαρμακείο και ήθελα κάποια πληροφορία μου έδινε την απάντηση αλλά πρόσθετε με κείνο το γλυκύτατο χαμόγελό της.

«Περίμενε να ρωτήσουμε τον Ανδρέα».

Η Μέτα είχε κι άλλα ταλέντα που με κόπο τα εντόπιζε κάποιος εκτός οικογενείας Κάποτε μου έδωσε κάποιους στίχους που είχε γράψει για μένα (είχαμε αναπτύξει στενή φιλική σκέψη) κι έμεινα κατάπληκτη γιατί κατείχε την τεχνική του μέτρου και της ρίμας αξιοθαύμαστα. Έτσι έμαθα, από «σπόντα», ότι γράφει ποίηση αλλά και εξαιρετικά κείμενα. Είναι από τους στόχους μου, ό,τι ανακαλύψω από τα κείμενα αυτά να το αναρτήσω στην ιστοσελίδα μου.

Θυμάμαι όταν απέκτησε το πρώτο της εγγόνι. Μου περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τα συναισθήματά της και τα πανέμορφα μάτια της δάκρυζαν.

 

Ανδριανή Δρανδάκη

Μια ακόμα «νύφη» που ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δράση είναι η κ. Ανδριανή Δρανδάκη. Προέρχεται από επιφανή οικογένεια της Σπάρτης. Ευτύχησε να συνδέσει τη ζωή της με τον επιφανή δικηγόρο κ. Γεώργιο Δρανδάκη και να δημιουργήσει μαζί του μια υπέροχη οικογένεια.

Η κ. Νούλα όπως μάθαμε να την αποκαλούμε με μεγάλη αγάπη, διέπρεψε στο Λύκειο Ελληνίδων.

Όπως βλέπουμε στα πρακτικά του, για 35 χρόνια πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στο ιστορικό σωματείο. Ποτέ δεν παραπονέθηκε όταν την ενοχλούσαμε για να μας δώσει το κλειδί της αίθουσας. Ξέραμε όμως ότι έπρεπε να σεβαστούμε απόλυτα τον χώρο που εκείνη ένοιωθε όπως το σπίτι της. Εκεί βλέπαμε την αυστηρή της πλευρά, αν και ποτέ δεν της έλειψε η ευγένεια που τη διακρίνει.

Είχε δοθεί ολόψυχα στο Λύκειο Ελληνίδων και το υπηρετούσε με αυταπάρνηση εκμεταλλευόμενη και το γεγονός ότι το σπίτι της ήταν κοντά στην αίθουσα.

Έτσι πολλές φορές έπεφτε το βάρος υποχρεώσεων πάνω της χωρίς εκείνη να δυσανασχετήσει ποτέ.

Σήμερα εξακολουθεί ακούραστα να φροντίζει την οικογένειά της και να καμαρώνει τις άξιες θυγατέρες της για τις οποίες έχει κάθε λόγο να νοιώθει υπερήφανη μητέρα.

 

Γεωργία Ανδρουλιδάκη και Ελένη Γεωργιάδου

Για πολλά χρόνια ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων η Γεωργία Ανδρουλιδάκη από τη Ρόδο. Ήταν σύζυγος του εκλεκτού συμπολίτη κ. Παντελή Ανδρουλιδάκη. Ο γιος της Μανόλης διαπρέπει σήμερα στο μουσικό στερέωμα και πρόσφατα τον απολαμβάνουμε και σε δική του εκπομπή στην ΕΡΤ.

Αν και μας λείπει η Γεωργία πάντα τη θυμόμαστε με αγάπη και ευχόμαστε να είναι καλά εκεί που βρίσκεται και συνεχίζει να προσφέρει και να δημιουργεί με την ίδια αφοσίωση στην ιδεολογία της.

Για την Ελένη Γεωργιάδου ξέραμε πως είναι μια επιτυχημένη αρχιτέκτονας – μηχανικός, άξια σύζυγος του συναδέλφου της Στέλιου Χουρδάκη από τους εκλεκτούς Ρεθεμνιώτες με μεγάλη προσφορά στα κοινά.

Παράλληλα με την επαγγελματική της καριέρα η Ελένη μας, ανέπτυξε ενεργό δράση στα κοινά, με σημαντική παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε σωματειακές δομές. Εκεί βέβαια που μας είχε καταπλήξει ήταν με τις ερμηνευτικές της δεξιότητες ως βασικό μέλος της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Συλλόγου που διέπρεπε στη μεταπολίτευση τιμώντας το ερασιτεχνικό θέατρο.

Είχε υποδυθεί δύσκολους ρόλους του σύγχρονου ρεπερτορίου με μεγάλη επιτυχία. Επάξια λοιπόν συγκαταλέγεται στις νύφες του Ρεθύμνου που έγραψαν τη δική τους ιστορία.

