Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1866-1869.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΣΗ ΓΩΝΙΑ ΣΤΙΣ  3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021 ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΜΗΘΟΥΝ ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866

Η συμβολή της Ασή Γωνιάς. Η συμμετοχή των Μανιατών.

 

 

 

(Ασή Γωνιά: Τετάρτη, 3 Νοεμβρίου 2021)

 

Προσερχόμενος στο βήμα και συναισθανόμενος την τιμή και την ευθύνη, που απορρέουν από τη θέση, στην οποία ευρίσκομαι αυτή τη στιγμή, συμμετέχοντας στο ιερό Μνημόσυνο των αγωνιστών της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης 1866-1869 Κρητών και Μανιατών,  ευχαριστώ, την Περιφέρεια Κρήτης και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ασηγωνιωτών «Ο Άγιος Γεώργιος», για την εξαιρετική τιμή, που μου έγινε, να είμαι ο ομιλητής.

Τιμητικά και με σεβασμό αφιερώνονται τα λιτά και απέρριτα λόγια, που θα ακουσθούν παρακάτω, στις ηρωικές εκείνες μορφές, που σήκωσαν τη δόξα της Κρήτης και της Μάνης, μέχρι τον Ουρανό.

Οι πρόγονοί μας, με τα αγνά πατριωτικά αισθήματα, αγωνίστηκαν, όχι μόνο εθελοντικά, αλλά και με ιερή πίστη και αφοσίωση, για την Ένωση της Κρήτης, με τη Μάνα Ελλάδα, οι δε αγώνες τους θα μείνουν, ανεξίτηλα, χαραγμένοι στη μνήμη των γενεών, ανά τους αιώνες.

Η ιστορική μνήμη είναι εθνική επιταγή. Οι ζωντανοί αναβαφτίζονται και οι νεκροί μας ανακουφίζονται.

Αν ο Λαός μας χάσει τη μνήμη του, χάνει, πριν απ’ όλα, αυτό, που ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης  ορίζει ηθική ενότητα και τούτο είναι ψυχθοφόρο και αρνητικό, ιδιαίτερα σήμερα στη θολή εποχή μας, που περνά η Πατρίδα μας δύσκολες ημέρες.

«Σβήνοντας ένα κομμάτι, από το παρελθόν, σβήνεις κι ένα κομμάτι από το μέλλον», μας επισημαίνει ο Γεώργιος Σεφέρης.

Εκδηλώσεις σεμνές, που αποτελούν Μνημόσυνα και αποπνέουν μία ιεροπρέπεια, όπως η σημερινή, υπερασπίζονται, με σθένος και σεβασμό, την ιστορία μας, ανασύροντας μνήμες από το παρελθόν, δείχνοντας έτσι στις νέες γενιές το δρόμο, που χάραξαν ένδοξες και τιμημένες παλιές μορφές.

Σε τούτο το ιστορικό και  ηρωοτόκο χωριό Ασή – Γωνιά, που μας υποδέχεται αρχοντικά και καλωσυνάτα, συναχθήκαμε σήμερα με πρωτοβουλία της Περιφέρειας Κρήτης και του Πολιτιστικού Συλλόγου Ασηγωνιωτών,για να τιμήσομε την ιερή μνήμη των αγωνιστών της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης 1866-1869 Κρητών και Μανιατών, των προμάχων του Έθνους.

Γι’ αυτό ό,τι ειπωθεί σήμερα είναι λιγότερο λόγος και περισσότερο προσευχή.

Δέος με κατέχει τούτη τη στιγμή, που εκφωνώ τον Πανηγυρικό της ημέρας, γιατί ψελλίζει η ταπεινότητά μου θνητά λόγια, εκεί όπου φωνάζουν αθάνατα έργα.

Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδος και το πέμπτο  της Μεσογείου μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την ομογάλακτη αδερφή μας μαρτυρική και πολύπαθη ΚΥΠΡΟ και την Κορσική.

Βρίσκεται στο μέσον σχεδόν της κλειστής αυτής θάλασσας και δεσπόζει σε ολόκληρη την περιοχή. Είναι το κλειδί της Μεσογείου. Φαντάζει, όπως μας λέγει ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης: «Σειρήνα πρασινόχρυση», καθώς ραχατεύει, κατά την περιγραφή του Ομήρου: «Στη μέση του θαμπού γιαλού….όμορφη και πολύκαρπη και θαλασσοκλεισμένη…».

Κατάκαρπο δένδρο είναι η Κρήτη. Παράγει καρπούς, που τρέφουν το σώμα της και καρπούς, που τρέφουν την ψυχή της. Ψυχοτρόφοι καρποί της είναι οι Γενάρχες μας. Έθρεψαν και τρέφουν τις ψυχές μας.

