QYO VADIS DOMINE?

 

«ΠΟΥ ΠΟΡΕΥΕΣΑΙ ΚΥΡΙΕ;»

Του Νικολάου Σταράκη

 

Ποτέ δεν πίστεψα στη «μοίρα»!

Ποτέ δεν πίστεψα πως μια μηχανή, στημένη από τον ίδιο το Δημιουργό, με τα γρανάζια της καλά συνταιριασμένα ρυθμίζει τη ζωή και την τη πορεία των ανθρώπων!

Δεν πίστεψα πως μια στιγμή μπορεί στα ύψη της ζωής να μας ανεβάσει, και πως ευθύς την άλλη, σκοτάδι γύρω μας, έτσι έξαφνα, ν’ απλώσει.

Πάντα της έδινα μια διαφορετική εξήγηση και σημασία. «Μοίρα» δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μια έκφραση παρήγορη. Όλα, καλά, κακά, στραβά κι ανάποδα, με πίκρες και με συμφορές… στην «μοίρα» μας τα ρίχνουμε. Γιατί; Πείστηκα; Για παρηγοριά! Μα ωστόσο..

Η τραγωδία του «Ηρακλείου» -8ηΔεκεμβρίου 1966- επαναλαμβάνεται σε όλη της την έκταση!

Το ίδιο φοβερή, σκληρή, φρικτή και ανελέητη!  «Σύμπτωση» τραγική, «σύμπτωση» σατανική, ίσως θα έλεγα. Να φθάνει άραγε η «Μοίρα», επίλογος μιας τέτοιας πάλι συμφοράς; Μιας τέτοιας τραγωδίας;

Ξεκίνησε, σαν τόσες άλλες φορές, στις 8 το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου το «μοιραίο» αεροσκάφος για την Αθήνα, βέβαιο  (από συνήθεια) για την πτήση του. Πέντε λεπτά ακόμα και θα’ ταναρκετά! Μα και πέντε λεπτά επίσης, ήταν αρκετά για την καταστροφή του!

Στις 9 παρα τέταρτο εκεί στην Κερατέα, τερμάτισε τις πτήσεις του.

«Ω ανθρώπου κατασκεύασμα, δεν «πήγες» μονάχο»!  Μαζί , και 90 άνθρωποι! Άνθρωποι βλαστάρια, που μόλις ξεπετάχτηκαν στη σφαίρα της ζωής! Άνθρωποι  με νιάτα και με σφρίγος, ριγμένοι με πίστη, με δύναμη, μ’ελπίδα για τ’ όνειρο της ζωής!

Άνθρωποι, που τ’ όνειρο τους ξεπρόβελνε λαμπρό, ολόκληρο, καρπός τ’ αγώνος και της προσπάθειάς των! Άνθρωποι με χιόνια στα μαλλιά, που θα’θελαν να νιώσουν  τη ζεστασιά και τη χαρά από εκείνους που τόσο αγαπούσαν!

Άνθρωποι! Άνθρωποι! .. παιδιά, νέοι και γέροι , γυναίκες, άνδρες, ίδιας αξίας όλοι!

90 άνθρωποι, 90 ζωές, 90 κόσμοι, 90 όνειρα, 90 σκέψεις!

Πέντε λεπτά χρειάσθηκαν για να περάσουν στην αφάνεια! Πέντε λεπτά και δεν υπήρχε πια, ούτε άνθρωπος, ούτε ζωή, ούτε όνειρο και σκέψη..

Πέντε λεπτά φρικιαστικά, πέντε λεπτά θανάτου.

«Πού’ σαικαημένε άνθρωπε; Πούνε η δύναμή σου; Η δύναμη του μπράτσου σου; Η δύναμη του νου σου;».

Μα τίποτα, τίποτα, δεν έμεινε. Όχι!! Έμεινε «κάτι».  Κάτι σκληρό, βαρύ, ασήκωτο.. το πένθος και ο σπαραγμός! Η θλίψη κι ‘ η ορφάνια!

Βαριά απομεινάρια της καταστροφής! «Ω άνθρωπε, να ειν’ η «Μοίρα» σου αυτή;»

Καλά, όταν για «κάτι». Για ένα ιδανικό.. για την Ελευθερία, για την Πίστη σου, για την Τιμή σου. Για κάτι τέλος χρήσιμο στους αδελφούς ανθρώπους σου!

Καλά, ακόμα κι όταν χύνεσαι ριγμένος στο κρεβάτι από μια αρρώστια.  Σ’ολες αυτές τις περιπτώσεις «ξέρεις» , ετοιμάζεσαι, και μάχεσαι στο τέλος.

Μα τώρα, στην περίπτωση αυτή; Εκεί που κάθε άλλο πάρα ο νους σου τον θάνατο λογίζεται; Εκεί που όλα γύρω σου είναι ρόδινα και χαμογελαστά; Εκεί που με ζήλο και με όρεξη η σκέψη σου, τ’ όνειρό της ζωής σου πλάθεις;..

Τί άραγε στ’ αλήθεια να μπορέσαμε πάνω σ’ αυτό να πούμε; Εμείς που ξένοι, για τους χαμένους τούτους λογιζόμαστε; Μήπως γι’ αυτούς που χάθηκαν: «Λυπούμαστε ειλικρινά.. κι ο Θεός ας σας συγχωρέσει;». και θα’πρεπε , θα ήταν σωστό τελειώνοντας να πούμε;

«Ετσ’ ήτανε γραφτό, η «μοίρα» τους το είχε! Μα..μα τότε τί θα λέγαμε στη μάνα, στον πατέρα, στη σύζυγο, στον σύζυγο, στην κόρη και στο γυιο, στον αδελφό και αδελφή, στη φίλη και στο φίλο των αδικοχαμένων, αν ολοι τούτοι, με μια φωνή θελήσουν να ουρλιάσουν:

«Ω! κόσμε πόσο μέσα σου, κρύβει βαθειά τα «ζέμα», και χωρίς λόγο κι άσπλαχνα ρίχνεις ψυχές στο ρέμα.

Ω!… μα σε ποιον  ν’ απευθυνθώ και ποιον να ρωτησω, ή μήπως με σπαρακτική φωνή, σε Σε Θεέ πρέπει μομφή να ρίξω;..»

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΑΡΑΚΗΣ

Αφήστε μια απάντηση