 

Βάγια Καφάση Πραματευτάκη

 

Με το δημοσιογράφο Χρίστο Λαθουρόπουλο η Βάγια Καφάση εκφωνεί το δελτίο ειδήσεων στη ραδιοφωνία της Βαυβαρίας (Γενάρης 1967)

 

 

 

 

 

 

 

Γνώρισα τη Βάγια Καφάση πρώτα από τη συγγραφική της παρουσία χάρις στον αξέχαστο Μανόλη Κούνουπα, που μιλούσε με μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτήν. Η παιδίατρος που άφησε εποχή στο Ρέθυμνο, ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση βιβλίων σχετικών με την επιστήμη της. Είχαμε επισημάνει με την πρώτη ματιά τη δεξιότητά της στον τρόπο γραφής. Έδινε στο πόνημα κάθε Γερμανού επιστήμονα που μετάφραζε το δικό της ύφος και το έκανε λογοτέχνημα, απόλυτα προσιτό στον αναγνώστη κι ας περιείχε επιστημονικούς όρους.

 

Η Βάγια ήρθε τελικά στο Ρέθυμνο για μόνιμη εγκατάσταση το 1980 ικανοποιώντας την επιθυμία του συζύγου της επιφανούς συνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη. Κομίζουμε «γλαύκα εις τας Αθήνας» αν αναφερθούμε στην επιστημοσύνη της.

Θυμάμαι σε προσωπική μου περίπτωση ότι ένας από τους πλέον διακεκριμένους καθηγητές αιματολογίας ο κ. Σταύρος Χαιδάς, έμεινε άναυδος όταν ενημερώθηκε για τον τρόπο που αντιμετώπισε η επιστήθια φίλη μου ένα πρόβλημα που προέκυψε σε ασθενή του (δικό μου πρόσωπο) όταν αυτός έλειπε στο εξωτερικό. Αυτό το πάθος για συνεχή ενημέρωση διέκρινε πάντα τη Βάγια μου. Έτσι δεν έλειπε από συνέδριο της ειδικότητάς της, όπου κι αν γινόταν αυτό, συμμετέχοντας πάντα με δική της πρωτοβουλία. Και δεν δίσταζε σε βάρος του ελάχιστου χρόνου της να δίνει διαλέξεις σε χωριά για τη σημασία των εμβολιασμών στο παιδί, καταρρίπτοντας φήμες επιζήμιες για την υγεία του.

Οφείλει το Ρέθυμνο στη Βάγια Καφάση Πραματευτάκη για τις υπηρεσίες που πρόσφερε με την επιστήμη της αλλά οφείλει και η μουσική στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα.

Αν δεν είχε τη δική της συμπαράσταση ο Μπάμπης Πραματευτάκης, πόσο εύκολα θα μπορούσε να μας προσφέρει ένα τιτάνιο καλλιτεχνικό έργο; Αιώνια μούσα του μεγάλου μας συνθέτη η Βάγια ήταν εκείνη που άκουγε πρώτη τα σχεδιάσματά του και η γνώμη της είχε πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα. Θυμάμαι πόσο άνετα είχε μεταφράσει αποσπάσματα από όπερες που προσαρμόσαμε μετά για τη χορωδία σε συναυλία που δόθηκε με τη Συμφωνική μας Ορχήστρα.

 

Η θαυμάσια φωνή της με την εξαιρετική άρθρωση, εργαλείο που της εξασφάλιζε την επιβίωση στα χρόνια που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, απασχολούμενη στη ραδιοφωνία της Βαυαρίας, υπάρχει και σε πρόσφατες εγγραφές αλλά εκείνη δεν θέλησε ποτέ να «μπαίνει στα χωράφια του ανδρός της». Εκείνος επανειλημμένα της είχε ζητήσει να τραγουδά τα τραγούδια του αλλά εκείνη προτίμησε να μείνει απλή ακροάτρια «Η παπάς ή ζευγάς» έλεγε πάντα.

Θαυμάσια μητέρα καμαρώνει σήμερα με τον αγαπημένο της Μπάμπη δυο γιους που διαπρέπουν στην επιστήμη που επέλεξε καθένας. Και συνεχίζει να εμπνέει τον άνδρα της στην Αθήνα πλέον που έχουν μετοικήσει τελευταία.

 

Μαρία Τσαγαλά – Λιονή

 

 

Η ανατολή του 1980 βρήκε μια παρέα από μας σε μια φάση καλλιτεχνικών και πνευματικών αναζητήσεων. Έτσι γνωρίσαμε μια κοπέλα αξιοπρόσεκτη που αν και χαμηλών πάντα τόνων ξεχώριζε για την έντονη διάθεσή της να προσφέρει κοινωνικά.

Ήταν η Μαίρη Γ. Τσαγαλά από τον Ορχομενό Βοιωτίας, σύζυγος του πανεπιστημιακού και λογοτέχνη Χρίστου Λιονή που έγινε σύντομα ο δικός μας «άνθρωπος».

Εκείνη την εποχή βάζαμε με τον Χρήστο, τον Μιχάλη Παπαδάκη (Δάνδολο), τη Λίτσα Πατρελάκη Κουγιουμουτζή και το Νίκο Νιουράκη, τα θεμέλια του Συλλόγου Συγγραφέων Λογοτεχνών. Η Μαίρη από κοντά, αν και ήταν ασκούμενη τότε, μας βοηθούσε να ετοιμάσουμε το καταστατικό και ήταν πρόθυμη να μας προσφέρει τη νομική της υποστήριξη σε κάθε ζήτημα. Δεν έπαψε ποτέ να δικαιώνει εκείνο το «άριστα» στο πτυχίο που έλαβε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Να ήταν σύμπτωση; Με τη Μαίρη έτυχε να συναντηθούμε σε πολλές ακόμα κοινωνικές παρεμβάσεις, βαδίζοντας ανεπηρέαστες από δυσκολίες, στα ίδια ιδεολογικά μονοπάτια, έχοντας τις ίδιες πολιτιστικές ανησυχίες.