Από τη χαραυγή της εθνικής μας ιστορίας, η Κρήτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης ,αποτέλεσε σημείο διασταυρώσεως πολλών βλέψεων, γι’ αυτό και θυελλώδης η πορεία της Μεγαλονήσου στους αιώνες, που πέρασαν.

Η ελευθερία, ποτέ,  δε χαρίστηκε στην Κρήτη, όπως και σε ολόκληρη την πατρίδα μας.

Κατακτήθηκε από τον ίδιο το Λαό της , με σκληρούς και συνεχείς αγώνες, με επαναστάσεις , με ολοκαυτώματα, με θυσίες γενναίων , με ποταμούς αίματος, να ρέει στη γη της, ποτίζοντας και γονιμοποιώντας το σπόρο της διαρκούς πάλης, για απελευθέρωση από τον κάθε δυνάστη, μέχρι την ευλογημένη εκείνη ημέρα , την 1η Δεκεμβρίου 1913, όπου ενώνεται με τον εθνικό κορμό, με τη Μάνα Ελλάδα, ύστερα από αγώνες και επιδέξιους χειρισμούς, σε όλους τους τομείς, του ΕΘΝΑΡΧΗ Ελευθερίου Βενιζέλου.

«Όποιος  γνωρίζει την τραγική μοίρα των τελευταίων αιώνων αυτού του Νησιού», έλεγε το 1955 ο Νίκος Καζαντζάκης, σε συνέντευξή του, στη Γαλλία, «καθηλώνεται, όταν αναλογίζεται το λυσσαλέο αγώνα, πάνω σ’αυτή τη γη, ανάμεσα στον άνθρωπο, που μάχεται για την ελευθερία του και στον καταπιεστή, που μαίνεται να τον συνθλίψει».

Η μεγάλη του Γένους Επανάσταση 1821 – που μας αξιώνει ο Θεός να γιορτάζομε εφέτος τα 200 χρόνια – εξαπλώνεται, σαν αστραπή και στην Κρήτη, παρά την ασύγκριτη υπεροχή των Τούρκων, την έλλειψη οπλισμού, εφοδίων και μέσων και την άγρυπνη επιτήρηση και αγριότητα των Τουρκικών αρχών.

Ο έγκριτος ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος σημειώνει στο μνημειώδες έργο του: «….Το φαινόμενον της επαναστάσεως της Κρήτης είναι μοναδικόν εις όλην την ιστορίαν του Ελληνικού αγώνος. Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσοδεμένου τιτάνος, με μόνην δύναμιν την Ελληνικήν του συνείδησιν, την ζωτικότητά του, την φιλοτιμίαν του και την οργήν του…….καταδυομένην και αναδυομένην διαρκώς  εντός κυμάτων αίματος, αντλούσα ολοένα δυνάμεις από τον σκληρότατον αγώνα της…»

Ο πολυαίμακτος δεκαετής αγώνας των Κρητών 1821-1830 τελειώνει, χωρίς δικαίωση. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία),22 Ιανουαρίου 1830, αφήνει την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Η αντίδραση των Κρητών άμεση.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα, στο μήνυμα, του Κρητικού Συμβουλίου προς τους απανταχού Έλληνες: «Η Κρήτη ήτο και είναι μέρος αδιάσπαστον της Ελλάδος, ως συναγωνισθείσα και συναγωνιζομένη με αυτήν…. Ημείς, δεν ευρίσκομεν αλλού την σωτηρίαν μας, παρά εις τα όπλα μας και εις αυτόν τον έντιμον θάνατον……»

Πικρία, θυμός, οργή, για τη μη ένταξη της Κρήτης στο Ελληνικό κράτος, αλλά η Σημαία της αισιοδοξίας δεν υποστέλλεται. Η Κρήτη κοιτάζει πάντα μπροστά και ελπιδοφόρα. Η Κρήτη δε γονάτισε ποτέ, παρά μόνο μπροστά στους τάφους των νεκρών της.

Νέοι αγώνες ξεκινούν, με ποικίλες διαμορφώσεις, για την απελευθέρωση και την πολυπόθητη Ένωση.

Τούτο, το επισημαίνει στην ομιλία του ο αείμνηστος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος ,όταν στις 8 Νοεμβρίου 1975, επισκέφθηκε, ως Προσκυνητής ,όπως ο ίδιος είπε , τη Μονή Αρκαδίου.