Μετά αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική, όπου και διακρίθηκε και μάλιστα είναι η πρώτη γυναίκα Αντιπεριφερειάρχης. Κι εμείς αποδεχόμαστε κάθε της επιλογή ξέροντας ότι αυτή η γυναίκα μόνο για το καλό και το αγαθό για τον άνθρωπο και την ποιότητά ζωής του παλεύει. Έτσι είναι πλασμένη όπως δείχνουν τα έργα και οι ημέρες της.

Οι ασχολίες της και στην αυτοδιοίκηση δεν την εμπόδισαν να είναι μια υπέροχη μητέρα για την Ευγενία της (ερευνήτρια Φαρμακολογίας) και το Δημήτρη (απόφοιτο του τμήματος Στατιστικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Και στην δική της ενθάρρυνση και ψυχολογική υποστήριξη οφείλεται η μεγάλη εξέλιξη στον ακαδημαϊκό στίβο του συζύγου της με τα μεγάλα επιτεύγματα στην επιστημονική έρευνα.

Ανατρέχοντας στο βιογραφικό της που είναι πλούσιο θα δούμε ακόμα ότι από το 1983 ασκεί μάχιμη δικηγορία στο Ρέθυμνο και είναι δικηγόρος παρ’ Εφέταις.

Το 1986 εκλέχθηκε Δημοτική Σύμβουλος Ρεθύμνου και από το 1987 έως το 1990 διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.

Το 1994 εκλέχθηκε Νομαρχιακή Σύμβουλος Ρεθύμνου και από το 1995 έως το 1997 διετέλεσε Αναπληρώτρια Νομάρχη. Επίσης διετέλεσε Αντινομάρχης Παιδείας, Πολιτισμού και Κοινωνικής Μέριμνας.

Εκλέχθηκε εκ νέου το 2007 Δημοτική Σύμβουλος Ρεθύμνου και υπηρέτησε ως Αντιδήμαρχος αρμόδια για θέματα κοινωνικής πολιτικής.

Από το Δεκέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο 2010 διετέλεσε Γενική Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Όποτε επικοινωνούμε με φίλους από τη Θεσσαλονίκη θα μας ρωτήσουν πάντα για τη Μαίρη. Ακόμα κι εκεί κατάφερε να γίνει ο «δικός τους άνθρωπος».

Έχει πλούσιο βιογραφικό η Μαρία Λιονή. Αυτό που ξεχωρίζουμε όμως πάντα σ’ αυτή, ανεξάρτητα πολιτικών επιλογών, είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα που τη διακρίνει αλλά και η διάθεση να εργάζεται για τον τόπο ακόμα και από τη θέση ενός απλού εθελοντή.

Θυμάμαι σε μια παράσταση θεατρικού μου έργου που ανέβαζε η νομαρχία επί Μανόλη Λίτινα, η Μαίρη με τον επίσης εξαίρετο συμπολίτη Αντώνη Δαφέρμο κουβαλούσε καθίσματα από την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου στο Ωδείο για να καθίσει ο κόσμος που λόγω της επετειακής εκδήλωσης είχε κατακλύσει τον χώρο.

Η Μαίρη είναι πάντα έτοιμη ν’ ακούσει όποιον φθάνει στο γραφείο της αλλά αυτό που απαιτεί από όλους είναι να την κοιτάζουν στα μάτια με καθαρή ματιά όπως κι αυτή κάνει το ίδιο. Είναι περίεργο πως «πιάνει» στον αέρα κι ας μη το δείχνει ό,τι κρύβει υστεροβουλία και τότε δεν «χαρίζει» σε κανένα όσο ψηλά κι αν στέκεται. Με τον δικό της πάντα τρόπο.

Οι γυναίκες επίσης της οφείλουν ότι πρώτη αυτή ασχολήθηκε με την κακοποιημένη γυναίκα και είχε πάντα στόχο και πριν ακόμα καλυφθεί θεσμικά η ανάγκη αυτή να λειτουργεί στο δήμο μας ένας ξενώνας για κάθε γυναίκα που αντιμετωπίζει πρόβλημα. Πόσες φορές ως δικηγόρος δεν εξυπηρέτησε δυστυχισμένα πλάσματα που της παρέπεμπα, αν και δεν είχαν την οικονομική δύναμη να ζητήσουν νομική κάλυψη.

Δείχνει επίσης μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο κεφάλαιο «Ολοκαυτώματα» που και λόγω καταγωγής την συγκινεί και την ενδιαφέρει. Στήριζε και στηρίζει κάθε πολιτιστική προσπάθεια ενισχύοντας κυρίως τους νέους. Κι αν έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες στον πολιτιστικό τομέα σ’ εκείνη το οφείλουμε.

Αυτή είναι η Μαίρη, η «νύφη» μας που τόσο αγαπάμε. Και που την έφερνε πάντα παράδειγμα ο αείμνηστος ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, εκτιμώντας βαθύτατα και την πεθερά της κ. Ευγενία Λιονή, όταν έλεγε τη γνωστή λαϊκή ρήση «Η νύφη όταν γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει».

Αλκμήνη Μαλαγάρη – Στρατιδάκη 

Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις «νύφες» του Ρεθύμνου, δεν μπορούμε να μην σταθούμε σε μια γλυκιά κυρία που μιλούν γι’ αυτή με μεγάλη αγάπη οι μαθητές της, όπου κι αν βρίσκονται και η περιβαλλοντική εκπαίδευση της οφείλει πολλά.

Είναι βέβαια η κ. Αλκμήνη Μαλαγάρη εκπαιδευτικός από τη Σάμο. Με τον σύζυγό της εκλεκτό συμπολίτη κ. Χάρη Στρατιδάκη γνωρίστηκαν τον καιρό των σπουδών τους κι εκείνη τον ακολούθησε στο Ρέθυμνο, όπου και δημιούργησαν την όμορφη οικογένειά τους.

Το ζεύγος Μαλαγάρη Στρατιδάκη αποτελεί κι ένα λαμπρό παράδειγμα σχέσης που αντέχει στο χρόνο γιατί βασίστηκε σε συμπόρευση απόψεων και ιδεών στον τρόπο ζωής κάθε σύγχρονου ανθρώπου.

Η κ. Αλκμήνη χαμηλών τόνων πάντα, παρουσιάζει μια σημαντική δυναμική πνεύματος και ευαισθησίας μέσα από τα έργα της, κάποια από τα οποία συνυπογράφει με τον σύζυγό της.

Ο τουριστικός οδηγός του Ρεθύμνου θεωρείται από τα κλασικά πια στο είδος τους έντυπα και αντιπροσωπεύει επάξια την πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών.

Εκείνο που επίσης κάνει μοναδική την κ. Μαλαγάρη είναι ότι μαζί με το σύζυγό της κ. Χάρη Στρατιδάκη έφεραν την επανάσταση στα εκπαιδευτικά δεδομένα με την καλλιέργεια της περιβαλλοντικής συνείδησης στα παιδιά, πριν ακόμα η οικολογία γίνει μόδα και εφαλτήριο για προσωπικά και πολιτικά οφέλη.

Ανέκαθεν αυτά τα θέματα την απασχόλησαν και την απασχολούν, ενώ δεν σταματά μέσα από το λογαριασμό της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μάχεται για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφυπνίζοντας συνειδήσεις για την διάσωση θυμάτων της ωμής βίας σε χώρες με ανυπαρξία πολιτιστικών αξιών.

 

Λήδα Κατακουζηνού – Βαρδινογιάννη

 

Για τους συμπολίτες από 65 και άνω, μια νύφη του Ρεθύμνου, είναι σημείο αναφοράς όταν η κουβέντα το φέρνει στην αφοσίωση των συζύγων και στο πάθος για την τέχνη. Ο λόγος για την κ. Λήδα Βαρδινογιάννη. Πόσα Ρεθεμνιωτόπουλα δεν θυμούνται μια γλυκύτατη κυρία που η καλοσύνη και η ευγένεια της χάριζαν μια ξεχωριστή λάμψη. Μια κυρία με ανοικτή πάντα αγκαλιά για μικρούς και μεγάλους που αναζητούσαν τον Παύλο στο σπίτι του παρακαλώντας για τη βοήθειά του στο πρόβλημά τους.

Η Λήδα ήταν το πρώτο παιδί του Ιωάννη και της Ειρήνης Κατακουζηνού το γένος Κουτλίδη. Γεννήθηκε σε μια έπαυλη στο Ελληνικό. Η οικογένειά της βυζαντινής καταγωγής με ρίζες από τη Μυτιλήνη, αφού διέπρεψε στη Σμύρνη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας επέστρεψε στην Ελλάδα το 1922. Kι ενώ η ζωή έδειχνε πως θα ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη για τη μικρή Λήδα, ένας επιθετικός καρκίνος της στέρησε τη μητέρα της, ενώ ήταν ακόμα βρέφος. Ο τραγικός πατέρας δεν επέτρεψε στο κοριτσάκι του να νοιώσει εγκατάλειψη. Το πρωί έδινε όλο του τον εαυτό του στην εισαγωγική εταιρεία ξυλείας και το βράδυ το αφιέρωνε όλο στη μοναχοκόρη του πατέρας και μάνα μαζί. Ούτε σκέψη δεν έκανε για δεύτερο γάμο. Κοντά του ήταν πάντα η αδελφή του να προσφέρει με τη σειρά της κάθε τρυφερότητα στο κοριτσάκι όταν αποδεσμευόταν από την επιτήρηση της Γερμανίδας γκουβερνάντας που το μεγάλωσε.

Ήταν ένα χαριτωμένο παιδί η Λήδα αλλά φιλάσθενο. Αρχή του πολέμου ο πατέρας της αποφάσισε να μετακομίσουν στο Κολωνάκι. Μετά τον πόλεμο η νεαρή Κατακουζηνού, δεσποινίδα πια, συνέχισε σπουδές στην Ελβετία όπου έμεινε για μια πενταετία.