Λέγει χαρακτηριστικά: «Αν όλοι οι Έλληνες αποδύθηκαν σε ηρωικούς εθνικούς αγώνες, ίσως κανένα κομμάτι Ελληνικής Γης  δεν συνέχισε από το 1830, ως το 1913, με τόση επιμονή και με τόση ορμή τους αγώνες αυτούς, όσο η Κρήτη… Η Κρήτη με τον 80χρονο αγώνα της, δίδαξε, με λαμπρό τρόπο, στους Έλληνες, την ενότητα της Ελλάδος…»

Μετά τα επαναστατικά κινήματα 1833, 1841 και άλλα μικρότερης διάρκειας εκδίδεται, το 1856, με τη συνθήκη των Παρισίων το «Χάτι Χουμαγιούν»  (λαμπρό έγγραφο), που παραχωρεί ορισμένα προνόμια στους Χριστιανούς, πλην δεν εφαρμόζονται από τον Τούρκο δυνάστη.

Το κίνημα του Μαυρογένη (1858) προκαλεί ειδικό φιρμάνι, με το οποίο παραχωρούνται σημαντικά προνόμια στον υπόδουλο πληθυσμό, αλλά και πάλι παραβιάζονται και οι παραβιάσεις αυτές αποτελούν τη  βασική αιτία της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης.

9 Απριλίου 1866. Ο πρόξενος του Ελληνικού Κράτους , στην Κρήτη, Νικόλαος Σακόπουλος, με έκθεσή του, προς τον Υπουργό Εξωτερικών, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Γνωσταί εισίν εις την Υμετέραν Εξοχότητα αι ιδέαι και τα αισθήματα των Κρητών. Ο διακαέστερος αυτών πόθος , ως πολλάκις απέδειξαν, είναι να ενωθώσι μετά της μητρός Ελλάδος, και προς πραγματοποίησιν αυτού, έτοιμοι είναι εις πάσαν στιγμήν να θυσιάσωσι τα πάντα…»

14 Μαΐου  1866. Η  Παγκρήτια  Συνέλευση στέλνει υπόμνημα από την Αγία Κυριακή (Μετόχι της Μονής Χρυσοπηγής Χανίων ) προς το Σουλτάνο και τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων (Μ.Δ), στην Κρήτη, για τις παραβιάσεις των προνομίων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η απάντηση της Πύλης απορριπτική και έντονα απειλητική. Ταυτόχρονα συγκεντρώνεται πολύς στρατός στην Κρήτη.

20 Ιουλίου 1866. Νέο υπόμνημα προς τους προξένους των Μ.Δ. αναφέρει : «Οι υπογεγραμμένοι αντιπρόσωποι του Χριστιανικού Λαού της Κρήτης, υπό τον τίτλον η Γενική Συνέλευσις των Κρητών, θεωρούμεν αναπόδραστον ημών καθήκον, να επικαλεσθώμεν Υμάς μάρτυρας της βίας, της καταναγκαζούσης ημάς, να άρωμεν τα όπλα, δικαιώματι αμύνης».

21 Αυγούστου 1866. Οριστική και επίσημη ρήξη. Η Επαναστατική των Κρητών Συνέλευση καλεί τον Κρητικό Λαό από την ορεινή τοποθεσία «Κάτω αγόρι» ή «Όρος της Συκιάς» στα Ασηγωνιώτικα βουνά, σε ένοπλη εξέγερση, με την παρακάτω προκήρυξη: «Εμμένοντες καρτερικώς εις τον όρκον ημών του 1821, εμπνεόμενοι από το εθνικόν αίσθημα του Ελληνικού Μεγαλείου και της εθνικής ενότητος και έμπλεοι ελπίδος εκ του δικαίου αγώνος ημών, απορρίπτομεν πάσαν προσφοράν και θαρραλέως διακηρύττομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την Ένωσιν μετά της Μητρός Ελλάδος».

Τέλη Αυγούστου, οι Επαναστάτες κερδίζουν την πρώτη μεγάλη νίκη στις Βρύσες Αποκορώνου.

Η Επανάσταση εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Κρήτη.

Από τη Ζάκρο και το Παλαίκαστρο, μέχρι τη Γραμβούσα και την Παλαιόχωρα επικρατεί έντονος επαναστατικός αναβρασμός.

Από τη μία ως την άλλη άκρη της Νήσου κυριαρχεί το σύνθημα « Ένωσις ή Θάνατος».

Ο Σουλτάνος  θορυβημένος, ανησυχεί σφόδρα, από το ξέσπασμα του Κρητικού Λαού και στέλνει το Μουσταφά – Πασά, για να καταστείλει την Επανάσταση.

Ο Πασάς φτάνει στην Κρήτη 30 Αυγούστου και καλεί τους Επαναστάτες, να καταθέσουν τα όπλα και θα ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.