Εκεί τελειοποίησε τα γερμανικά και τα αγγλικά της, σπούδασε τη γαλλική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με την υψηλή κοινωνία. Μετά το τέλος των σπουδών, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η εύθραυστη υγεία της κλονίστηκε και την υποχρέωσε και πάλι να μεταναστεύσει. Έπασχε από φυματίωση και αναζήτησε θεραπεία σε σανατόρια της Ελβετίας και της Αυστρίας όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.

Η ασθένειά της ήταν η αφορμή που άργησε να παντρευτεί με τα δεδομένα της εποχής. Ήταν εποχή του 60 που μετά τα τριάντα εύκολα μια κοπέλα ανύπαντρη θα μπορούσε να θεωρηθεί «γεροντοκόρη».

Η γνωριμία της με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, την οδήγησε σύντομα στα σκαλιά της εκκλησίας. Ήταν 35 χρόνων.

Ο Παύλος ήταν τότε βουλευτής Ρεθύμνου, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας. Αργότερα έγινε υπουργός Πολιτισμού της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου.

Εκείνη την εποχή η οικογένεια Βαρδινογιάννη δεν είχε τη σημερινή της οικονομική επιφάνεια, αλλά δεν μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει φτωχό τον Παύλο. Είχε τον τρόπο του μα κυρίως εκείνο το σπάνιο χαρακτήρα με το σπινθηροβόλο πνεύμα και την βαθειά παιδεία που γοήτευε τους πάντες.

 

Ο γάμος έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1964, καθώς είχε κανονιστεί να μη συμπέσει με τον γάμο του πρίγκιπα Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία, που είχε τελεστεί μεγαλοπρεπώς μία εβδομάδα νωρίτερα. Κουμπάρος του ζεύγους Βαρδινογιάννη ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έναν χρόνο μετά, οι δύο κουμπάροι κατηγορήθηκαν για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (προσπάθεια δημιουργίας μέσα στον στρατό οργάνωσης αντιδεξιών αξιωματικών).

Κανένας απ’ όσους ήταν κοντά στον Παύλο Βαρδινογιάννη δεν θυμάται τη Λήδα να παίρνει θέση σε μια πολιτική συζήτηση. Αντίθετα παρέμενε σιωπηλή και περιοριζόταν στα καθήκοντα μιας άριστης οικοδέσποινας.

Όταν για παράδειγμα ήρθε με τον άνδρα της στο Ρέθυμνο, το 1964, προκειμένου να παραστούν στις επίσημες εκδηλώσεις των Αρκαδίων, κι έκαναν μια στάση στην Επισκοπή, η Λήδα αν και μεγαλωμένη με υπηρέτριες δεν άφησε την πεθερά της ν’ αγγίξει πουθενά. Μόνη της επιμελήθηκε το σερβίρισμα με μια άνεση έμπειρης νοικοκυράς. Και πολλές νοικοκυρές τη θαύμασαν για την δεξιότητά της όταν τεμάχιζε τα γλυκά για να τα τοποθετήσει στα πιάτα.

Το είχε αυτό η Λήδα. Κι όταν σε προεκλογικές περιόδους οργάνωνε τσάγια για τις κυρίες του Ρεθύμνου, με ένα μοναδικό τρόπο δημιουργούσε μια φινετσάτη ατμόσφαιρα. Κι ενώ προερχόταν από μια αριστοκρατική οικογένεια, ήταν συγκινητικά καταδεκτική και φιλική με όλους. Ακόμα κι ένας απλός κάτοικος χωριού, χωρίς καμιά παιδεία δεν ένοιωσε ποτέ μειονεκτικά κοντά στη Λήδα Βαρδινογιάννη με την ευγένεια που εκείνη αντιμετώπιζε τους πάντες.

Όταν όμως έμενε μόνη με τον Παύλο με το γλυκό της τρόπο του επισήμαινε τις αδυναμίες και τα λάθη του στην επικοινωνία του με το λαό.

Για παράδειγμα την ενοχλούσε όταν ο Παύλος που διατηρούσε μια καλή σχέση με το παλάτι, μιλούσε Γερμανικά με τη Φρειδερίκη. Εκείνη ενώ μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα απέφευγε να πάρει μέρος. Γιατί ήταν νωπό ακόμα το πέρασμα των ναζί. Κι ήταν πρόκληση ένας πολιτικός να μιλά μια γλώσσα που μόνο οδυνηρές αναμνήσεις προκαλούσε. Και τον μάλωνε γι’ αυτό.

Την περίοδο της χούντας η Λήδα ακολούθησε τον άνδρα της στο Παρίσι. Εκεί ανέπτυξαν ιδιαίτερη σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τότε ήταν παντρεμένος με την Αμαλία Μεγαπάνου. Οι άνδρες εξαντλούσαν την κουβέντα με τα πολιτικά αν και ο Παύλος δεν υπήρξε ποτέ Καραμανλικός και οι γυναίκες με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Η Αμαλία είχε μεγάλη επιθυμία να τελειοποιήσει τα Γαλλικά της και η Λήδα αποδείχτηκε μια χαρισματική δασκάλα. Ήταν από τότε μανιώδης συλλέκτρια έργων τέχνης.

Η μετέπειτα αφοσίωσή της στην τέχνη δεν ήταν καθόλου τυχαία. Υπήρχε μια οικογενειακή παράδοση η οποία δεν την άφησε ανεπηρέαστη. Ο θείος της, Ευριπίδης Κουτλίδης, ο σημαντικότερος συλλέκτης έργων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα (κληροδότησε τη συλλογή του από 1.419 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη), δεν είχε παιδιά και η Λήδα ήταν η αγαπημένη του ανιψιά, που μπαινόβγαινε στο πλημμυρισμένο από τέχνη σπίτι του -στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα-, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ήταν και ο θείος της, από την πλευρά του πατέρα της, ο ψυχίατρος Αγγελος Κατακουζηνός, το σπίτι του οποίου ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια των Αθηνών, που της γνώρισε τη «γενιά του ’30». Την τραπεζαρία του δικού του σπιτιού την είχε ζωγραφίσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ενώ η Λήδα για το σπίτι της στο Κολωνάκι επέλεξε έναν μαθητή του Γκίκα, τον νεαρό, άγνωστο τότε, ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση που φιλοτέχνησε μια γκουάς, η οποία έως σήμερα παραμένει σε άριστη κατάσταση και φέρει την υπογραφή του.

Η Λήδα Βαρδινογιάννη ευτύχησε να γνωρίσει όλες τις μεγάλες μορφές της σύγχρονης τέχνης.

Τον Τσαρούχη τον γνώρισε στο σπίτι του θείου του, αλλά τους «Μοβ Κρίνους» τους αγόρασε όταν πήγε στο ατελιέ του με τη Μαρίνα Καρέλλα, η οποία μάθαινε δίπλα του σκηνογραφία». Ο Σπύρος Βασιλείου την καλούσε κάθε χρόνο στο σπίτι του για κούλουμα.

Όταν πέθανε ο πατέρας της, το 1979, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση. Στην αρχή βοηθούσε και ο άνδρας της, αλλά δεν μου άρεσε αυτό. Μετά συνέχισε μόνη.

Σήμερα ζει ανάμεσα στην τέχνη που επέλεξε, στηρίζοντας οικονομικά το Μουσείο Μπενάκη και κάποιους φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Δεν έχει οικογένεια, οπότε έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Βοηθά με όλη της ψυχή αλλά δεν παύει να νοιώθει μεγάλη μοναξιά. Ευτυχώς οι ξένες γλώσσες που γνωρίζει της επιτρέπουν να ξεχνιέται στην τηλεόραση παρακολουθώντας κυρίως ξένα κανάλια.

Φυσικά δεν χάνει κανένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός και θεωρείται ευεργέτρια πολλών σημαντικών δομών υψηλής τέχνης χωρίς η ίδια να αναλώνεται σε συνεντεύξεις.

Στο Ρέθυμνο δεν έχει έρθει μετά το θάνατο του Παύλου. Οι Ρεθεμνιώτες όμως κάποιας ηλικίας τη θυμούνται με αγάπη. Αυτό το συναίσθημα είναι διάχυτο και σε ρεπορτάζ της εποχής στον τοπικό τύπο.

Σαν φιλότεχνη μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα είχε γίνει πρέσβειρα του λαϊκού μας πολιτισμού προβάλλοντας στα μεγάλα σαλόνια της Αθήνας την παραδοσιακή χειροτεχνία της Κρήτης και ιδιαίτερα τη Ρεθεμνιώτικη βελονιά.

Μαριάννα Βαρδινογιάννη 

 

 

Από τις διασημότερες «νύφες» του Ρεθύμνου είναι αναμφίβολα η κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Η διεθνής της προβολή και το έντονο κοινωνικό της προφίλ, δεν οφείλεται στην οικονομική της επιφάνεια. Ένα τεράστιο ανθρωπιστικό έργο πιστώνεται στην όλη δράση της, που την καταξιώνει και την κάνει παράδειγμα προς μίμηση.

Η κ. Μαριάννα δεν βρέθηκε αμέσως στις τάξεις της υψηλής κοινωνίας. Απέκτησε από νωρίς τις εμπειρίες της εργαζόμενης γυναίκας και της πολύτεκνης μητέρας. Ακόμα όμως και ως σύζυγος ενός από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες του πλανήτη, εκείνη παραμένει μια ευαισθητοποιημένη γυναίκα στην ανθρώπινη δυστυχία και μια τρυφερή μητέρα και γιαγιά.

Είναι μάλιστα από τις ελάχιστες κυρίες της υψηλής κοινωνίας που καμιά διάκριση δεν της χαρίζεται. Είναι όλες, το ελάχιστο που της οφείλει η επιστήμη, η ελληνική κοινωνία, η χώρα μας για το σημαντικό και πολύπλευρο έργο της.

Η Μαριάννα κόρη του Γιώργου και της Ευαγγελίας Μπουρνάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στην Ερμιόνη με τις αρχές μια παραδοσιακής οικογένειας.

Επιμελέστατη στο σχολείο φαινόταν ότι θα συνεχίσει ανώτερες σπουδές. Η ζωή όμως της ετοίμαζε πολλές εκπλήξεις.