Η Γενική Συνέλευση Κρητών, που συνεδριάζει, 7 Σεπτεμβρίου στους  Κάμπους Κυδωνίας, απορρίπτει, ομόφωνα τις προτάσεις του Μουσταφά – Πασά και εμμένει στον ένοπλο αγώνα.

Οι Επαναστάτες έμπειροι στο τουφέκι, τολμηροί, λιτοδίαιτοι, ανθεκτικοί στις κακουχίες, πλουτισμένοι με τεράστια ηθικά και ψυχικά αποθέματα, έχουν απέναντί τους πολλαπλασίως περισσότερες δυνάμεις, με τέλειο εξοπλισμό και επαρκέστατα εφόδια, αλλά οι αγγελόσχημοι υπερασπιστές της Ελευθερίας έχουν δύναμη ψυχής, που είναι υπέρτερη από κάθε τρομακτική πολεμική μηχανή.

Ο Νικόλαος Σακόπουλος υπολογίζει τις Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις σε 42-45 χιλιάδες.

Οι Επαναστάτες επικαλούνται τη βοήθεια του Μεγάλου Θεού, κάνουν το σημείο του Σταυρού, τραγουδούν το τιμημένο τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά» και συνεχίζουν τον ιερό αγώνα.

Γνωρίζουν, βέβαια, πως ανταμοιβή, για τις θυσίες τους αυτές, είναι ο θάνατος και όμως δεν πτοούνται, δε λιποψυχούν, αλλά οδεύουν προς την αθανασία, υπερήφανοι ότι πράττουν το καθήκον τους έναντι της ιστορίας και  των προγονικών επιταγών.

Με την έναρξη της Επανάστασης εκδηλώνονται, στην ελεύθερη Ελλάδα, σοβαρές κινητοποιήσεις εξόριστων Κρητών και λοιπών Ελλήνων, όπου συγκεντρώνονται χρήματα, όπλα, πυρομαχικά και εφόδια, για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα.

Στην Αθήνα ιδρύεται «Η Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή», ψυχή της οποίας είναι ο Κρητικής Καταγωγής, Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μάρκος Ρενιέρης, σπουδαίος νομικός και φιλόλογος, ακάματος αγωνιστής της εθνικής ιδέας, αθεράπευτα Κρητικολάτρης και ένθερμος θιασώτης της Ένωσης της Κρήτης  με την Ελλάδα, την οποία δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει, γιατί, το 1897, αναχώρησε για την Ουράνια Πατρίδα.

Στην Σύρο ιδρύεται «Η Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης, με όπλα και εθελοντές.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, τις μεταφορές, προς την Κρήτη, είχαν αναλάβει έμπειροι , στη θάλασσα, γενναίοι και ριψοκίνδυνοι Πλοίαρχοι, με τα πλοία: ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ, ΥΔΡΑ, ΑΡΚΑΔΙΟΝ, ΚΡΗΤΗ, ΕΝΩΣΙΣ.

Ο αγώνας συνεχίζεται με πρωτοφανή, απερίγραπτη τουρκική αγριότητα, αλλά και με ατσάλινη θέληση του Κρητικού Λαού, για το ποθητό τέρμα, που είναι η ένωση.

8 Νοεμβρίου 1866. Πολυάριθμος τουρκικός Στρατός, με κανόνια, πολιορκεί τη Μονή Αρκαδίου, όπου εδρεύει η Επαναστατική Επιτροπή του Ρεθύμνου και μαζί οπλοφόροι και γυναικόπαιδα.

«Την Τρίτη το ξημέρωμα, τσ’ οχτώ του Νοεμβρίου

επρεμαζώχτηκε η Τουρκιά στ’ Αρκάδι γύρου- γύρου», θα τραγουδήξει η λαϊκή Μούσα.

Ψυχή των πολιορκουμένων ο Ηγούμενος Γαβριήλ, λαμπρός στο παράστημα και γίγαντας στην ψυχή, αφιερωμένος στην ιδέα της Πατρίδας.

Με το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, την επομένη, 9 Νοεμβρίου, η Επανάσταση του ΄66 αποκτά το δικό της Μεσολόγγι.

Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου είναι το κορυφαίο γεγονός της μεγάλης Κρητικής επανάστασης 1866-1869.

Το Αρκάδι είναι ένα σύμβολο, ένα σημείο αναφοράς, ένας κώδικας ηθικής συμπεριφοράς, για τους μεταγενέστερους.

Η φλόγα του Αρκαδίου θα φωτίζει, αιώνια, την Οικουμένη.

Άνοιξη 1867. Η Πύλη στέλνει στην Κρήτη τον Ομέρ- Πασά, για να καταπνίξει την Επανάσταση.