Μαθήτρια Γυμνασίου γνώρισε το Βαρδή Βαρδινογιάννη σ’ ένα σπίτι κοινών γνωστών. Εκείνη την εποχή ο επιφανής συμπολίτης μας δεν ήταν ο επικεφαλής ενός οικονομικού κολοσσού. Ήταν ένας απλός αξιωματικός του ναυτικού, ένας νέος με επιβλητικό παράστημα και όλα τα χαρακτηριστικά της Κρητικής καταγωγής του, με τις παρακαταθήκες που του είχε κληροδοτήσει ο πατέρας του Ιωάννης και τους κώδικες της συναισθηματικής ηθικής που ακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια η μητέρα του Χρυσή.

Κατάλαβε με την πρώτη ματιά ότι η Μαριάννα ήταν η γυναίκα της ζωής του και όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια δεν τον ξεγέλασε το ένστικτό του. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε αδιάφορη. Με βασικό θεμέλιο τον έρωτα δημιούργησαν το σπιτικό τους και μια υπέροχη οικογένεια με πέντε παιδιά, τον Γιάννη (1962), την Χριστιάνα (1964), τον Γιώργο (1967), τον Νίκο (1974) και την Βαρδιάννα (1976). Σήμερα βέβαια καμαρώνουν και 11 εγγόνια.

Κουμπάρος στο γάμο τους ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης.

Στα πρώτα χρόνια του γάμου της η Μαριάννα εργαζόταν στην αμερικανική πρεσβεία. Για να εξασφαλίζει μάλιστα περισσότερα χρήματα δούλευε και στο ραδιοφωνικό σταθμό στην Αμερικανική Βάση στο Ελληνικό.

Αντιμετώπισε με ψυχραιμία όλες τις δυσκολίες που δημιουργούσαν οι μεταθέσεις του συζύγου της όταν υπηρετούσε στο ναυτικό. Αδιαμαρτύρητα τον ακολουθούσε παντού και φρόντιζε να διευρύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες διψώντας για γνώση. Έτσι όταν ο Βαρδής βρέθηκε στην Αμερική, όπου τον έστειλε η υπηρεσία του, εκείνη που τον ακολούθησε χωρίς να το συζητήσει καν αποφάσισε να σπουδάσει οικονομικά στο Denver Universuty, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Ακολούθησε μετάθεση του Βαρδή στη Βρετανία, όπου εκεί η Μαριάννα κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης.

Όσο χρόνο όμως κι αν της απορροφούσε η εργασία και οι υποχρεώσεις της νοικοκυράς, δεν την στερούσε από τα παιδιά της.

Ο Βαρδής ήταν και παραμένει ο άνδρας της ζωής της. Και η μοναδική στιγμή που αμαύρωσε την ευτυχία της και την σημάδεψε αφήνοντας οδυνηρό τραύμα στην ψυχή της ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Βαρδή Βαρδινογιάννη από την 17 Νοέμβρη.

 

Από τις πρώτες εποχές της μεγάλης αλλαγής που έγινε στη ζωή της με τη διεύρυνση των επιχειρηματικών εργασιών του συζύγου της ξεκίνησε ένα φιλανθρωπικό έργο. Οι ευεργεσίες της αυτές έφεραν κοντά της μια ομάδα απελπισμένων ανθρώπων που περνούσαν ημέρες κόλασης στο νοσοκομείο Παίδων με το παιδί τους να βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου παλεύοντας με τον καρκίνο. Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά έλειπε ο εξοπλισμός και οι δυνατότητες για καλύτερη αντιμετώπιση κάθε περιστατικού. Έπρεπε σε μερικές περιπτώσεις να γίνει μεταφορά του ασθενούς σε καλύτερα οργανωμένες μονάδες στο εξωτερικό με μοιραίο τις περισσότερες περιπτώσεις αποτέλεσμα. Όσο για τις συνθήκες παραμονής των γονέων δεν περιγράφονται. Μήνες ολόκληρους που απαιτούσε η επώδυνη θεραπεία των παιδιών, έπρεπε ο συνοδός να βολεύεται σε μια καρέκλα. Ιδιαίτερα τραγική ήταν η κατάσταση γονέων από την επαρχία που δεν είχαν ένα φιλικό σπίτι για να καταφύγουν, όταν είχαν τη δυνατότητα να ξεφύγουν για λίγο από το νοσοκομείο.

Η κ. Μαριάννα τους άκουσε με σπαραγμό ψυχής γιατί η μητρότητα κυριαρχεί πάντα μέσα της κι αμέσως έβαλε σκοπό της ζωής της να κάνει το καλύτερο δυνατόν για τους μικρούς αυτούς ήρωες και τους μάρτυρες γονείς τους. Γνωστός σε όλους ο αγώνας της ενάντια στον καρκίνο της παιδικής ηλικίας μέσα από τη δράση του Συλλόγου «Ελπίδα».

Πρώτη βασική επιδίωξη ήταν η δημιουργία μιας πρότυπης ιατρικής μονάδας, που μέχρι τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα: της Μονάδας Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών (ΜΜΜΟ), όπου θα μπορούσαν να πραγματοποιούνται μεταμοσχεύσεις σε παιδιά που νοσούν από αιματολογικά, γενετικά και κληρονομικά νοσήματα, όπως λευχαιμία, συμπαγείς όγκοι, νευροβλαστώματα, μεσογειακή αναιμία, και άλλα. Πράγματι, ο πρώτος στόχος πραγματοποιήθηκε, και το 1993 η ΜΜΜΟ εγκαινιάστηκε στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία».