Νέα δεινά φοβερότερα περιμένουν τον Κρητικό Λαό.

Ο Ομέρ – Πασάς καταφέρνει, με τις δυνάμεις του, να διασχίσει ολόκληρη, σχεδόν, τη Μεγαλόνησο, ξεπερνώντας, σε ωμότητες τον προκάτοχό του Μουσταφά- Πασά, δεν καταφέρνει όμως να καταπνίξει την Επανάσταση.

Η βία περνά και ίσως δουλώνει τον τόπο, ποτέ όμως το πνεύμα και τις ψυχές των υπερήφανων ανθρώπων, που τον κατοικούν.

Ο Σουλτάνος ευρισκόμενος σε πλήρη αμηχανία, από την ανυποχώρητη στάση του Κρητικού Λαού, αναγκάζεται να δοκιμάσει τη συνδιαλλαγή και κηρύττει, στις 5 Σεπτεμβρίου 1867, αναστολή των Εχθροπραξιών, για (6) εβδομάδες και αμνηστία.

Παράλληλα, στέλνει στην Κρήτη το Μέγα Βεζύρη Ααλή- Πασά, κομιστή διοικητικών και άλλων παραχωρήσεων.

Οι παραχωρήσεις αυτές, έμελλαν να αποτελέσουν τον Οργανικό Νόμο του 1868.

Ο Ααλή – Πασάς διαμηνύει, στη Γενική Συνέλευση, ότι παραχωρεί στην Επαναστατημένη Κρήτη ό,τι, δια των αντιπροσώπων της ζητεί, εκτός από την Ένωση.

Η απάντηση της Εθνοσυνέλευσης αρνητική και η Επανάσταση συνεχίζεται.

Κατά την τελευταία φάση του αγώνα, από τα τέλη του 1867, ως τις αρχές του 1869, οι Τούρκοι θέτουν σε εφαρμογή νέα στρατιωτική τακτική, που αποδεικνύεται  πιο αποτελεσματική γι’ αυτούς.

Κατανέμουν το Στρατό στη Μεγαλόνησο και χτίζουν πύργους στα επίκαιρα σημεία της παραλίας και της ενδοχώρας.

Με ορμητήρια τις στρατιωτικές τους βάσεις, αρχίζουν σιγά- σιγά, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Κρητών, να εξουδετερώνουν τις επαναστατικές ομάδες, εμποδίζοντας την επικοινωνία μεταξύ τους και τον εφοδιασμό τους, σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, από τα χωριά και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, που είναι η αρχή του τέλους της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη, η Ασή Γωνιά (η Γωνιά των Ασίδων, των ατίθασων, των αδούλωτων ,των ανυπότακτων), με την πλούσια παράδοσή της, συμμετέχει έντονα στον ιερό αγώνα, ο οποίος δημιουργείται από το ψυχικό περίσσευμα των κατοίκων του χωριού.

Στην Ασή Γωνιά, η Ιστορία  θα συναντήσει καταξιωμένους πρωτομάχους, αιμοδότες και οργανωτές της Επανάστασης.

Οι Ασηγωνιώτες, γαλουχημένοι με ηθικές αξίες, που δε διαβρώνονται και παραμένουν αναλλοίωτες, στο πέρασμα του χρόνου, συμμετέχουν συνειδητά και με όλη τη δύναμη της ψυχής των στο μεγάλο ξεσηκωμό και ανατρέπουν τους οραματισμούς του Σουλτάνου.

Η Ασή Γωνιά, τόπος δυσπρόσιτος και άγριος, φιλόξενος και  καταδεκτικός, επιδρά στον ψυχισμό του Ασηγωνιώτη, τον κάνει ευέξαπτο και αψύ, συνάμα του χαρίζει τη σπάνια γλυκάδα της αρχοντιάς, της καλοσύνης, της ευπρέπειας, της υπερηφάνειας, του δωρίζει μία δυσεύρετη αίσθηση ελευθερίας και τον παραδίδει, στην Κοινωνία, φιλόπατρι, φιλόξενο, φιλότιμο, θαρραλέο και αισθηματία.

Σε όλο το διάστημα της Επανάστασης, οι Ασηγωνιώτες, με Αρχηγό το Νικόλαο Πετράκη «Πετρονικόλα» και άλλους σπουδαίους οπλαρχηγούς, είναι πάντα παρόντες σε κάθε πτυχή του αγώνα.

Κυριεύονται από το γνώριμο εκείνο ενθουσιασμό, που κυριεύει όλους τους Έλληνες στις πιο μεγάλες ώρες του Έθνους.

Σύσσωμο το χωριό συμμετέχει στο κάλεσμα της Ιστορίας, που προκαλεί ρίγη συγκίνησης, στις νεότερες γενιές, αλλά προκαλεί, τότε, και την οργή της Τουρκικής Διοίκησης.

Η Ασή Γωνιά, άσυλο και κρησφύγετο, σε κάθε Επαναστάτη, ανοίγει την πλατιά καρδιά της και τα σπίτια της και ενσαρκώνει την πατροπαράδοτη αρετή της Κρητικής φιλοξενίας.

Οι κάτοικοί της δε λογαριάζουν τις επιπτώσεις,  αδιαφορούν για τα αντίποινα του δυνάστη και αυτό ακριβώς μαρτυρεί τη φιλοπατρία, τη γενναιότητα και την αγάπη τους στο πρώτο θεμελιακό ιδανικό της ζωής, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, «ης ουδέν μείζον έστιν ανθρώποις Έλλησιν».

Η ζωή των κατοίκων της Ασή Γωνιάς, όπως και ολόκληρης της Κρήτης είναι σωστός Γολγοθάς, αλλά και πάλι το φρόνημα παραμένει υψηλό.

Οι κάτοικοι της Ασή Γωνιάς θρεμμένοι με τις παραδόσεις του τόπου, σμιλεύουν μέσα τους ένα κόσμο γεμάτο ηθικές αξίες και είναι παρόντες σε κάθε κάλεσμα, με την εσωτερική παρόρμηση της προσφοράς στον ιερό αγώνα.

Η περιοχή, όπως και ολόκληρη η Μεγαλόνησος, θα γνωρίσει την ανθρώπινη κτηνωδία, από πλευράς κατακτητών, αλλά και το ανθρώπινο μεγαλείο από πλευράς των υπερήφανων ανθρώπων, που κατοικούν σ’ αυτό τον τόπο και τον έχουν ποτίσει με το τίμιο αίμα τους.

Όταν, ύστερα από την τρίχρονη, σχεδόν, Επανάσταση, η Κρήτη αρχίζει να λυγίζει, κάτω από το βάρος ολόκληρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το Δεκέμβριο του 1868, η Ασή Γωνιά παραμένει αδούλωτη και απροσκύνητη. Στην Ασή Γωνιά καταφεύγουν οι Μανιάτες εθελοντές του ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗ, που λίγο πριν, για δεύτερη φορά, είχαν αποβιβαστεί στη Μεγαλόνησο, προκειμένου να προσφέρουν πάλι τις υπηρεσίες τους στην Επανάσταση.

Στην Ασή Γωνιά έρχονται οι εναπομείναντες  Αρχηγοί από τη Δυτική Κρήτη, αλλά και τα μέλη της προσωρινής Κυβέρνησης και έχουν έδρα τους το
«Χαϊνόσπηλιο», που βρίσκεται στα Ασηγωνιώτικα βουνά.

Στην Ασή Γωνιά, οι Μανιάτες και οι άλλοι Εθελοντές, θα θάψουν τους νεκρούς των.

Μετά την αναχώρηση των Μανιατών φεύγουν και οι άλλοι Αρχηγοί και παραμένουν τα Μέλη της Προσωρινής Κυβέρνησης, όπου από το «Χαϊνόσπηλιο» στέλνουν την τελευταία προκήρυξη προς το Λαό της Κρήτης.

23 Δεκεμβρίου 1868. Πολυάριθμος Τουρκικός Στρατός πολιορκεί το «Χαϊνόσπηλιο».

Δύο μέλη της προσωρινής Κυβέρνησης Σκουλούδης και Μπομπολάκης βρίσκουν τραγικό θάνατο.

Τρεις Ασηγωνιώτες, ύστερα, από σκληρή μάχη καταφέρνουν να σωθούν. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το «Χαϊνόσπηλιο» και στρέφονται στην Ασή Γωνιά, πλην τρέπονται σε άτακτη φυγή, ύστερα από την αντίσταση των κατοίκων της περιοχής.

Στο «Χαϊνόσπηλιο», σε μικρή απόσταση, από ΄κει, που είχε ξεκινήσει, παίχτηκε η τελευταία πράξη του Θείου δράματος του μεγάλου ξεσηκωμού του 1866.

Η ευγνωμοσύνη των Ασηγωνιωτών και των Μανιατών έστησε Μνημείο, κοντά στο «Χαϊνόσπηλιο», στη μνήμη των Ηρώων, που πότισαν, με το αίμα τους την ιερή μας Γη.