Ακολούθησε η δημιουργία του Ξενώνα «Ελπίδα», στην οδό Μικράς Ασίας 46 στην περιοχή Γουδή, που φιλοξενεί παιδιά από την περιφέρεια της Ελλάδας μαζί με τις οικογένειές τους, που έχουν ανάγκη να διαμένουν στην Αθήνα για όσο διάστημα διαρκεί η θεραπεία τους στη ΜΜΜΟ, καθώς και στις ογκολογικές κλινικές των Παιδιατρικών Νοσοκομείων «Αγία Σοφία» και «Αγλαΐα Κυριακού». Ο Ξενώνας εγκαινιάστηκε το 1999.

Μέσα από το έργο της στον Σύλλογο Φίλων Παιδιών με καρκίνο «Ελπίδα» ίδρυσε την πρώτη παιδιατρική Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών στην Ελλάδα, χάρη στην οποία περισσότερα από 860 παιδιά από την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες έχουν σωθεί μέχρι σήμερα, τον Ξενώνα «Ελπίδα», το πρώτο Ογκολογικό Παιδιατρικό Νοσοκομείο και την πρώτη Τράπεζα Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών στην Ελλάδα, και ανέλαβε μια σειρά από πρωτοβουλίες με στόχο να βοηθήσει τα άρρωστα παιδιά και τις οικογένειές τους.

Παράλληλα η Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη στηρίζει πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις Η.Π.Α., ενώ υπήρξε ιδρύτρια και χορηγός του Κέντρου Ελληνιστικών Σπουδών στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στηρίζει επίσης τα προγράμματα της Unesco για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό σε πολλά μέρη του κόσμου και προωθεί την υλοποίηση των αναπτυξιακών στόχων του ΟΗΕ.

Η Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη ως πρέσβυς Καλής Θελήσεως της Unesco, ως πρόεδρος του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», του Συλλόγου «Ελπίδα» και του Συλλόγου «Όραμα Ελπίδας», συνεργάζεται με πολλούς φορείς, ιδρύματα και μη Κυβερνητικές Οργανώσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο όλων αυτών των συνεργασιών, εκτός από τις εκδηλώσεις που διοργανώνει μέσω των ιδρυμάτων της, συμμετέχει σε συνέδρια και διασκέψεις ως ομιλήτρια ή σύνεδρος, καθώς και σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, διεθνείς και ευρωπαϊκές συναντήσεις και εκστρατείες.

Από το 1999, είναι πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της Unesco σε θέματα που αφορούν τα δικαιώματα και την προστασία των παιδιών καθώς και την πολιτιστική κληρονομιά.

Δραστηριοποιείται επίσης ως: Μέλος Δ.Σ. της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, της Διεθνούς Κίνησης Γυναικών για την Ειρήνη, του Διεθνούς Κέντρου για τα χαμένα και κακοποιημένα παιδιά (ICMEC), του Ιδρύματος Mentor κατά των ναρκωτικών, Ιδρυτικό μέλος του Ιδρύματος «Φως της Αφρικής» με επικεφαλής τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο Β’, μέλος του Προεδρικού Συμβουλίου των «Special Olympics Europe-Eurasia».

Η κ. Μαριάννα που διακρίνεται για την αγάπη της στα Γράμματα και στις Τέχνες έχει ασχοληθεί και με τη συγγραφή. Έχει γράψει το βιβλίο «Προσεγγίζοντας τη γυναικεία ταυτότητα: Αναζητήσεις στη Μινωική Κοινωνία», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη.

Το έργο της Μαριάννας Β. Βαρδινογιάννη είναι διεθνώς αναγνωρισμένο και η ίδια έχει λάβει πολλούς τιμητικούς τίτλους και βραβεία όπως: Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Εποποιίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αρχόντισσα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Ιππότης και Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, Μεγάλο Βραβείο της Χάρτας των Παρισίων ενάντια στον καρκίνο, Βραβείο «Ripple of Hope» του Ιδρύματος «Robert F. Kennedy Human Rights», κ.ά.

Αν και νύφη η τοπική κοινωνία την περιβάλλει με μεγάλο σεβασμό και αγάπη. Έχουν γίνει και εκδηλώσεις προς τιμήν της από τον Δήμο Ρεθύμνου. Και πάντα αισθανόμαστε χρέος απέναντί της όσο εκείνη εξακολουθεί να χαρίζει «Ελπίδα» σε ηρωικά παιδιά κι όσο νοιάζεται για τον ανθρώπινο πόνο.

Όσο για τον άνδρα της πάντα την καμαρώνει και ποτέ δεν διαμαρτύρεται όταν τον υποχρεώνει να βάλει «βαθειά» το χέρι στην τσέπη. Γιατί ξέρει πως ικανοποιεί την επιθυμία ενός επίγειου αγγέλου. Άλλωστε παράδοση δεν αποτελεί για την οικογένεια Βαρδινογιάννη η προσφορά στον πάσχοντα συνάνθρωπο, όπου κι αν ανήκει αυτός;

 

Αφήστε μια απάντηση