Η Λαϊκή Μούσα αναφερόμενη στο «Χαϊνόσπηλιο», εξυμνεί τον ηρωϊσμό της Ασή Γωνιάς, όπου, μεταξύ  των άλλων, θα τραγουδήξει:

«Κοντά στον Τίμιο Σταυρό στσ’ Ασή Γωνιάς τα μέρη,

βρίσκεται ο «Χαϊνόσπηλιος» αρματολών λημέρι…

Ασηγωνιώτες σταυραϊτοί στο σπήλαιο εβιγλίζαν

και τη Σημαία εστήσανε τσ’ εχθρούς εφοβερίζαν.

Εκεί, που ανυπόταχτοι βρίσκονται Ασηγωνιώτες,

του ’66 η Επιτροπή μαζώνει ΄τσι στρατιώτες.

Κι είπαν να σηκωθούσινε, για την Ελευθερία,

ν’ αποτινάξουν τη σκλαβιά, τη μαύρη τυραννία.

Τυπογραφείο είχανε στο σπήλαιο αυτό στημένο,

Καλαϊτζάκης Στελιανός ήταν αποσταλμένος.

Ο Βιβιλάκης ο καλός και μέγας πατριώτης,

που’βγανε το «Ραδάμανθυ» κι ήτανε Ρεθεμνιώτης…»

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη και ασέβεια, στη μνήμη των ηρώων,  να μην αναφερθεί, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση, στο σημερινό Ιερό  Μνημόσυνο, η κάθοδος στην Κρήτη και ο ηρωϊσμός των Μανιατών και λοιπών Εθελοντών, υπό τον θρυλικό Δημήτριο Πετροπουλάκη, το Σώμα του οποίου συμμετείχε, σε πολλές μάχες της Κρητικής Επανάστασης και είχε πολλούς νεκρούς, που όπως προαναφέρθηκε, αναπαύονται στα Ασηγωνιώτικα βουνά.

Ο πολέμαρχος Δημήτριος Πετροπουλάκης, γεννήθηκε στη Ράχη Γυθείου- Λακωνίας το  1800. Η Οικογένειά του έδωσε πολύ αίμα στους εθνικούς αγώνες.

Τον Αύγουστο του 1866 ακούει τη φωνή της Κρήτης, που αντιλαλεί, από τα Ασηγωνιώτικα βουνά, και ένα ρίγος διαπερνά το πληγωμένο, από εχθρικές σφαίρες, στήθος του.

Η εθνική του συνείδηση αφυπνίζεται και πάλι. Είναι γνήσιος Έλληνας, παράδειγμα, για όλες τις γενιές, και σπεύδει στη φωτιά του πολέμου.

Με το κύρος του, που εμπνέει  τους πάντες, στρατολογεί Εθελοντές Μανιάτες, και στις 26 Δεκεμβρίου 1866 φτάνει στην Κρήτη, με 500 περίπου ψυχωμένους άνδρες και ενώνεται με τα Σώματα των Κρητών Οπλαρχηγών, όπου πολέμησε με απαράμιλλη γενναιότητα και άφθαστο ηρωϊσμό, μέχρι που η Επανάσταση εξασθένησε και ο Πετροπουλάκης, με το Σώμα του, αναχώρησε.

Το ηθικό των Κρητών Επαναστατών αναπτερώθηκε, με την άφιξη των Μανιατών.

Διαβάζομε, σε επιστολή των Ανωγειανών Επαναστατών προς τον υποπρόξενο της Αγγλίας Λυσίμαχο Καλοκαιρινό:

«Κατά την 26ην Δεκεμβρίου 1866 απεβιβάσθει εις την Αγίαν Πελαγίαν ο Αρχηγός Δημήτριος Πετροπουλάκης, μετά 500 περίπου Εθελοντών. Η Επαρχία άπασα συνεκινήθει. Η Επανάστασις ανενεώθει. Διάφοραι μάχαι εδόθησαν υπό εθελοντών και λοιπών κι εθριάμβευσαν τα ελληνικά όπλα…»

Για το θρυλικό Αρχηγό Δημήτριο Πετροπουλάκη, σημειώνεται στο «ΑΡΚΑΔΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ», βιβλίο που συνέγραψε ο μακαριστός Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης, Τιμόθεος Βενέρης, όπως τον σκιαγράφησε ο Άγγλος  Δικηγόρος και  Δημοσιογράφος Ιλαρίων Σκίννερ:

«Το υψηλόν ανάστημα αυτού, το υπερέχον των πλείστων, των περί αυτόν, η ευάρεστος και λίαν εκφραστική φυσιογνωμία του, το μακρόν ερυθρόν φέσι, κλίνον αφελώς προς τα πλάγια, η λευκή φουστανέλλα και ο περιποιημένος μύσταξ αυτού, πάντα ταύτα αρμόζουσι κάλλιστα εις παλληκάρια της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ως παλληκάρι της Πρώτης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Πετροπουλάκης υπήρξεν αείποτε ένθερμος λάτρης της ελευθερίας πάσης χώρας Ελληνικής και Νήσου».

Για την πολεμική των  Λακώνων Σημαία, που έφερε το Σώμα του Πετροπουλάκη ο Ιλαρίων Σκίννερ περιγράφει: «Επί της σημαίας του Σώματος των Εθελοντών του Πετροπουλάκη φαίνονται αι προτομαί του Λεωνίδου και του Λυκούργου, με το σύμβολον Η ΤΑΝ ή ΕΠΙ ΤΑΣ και εις την αντίθετον πλευράν το επιτύμβιον επίγραμμα των, εν Θερμοπύλαις, πεσόντων Ηρώων:

«Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Αυτός ήταν ο Αρχηγός των Μανιατών και λοιπών Εθελοντών Δημήτριος Πετροπουλάκης, το Σώμα του οποίου επέδειξε απαράμιλλη γενναιότητα και άφθαστο ηρωϊσμό στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση. Ο Δημήτριος Πετροπουλάκης, θα έρθει στην Κρήτη, για δεύτερη φορά, το Νοέμβριο του 1868 με 1000 περίπου Εθελοντές και θα αναχωρήσει ένα μήνα, σχεδόν, μετά, όταν εξασθενίζει η Επανάσταση και βρίσκεται στο τέλος της.

Ο Εθελοντισμός του Ήρωα ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗ και του Σώματός του, παραμένει, πάντα, ανεξίτηλος, στη μνήμη μας, δεν θα επιτρέψομε, ποτέ, να τον σβήσει ο ανελέητος χρόνος και αφήνομε ιερή παρακαταθήκη στους επιγόνους μας, να ενθυμούνται, πάντοτε, με ευλάβεια, με σεβασμό και με ευγνωμοσύνη την προσφορά των Μανιατών στον  αγώνα της Κρήτης.

Όταν κάποιοι άνθρωποι προσφέρουν τη ζωή τους, και μάλιστα εθελοντικά, στους αγώνες του Έθνους, αυτοί, που δεν τους σκέπτονται και δεν επισκέπτονται τον τόπο της θυσίας τους, είναι σαν να τους ξανασκοτώνουν και τούτη τη φορά, το έγκλημα είναι ειδεχθέστερο και ταπεινότερο.

Η Επανάσταση του 1866 αφήνει  την Κρήτη μαυροφορεμένη για τα τέκνα της, που έχασε και για τους Μανιάτες, που πότισαν, με το τίμιο αίμα τους, την Κρητική Γη, την αφήνει σε ερείπια, αλλά με την κεφαλή ψηλά, ότι έπραξε το χρέος της, έναντι της Ιστορίας, και με ενισχυμένη την απόφαση, να επαναλάβει, στην κατάλληλη ώρα, τον αγώνα, όπως και το έπραξε.

Η Επανάσταση του 1866, αφήνει  στο Χριστιανικό Λαό της Κρήτης τον Οργανικό Νόμο του 1868, με πολλά προνόμια  για τους Χριστιανούς.

Ο Νόμος αυτός, κοντά στους πολεμικούς αγώνες της Κρήτης, ανοίγει  ένα παράλληλο μονοπάτι, με επόμενους σταθμούς τη Σύμβαση της Χαλέπας του 1878, τον Κανονισμό του 1896 και το Σύνταγμα του1899, μονοπάτι, που βοηθητικά θα οδηγήσει τα βήματα των Χριστιανών της Μεγαλονήσου στο ποθητό τέρμα, την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, και στη μνήμη τους ανάφτομε χρυσά λιβανιστήρια.

Έτσι, την 1η Δεκεμβρίου 1913, με πρωτουργό τον ΕΘΝΑΡΧΗ Ελευθέριο Βενιζέλο, η Μάνα Ελλάδα αγκαλιάζει τη θυγατέρα Κρήτη.

Από την ευλογημένη εκείνη ημέρα, ορόσημο στην ιστορία της Κρήτης, η Μεγαλόνησος ακολουθεί πιστά τη γραμμή, που χαράσσει το Εθνικό Κέντρο.

Ανεξάντλητος, αλήθεια, ο τόπος μας, σε διδάγματα Λευτεριάς, Ειρήνης και Δημοκρατίας και κορυφαίος Δάσκαλος, ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ, που κοιμάται στο Ακρωτήρι.

 

Βασίλειος Κωνσταντίνου Αποστολάκης

Αξ/κός ΕΛ.ΑΣ ε.α – Εφ. Αξ/κός (ΠΒ)

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση