ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ Κ. ΤΑΤΑΡΑΚΗ

 

 

Κρινολούλουδα στο ετήσιο μνημόσυνο της Στέλλας Ακουμιανάκη

 

Αγαπημένη μας Στέλλα,

Ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που έφυγες από κοντά μας. Όμως δεν στάθηκε ικανός να σβήσει από τη μνήμη μας  τη μορφή σου.

Μεγάλο Σάββατο του 2011, μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, πέταξες ξαφνικά σαν το ξεπετασάρικο περιστεράκι, διάβηκες το Ουράνιο στερέωμα και πέρασες στην αιωνιότητα.

Η Ρεθεμνιώτικη κοινωνία και ιδιαίτερα ο Γερακάρης δεν θα σε λησμονήσουν ποτέ.

«Αγγελικό σώμα, αγγελική ψυχή». Πονέσαμε πολύ και κλάψαμε πολύ για σένα. Όχι μονάχα για τη νιότη που δεν πρόλαβες να τη ζήσεις, όχι μονάχα για τον αβάσταχτο πόνο των γονιών σου και των αδερφών σου, αλλά κυρίως για τον άδικο χαμό σου. Ο θάνατος σου  συγκλόνισε τις καρδιές μας. Η θέση σου στο σχολικό θρανίο παρέμεινε και θα παραμείνει κενή. Όμως, κανείς δε θα ξεχάσει εκείνο το γλυκό χαμόγελό σου που φώτιζε τη σχολική αίθουσα. Οι δάσκαλοί σου πάντα  θα θυμούνται το σπινθηροβόλο και φιλομαθές πνεύμα σου. Όλοι ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα σε βλέπαν στη θέση σου  για να συνεχίσεις τα μαθήματά σου.

Δυστυχώς όμως, δάσκαλοι και συμμαθητές διεψεύσθησαν. Γιατί όμως; Μήπως μας ξέχασες;    Ασφαλώς όχι. Οι λόγοι βέβαια είναι ανεξάρτητοι  από  τη θέλησή σου. Στην αρχή μας έστειλες ένα πολύ ωραίο γραμματάκι στο οποίο περιγράφεις με σαφήνεια και παραστατικότητα την απανθρωπιά εκείνων που σε πότισαν το θανατηφόρο ποτό που σ’ αφαίρεσε τη ζωή. Πιστεύουμε ότι η καλή σου ψυχή θα τους συγχωρήσει.

Έμαθες από το σπίτι και το σχολείο ότι ο Χριστός πάνω στο Σταυρό συγχώρεσε τους σταυρωτές του.

Αξέχαστη Στέλλα! Έφυγες από τον απίγειο τούτο κόσμο γιατί ήταν γραμμένο από τη μοίρα σου. Σ’ αγαπούσε ο Θεός, γι’ αυτό και σε πήρε κοντά του, για να μεγαλώσει κατά ένα ακόμη αριθμό τη στρατιά των αγγέλων. Σεβαστό ας είναι  το θέλημά του.

Δε χάρηκες τη ζωή, τους καλούς γονείς, τ’ αδέρφια, τους φίλους και τους συγγενείς. Όλοι σε έκλαψαν με πολλά δάκρυα. Δε χάρηκες τις θαυμάσιες ομορφιές της φύσης. Τα χιόνια του χειμώνα, τον ήλιο του καλοκαιριού, την ανθισμένη άνοιξη, τους κατάσπαρτους κάμπους από λευκές μαργαρίτες, τις ρεματιές με τα πράσινα δέντρα, τον αφρό της θάλασσας να χαϊδεύει τις όμορφες  ακρογιαλιές μας. Και πάνω απ’ όλα το χωριό μας με τις στολισμένες κερασιές, τις δροσόλουστες τοποθεσίες του και τους ανθρώπους του.

Τώρα βρίσκεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο «αγγελικά πλασμένο» απαλλαγμένο από τα μίση, τις κακίες, τις υποκρισίες. Ήσουνα ένα αθώο κορίτσι, μια καλή μαθήτρια της Αης Λυκείου.  Δεν γνώριζες τους κινδύνους που κρύβει η σημερινή κοινωνία των ανθρώπων και έπεσες θύμα μιας οργανωμένης νοοτροπίας. Είσαι το πρώτο θύμα, τουλάχιστον στο Νομό μας. Κάποτε θα γίνεις ηρωίδα, θα γίνεις σημαία κάποιου ομίλου στον αγώνα κατά του αλκοόλ. Η θυσία σου – γιατί περί θυσίας πρόκειται – θα ευαισθητοποιήσει τη Ρεθεμνιώτικη κοινωνία, ώστε να λάβει μέτρα κατά του φοβερού αυτού προβλήματος που μαστίζει τη σημερινή νεότητα.

Έχει ακόμα καιρό να κάμει το πρόβλημα πράξη. Αλησμόνητη Στέλλα. Πριν κλείσουμε αυτό το αναπάντητο κουβεντολόι μαζί σου θέλουμε να παρακαλέσεις θερμά τον Παντοδύναμο να σε ξυπνήσει για δυο λεπτά μονάχα να έλθεις στο ετήσιο μνημόσυνό σου, να δεις, να χαιρετήσεις και να ευχαριστήσεις τους πολυάριθμους φίλους που ήρθαν σήμερα στη εκκλησία ν’ ανάψουν το κεράκι τους στην αιώνια μνήμη σου.

Τώρα ήρεμα να κοιμάσαι στον πανέμορφο λόφο των Τριών Μοναστηριών αναπνέοντας τη δροσερή αύρα του Κρητικού Πελάγους η οποία θα κεντρίζει τη φαντασία σου και θα ενεργοποιεί τα νεανικά σου όνειρα.

Αιωνία  η μνήμη σου.

Κ.Μ. ΤΑΤΑΡΑΚΗΣ

 

Αυτόφωτα κεράκια στο Μανόλη Κατριτζιδάκη

Πριν 40 ημέρες μια νύχτα ασέληνη, μουντή, σκοτεινή, ένα φωτεινό, λαμπερό αστέρι, εντελώς ξαφνικά ξεχώρισε από τ’ άλλα, κατρακύλησε στον ουρανό και χάθηκε στο Δυτικό ορίζοντα. Ήταν το άστρο ενός υπέροχου ανθρώπου και εξαίρετου δασκάλου του Μανόλη Κατριτζιδάκη.

Με πόνο ψυχής το Ρέθυμνο τον αποχαιρέτησε στην εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων και τον συνόδευσε ως το δρόμο της αιώνιας κατοικίας του.

Ο Μανόλης έφυγε από τη ζωή πρόωρα. Ο σκληρός και απόνετος χάρος ζήλεψε τη λεβεντιά, την ανδρειοσύνη, τη ζωτικότητά του, τον πλήγωσε βαριά, αβάσταχτα για το χαρακτήρα του. Εκείνος βέβαια πάλεψε γενναία, αλλά λύγησε κι έπεσε το ψηλό, το λυγερόκορμο κυπαρίσσι από του χάρου τη λαβωματιά.

Το Μανόλη  δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ πια στο καφενείο να πρεφίζει με την εκλεκτή του παρέα  ή στη λεωφόρο κουστουμαρισμένο, γραβατωμένο, περιποιημένο άψογα να βολτάρει ανάμεσα σε δυο φίλους συναδέλφους, ίσους στο ανάστημα, στη λεβεντιά, στην εμφάνιση, που κι αυτοί έφυγαν πρόωρα από τη ζωή και σήμερα κοιμούνται στην ολόδροση αγκαλιά της Αμαριώτικης γης.

Ο Μανόλης ήταν προικισμένος με πολλές αρετές. Τον διέκρινε η ντομπροσύνη, η ευθύτητα, η υπευθυνότητα, η ευσυνειδησία. Ο σεβασμός για κάθε άνθρωπο δυνατό ή αδύνατο. Ως  δάσκαλος ήταν αυστηρός. Όταν έμπαινε στην τάξη μια ματιά του ήταν αρκετή για να επικρατήσει ησυχία και  ν’ αρχίσει το μάθημα. Αγαπούσε τους μαθητές και τους υποστήριζε από τις αυθαιρεσίες των μεγάλων. Γι  αυτό και εκείνοι τον αγαπούσαν και τον εσέβοντο. Επιστράτευε όλες του τις δυνάμεις, πνευματικές και σωματικές για να τους μεταδίδει τη γνώση. Είχε παιδαγωγική, ψυχολογική, παιδονομική κατάρτιση και Δ/κές ικανότητες. Η υπηρεσία τον εξέλεξε Δ/ντή του 5ου Δημ. Σχολείου στο οποίο υπηρέτησε ως δάσκαλος για πολλά χρόνια.

Είχα την καλή τύχη να συνεργαστώ μαζί του στο ίδιο σχολείο, ωφέλιμα και αποδοτικά για τους μαθητές της ΣΤ΄τάξης που διδάσκαμε μαζί, γι’ αυτό και τον ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της ψυχής μου.

Και στον οικογενειακό τομέα ο Μανόλης διακρίθηκε. Σύνδεσε τη ζωή του με την αγαπημένη του Αριστέα και δημιούργησαν μια άριστη οικογένεια αποτελούμενη από δυο καλά παιδιά. Τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν και τα παρέδωσαν χρήσιμα μέλη, στην ευρύτερη Ρεθυμνιώτικη κοινωνία.

Αξέχαστε φίλε και συνάδελφε. Δεν πρόλαβες ν’ απολαύσεις τις χαρές που απολαμβάνουν οι ηλικιωμένοι: Οικογενειακή θαλπωρή, ευημερία, ηρεμία, εγγόνια και τις τόσες άλλες της κοινωνικής ζωής. Δεν πειράζει.

« Έτσι το θέλουν οι θεοί τα ριζικά κι οι μοίρες». Δεν θα λησμονήσω ποτέ τους χορούς και τα τραγούδια σου κατά τις εορτές του Σχολείου. Χόρευες και τραγουδούσες ρυθμικά, μελωδικά κι ωραία. Αξέχαστες θα μου μείνουν οι μαντινάδες σου

«Ήθελα ν’ χει η καρδιά ένα παραθυράκι

Να το ανοίγω σαν πονεί να φεύγει το φαρ μάκι».

«Ισόβια με δίκασε μικρή μου η ομορφιά σου

και δεν μπορεί η σκέψη μου  να φύγει από κοντά.»

Ήσυχος να κοιμάσαι στο κοιμητήρι της πόλης μας.

Έπραξες το καθήκον σου, σαν άνθρωπος, σαν οικογενειάρχης  και σαν δάσκαλος.

Η αύρα του Κρητικού πελάγους θα συναντάται στον τάφο σου με τη λεπτή ευωδία των ρόδων της άνοιξης και θα κάνουν πιο ελαφρό τον ύπνο σου. Να είσαι βέβαιος ότι το όμορφο ΡΕΘΥΜΝΟ δεν θα σε ξεχάσει ποτέ.

Κώστας Ταταράκης.

 

Αιώνια λουλούδια στον Αλέκο Γενεράλη

Ένα μουντό συννεφιασμένο απόγευμα, πριν 40 μέρες, πέρασε στο ουράνιο στερέωμα. Εκεί που στεριώνουν οι άνθρωποι για άπειρους αιώνες, ένας υπέροχος άνδρας, ένας μεγάλος δάσκαλος, ο Αλέκος Γενεράλης.

Γεννήθηκε στο ηρωικό Γερακάρι, όπου ανθεί η αγάπη για την πατρίδα, ο ηρωισμός και η θυσία. Οι γονείς του σεμνοί, ταπεινοί, έντιμοι, φιλόξενοι με πολλά ψυχικά χαρίσματα παντρεύτηκαν τα δύσκολα κατοχικά χρόνια, όπου «όλα τ’ σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ο Ευάγγελος με ανοιχτό, φωτεινό μυαλό κέρδισε την καλύτερη νύφη του χωριού Μερόπη Ταταράκη, πρώτη εγγονή του Τουρκομάχου ήρωα Ταταρογιάννη.

Πλήρωσε και η οικογένεια του Βαγγέλη με αίμα τη λευτεριά. Έχασε τον αδελφό του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, γιατρό. Όταν οι Γερμανοί το 1944 κτύπησαν με βόμβες από το Ρέθυμνο τη Σχολή Ασωμάτων εκείνος πήγε στον τόπο ρήψης των βομβών εθελοντικά, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, για να προσφέρει βοήθεια στους τραυματίες. Τότε πληγώθηκε θανάσιμα και εξέπνευσε μέσα σε λίγες ώρες. Τέλειωσε ο πόλεμος. Ήρθε η λευτεριά. Ο Βαγγέλης με τη Μερόπη απόκτησαν δυο χαριτωμένους γιους, τον Αλέκο και το Γιάννη. Ο Αλέκος ήταν από τους καλύτερους μαθητές του χωριού. Γι αυτό οι γονείς του τον έστειλαν στον γυμνάσιο, όπου πρώτευσε σε όλες τις τάξεις. Αφού τελείωσε το γυμνάσιο εισήχθη στο Φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε το πτυχίο του φυσικού επιστήμονα.

Υπηρέτησε στο στρατό ως έφεδρος αξιωματικός. Μετά την απόλυσή του εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο και ίδρυσε πρότυπο ιδιωτικό φροντιστήριο τα «Προπύλαια». Αγαπούσε τους μαθητές του. Γεννημένος φυσικός και παιδαγωγικά καταρτισμένος μετέδιδε τη γνώση μεθοδικά, παραστατικά και αβίαστα χωρίς να κουράζει τους μαθητές. Γλεντούσε από χαρά όταν εκείνοι εισάγοντο στις σχολές που επιθυμούσαν.

Από το πολύκλαδο, γόνιμο και βαθύριζο οικογενειακό δέντρο ο Αλέκος δεν κληρονόμησε μόνο το δυνατό μυαλό, αλλά και τις αιώνιες αρετές της φυλής μας, την αγάπη για κάθε άνθρωπο φτωχό και αδύνατο, την τιμιότητα, τη  φιλαλήθεια, την εργατικότητα, την ευσυνειδησία και την ανθρωπιά. Κοντά του βρήκαμε τον αληθινό φίλο. Τον πολύτιμο σύμβουλο που ήξερε να βρίσκει  πάντα λύσεις σε όλα μας τα προβλήματα.

Και στον οικογενειακό τομέα ο Αλέκος διακρίθηκε. Σύνδεσε τη ζωή του με την εκλεκτή της καρδιάς του, την αγαπημένη του από τα φοιτητικά χρόνια, Ελένη Μαραγκάκη, διακεκριμένη οδοντίατρο. Καλλιεργημένη πνευματικά, ψυχικά, ηθικά, απολαμβάνει σήμερα την εκτίμηση, το σεβασμό και την αγάπη όλης της Ρεθεμνιώτικης  κοινωνίας.

Καρπός της όμορφης αυτής οικογένειας, ο γιος τους. Νέος  κομψός, όμορφος με πλούσια καρδιά είναι το κόσμημα του τόπου μας. Είναι εκείνος που θα συνεχίσει το έργο του πατέρα του και θα τιμήσει το όνομά του.

Αξέχαστε Αλέκο, θρηνούμε σήμερα το πρώιμο φεύγα σου σε μια ηλικία που άλλοι αρχίζουν τη ζωή τους. Είχες ακόμη πολλά να προσφέρεις στην οικογένεια και στον τόπο σου. Όμως φαίνεται ότι αληθεύει η Αρχαία ρήση «Εκείνον που ο θεός αγαπά  αποθνήσκει νέος». Ας είναι σεβαστό το θέλημά Του.

Θρηνούν και οι μαθητές σου, γιατί θυμούνται ότι διέθεσες όλες τις πνευματικές, τις ψυχικές και σωματικές σου δυνάμεις, για να τους μεταδώσεις τη γνώση, να ξυπνήσεις το πνεύμα τους και να τελειοποιήσεις το χαρακτήρα τους. Να είσαι βέβαιος ότι θα σε θυμούνται πάντα. Δε θα σε λησμονήσουν ποτέ.

Το κενό που μας αφήνεις είναι βέβαια δυσαναπλήρωτο. Όμως, αφήνεις πίσω σου πρόσωπα αγαπημένα και ιδιαίτερα τον αδελφό σου, ο οποίος σου συμπαραστάθηκε ηθικά και υλικά  σ’ όλο το μάκρος της κλονισμένης υγείας σου.

Αλησμόνητε Αλέκο «Το πέρασμά σου από τη ζωή είναι ένα ζωντανό παράδειγμα για τις γενιές που έρχονται. Είναι ένας φωτεινός ήλιος που με τις ζεστές ακτίνες του θα θερμαίνει τις ψυχές και το φρόνημα των νέων με αγνά, ντόπια ιδανικά.

Το πόσο ήσουνα σεβαστός και αγαπητός το αποδεικνύουν οι πολυάριθμοι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι που ήλθαν σήμερα στο μακρινό Γερακάρι να ανάψουν το κεράκι τους στην αιώνια μνήμη σου. Είναι το πιο ακριβό δώρο για σένα, την οικογένειά σου και ιδιαίτερα για τη μάνα σου που στέκεται σήμερα πονεμένη, δακρυσμένη κι αμίλητη μπροστά στη φωτογραφία σου.

Αγαπημένε μας. Ήσυχος να αναπαύεσαι στο γραφικό λοφίσκο της Αγίας Παρασκευής κοντά στους δικούς σου. Η μυρωδιά της ρίγανης, του αγκάραθου και του φασκόμηλου από το εκατοντάπηγο βουνό θα κάνουν γλυκύτερο τον ύπνο σου και θα ζωντανεύουν περισσότερο τα όνειρά σου.

Ας είναι ελαφρό το χωματένιο πάπλωμα της Γερακαριανής γης που θα σε σκεπάζει εις τους αιώνες.

Αιώνια αναμμένα κεράκια στη Μερόπη Γενεράλη

Μια υπέροχη γυναίκα, μια εξαίρετη Αμαριώτισσα, πέρασε και εκείνη με τη σειρά της στην αιωνιότητα. Ο λόγος για τη Μερόπη Γενεράλη από το ηρωικό Γερακάρι.

Η κοσμοσυρροή που παρακολούθησε την εξόδιο ακολουθία της και η σημερινή στα σαράντα της, ανθρωποθάλασσα που κατάκλεισε τον ιερό τούτο χώρο, είναι οι καλύτεροι μάρτυρες για την εκτίμηση που απολάμβανε από την ευρύτερη Κρητική κοινωνία.

Γνωστοί, φίλες και φίλοι δύο ιστορικών οικογενειών των Γενεράληδων και των Ταταράκηδων ξεκίνησαν από όλα τα σημεία της Μεγαλονήσου και ήρθαν στο μακρινό Γερακάρι για να αποτίσουν φόρο τιμής στη μάνα που γέννησε και μεγάλωσε παιδιά για να φυλάνε ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ.

Να αποχαιρετήσουν τη σύζυγο του Βαγγέλη που άφησε τις ωραιότερες  αναμνήσεις, στην Γερακαριανή και την ευρύτερη κοινωνία του Ρεθύμνου. Την εγγονή του Τουρκομάχου ήρωα ΤΑΤΑΡΟΓΙΑΝΝΗ, την κόρη του ΠΑΝΤΕΛΟΝΟΔΗΜΗΤΡΗ, του πιο δυναμικού ανθρώπου των προκατοχικών και κατοχικών χρόνων. Την αδελφή του νεότερου ΤΑΤΑΡΟΓΙΑΝΝΗ που δολοφονήθηκε άνανδρα στο φρούριο της Φορτέτζας στο Ρέθυμνο από τους  ναζήδες το 1944.

Την αδελφή των δύο αδελφών Κώστα και Μανόλη. Ο πρώτος υπήρξε πρόεδρος της κοινότητας, ιδρυτής του Γεωργικού Συν/σμού, λεωφορειούχος και οδηγός. Είχε τετράγωνο μυαλό με ορθό χειμαρώδη λόγο. Ήταν ο σπουδαιότερος άνθρωπος που βοήθησε την αναμόρφωση και την ανάπτυξη του χωριού μας. Ο δεύτερος, ως οδηγός της κινητής Νομαρχιακής βιβλιοθήκης άφησε μνήμη αγαθή στην κοινωνία και τα χωρά του Ρεθύμνου.

Αυτό είναι το ιστορικό βάρος της ταυτότητας του Αλέκου και του Γιάννη. Πως μπορούσαν λοιπόν να μην προκόψουν στη ζωή τους; Να μην φανούν αντάξιοι τέτοιων προγόνων; Η Μερόπη κι ο Βαγγέλης έζησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής που «όλα τ’ σκιαζε φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Με την τίμια εργασία τους κατόρθωσαν να τα μεγαλώσουν, να τα σπουδάσουν και να τα παραδώσουν χρήσιμα στην κοινωνία.

Πολύ καλά θυμάμαι. Από την ανατολή του ήλιου ως αργά το βράδυ ανεβασμένοι στις κερασιές μάζευαν κόκκινα γλυκά κεράσια, σκαλίζοντας ή ποτίζοντας τους κήπους, ακριβώς για να μην λείπει τίποτε από τα παιδιά. Αποβραδίς η Μερόπη ετοίμαζε τα δέμα με πλούσια εδέσματα που θα ταξίδευε το πρωί με το λεωφορείο της γραμμής στο Ρέθυμνο, για να φάνε οι λεβέντες της το μεσημέρι, να δυναμώσει το σώμα και να δουλέψει ο νους.

Ο Αλέκος προχώρησε στα γράμματα κι έγινε διακεκριμένος καθηγητής της Φυσικής. Ο Γιάννης, πνεύμα ανήσυχο και σπινθηροβόλο, αφού τελείωσε τη Ναυτική Σχολή Χανίων έβαλε πλώρη για τη θάλασσα, πρόκοψε κι έγινε ένας μεγάλος θαλασσινός καπετάνιος. Απέκτησε οικονομική άνεση ήλθε και επένδυσε τις οικονομίες του στο χωριό μας δημιουργώντας μια πρότυπη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, χρήσιμη στα τιμημένα γερατειά.

Έτσι η Μερόπη ζούσε ευτυχισμένη γιατί έβλεπε ότι οι κόποι της απέδωσαν γλυκείς καρπούς. Ο χάρος όμως ζήλεψε την ευτυχία της, πλήγωσε τον Αλέκο της κατάστηθα κι έφυγε εντελώς πρόωρα και αναπάντεχα από τη ζωή. Εκείνη βέβαια αντιμετώπισε το φεύγα του με το ίδιο θάρρος, με την ίδια ψυχική δύναμη που αντιμετώπισαν οι Γερακαριανές τις δολοφονίες των Ναζίδων κατά την καταστροφή του χωριού.

Αγαπημένη μας Μερόπη ήσουνα τέλειος άνθρωπος, τέλειος χαρακτήρας, στοργική μητέρα. Ήρεμη, ήσυχη, αγαπημένη αδελφή, καλή συγγενής, σεβαστή γειτόνισσα. Δεν μάλωσες ποτέ με κανένα. Αγάπησες και αγαπήθηκες. Ο Θεός σου χάρισε μακροζωία για να γίνεσαι παράδειγμα στις νέες υποψήφιες μητέρες. Θα ήσουν ίσως η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου, αν ο χάρος δεν σε κτυπούσε κατάψυχα. Ας είναι. Έτσι το θέλει ο Θεός, τα ριζικά κι οι μοίρες, να φεύγουμε από τη ζωή με χαρές και πικρίες.

Τώρα ήσυχη να κοιμάσαι στο γραφικό λοφίσκο της Αγίας Παρασκευής κάτω από τις ολόδροσες κερασιές μας διότι έπραξες στο ακέραιο το καθήκον σου, σαν σύζυγος, σαν μητέρα, σαν άνθρωπος. Η μυρωδιά της ρίγανης και του φασκόμηλου από το θρυλικό βουνό θα αλαφρώνουν τον ύπνο σου και θα ζωντανεύουν τα όνειρά σου. Πριν τελειώσουμε το αναπάντητο αυτό κουβεντολόι μαζί σου, θέλουμε να σε παρακαλέσουμε να μην ξεχνάς να προσεύχεσαι κάθε μέρα στον Παντοδύναμο Θεό μας να χαρίζει στο Γιάννη Γενεράλη υγεία, δύναμη, ψυχική αντοχή και διαύγεια πνεύματος να συνεχίσει τα έργα του και να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του.

Ας είναι ελεφρό το χώμα της Γερακαριανής γης που θα σε σκεπάζει εις τους αιώνες.

Αιωνία η μνήμη σου.        Κ.Μ. ΤΑΤΑΡΑΚΗΣ

 

Αιώνια κεράκια μνήμης στο ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΣΗΦΟ.

 

Ένα τολμηρό φωτεινό άστρο ξαφνικά ξεχώρισε από τ’ άλλα και κατρακύλησε στον ξάστερο ουρανό, πάνω από το γραφικό λοφίσκο του Πλατανιά προχθές βράδυ τα μεσάνυχτα και έδυσε στον μακρινόν ορίζοντα. Ο αετός της Κρήτης ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΣΗΦΟΣ, πέρασε στην αιωνιότητα, σε χώρο όπου φωλιάζουν οι ανδρειωμένοι αετοί στους άπειρους αιώνες. Λύγησε ο δρυς κι έπεσε κατά γης, από τους ανέμους, τις μπόρες και τις καταιγίδες μιας 87 χρονης ζωής.

Όσο και ν’ ναι το κορμί με δύναμη γεμάτο

με τα φαρμάκια της ζωής εύκολα πέφτει κά           τω.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΣΗΦΟΣ, γεννήθηκε στον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ των λευκών ορέων. Απόλαυσε χιλιάδες φορές από ψηλά τον ήλιο ν’ ανατέλλει από το μεγαλόπρεπο Ψηλορείτη και να δύει στις κατάλευκες σφακιανές Μαδάρες. Την άνοιξη να στολίζει με άνθη τα βουνά μας. Το καλοκαίρι με τα ζεστά φιλιά του ήλιου. Τη θάλασσα με τις βραχώδεις ακτές της και τις αμμουδερές παραλίες της. Το  φθινόπωρο με την ποικιλία των χρωμάτων του. Μεγάλωσε κι ανδρώθηκε στο χωριό, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα του τόπου. Γαλουχήθηκε με τις παραδόσεις και κληρονόμησε από τους γονείς του και την κοινωνία των Σφακίων σπάνιες αρετές την τόλμη, την ανδρεία, τη σβελτοσύνη, την εξυπνάδα, το μεγαλείο της ψυχής, τη φιλοξενία, τη δημιουργικότητα. Νέος τότε με μεγαλεπήβολα όνειρα ήλθε από τα Σφακιά και εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο.

Σύνδεσε τη ζωή του με την αγαπημένη του Μαίρη, μοναχοκόρη του στρατηγού Γιουλούντα. Μαζί της δημιούργησε μια αξιοζήλευτη οικογένεια αποτελούμενη από δυο γιούς και δυο κόρες. Όμως η βάσκανη μοίρα ήθελε να πληγώσει αυτήν την ωραία οικογένεια. Έχασε εντελώς άδικα και αναίτια το Μανώλη της. Πόνος αβάστακτος, πόνος αθεράπευτος. Ωστόσο υπήρχε μία λαμπηδόνα μέσα στη γενναία ψυχή του άνδρα πατέρα. Αν κατόρθωνε να τιμωρήσει εκείνον που του αφαίρεσε τη ζωή πάνω στον ανθό της νιότης, ο πόνος θα γινόταν ελαφρότερος. Το κατόρθωσε και ηρέμησε. Έκαμε ότι υπαγορεύουν, σε τέτοιες περιπτώσεις οι άγραφοι νόμοι της λεβεντογέννας Κρήτης. Αγωνίστηκε, πάλεψε στη ζωή και νίκησε. Από μέσα του πήγαζε μια υπεράνθρωπη, μυθική αντοχή, θέληση, δύναμη και αποφασιστικότητα. Η σωφροσύνη, η εντιμότητα, η ανδρεία – μέσα σε λίγο σώμα- το ελεύθερο ανοιχτό μυαλό, ήταν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Είναι ο άνδρας που καμάρωσε και χειροκρότησε όλη η ΕΛΛΑΔΑ.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΣΗΦΟΣ ήταν ένας προοδευτικός αγρότης, με ιδιαίτερη αγάπη στην κτηνοτροφία. Αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχε μεγάλη αυτομόρφωση σε γεωργικά και κτηνοτροφικά θέματα. Γνώριζε καλά, όχι μόνο τις ασθένειες  των ζώων, αλλά και τη θεραπεία τους.

Το σπίτι του είχε ανοιχτό πάντα. Δεχόταν τους φίλους, γνωστούς και άγνωστους οι οποίοι εύρισκαν κοντά του ανθρωπιά και φιλοξενία. Αρετές που του προσέδιδαν ψυχική μεγαλοσύνη. Η γενναιοδωρία του θα μείνει αξέχαστη σε όσους τον γνώρισαν και τον έζησαν. Αισθανόταν χαρά και ικανοποίηση, όταν κατά τις μεγάλες θρησκευτικές και εθνικές εορτές, έστελνε σ’ όλους τους συγγενείς και φίλους τα πιο ακριβά δώρα, δικής του παραγωγής.

Αγαπημένε μας. Ο θεός σου χάρισε μακροζωία. Γνώρισες εγγόνια και δισέγγονα τα οποία υπεραγαπούσες. Αυτά θα συνεχίσουν το έργο σου και θα λαμπρύνουν περισσότερο το όνομά σου.

Σήμερα φεύγεις από κοντά μας μέσα στο Χριστός Ανέστη και μέσα στην καρδιά της Άνοιξης. Δεν θα σε ξαναδούμε ποτέ πια. Θρηνούμε το φεύγα σου. Τα δάκρυα τρέχουν τα μάτια και δένουν τη γλώσσα. Η καρδιά επιταχύνει τους παλμούς της . Ο νους θυμάται τα λόγια κάποιου σοφού: «Το να ζεις δεν είναι τίποτε. Το να μην ζεις είναι φρικτόν».  Ναι είναι φρικτόν. Η ζωή είναι ωραία. Κάθε ζωντανός οργανισμός έρχεται στον κόσμο τούτο, μεγαλώνει, δημιουργεί, αφήνει απογόνους και φεύγει άπαξ διαπαντός. Έτσι τα έχει φτιάξει ο παντοδύναμος. Ουδέν παράπονον. Ο δρόμος που θα βαδίσεις να φτάσεις στο χώρο της αιωνιότητας είναι μακρινός, δύσβατος, χωρίς επιστροφή. Πιστεύουμε ότι θα ξεπεράσεις όλες τις δυσκολίες και θα φτάσεις γρήγορα  κοντό στο θρόνο του Θεού, σ’ ένα τόπο όμορφο κι ολόδροσο προορισμένο για τους αγωνιστές της επίγειας ζωής. Εκεί θα σε υποδεχτούν εκατοντάδες γνώριμες ψυχές με θερμά χειροκροτήματα, ψάλλοντας σε ρυθμούς βυζαντινής  μουσικής: «Για δείτε και θαυμάσετε, έναν ακόμη ήρωα του γεωργικού αγώνα που πάλευε εις τη ζωή να ζήσει από το χώμα».

Περίλυποι παρακολουθήσαμε την εξόδιο ακολουθία σου. Παρόντες όλοι. Παιδιά, εγγόνια, αδέλφια, ανίψια και άλλοι συγγενείς. Πρώτη απ’ όλους η καλή σου σύζυγος που σου συμπαραστάθηκε αγόγγυστα σε δύσκολες, θυελλώδεις ώρες στο διάβα της ζωής σας. Εκατοντάδες φίλοι ήλθαν εδώ, απ’ όλα τα σημεία της Μεγαλονήσου για να αποχαιρετήσουν,  να αποτίσουν φόρο τιμής σ’ ένα υπέροχο άνθρωπο, σ’ ένα ασυμβίβαστο πολίτη του Ρεθύμνου, που θα μείνει πάντα μέσα στην καρδιά μας ζωντανός και αγαπητός.

Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΣΗΦΕ.                             Κ. Μ.  ΤΑΤΑΡΑΚΗΣ

 

Αιώνια αμάραντα λουλούδια στο Νίκο Σοφουλάκη

Την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου, ημέρα απο-φράδα, μουντή και σκοτεινή, έφυγε για την αιωνιότητα ένας ξεχωριστός άνθρωπος του Δυτικού Ρεθύμνου, ο Νίκος Σοφουλάκης.

Ο Νίκος γεννήθηκε στα Ρούστικα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του χωριού. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε στο όμορφο κεφαλοχώρι. Ζυμώθηκε με τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του τόπου. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην πόλη του Ρεθύμνου, διορίστηκε στην Τράπεζα απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Εκείνα τα χρόνια υπηρετούσε στο Ρέθυμνο ως δικαστικός λειτουργός στα Δικαστήρια ανηλίκων της πόλης η κα Ναούμα Ταχογιάννη, από την «νύμφη του Θερμαϊκού» την όμορφη Θεσσαλονίκη. Γνωρίστηκε μαζί της, παντρεύτηκαν και δημιούργησαν μια θαυμάσια οικογένεια, αποτελούμενη από δύο καλά παιδιά, τη Μαρία και το Στέλιο. Εφρόντισαν και τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν και σήμερα είναι καταξιωμένα μέλη της κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται.

Τώρα που η όμορφη και ευτυχισμένη αυτή οικογένεια θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων της, ήρθε εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα το χτύπημα της μοίρας. Ο Νίκος έχασε τη ζωή στην άσφαλτο σε τροχαίο ατύχημα που άλλοι το προκάλεσαν. Ας είναι !… «Το πεπρωμένον  φυγείν αδύνατον» έλεγαν οι προγενέστεροι από μας.

Ο κόσμος που κατέκλεισε την εκκλησία των Ρουστίκων και τον πέριξ χώρο είναι ο καλύτερος μάρτυρας, ότι ο Νίκος απολάμβανε την εκτίμηση, την αγάπη, τον σεβασμό όλων των Ρεθεμνιωτών.

Αγαπημένε μας. Το πρόωρο βίαιο φεύγα σου από τη ζωή, μας λύπησε κατάκαρδα. Σε κλάψαμε με ψυχικό πόνο. Και η φύση σίγησε τη μέρα εκείνη. Νεκρική γαλήνη απλώθηκε. Ο ουρανός πότιζε τη γη με χονδρά δάκρυα.

Ήσουνα υπέροχος άνθρωπος. Χαρούμενος, ομιλητικός, αξιοπρεπής, ανδρείος, άφοβος, δυνατός στο λόγο και στο πνεύμα. Είχες ανοιχτό μυαλό και μάτι αετίσιο. Εκτελούσες τα ταμιακά σου καθήκοντα με ακρίβεια. Είχες μεγάλη αυτομόρφωση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Πλούσια συναισθήματα ανθρωπιάς και αγάπης. Αγάπησες και αγαπήθηκες. Μπορούσες να προσφέρεις ακόμα πολλά, όμως ο σκληρός χάρος σε σημάδεψε και σε λάβωσε θανάσιμα. Η Θεσσαλονίκη στην οποία έζησες ένα χρονικό διάστημα παρά τα θέλγητρα που έχει δεν μπόρεσε να σε κρατήσει για πάντα. Ήθελες να επιστρέψεις στον τόπο σου και σαν άλλος Οδυσσέας να θαφτείς με χώμα της πατρίδας,

«χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει

μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,

μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,

το μοσχάτο κλήμα, το  ξανθό σιτάρι,

τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.»

(Γ.  Δροσίνης)

Σήμερα σε  αποχαιρετούμε για πάντα. Σ’ αποχαιρετούν οι κάμποι, οι ρεματιές και τα πράσινα δέντρα, τα μυρωμένα βουνά μας από τη ρίγανη, απ’ το θυμάρι και το φασκόμηλο. Η θάλασσα με τις δαντελωτές ακρογιαλιές της, οι συνάδελφοί σου, οι φίλοι σου και όλοι εμείς που σε ζήσαμε για πολλά χρόνια.

Τελειώνοντας θέλουμε να μας κάμεις ακόμα μια χάρη: Παρακάλεσε τον Παντοδύναμο Θεό μας να σου επιτρέψει να ξυπνήσεις για δυο λεπτά μονάχα. Να δεις, να χαιρετήσεις και  να ευχαριστήσεις  τους φίλους που ήρθανε στο 40ημερο μνημόσυνό σου για να αποτίσουν φόρο τιμής σ’ ένα εξαίρετο, θαρραλέο, άτρομο, ασυμβίβαστο κρητικό λεβέντη, που ετίμησε με την παρουσία του στη ζωή τους αγώνες και τις θυσίες του, το Ρέθυμνο, την οικογένεια και την ιδιαίτερη πατρίδα της αγαπημένης του συζύγου.

Αλησμόνητε Νίκο, τώρα ήσυχος να κοιμάσαι στην αγκαλιά του αγαπημένου σου χωριού, κοντά στο όμορφο, νοικοκυρεμένο αρχοντικό σου και ν’ σαι βέβαιος ότι το Ρέθυμνο δεν θα σε λησμονήσει ποτέ. Η άλμη του Κρητικού πελάγους θα συναντάται στα μάρμαρα του τάφου σου, με τη μεθυστική ευωδία των ρόδων, – λεπτό θυμίαμα στην αιώνια μνήμη σου-. Ας είναι ελαφρό το χώμα της Ρουστικιανής γης, που θα σε σκεπάζει στους αιώνες.

Κ. Μ.  ΤΑΤΑΡΑΚΗΣ

 

Στη μνήμη του Μανόλη Μανιουδάκη

Με βαθιά θλίψη ο Γερακάρης την περασμένη Τετάρτη κήδεψε το Μανόλη Μανιουδάκη.

Τον αποχαιρέτησε ο Κώστας Ταταράκης με τα παρακάτω θερμά λόγια:

«Αναχώρησε σήμερα για την αιώνια ζωή, σ’ ένα άλλο κόσμο «αγγελικά πλασμένο» ένας ακόμη Γερακαριανός, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας αδαμάντινος χαρακτήρας, ο Μανόλης Μανιουδάκης. Ξαφνικά και αναπάντεχα τον χτύπησε ο χάρος με σοβαρό ατύχημα. Εκείνος βέβαια σάλεψε γενναία, αλλά δεν νίκησε. Αυτό όμως δεν έχει σημασία, και ο Διγενής δεν νίκησε.

Ο άνθρωπος αγωνίζεται σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, ανεξάρτητα του αποτελέσματος. Αυτό έκανε και ο Μανόλης, αγωνιζόταν για τη ζωή. Νωρίς σε μικρή ηλικία κατατάχτηκε στη Χωροφυλακή, όπου και υπηρέτησε το σώμα με ευσυνειδησία και με γνώση του υπέρτατου χρέους προς τους πολίτες, την οικογένεια και την  πατρίδα. Μετά  το τέλος της θητείας του συνταξιοδοτήθηκε. Ήρθε στο Γερακάρι, παντρεύτηκε την εξαίρετη πρωτοκόρη του Σάββα Κραουνάκη, Χρυσούλα και απέκτησαν δυο καλά παιδιά τον Μιχάλη και τη Μαρία.

Τα μεγάλωσαν με ελληνοχριστιανικές αρχές, τα σπούδασαν και τα παρέδωσαν χρήσιμα μέλη στην Γερακαριανή και Ρεθεμνιώτικη Κοινωνία.

Ο Θεός τον αντάμειψε με μακροζωία χάρηκε τις ομορφιές του τόπου μας. Απόλαυσε την ολόλαμπρη ανατολή του ηλίου και τη θαμπή μακρινή δύση του στις κορυφές των Λευκών Ορέων. Άφησε τη σκέψη του να πετάει στους αιθέρες και τη γλώσσα του να σιγοτραγουδεί:

«Μαδάρες μου Χανιώτικες

Κορφές του Ψηλορείτη

Και Γερακάρι ξακουστέ

Ωραία που ’σαι Κρήτη»!!

Το Μανόλη διέκρινε η εντιμότητα, η σωφροσύνη και η αγάπη για κάθε άνθρωπο. Ήταν άνθρωπος με περίσσια συναισθήματα ανθρωπιάς, θέλησης και κρυμμένης μεγαλοσύνης.

Άντεξε με υπομονή και αξιοπρέπεια όλες τις αντιξοότητες της ζωής και πάλεψε γενναία τα δύσκολα «πέτρινα» χρόνια.

Ευχάριστος τύπος στις παρέες του δεν ήθελε να αδικήσει κανένα.

Τα χρόνια της κατοχής εργάστηκε και αυτός μαζί με τ’ άλλα παλικάρια μας, για να ξαναφέρουν τη λευτεριά στον τόπο μας.

Αγαπημένε μας Μανόλη, σήμερα συγγενείς –φίλοι-γνωστοί, ήρθαν για να σ’ αποχαιρετήσουν, γιατί φεύγεις σε ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Εκτός όμως από ’μας τη στιγμή αυτή πολλές άλλες αόρατες πένθιμες ψυχές υπερίπτανται πάνω από το φέρετρό σου, για να σε υποδεχτούν στην Ουράνια Βασιλεία και να σου παραχωρήσουν ένα ολόδροσο, ήσυχο τόπο, όπου θα βρίσκεσαι στους αιώνες.

Είναι οι ψυχές των ηρώων προγόνων μας που έπεσαν κατά καιρούς στους αγώνες για να μας χαρίσουν την λευτεριά.

Αλησμόνητε Μανόλη, φεύγεις την καλύτερη εποχή του χρόνου μες την καρδιά του καλοκαιριού και το χώμα που θα σε σκεπάσει θα ’ναι ελαφρό και ζεστό, θα σου χαρίζει γλυκό  ύπνο και θα κοιμάσαι ευχάριστα, στο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής του αγαπημένου σου χωριού, κοντά στους συγγενείς και συγχωριανούς σου. Να ’σαι βέβαιος ότι δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.

Αυτά τα λίγα λόγια ας αποτελέσουν αιώνια αναμμένα κεράκια στη μνήμη σου.

Ας είναι ελαφρό το χωματένιο πάπλωμα της ηρωικής-Γερακαριανής γης που σε λίγο θα σε σκεπάσει. Αξέχαστε Μανόλη».

Κώστας  Ταταράκης

 

Πριν σαράντα μέρες ένας δημιουργικός άνθρωπος πέρασε στην άλλη ζωή, ο Σήφης Γενεράλης

Έχουν περάσει κιόλας 40 ημέρες από τότε που έφυγε από κοντά μας, όλως ξαφνικά ένας λεβέντης Γερακαριανός. Ο Σήφης Γενεράλης. Όσο κι αν προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την προσωπικότητά του δεν θα τα καταφέρω, γιατί η ζωή του ήταν πολυκύμαντη, δημιουργική, δραστήρια.  Από μικρός, παιδί αμούστακο ακόμη, έφυγε  στην ξενιτιά, τη μακρινή Αφρική, να δουλέψει για μια καλύτερη ζωή. Και το πέτυχε. Με την τίμια εργασία του δημιούργησε περιουσία και προπάντων μια σωστή οικογένεια με βάσεις ηθικές, ενάρετη και πιστή στις ελληνικές παραδόσεις. Ο γιος του- γενναίο παλικάρι του Κέντρους – και η κόρη του, είναι το καύχημα της Γερακαριανής κοινωνίας, άξιοι συνεχιστές του έργου του, των αντιλήψεων και των ωραίων ιδεών του.

Ήταν ακέραιος χαρακτήρας ο Σήφης. Τίμιος, εργατικός, φιλοπρόοδος, πονετικός. Οι σπινθηροβόλες σκέψεις και αποφάσεις του ήταν πάντα σωστές.

Αγαπούσε την Ελλάδα και ιδιαίτερα το χωριό του. Γι’ αυτό και επέστρεψε στην πατρίδα ύστερα από πολλά χρόνια ζωής στη Ροδεσία για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του εδώ στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ηρωικό Γερακάρι.

Πιστός στην ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου ανακαίνισε το πατρικό του σπίτι με αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές ιδέες που είχε μέσα του από τη γέννησή του. Βιαζόταν να το τελειώσει μέσα στο καλοκαίρι, να κάμει τα εγκαίνια, να χορέψουμε και να διασκεδάσουμε. Όμως δεν πρόλαβε. Η σκληρή μοίρα πρόωρα έκοψε το νήμα της ζωής του. Βέβαια τα εγκαίνια έγιναν με τη συμμετοχή εκατοντάδων φίλων και συγχωριανών, πένθιμα, λυπημένα, αμίλητα.

Οι ψυχές όλων μας τρικύμησαν από οδύνη και πόνο όταν τον αντικρίσαμε άψυχο και αγέλαστο.

Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ο γελαστός Σήφης με την άδολη καρδιά και τη βαθιά πίστη στα ιδανικά του τόπου μας δεν υπήρχε πια.

Ήταν προικισμένος με τις αιώνιες, άφθαρτες αρετές της ευγένειας, του σεβασμού και της αγάπης, για κάθε άνθρωπο.

Ένα φεγγαρόφωτο καλοκαιρινό βράδυ που είχαμε συναντηθεί σε οικογενειακή παρέα μας διηγήθηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο πολλά για τα ήθη, τα έθιμα, την εργασία και τη ζωή των ανθρώπων της μαύρης ηπείρου.

Καρπός της εργασίας του, του αδαμάντινου χαρακτήρα του, της απέραντης καλοσύνης του, ήταν η κοινωνική καταξίωση που απολάμβανε από την ομογένεια της Ροδεσίας και την Αμαριώτικη κοινωνία.

Αξέχαστε εξάδελφε, θα μείνεις πάντα στην καρδιά μας ζωντανός και αγαπητός. Τώρα κοιμήσου ήσυχα κάτω από τις ολόδροσες κερασιές του τόπου μας, στην αγκαλιά των δικών μας κι η μνήμη σου θα είναι αιώνια.

Κωνσταντίνος Ταταράκης

 

Πικρός αποχαιρετισμός στο Γιάννη Γιουλούντα

Ένας ακόμη Ρεθυμνιώτης ο Γιάννης ο Γιουλούντας πληγωμένος κατάστηθα από την ασθένεια της εποχής πέρασε πρόωρα πριν λίγες μέρες στον ουράνιο κόσμο των αγγέλων. Αγγελικό σώμα, αγγελική ψυχή και τα δυο μαζί ακτινοβολούσαν αγάπη, λεβεντιά, αντρειοσύνη.

Ο ξαφνικός θάνατός του λύπησε κατάκαρδα όλη τη Ρεθεμνιώτικη κοινωνία η οποία τον αποχαιρέτησε στην εκκλησία των 4ων Μαρτύρων της πόλης και τον κατευόδωσε στην αιώνια κατοικία του στο όμορφο προάστιο Γιαννούδι.

Ο Γιάννης Γιουλούντας εκπροσωπούσε την κρητική σωματική και ψυχική γενναιότητα. Λάτρης του αλόγου και της ιππασίας πήρε μέρος σε πολλούς αγώνες κερδίζοντας πάντα πάμπολλα χειροκροτήματα, την αγάπη και τη συμπάθεια των φίλων του αθλήματος. Αυτομορφωμένος και καταρτισμένος απόλυτα και σε θέματα επιστημονικού ενδιαφέροντος ήξερε να συζητά και να κερδίζει τους ακροατές του.

Στα μάτια του διάβαζες βαθιά νοημοσύνη, ευγένεια, σεβασμό και αγάπη προς κάθε άνθρωπο. Κοντά του βρίσκαμε ένα καλό, ειλικρινή φίλο κι έναν άξιο συμπαραστάτη και βοηθό σ’ όλες μας τις δυσκολίες.

Ακριβέ μου φίλε θρηνούμε τον πρόωρο χαμό σου, γιατί χάσαμε από τη ζεστή οικογενειακή μας συντροφιά έναν εξαίρετο άνθρωπο, συγγενή και πολύτιμο φίλο. Ο μικρός Κωστάκης κλαίει και σε φωνάζει: Έλα Γιάννο να παίξουμε μπάλα» η μητέρα τον καθησυχάζει λέγοντάς του ότι ο Θεός πήρε το Γιάννο  στον ουρανό και τον έκαμε ένα λαμπερό αστεράκι, κι ο μικρός βγαίνει στη βεράντα και κοιτάζοντας ψηλά να δει το λαμπερό αστεράκι. Τι κρίμα !!!  Εσύ όμως που τον  βλέπεις  από ψηλά ασφαλώς θα χαίρεσαι και θα παρακαλείς  το Θεό να του χαρίζει υγεία και προκοπή.

Αλησμόνητε φίλε. Έζησες στη μικρή μας πολιτεία, αγάπησες και αγαπήθηκες. Έκαμες πολλούς φίλους που θα σε θυμούνται πάντα. Ζυμώθηκες με τις κρητικές παραδόσεις και αρετές, την ειλικρίνεια, τη φιλία, την αληθινή ανθρωπιά. Τη σεμνότητα και την τιμιότητα. Οι ωραίοι τρόποι σου, το χαμόγελο του προσώπου, το παράστημα και η αξιοπρέπεια μεγάλωναν την αρχοντιά σου.

Δεν ξεχνιούνται οι νεκροί που αφήνουν όταν φεύγουν στην αιωνιότητα τέτοιες αρετές, την αγάπη για τον συνάνθρωπο, την ανθρωπιά για το φτωχό και τον ανήμπορο, το χρέος για ότι καλύτερο υπάρχει προσωπικό ή κοινωνικό.

Γι αυτό με πόνο  ψυχής σε αποχαιρετούμε όλοι εμείς που σε γνωρίσαμε και σε ζήσαμε με μια λέξη όλη η μικρή μας κοινωνία.

Με δάκρυα πολλά σε αποχαιρετούν και τα ξαδέλφια σου (Γιάννης-Μαρία, Μιχάλης-Χριστιάνα, Φώντας-Ρένα).

Σε αποχαιρετούν οι κάμποι και τα πράσινα δέντρα. Τα κατάλευκα βουνά μας. Η θάλασσα και οι δαντελωτές ακρογιαλιές της. Ήσυχος να κοιμάσαι στο κοιμητήρι του χωριού κοντά στους δικούς σου κι η μνήμη σου θα είναι αιώνια.                       Κώστας  Ταταράκης.

 

Λίγα  νεκρολούλουδα   για  τη  Δέσποινα  Χριστοδουλάκη

Σκληρός ο παντοτινός χωρισμός  για πρόσωπα αγαπημένα.

Δέσποινα Χριστοδουλάκη, ο άνθρωπος της αγάπης και της καλοσύνης. Έφυγε την περασμένη Παρασκευή για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Η νεκρώσιμη ακολουθία διαβάστηκε στα Ρούστικα, όπου έγινε και η ταφή στο κοιμητήριο του χωριού. Την αποχαιρέτησε ο Κ. Ταταράκης με τα παρακάτω θερμά λόγια:

«Πολυαγαπημένη μας, Δέσποινα,

Με πόνο ψυχής και δάκρυα πολλά βρισκόμαστε σήμερα όλοι εδώ στα όμορφα Ρούστικα, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι από την πόλη του Ρεθύμνου, για να σε αποχαιρετήσουμε γιατί φεύγεις από κοντά μας και δεν θα ξαναγυρίσεις πια ποτέ, μα ποτέ.

Είναι η τελευταία φορά που σε βλέπουμε και θέλουμε να σε κατευοδώσουμε σε λίγο στην αιώνια κατοικία σου αγαπημένη μας θεία Δέσποινα Χριστοδουλάκη.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στο ηρωικό Γερακάρι, κόρη του παπα-Κωστή Αγγελάκη και της Ουρανίας Καραϊσκάκη

Είχες την τύχη να γευτείς τις πίκρες και τα βάσανα της μαύρης Κατοχής. Ήσουνα τότε κοπελίτσα μόλις 15 ετών, αλλά αμέσως από τον πρώτο χρόνο κιόλας μυήθηκες στην εθνική αντίσταση κι ανάλαβες να ζυμώνεις το ψωμί και να το κουβαλάς στο βουνό να φάνε οι αντάρτες  μας που πολεμούσαν το μισητό εχθρό για να φέρουν ξανά τη λευτεριά στον τόπο μας.

Όμως ενώ πλησίαζε η χαραυγή της ελευθερίας, έρχεται η 22α Αυγούστου 1944 και δολοφονείται από τους άνανδρους και βάρβαρους κατακτητές  ο αδελφός σου Γεώργιος, δάσκαλος, μαζί με άλλους 48 λεβέντες συγχωριανούς σου για την αντιστασιακή τους δράση.

Μαζί με τις άλλες σου τρεις μεγαλύτερες αδελφές ντυθήκατε στα μαύρα και κάθε βράδυ μόλις η νύχτα άπλωνε το μαύρο πέπλο της ψάλλατε ώρες ατέλειωτες τον επιτάφιο θρήνο. Θρηνήσατε με τόνους δάκρυα τα παλικάρια μας που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά.

Τα χρόνια περνούσαν, ο τόπος άνθισε, η ζωή άλλαξε, τα μαύρα όμως δεν άλλαξαν χρώμα. Και πριν καλά- καλά

επουλωθεί η μεγάλη αυτή πληγή έρχεται κι’ άλλο κτύπημα της μοίρας. Χάνεις πολύ νωρίς και τον άλλο σου αδερφό Μύρωνα, διδάκτορα της ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πίκρες, δάκρυα, κλάματα και στενοχώριες.

Επιτέλους η θεά τύχη χαμογέλασε, γύρισε σελίδα. Γνωρίστηκες και συνέδεσες τη ζωή σου με τον αγαπημένο σου Παύλο για να μοιραστείς μαζί του χαρές και λύπες. Δημιουργήσατε μια άριστη οικογένεια από δύο καλά παιδιά, το Γιώργο και τη Βαγγελιώ, δάσκαλος ο πρώτος, ιδιωτική υπάλληλος η δεύτερη. Σήμερα χύνουν πικρά δάκρυα πάνω στο φέρετρό σου.

Ήσουνα ευαίσθητος χαρακτήρας, ακέραιος, λεπτός, προικισμένη με τις ωραιότερες αρετές: της αγάπης, της εργατικότητας, της φιλαλήθειας, της ανθρωπιάς και της φιλοξενίας. Σε διέκρινε η ευγένεια, ο σεβασμός προς τους μεγάλους και τους μικρούς. Η αγάπη σου για κάθε άνθρωπο ήταν μοναδική. Ωκεανός ανεξάντλητος. Λαμπάδα φωτεινή σκορπούσε το φως της σ’ όλη τη μικρή μας πολιτεία. Το Ρέθυμνο, στο οποίο έζησες για πολλά χρόνια στην οδό Μεσολογγίου.

Φιλοξένησες στο σπίτι σου γνωστούς αλλά και άγνωστους, χωρίς υπερβολή απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Η απλοχεριά με την οποία κατευόδωνες τους φιλοξενούμενούς σου μεγάλωναν την αρχοντιά σου. Έδινες χωρίς να παίρνεις. Αλλά και σαν μητέρα υπήρξες υποδειγματική. Θυμάμαι αξέχαστα όταν το χειμωνιάτικο κρύο έριχνε τα παιδιά στο κρεβάτι και ο πυρετός ανέβαινε στο 40, τα έπαιρνες στην ολόζεστη α αγκαλιά σου, έβρεχες με οινόπνευμα καθαρά πανιά και με πολλά άλλα γιατροσόφια που γνώριζες προσπαθούσες τον πυρετό να χαμηλώσεις.

Τα βράδια και ιδιαίτερα τα Σάββατα  τα έπιανες από τα χεράκια, τα πήγαινες στο εικονοστάσι του σπιτιού κι εκεί τα μάθαινες πως   να προσεύχονται. Την Κυριακή πάλι το πρωί με γλυκόλογα βγαλμένα από τα βάθη της ψυχής σου τα ξυπνούσες για να πάνε στην εκκλησία.

Η  βαθειά πίστη σου στο Θεό είναι μεγάλο ηθικό παράδειγμα για όλους εμάς που σε γνωρίσαμε και σε ζήσαμε. Είναι ίσως δεκάδες οι εικόνες, τα κεντήματα, τα στρωσίδια και άλλα ιερά σκεύη που δώρισες στις εκκλησίες  και τα μοναστήρια του τόπου μας.

Αγαπημένη μας θεία ένας σοφός λέει: ‘Το να ζεις δεν είναι τίποτα, το να μη ζεις είναι φρικτόν’. Γι αυτό για όλους μας ο χωρισμός σου είναι σκληρός και ιδιαίτερα για τα παιδιά σου, τον αγαπημένο σου σύντροφο που σου συμπαραστάθηκε υπομονετικά  και ακούραστα σε όλο το μακρόχρονο διάστημα της κλονισμένης υγείας σου. Ήσυχη να αναπαύεσαι. Έκαμες το καθήκον σου, σαν άνθρωπος, σα μητέρα, σα  χριστιανή.

Αν σήμερα φεύγεις  για την άλλη ζωή, την ουράνια, εδώ μένει το έργο της φιλανθρωπίας σου, της καλοσύνης, της απέραντης αγάπης σου. Τα παιδιά σου, ο άνδρας σου, τα εγγόνια σου,  οι φίλες σου,  όλοι θα σε θυμόμαστε πάντα. Κοιμήσου στην αγκαλιά των προσφιλών μας προσώπων. Το Κέντρος και ο Ψηλορείτης, οι κάμποι και τα πράσινα δένδρα θα νανουρίζουν τον αιώνιο ύπνο σου.

Θείο δώρο που φεύγεις στην καρδιά του καλοκαιριού και θα είναι ελαφρό το χωματένιο Ρουστικιανό πάπλωμα που θα σε σκεπάζει ως τους αιώνες».

Κώστας Ταταράκης.

 

Αποχαιρετισμός  στον Μανόλη Ταταράκη

Με πόνο ψυχής και μάτια που κλαίνε απαρηγόρητα παρακολουθούμε τη νεκρώσιμη ακολουθία σου και θα σε συνοδεύσουμε σε λίγο  στην αιώνια κατοικία σου αγαπημένε μας Μανόλη.

Εκτός όμως από μας τη στιγμή αυτή πολλές άλλες αόρατες, πένθιμες ψυχές υπερίπτανται πάνω από το φέρετρό σου για να σε υποδεχτούν στην ουράνια βασιλεία, μεγαλώνοντας τις στρατιές των αγγέλων της επουράνιας ζωής.

Μυριάδες φωνές ακούονται που σε καλοσωρίζουν. Είναι οι φωνές των γονέων σου και τόσων άλλων συγγενών και συγχωριανών σου. Είναι οι φωνές των ηρώων νεκρών μας που έπεσαν κατά καιρούς στους αγώνες της πατρίδας για να μας χαρίσουν την πολυπόθητη λευτεριά.

Όσο κι αν σκεπτόμαστε ότι ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας, η σκέψη ότι σε χάνουμε και δεν θα σε ξαναδούμε ποτέ μας ραγίζει την καρδιά.

Ήσουν αγαπημένε μας ένας ευαίσθητος χαρακτήρας με ευγενική καρδιά. Με αισθήματα πραγματικού ανδρός. Τέλειος στις φιλίες σου. Τέλειος σύζυγος και οικογενειάρχης.

Η βαθειά ειλικρίνεια που σε διέκρινε, η ευθύτητα, η τιμιότητα, η επαγγελματική σου ευσυνειδησία και κατάρτιση. Το θάρρος και η τόλμη στις επιλογές σου θα μείνουν λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση για όσους σε γνώρισαν και σε έζησαν. Δεν έχεις αξιώματα και τίτλους. Είχες τη μεγαλοσύνη της ψυχής τη σεμνότητα και την αγάπη.

Αγαπούσες όλους τους ανθρώπους μικρούς και μεγάλους. Γι’ αυτό και αγαπήθηκες. Είχες την καλή τύχη να συνδέσεις τη ζωή σου με την εκλεκτή της καρδιάς σου, την αγαπημένη σου Κατίνα και να δημιουργήσεις μια αξιοζήλευτη οικογένεια τον Αντώνη και τη Χρυσούλα σημερινοί αριστούχοι φοιτητές του Πανεπιστημίου μας, πολλά ακόμη θα μπορούσες να προσφέρεις στα παιδιά σου. Όμως ο άσπλαχνος χάρος σου έκοψε όλα τα σχέδια και τα όνειρα που έπλαθες για το μέλλον.

Η είδηση του θανάτου σου μέσα στην καρδιά της άνοιξης, μέσα στην λαμπριάτικη ατμόσφαιρα, συγκλόνισε και συντάραξε τις ψυχές μας. Ο χωρισμός σου είναι σκληρός, σκληρότατος για μας, τα παιδιά σου και την αγαπημένη σου σύζυγο που σου συμπαραστάθηκε ακούραστα κι αγόγγυστα σ’ όλη τη μακρόχρονη πάλη εναντίον της επάρατης νόσου. Πολέμησες τον εχθρό, σαν γενναίος στρατιώτης με υπομονή και καρτερία. Με όλα τα σύγχρονα  όπλα της επιστήμης. Δεν νίκησες. Αυτό όμως δεν έχει σημασία. Κι ο Διγενής δε νίκησε. Σημασία έχει ότι αγωνίσθηκες για τη ζωή. Θυμάμαι τη μαντινάδα που μας είπες κάποτε σ’ ένα όμορφο γλέντι, συνοδεύοντάς την με τις πενιές του γλυκόλαλου λαγούτου σου.

Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή

Τόση ζωή σε φτάνει

Ρόδο π’ ανθεί πολύ καιρό

Τη μυρωδιά του χάνει.

Ναι Μανόλη μας, είχες δίκιο, «ματαιότης, ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Φεύγεις αγαπημένε μας πολύ νωρίς. Δεν πειράζει. Φαίνεται πως ο Θεός έτσι το θέλει. Πίσω αφήνεις αντάξια παιδιά που θα συνεχίζουν το έργο σου και θα λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο το όνομά σου. Η Ρεθεμνιώτικη κοινωνία πάντα θα σε θυμάται στην οδό Κων. Γερακάρι, θα θυμάται την αρχοντιά σου, το χαμόγελό σου και προπάντων την ευγένεια με την οποίαν υποδεχόσουν τους πελάτες στο κατάστημά σου.

Ξύπνησε να τραγουδήσουμε. Την ανάσταση του Χριστού γιορτάζουμε. Ξύπνησε να δεις την ανθισμένη φύση, την άνοιξη, τον ουρανό που λάμπει, τον ήλιο που ζεσταίνει, τα βουνά χωρίς χιόνια. Ξέρω τι θα μας πεις. «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει τώρα π’ ανθίζει το κλαρί και βγάζει η γης χορτάρι».

Γιατί; γιατί; Γιατί οι άνθρωποι να χάνονται νέοι; Αυτό θα είναι το παράπονό σου προς τον παντοδύναμο Θεό μας. Ασφαλώς ναι. Σήμερα που θα πας κοντά του θα παίξεις και θα τραγουδήσεις κι είμαι βέβαιος ότι θα τον μαγέψεις και θα τον κάμεις ν’ αλλάξει γνώμη για την απόφαση που πήρε. Όμως είναι αμετάκλητη. Εδώ και τώρα θα πάρω δρόμο αλαργινό.

Να βρω τα’ αθάνατο νερό

Να σου δώσω λιγάκι

Να ξύπναγες για   δυο λεπτά

Καλό μας ξαδερφάκι

 

Ο Ψηλορείτης να σειστεί

Το Κέντρος να δακρύσει

Γιατί έφυγε πολύ νωρίς

Ο χρυσαετός της Κρήτης

Αγαπημένε μας είναι όνειρο. Είναι ουτοπία. Κοιμήσου στην ολόθερμη αγκαλιά της γης που σε γέννησε και σε μεγάλωσε. Το άρωμα των κρίνων, η μυρωδιά των ρόδων και της ρίγανης θα κάνουν πιο ελαφρύ τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν θα σε λησμονήσουμε ποτέ. Θα ζεις και   θα υπάρχεις βαθιά μέσα στην καρδιά μας. Αιωνία σου η μνήμη αξέχαστε Μανόλη.

Κων. Ταταράκης

Συνταξιούχος δάσκαλος

 

Αιώνια λουλούδια στη Μαρία Ταταράκη- Σμυρνάκη

 

Με βαθιά θλίψη και οδύνη βρίσκομαι εδώ σ’ αυτήν την άχαρη για μένα θέση, με σκοπό να νεκρολογήσω μια από τις καλύτερες μου μαθήτριες, την Μαρία Ταταράκη-Σμυρνάκη από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου.

10 Σεπτεμβρίου 1962, ώρα 8 το πρωί, τα παιδιά ενός όμορφου σχολείου στον Κισσό είναι συγκεντρωμένα στην είσοδό του, για να υποδεχθούν το νέο τους δάσκαλο. Όλα περιποιημένα, καθαρά και χαρούμενα. Η Μαρία, μαθήτρια της ΣΤ τάξης, πρώτη στο ανάστημα και στην εμφάνιση, κρατούσε στο αριστερό της χέρι λίγα λουλούδια κομμένα από το σχολικό τους κήπο. Μόλις πλησίασα και αφού τα καλημέρισα, η Μαρία προχώρησε δυο βήματα μπροστά, με χαιρέτησε και μου τα πρόσφερε με ευγένεια, λέγοντας «Καλώς ήρθατε κύριε, στο σχολείο μας». Όλα τα παιδιά επανέλαβαν την ίδια φράση τραγουδιστά, με θερμά χειροκροτήματα.

Η Μαρία κόρη του Χαρίδημου και της Ευαγγελίας, ήταν υπόδειγμα αρετής. Μεγάλωσε σ’ ένα ήρεμο, υγιές περιβάλλον, όπου κυριαρχούσαν η ανθρωπιά, η αγάπη και η  φιλοξενία. Έτσι η Μαρία ένιωθε μέσα της στοργή, καλοσύνη, υποστήριξη όχι μόνο από τους γονείς της, αλλά και από την κοινωνία του χωριού, τους φίλους και τους συμμαθητές της. Το σπίτι του Χαρίδημου ήταν πάντα ανοιχτό, πλούσιο, γεμάτο από όλα τα αγαθά μιας δύσκολης, ανεπανάληπτης εποχής. Γ’ αυτό και οι γονείς της Μαρίας δεν την άφησαν να προχωρήσει στα γράμματα. Έμεινε στο σπίτι, ζυμώθηκε με τις δουλειές του σπιτιού και έγινε μια πρότυπη νοικοκυρά σε όλα. Πρώτη στο εργόχειρο. Πρώτη στο μαγείρεμα και πρώτη από τις πρώτες στην ανατροφή των παιδιών και τη φιλοξενία. Πάντα πρόσχαρη υποδεχόταν τους φιλοξενούμενους της οικογένειας και με απόλυτη δεξιοτεχνία ησχολείτο με την περιποίησή τους.

Οι γονείς της Μαρίας ήταν άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό. Ο πατέρας της ήταν λεβέντης με ορθό, στρωτό λόγο, σπινθηροβόλο πνεύμα, όμορφη σωματική διάπλαση, θεϊκά χαρίσματα που του προσέδιδαν μια αρχοντική βυζαντινή αξιοπρέπεια.

Η Μαρία ήταν το καμάρι τους, το μοναχοπαίδι τους. Ήθελαν να παντρευτεί στον τόπο μας για να την έχουν κοντά τους. Η καλή μέρα δεν άργησε να φανεί. Γνωρίστηκε με ένα νέο παλικάρι ψηλό, όμορφο, γεροδεμένο, τον Γιώργη Ταταράκη από το γειτονικό ηρωικό Γερακάρι. Παντρεύτηκαν και δημιούργησαν μια άριστη οικογένεια, αποτελούμενη από τρία καλά παιδιά. Τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν και σήμερα απολαμβάνουν την εκτίμηση της κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται.

Πολύ πρόωρα η Μαρία πέρασε στην αιωνιότητα. Είχε ακόμη πολλά να προσφέρει   στην οικογένειά της. Όμως ο σκληρός και απόνετος χάρος εντελώς ξαφνικά έκοψε το νήμα της ζωής της. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Εκείνον που οι θεοί αγαπούν αποθνήσκει νέος». Αυτή δυστυχώς, είναι η μοίρα μας, το πεπρωμένο μας. Είναι θεϊκός νόμος ο νόμος του θανάτου. Δεν επιλέγει, δεν κάνει εξαιρέσεις.

Αξέχαστη Μαρία, αν και έφυγες από την επίγεια ζωή, αφήνεις πίσω σου τα παιδιά σου, τα μικρά χαριτωμένα εγγονάκια σου, τον αγαπημένο σου σύντροφο που σου συμπαραστάθηκε ακούραστα στη δίμηνη δοκιμασία σου. Αυτοί θα συνεχίσουν και θα πραγματοποιούν τα όνειρά σου.

Ήσυχη να κοιμάσαι στο γραφικό λοφίσκο της Αγίας Παρασκευής κοντά στους νεκρούς  μας και να είσαι βέβαιη ότι έπραξες το καθήκον σου ως άνθρωπος και ως μητέρα. Η κοινωνία του χωριού που γεννήθηκες και του Γερακάρι που δημιούργησες και άφησες ωραίες αναμνήσεις, θα θυμάται τη μεγαλοσύνη της καρδιάς σου, την αγάπη και το σεβασμό σου για κάθε άνθρωπο και θα σε θυμάται αιώνια. Ίσως γ’ αυτό δεν πέθανες, γιατί οι νεκροί πεθαίνουν μόνο όταν τους λησμονάνε.

Επειδή λαχταρούμε να μιλήσουμε και να σε δούμε για τελευταία φορά, παρακαλούμε τον παντοδύναμο Θεό μας να σε ξυπνήσει για δυο λεπτά μονάχα και να έρθεις στον ιερό τούτο χώρο να δεις γνωστούς και φίλους που ήρθαν σήμερα στα   σαράντα κι άναψαν το κεράκι τους. Θα σε θυμούνται πάντα.

Ας είναι ελαφρό το χώμα της Γερακαριανής γης που σε σκέπασε, αγαπημένη μας Μαρία.

Κ. Μ. Ταταράκης.

 

 

Γιάννης Φιντίκης: Έφυγε ένας αγωνιστής

 

Ένας ακόμη 80χρονος Γερακαριανός –ο Γιάννης Φιντίκης- λύγισε και κοιμήθηκε σήμερα λαβωμένος από τους ανέμους και τις καταιγίδες μιας αξέχαστης εποχής, στους οποίους αντιστέκετο άφοβος, αγέρωχος και ελεύθερος.

Αγαπημένε μας. Πόνος και οδύνη κατέχει σήμερα τις ψυχές μας. Η συγκίνηση, τα δάκρυα που κυλάνε στα μάτια μας, η καρδιά που επιταχύνει τους ρυθμούς της, παραλύουν το μυαλό μας γιατί σκεπτόμαστε πως δεν θα σε ξαναδούμε πια, στο σπίτι, στη βεράντας τις φεγγαρόλουστες βραδιές να απολαμβάνεις το δροσερό βοριαδάκι. Στο καφενείο που πήγαινες συχνά, στο χωράφι να εργάζεσαι, στο περιβόλι να εξημερώνεις με μεγάλη δεξιοτεχνία τα άγρια δένδρα, ώστε να αποδίδουν νοστιμότατους, γλυκύτατους δροσερούς καρπούς. Πάντα ακούραστος στον αγώνα της ζωής, προσπαθούσες να μη λείψει τίποτα από το σπίτι. Και το πετύχαινες αυτό γιατί ήσουν λεπτολόγος, αριστοτέχνης και επιδέξιος σε όλες τις γεωργικές εργασίες.

Αν όμως εμείς σήμερα σε χάνουμε για πάντα, μια άλλη κοινωνία των νεκρών προγόνων μας, των ηρώων της 22ας Αυγούστου 1944, σε υποδέχεται.

Ανάμεσά τους διακρίνονται οι αδελφοί σου- δύο 20χρονα παλικάρια που με το αίμα τους εξαγόρασαν την λευτεριά, ακριβό δώρο σε μας τους νεότερους.

Είχες την τύχη να γεννηθείς σε τόπο  που ανθεί η αγάπη για την πατρίδα, ο ηρωισμός και η θυσία.

Δούλεψες και εσύ για τη λευτεριά. Αντιστάθηκες εναντίον του κατακτητή και με τις προσπάθειές σου ξημέρωσε γρήγορα η μέρα της λευτεριάς.

Αλλά και η αγάπη σου για την οικογένεια ήταν   υπέρτατη. Πιστός στα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας δημιούργησες μαζί με την αγαπημένη σου Χρυσούλα μια σωστή, ενάρετη και υποδειγματική οικογένεια με βάσεις ηθικές και πιστή στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη.

Ήσουν προικισμένος με τις άφθαρτες αρετές, της εργατικότητας, της τιμιότητας, της φιλαλήθειας, της δικαιοσύνης.

Ανήσυχο πνεύμα, ετοιμόλογος, ιδεολόγος και πάνω απ’ όλα σωστός δημοκράτης.

Ευχαριστημένος να είσαι που πεθαίνεις ελεύθερος. Ελεύθερος στο πνεύμα, στις ιδέες. Φεύγεις στην καρδιά του καλοκαιριού και το χωματένιο πάπλωμα που σε λίγο θα σε σκεπάσει θα είναι ζεστό και ελαφρό. Είναι θείο δώρο για’ κείνους που φεύγουν την πιο όμορφη εποχή του χρόνου.

Η μυρωδιά της ρίγανης, του φασκόμηλου, του αγκάραθου, θα κάνουν πιο γλυκό τον αιώνιο ύπνο σου.

Έζησες μια ζωή γεμάτη λύπες αλλά και χαρές. Είδες χιλιάδες φορές τον ήλιο ν’ ανατέλλει από το μεγαλόπρεπο Ψηλορείτη  και να δύει στο Κέντρος των 100 πηγών. Απόλαυσες το χειμώνα να σκεπάζει με το κατάλευκο χιόνι το χωριό μας, την άνοιξη να στολίζει με λευκόροζα άνθη τις κερασιές, τις βυσσινιές, τις μηλιές, με χαμομήλια κι άγριες μαργαρίτες τα πλάγια και τις βουνοκορφές.

Είχες ακόμη χρόνια ζωής. Είχες ακόμη να προσφέρεις πολλά στα παιδιά σου, στα εγγόνια και τα δισέγγονα που αγαπούσες πάρα πολύ.

Όμως ξαφνικά η επάρατος νόσος έκοψε το νήμα της ζωής σου. Ας είναι. Το δεχόμαστε γιατί  μόνο όταν επισκεφθεί κανείς τα χιλιάδες νοσοκομεία, μόνο τότε θα καταλάβει το μηδέν της γης, θα καταλάβει ότι ο κόσμος τούτος δεν προσφέρει τίποτε στον άνθρωπο παρά μόνο αυταπάτες.

Κοιμήσου αγαπημένε μας στην αγκαλιά της γης που αγάπησες, δούλεψες και πόνεσες. Καλό σου ταξίδι. Η μνήμη σου θα είναι αιώνια.

Κ. Ταταράκης

 

ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΘΕΑΝΩΣ ΤΑΤΑΡΑΚΗ

 

Τελευταίος αποχαιρετισμός στον αγαπημένο μας αδελφό  Γιώργο Ι. Ψωμά

 

Τώρα που ήρθε η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι, τώρα π’ ανοίξαν τα κλαδιά κι έφυγε η βαρυχειμωνιά, τώρα που κουβεντιάζουν τα πουλιά κι άνθη μαζεύουν τα παιδιά, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας ευαίσθητος χαρακτήρας  μια ευγενική καρδιά σταμάτησε τους παλμούς της. Ο Γιώργος Ψωμάς ένας από τους εκλεκτούς δασκάλους πέρασε ξαφνικά και πρόωρα στην αιωνιότητα.

Σύσσωμη η κοινωνία του Ρεθύμνου συγκλονισμένη βαθύτατα συγκεντρώθηκε στο γραφικό εκκλησάκι του χωριού μια αποφράδα μέρα του Μάη κι αποχαιρέτησε με θερμά χειροκροτήματα τον εξαίρετο δάσκαλο. Φαίνεται πως ο Μάης έχει κακές μέρες.

Στις 29  «η Πόλις εάλω», στις 30 λύγισε κι έπεσε ένας ψηλόλιγνος λεβέντης κτυπημένος κατάκαρδα από το σκληρό και απόνετο χάρο.

Ο Γιώργος Ψωμάς γεννήθηκε σ’ ένα όμορφο κι ολόδροσο μικρό χωριό του Εξάντη όπου και μεγάλωσε σε δύσκολα χρόνια, ανάμεσα σε δύο μεγαλύτερες αδελφές.

Οι γονείς του σεμνοί και ταπεινοί αγρότες φρόντισαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους ότι καλύτερο μπορούσαν. Έτσι ο Γιώργος κληρονόμησε απ’ αυτούς τη βαθιά πίστη προς το Θεό, την αγάπη προς την πατρίδα, την εργατικότητα,  την τιμιότητα, τη φιλαλήθεια, την ευσυνειδησία. Τον διέκρινε ο σεβασμός, η ευγένεια, η καλοσύνη.

Αφού τελείωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο της μικρής μας πολιτείας εισήχθη στην Ακαδημία Ηρακλείου και πήρε το πτυχίο με άριστα. Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε σε σχολεία κυρίως του Μυλοποτάμου, αλλά και ως Διευθυντής του Αου γραφείου Δημοτικής Εκπαίδευσης Ρεθύμνου.

Υπηρέτησε και το συνδικαλισμό με πάθος και όρεξη.

Ως πρόεδρος του Συλλόγου διδασκάλων και Νηπιαγωγών και μέλος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, εργάστηκε σκληρά για την επίλυση των προβλημάτων του κλάδου. Μαχητικός, τολμηρός και προπάντων γλαφυρός ομιλητής ήξερε να παρουσιάζει, να τοποθετεί και να βρίσκει λύσεις για όλα τα θέματα κερδίζοντας πάντα τους ακροατές του.

Μετά τη συνταξιοδότησή του επειδή αισθανόταν δυνατός καταπιάστηκε και με την πολιτική. Στις τελευταίες Δημοτικές εκλογές του Δήμου Γεροποτάμου εκλέκτηκε  Δημοτικός σύμβουλος, μέλος του οργανισμού Σπηλαίου Μελιδονίου και της ΔΕΥΑΓ.

Από τις θέσεις αυτές της τοπικής Αυτοδιοίκησης εργάστηκε με πείσμα για την ανάπτυξη του τόπου που αγάπησε.

Ο Γιώργος Ψωμάς είχε μεγάλη μόρφωση και παιδαγωγική κατάρτιση. Με στοργή και αγάπη έσκυβε πάνω στο παιδί και προσπαθούσε με τον καλύτερο τρόπο να του μεταδώσει τις απαραίτητες γνώσεις που χρειάζεται κάθε άνθρωπος όταν μπαίνει στον αγώνα της ζωής. Δίδαξε εκατοντάδες κρητικόπουλα, ισχυροποίησε το χαρακτήρα τους με τα ιδανικά της ψυχής  μας και τα παρέδωσε χρήσιμα στην κοινωνία. Άκουσα μαθητές του να εκφράζονται με τα καλύτερα λόγια για τον άξιο και καλό δάσκαλό  τους.

Απ’ όπου κι αν πέρασε άφησε τις ωραιότερες εντυπώσεις. Σκόρπισε απλόχερα γνώσεις από τις ανεξάντλητες γνώσεις του, χαρά, θάρρος, αισιοδοξία. Πάντα θα αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα για τους μεταγενέστερους. Παράδειγμα εργατικότητας, σοβαρότητας, αγάπης και Κρητικής υπερηφάνειας.

Αλησμόνητε Γιώργο. Δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι για να δεχθούμε αυτό το πικρό ποτήρι του χωρισμού, γιατί σε βλέπαμε υγιή και ακμαίο να εργάζεσαι ακούραστα καθημερινά δημιουργώντας πάντα κάτι το νέο. Όμως ο χάρος σε κτύπησε απρόσμενα και έκοψε το νήμα της ζωής σου.  Όσο σκεπτόμαστε πως δεν θα σε ξαναδούμε πια, ο θάνατος σου κάθε μέρα που περνά γίνεται βαθύτερος καημός, επιτάφιος θρήνος, ιδιαίτερα για τα παιδιά σου και την αγαπημένη σου σύζυγο που μοιραστήκατε μαζί χαρές και λύπες σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο. Κάθε απόγευμα πλένουν με πικρά δάκρυα τα μάρμαρα του τάφου σου, ποτίζοντας τις άγριες μαργαρίτες για να κάνουν με το λεπτό τους άρωμα πιο ελαφρό τον αιώνιο ύπνο σου.

Ξύπνησε αγαπημένε μας να δεις τον ουρανό που λάμπει, τον ήλιο που ζεσταίνει, την ήρεμη θάλασσα που φιλεί τις δαντελωτές ακρογιαλιές μας. Μη με ρωτήσεις πως:

Εδώ και τώρα: Θα πάρω δρόμο αλαργινό

Να βγω στο εκατοντάπηγο βουνό

Να βρω τ’ αθάνατο νερό

Να σου φέρω λιγάκι

Να ξυπνήσεις για δυο λεπτά

Καλό μας αδελφάκι,

Να δεις τους φίλους  που ήρθανε

Σήμερα στην εκκλησία

Ν’ ανάψουν το κεράκι τους

Για μνήμη αιωνία.

Ας είναι ελαφρό το χώμα της Εξαντικής γης που θα σε σκεπάζει εις τους αιώνες.

Κώστας  – Θεανώ Ταταράκη

 

Για αυτούς που φεύγουν

Έχουν περάσει κιόλας σαράντα μέρες από τότε που λύγισε και κοιμήθηκε πληγωμένος από την επάρατη νόσο της εποχής ένας εκλεκτός Αμαριώτης, ο δάσκαλος Μιχάλης Ζαμπετάκης.

Σύσσωμη, συγκλονισμένη, βουβή, αμίλητη η κοινωνία του Ρεθύμνου για τον πρόωρο χαμό του λαμπρού εκπαιδευτικού τον αποχαιρέτησε στην εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων της πόλης μας. Επίγειο φωτεινό αστέρι ο Μιχάλης έσβησε γρήγορα και χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες στο ουράνιο στερέωμα περνώντας στον ασύλληπτο χώρο της αιωνιότητας.

Γεννήθηκε στο Μοναστηράκι της επαρχίας Αμαρίου.  Κληρονόμησε από τους γονείς του, το σχολείο και την κοινωνία του μικρού, αλλά γραφικού και ιστορικού χωριού του, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη λεβεντιά και την αγάπη.

Μετά το γυμνάσιο εισήχθη στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και πήρε το πτυχίο με άριστα. Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της υπαίθρου και της πόλης. Μετά από 5ετή  Ευδόκιμη Υπηρεσία, ύστερα από εξετάσεις μετεκπαιδεύτηκε στην Αθήνα και προς το τέλος της διδασκαλικής του ζωής εκλέκτηκε  Σχολικός Σύμβουλος. Τίμησε επάξια το θεσμό και γι’ αυτό ήταν το καύχημα της υπηρεσίας.

Μορφωμένος, επιστημονικά καταρτισμένος, ήταν ο τέλειος παιδαγωγός. Διέθεσε όλες τις πνευματικές, σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των μαθητών του. Ακούραστος, ευσυνείδητος, βαθυστόχαστος, έλαμπε σαν φάρος καθοδηγώντας εκατοντάδες μαθητές στον δρόμο της αρετής και της επιστήμης. Με τη διδασκαλία του μόρφωνε το πνεύμα, με το παράδειγμα το ήθος. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι ο Μιχάλης ήταν το κόσμημα των διδασκάλων του Νομού μας.

Στις παρέες του ήταν ευχάριστος, γλαφυρός ομιλητής, ευλαβής προσκυνητής και άριστος ιεροψάλτης. Τα μεστά και σοφά λόγια του θα μείνουν ανεξίτηλα στο μυαλό όσων είχαν την τύχη να συναναστραφούν και να συζητήσουν με ένα τέτοιο λαμπρό εκπαιδευτικό.

Αξέχαστε εξάδελφε! Όσο σκεφτόμαστε ότι λείπεις τώρα και σαράντα μέρες από τη συντροφιά μας ραγίζεται η καρδιά μας και τα μάτια μας βουρκώνουν από δάκρυα. Ήσυχος να κοιμάσαι στο ολόδροσο χωριό του Ψηλορείτη κοντά στους δικούς σου. Έκαμες στο ακέραιο το καθήκον σου σαν άνθρωπος, σαν εκπαιδευτικός και σαν οικογενειάρχης. Άφησες πίσω σου ωραίες αναμνήσεις γι’ αυτό δεν θα σε λησμονήσουμε ποτέ.

Τα παιδιά σου, ο Τάκης και η Εμμανουέλλα, καταξιωμένοι επιστήμονες, τα εγγόνια και η αγαπημένη σου σύζυγος που σου συμπαραστάθηκαν με αληθινή αγάπη τις δύσκολες ώρες που πέρασες, θα ραίνουν τον τάφο σου με ρίγανη και φασκόμηλο. Με το λεπτό τους άρωμα θα παίρνεις βαθιά ανάσα κι τ’ όνειρο θα ζωντανεύει μέσα σου πως έφτασε η ώρα να ξυπνήσεις.

Με την προσμονή και την ελπίδα αυτή θα περνούν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες και τ’ όνειρο θα συνεχίζεται…

Ας είναι ελαφρό και ζεστό το χωματένιο πάπλωμα της Αμαριώτικης γης που θα σε σκεπάζει αιώνια.

Κώστας – Θεανώ Ταταράκη

 

Αιώνια λουλούδια στη μνήμη της Ειρήνης Λαμπίρη

Πριν σαράντα ημέρες στην εκκλησία του Αγί-ου Κωνσταντίνου η ρεθεμνιώτικη κοινωνία με βαθιά θλίψη αποχαιρέτησε για πάντα μια υπέρο-χη γυναίκα, μια αρχόντισσα Αμαριώτισσα την Ειρήνη Λαμπίρη. Η Ειρήνη γεννήθηκε στο Τρι-πόδο  Μυλοποτάμου.

Σε μικρή ηλικία γνωρίστηκε και ένωσε τη ζωή της με τον αείμνηστο Ευάγγελο Λαμπίρη από τη Βισταγή. Αγάπησε το Αμάρι και δημιούργησε μια άριστη οικογένεια αποτελούμενη από τον Ηλία, διακεκριμένο καθηγητή της ορθοπεδικής χει-ρουργικής και τέως βουλευτή και την Ελένη, κα-θηγήτρια γερμανικών.

Ο Ευάγγελος και η Ειρήνη ήταν ευχάριστοι άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό, σεμνοί, χαρούμε-νοι, εργατικοί, τίμιοι αγωνιστές της ζωής. Η χα-ρά της δημιουργίας ήταν το κυριότερο γνώρισμα του αδαμάντινου χαρακτήρα τους.

Αυτομορφωμένοι, καλλιεργημένοι με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, απολάμβαναν την αγάπη και την εμπιστοσύνη όλου του κόσμου.

Ο Ευάγγελος τα δύσκολα εκείνα χρόνια δεν ησχολείτο μόνο με γεωργικές εργασίες. Ήταν και έμπορος υφασμάτων. Και για να βγει το με-ροκάματο μετακινούσε το εμπόρευμα στα μεγα-λύτερα χωριά της επαρχίας, όχι βέβαια με αυτο-κίνητα αλλά με ζώα. Παντού είχε πολλούς και καλούς φίλους, οι οποίοι τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους. Στο μεγάλο κερασοχώρι της επαρ-χίας έφερνε τα εμπορεύματα τον Αύγουστο, επειδή το μήνα αυτό γινόταν η συγκομιδή του βύσσινου. Κατέληγε στο σπίτι του πατέρα μας, γιατί με τη λαμπρή αυτή οικογένεια είχαμε και έχουμε στενούς δεσμούς πνευματικής φιλίας.

Τα υφάσματα ήταν καλής ποιότητας κι όλοι έτρεχαν και ψώνιζαν. Η συναλλαγή γινόταν με βύσσινο, το οποίο αργότερα εκείνος το προ-ωθούσε στην αγορά της Θεσσαλονίκης, ύστερα από μια μικρή επεξεργασία που του έκανε ο πατέρας μας Μιχάλης, ειδικός για τη δουλειά αυτή. Όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Μέσα σε λίγες ημέρες ξεπουλούσε και επέστρεφε στη Σχολή Ασωμάτων, όπου ήταν το κέντρο της εμπορικής του δραστηριότητας. Η σύζυγός του Ειρήνη ησχολείτο με το μεγάλωμα των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν πάντα χαμογελαστή με πλούσια συναισθήματα ανθρωπιάς, αγάπης και φιλοξενίας. Τη διέκρινε μια ξεχωριστή καλοσύνη, ευγένεια και μια αληθινή χριστιανική φιλανθρωπία. Δεν θα λησμονήσουμε ποτέ με πόση αγάπη μας περιέβαλε, όταν μας φιλοξένησε στο σπίτι της για πολλές ημέρες τα μαύρα εκείνα κατοχικά χρόνια που οι Γερμανοί κατέστρεψαν και ισοπέδωσαν τα Κεδριανά χωριά. Γι’ αυτό και την ευχαριστούμε από τα βάθη της ψυχής μας. Η αγάπη της για κάθε άνθρωπο ήταν μεγάλη, απέραντη, απεριόριστη, χωρίς όρια.

Το σπίτι του Λαμπίρη σκαρφαλωμένο στα πό-δια του θεϊκού βουνού ακτινοβολούσε δροσερή αύρα για τους κουρασμένους και θεία πνοή για τους πεινασμένους. Ο χρόνος και η λησμονιά που με τα μαύρα πέπλα τους σκεπάζουν τα περασμένα δεν θα σκιάσουν ποτέ τη μορφή τους και το μεγαλείο της ψυχής τους.

Σεβαστή μας νονά, ο Θεός ως ανταμοιβή σου χάρισε μακροζωία.

Έζησες 90 τόσα χρόνια και είδες τα παιδιά και τα εγγόνια σου πλήρως αποκαταστημένα, επί-λεκτα και χρήσιμα μέλη της κοινωνίας μας.

Απόλαυσες τον ήλιο να ανατέλλει από το  με-γαλόπρεπο Ψηλορείτη και να δύει στις Σφα-κιανές Μαδάρες. Την άνοιξη να στολίζει με άγριες μαργαρίτες τα πλάγια και τις βουνο-κορφές.

Είδες το χειμώνα να σκεπάζει με κατάλευκα χιόνια τα χωριά μας, τα υπερήφανα και  αγέ-ρωχα βουνά μας.

Είχες βαθιά πίστη στο Θεό, στα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Αυτή την πίστη ήθελες να την μεταβιβάσεις και στα παιδιά σου.

Τα σαββατόβραδα κυρίως – πολύ καλά θυμό-μαστε- τα έπιανες από το χέρι και τα οδηγούσες κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού και τους μάθαινες μικρές προσευχούλες  στον Παντοδύ-ναμο. Το πρωί πάλι τα ξυπνούσες για να πάνε στην εκκλησία.

Η λαϊκή σοφία αντέγραψε τη θαυμάσια αυτή μητέρα με τους παρακάτω στίχους:

Από τη γη βγαίνει νερό

κι απ’ την ελιά το λάδι

κι από τη μάνα την καλή

βγαίνει το καλό παιδί.

Αλησμόνητη νονά

Κάθε φορά που σε βλέπαμε καμαρώναμε το ροδοκόκκινο από τη φύση πρόσωπό σου και τα έξυπνα σπινθηροβόλα μάτια σου ακριβά δείγ-ματα της καλοσύνης σου.

Ήσυχη να αναπαύεσαι στο Κοιμητήριο της πό-λεώς μας, γιατί εκτέλεσες στο ακέραιο το καθήκον σου, σαν σύζυγος, σαν μητέρα και σαν άνθρωπος. Η αύρα του Κρητικού Πελάγους θα συναντάται στα κατάλευκα μάρμαρα του τάφου σου με την ευωδιά της ρίγανης και του φασκό-μηλου, από τα ριζά του Ψηλορείτη, λεπτό θυ-μίαμα της ρεθυμνιώτικης γης στην αιώνια μνήμη σου. Ας είναι ελαφρύ το χωμάτινο πάπλωμα που θα σε σκεπάζει στους αιώνες.

Κώστας και Μανώλης Ταταράκης

 

Χρέος μνήμης στο δάσκαλο Θεοχάρη Δουκάκη

Πριν 40 μέρες ένα συννεφιασμένο απόγευμα στο γραφικό εκκλησάκι του Αι-Γιώργη Περιβο-λίων, συγκλονισμένη η κοινωνία του Ρεθύμνου αποχαιρέτησε με πόνο ψυχής έναν υπέροχο αν-θρωπο, έναν εξαίρετο συνταξιούχο εκπαι-δευτικό, το φίλο και συνάδελφο Θεοχάρη Δουκάκη.

Ο Θεοχάρης γεννήθηκε στις Μέλαμπες. Εκεί μεγάλωσε σύμφωνα με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του χωριού. Τελειοποιήθηκε ο χαρακτήρας του και στολίστηκε με τις αιώνιες, άφθαρτες αρετές της φυλής μας. Την πραότητα, τη σεμνότητα, την τιμιότητα, την αξιοπρέπεια.

Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε πολλά σχολεία της υπαίθρου και τα τελευταία χρόνια  ως διευ-θυντής  στο 8ο Δημοτικό Σχολείο Περιβολίων. Συνδικαλιστής άριστος. Γλαφυρότατος ομιλητής, γνώστης όλων των σχολικών θεμάτων, ήξερε πολύ καλά να κατευθύνει τη συζήτηση και να κερδίζει τους ακροατές του. Στο πρόσωπό του βρίσκαμε έναν άξιο συμπαραστάτη σε κάθε μας δυσκολία, έναν πολύτιμο σύμβουλο που ήξερε να βρίσκει λύσεις σ’ όλα  τα προβλήματα της σχολικής ζωής.

Ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή του για τις παρα-λήψεις μας. Με πειθώ και χαμόγελο επανέφερε την τάξη σ’ όλες τις ατασθαλίες των μαθητών και του διδακτικού προσωπικού. Πράος, ήρεμος, γεμάτος από καλοσύνη και αληθινή ανθρωπιά. Φάρος ανεξάντλητος, σκορπούσε το φως του όχι  μόνο στους μαθητές του, αλλά και στους συναδέλφους του. Δίδασκε  -ιδιαίτερα την ιστορία- με βαθιά συγκίνηση, προσπαθώντας να με-ταδώσει στους μαθητές του το θαυμασμό για τα ηρωϊκά κατορθώματα των προγόνων μας και την αγάπη για την ωραία πατρίδα μας.

Αξέχαστε Θεοχάρη. Απ’ όλα τα σχολεία που πέρασες, μετέδωσες στους μαθητές σου γνώσεις από τις απέραντες γνώσεις σου, φως από το φως σου, χαρά από τη χαρά σου, θάρρος από το θάρρος σου. Πάντα αισιόδοξος, πάντα χα-ρούμενος, δίδασκες την πίστη προς τον Θεό, την αγάπη, τον σεβασμό για κάθε άνθρωπο.

Ήσουνα ένας χαρισματικός δάσκαλος με βαθιά παιδαγωγική επιστημονική μόρφωση. Έσκυβες με αληθινή στοργή κοντά στο παιδί και προσπαθούσες να το διορθώσεις, να του μορφώσεις το πνεύμα και να τελειοποιήσεις το χαρακτήρα του.

Η πολιτεία, η παιδεία έχουν μεγάλο χρέος μνήμης και ευγνωμοσύνης, γιατί εκτέλεσες στο ακέραιο το έργο που σου ανέθεσαν. Αν το αύριο είναι καλύτερο, οφείλεται και σε σένα, τον ακούραστο πλάστη της παιδικής ψυχής.

Αλλά και στον οικογενειακό τομέα αρί-στευσες. Είχες την καλή τύχη να συνδέσεις τη ζωή σου με την εκλεκτή της καρδιάς σου κυρία Μαρία και δημιουργήσατε μια αξιοζήλευτη οικογένεια αποτελούμενη από δυο γιους επαγγελματικά σταδιοδρομημένοι και καταξιωμένοι από τη Ρεθυμνιώτικη  κοινωνία. Δεν πρόλαβες να ζήσεις τις χαρές τους γιατί πολύ πρόωρα ο σκληρός και απόνετος χάρος έκοψε το νήμα της ζωής σου. Αυτό ίσως να είναι το «ΜΕΓΑΛΟ» παράπονό σου προς τον παντοδύναμο Θεό μας. Ας είναι σεβαστό το θέλημά του.

Ακριβέ φίλε. Αν έφυγες από τούτη τη σύντομη και ψεύτικη ζωή, αφήνεις έργο ανεκτίμητο, μαθήματα αγωγής και παιδείας χρήσιμα για τις γενιές που έρχονται. Η οικογένειά σου, οι δικοί σου, οι μαθητές σου, οι φίλοι και οι συνάδελφοί  σου, να είσαι βέβαιος ότι θα σε θυμούνται πάντα.

Ήσυχος να αναπαύεσαι στην αγκαλιά των συγχωριανών σου Αγίων 4ων Μαρτύρων εκεί ψηλά στον ανθόσπαρτο λόφο του Αϊ Γιώργη, γιατί εξετέλεσες το καθήκον σου σαν άνθρωπος, σαν οικογενειάρχης και σαν δάσκαλος.

Η μυρωμένη αύρα της θάλασσας μαζί με το άρωμα των κρίνων και τη λεπτή ευωδιά των ρόδων, θα κάνουν πιο ελαφρό τον αιώνιο ύπνο σου.

Θεανώ Ταταράκη

 

ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΠΕΝΘΗ

Μανόλης Σαριδάκης:  Δάσκαλος

Ένας ευαίσθητος χαρακτήρας, μια ευγενική καρδιά πριν σαράντα ημέρες σταμάτησε τους παλμούς της. Ένας εκλεκτός δάσκαλος ο Μανόλης Σαριδάκης πέρασε στον άλλο κόσμο. Στα πενήντα δύο του χρόνια ο σκληρός και απόνετος χάρος με το κοφτερό του μαχαίρι έκοψε το νήμα της ζωής του.

Είναι πολύ φτωχά τα λόγια που θα χρησιμοποιήσω για να παρουσιάσω την προσωπικότητα του αλησμόνητου Μανόλη, γιατί ήταν οπλισμένος με σπάνιες αρετές και πολλά ψυχικά χαρίσματα. Αισιόδοξος, εργατικός, τίμιος, ηθικός και τολμηρός. Μεγάλωσε σε δύσκολα χρόνια ορφανός από πατέρα. Πήρε το πτυχίο της Ακαδημίας και αφού μπήκε στον αγώνα της ζωής, συνέδεσε τη ζωή του με την επίσης εκλεκτή  διδασκάλισσα Δέσποινα Αλεξανδράκη. Δούλεψε και πάλεψε σκληρά για να σπουδάσει τα παιδιά του και να τους αφήσει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Και τώρα που θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων του και το σπίτι θα γέμιζε χαρές ήρθε ο χάρος ξαφνικά να πάρει τη ζωή του.

Αλησμόνητε Μανόλη. Όσο κι αν σκεπτόμαστε ότι ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας, η σκέψη ότι έφυγες και δε θα σε ξαναδούμε ποτέ μας ραγίζει την καρδιά. Δε θα σε ξαναδούμε στο σχολείο να μεταλαμπαδεύεις με τον πιο καλλί  τερο  τρόπο μέσα στα βάθη της παιδικής ψυχής τις μεγάλες ιδέες. Να δίνεις φως από το φως σου, χαρά από την χαρά σου. Δε θα σε έχουμε πια ανάμεσά μας στο γραφείο του σχολείου την ώρα του διαλλείματος   να μας διασκεδάζεις με τα αστεία σου και τις όμορφες ιστορίες που ήξερες να διηγείσαι με αξιοθαύμαστη ικανότητα.

Δε θα σε ξαναδούμε στη βεράντα του σπιτιού σου να διαβάζεις την εφημερίδα. Στο εργαστήρι σου να σμιλεύεις το μάρμαρο φτιάχνοντας διάφορα κομψοτεχνήματα. Στον κήπο σου να εργάζεσαι φυτεύοντας δένδρα και λουλούδια.

Αλήθεια, τώρα καταλαβαίνουμε το μηδέν της γης, τώρα πράγματι πιστεύουμε ότι ο κόσμος αυτός δε μας προσφέρει τίποτε άλλο παρά μόνος αυταπάτες.

Μοίρα άπονη και σκληρή, γιατί τόσο πρόωρα άρπαξες μέσα από τη μεγάλη μας διδασκαλική οικογένεια τον πιο πιστό λειτουργό της παιδείας, που γαλούχησε με τα θεία νάματα της αρετής εκατοντάδες Ελληνόπουλα μέσα και έξω από τη χώρα μας. Γιατί δεν λυπήθηκες τα παιδιά του που τον χρειαζόταν ακόμα, τη γυναίκα του και τη χαροκαμένη μάνα του; Ίσως γιατί υπάκουσες στον αιώνιο νόμο του θανάτου.

Αξέχαστε Μανόλη. Είχες ακόμη πολλά να προσφέρεις στην οικογένειά σου, στο σχολείο και την κοινωνία. Όμως ο άσπλαχνος χάρος σου έκοψε όλα τα σχέδια και τα όνειρα που έπλαθες για το μέλλον.

Η ξαφνική είδηση του θανάτου σου μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού συντάραξε και συγκλόνισε τις ψυχές μας. Ο χωρισμός σου είναι σκληρός για μας τους συναδέλφους σου και ιδιαίτερα για τα δύο σου παιδιά, τη μητέρα σου, τ’ αδέλφια σου και την πολυαγαπημένη σου σύζυγο, που μοιραστήκατε μαζί χαρές και λύπες σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο. Αγκαλιασμένοι πάνω στα μάρμαρα του τάφου σου χύνουν το πικρό δάκρυ του αποχωρισμού. Η αγάπη σου προς όλους τους ανθρώπους και προ πάντων προς τους μικρούς μαθητές σου ξεπερνούσε τα όρια του θαυμασμού. Αγάπησες και αγαπήθηκες. Η σωστή γνώμη σου για όλα τα θέματα, το χαμόγελο, η ευγένεια και η καλοσύνη σου μεγάλωναν την αρχοντιά σου. Ήσουν φιλότιμος, σοβαρός, αξιοπρεπής, σωστός οικογενειάρχης και άνθρωπος.

Ακούραστος διδάσκαλος και συνδικαλιστής. Αρετές που αναγνωρίστηκαν από τους συναδέλφους και σε ανέδειξαν πρόεδρο και μέλος του διδ/κού συλλόγου Ρεθύμνης.

Φεύγοντας ξαφνικά από τον κόσμο αυτό να είσαι βέβαιος ότι έκαμες το καθήκον σου σαν δάσκαλος και σαν οικογενειάρχης. Άφησες αντάξια παιδιά που θα συνεχίσουν το έργο σου και θα λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο το όνομά σου.  Ήδη ο γιος σου, ο γιατρός, ανάλαβε τα καθήκοντά σου. Φύτευσε προχθές τον ωραίο φοίνικα που είχες αγοράσει και δεν πρόλαβες να φυτεύσεις.

Κοιμήσου αγαπημένε μας στην αγκαλιά του τόπου που γεννήθηκες κοντά στον πατέρα σου και τους άλλους συγγενείς σου και να είσαι βέβαιος ότι η μνήμη σου θα είναι αιώνια.

Ας είναι ελαφρό το χώμα της Καμαριανής γης που σε σκέπασε αξέχαστε Μανόλη Σαριδάκη.

Θεανώ Ταταράκη

 

Αποχαιρετισμός στη μάνα

Με μάτια δακρυσμένα από τον πόνο της ψυχής μας, γιατί δεν θα σε ξαναδούμε πια, όλοι εμείς, παιδιά, εγγόνια, συγγενείς, όλοι οι συγχωριανοί μας και φίλοι πολλοί απ’ όλα τα χωριά και την πόλη του Ρεθύμνου παρακολουθήσαμε σ’ αυτόν τον απέριττο ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα τη νεκρώσιμη ακολουθία σου και θα σε συνοδεύσουμε σε λίγο στην αιώνια κατοικία σου πολυαγαπημένη μας  μάνα.

Εκτός όμως από ‘μας, τη στιγμή  αυτή πολλές άλλες αόρατες ψυχές, του παπα-Γιάννη, του παπα-Ανδρέα και τόσων άλλων συγγενών, γνωστών και φίλων υπερίπτανται πάνω από το φέρετρό σου για σα σε υποδεχτούν στην ουράνια βασιλεία μεγαλώνοντας κατά μία ακόμη μονάδα τον απειροψήφιο αριθμό των νεκρών της άλλης ζωής.

Γεννήθηκες αγαπημένη μας στο ολόδροσο ιστορικό χωριό Καλονύχτι. Μεγάλωσες σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα της εποχής κι όταν ήλθε η ώρα, ήλθες εδώ στο γραφικό χωριουδάκι. Σύνδεσες τη ζωή σου με τον αλησμόνητο πατέρα μας παπα-Γιάννη. ‘Εγινες πρεσβυτέρα, τίτλο που τίμησες  επάξια σ’ όλη σου τη ζωή. Δημιουργήσατε μαζί μια άριστη οικογένεια αποτελούμενη από πέντε παιδιά. Τα μεγαλώσατε με κόπο, τα μορφώσατε και τα παραδώσατε χρήσιμα στην κοινωνία. Ζήλεψε όμως ο Χάρος την ευτυχία σας και με το κοφτερό του μαχαίρι έκοψε πολύ νωρίς το νήμα της ζωής  του καλού Σαμαρείτη ιερέα. Από τότε έμεινες μόνη  στο σπίτι 36 ολόκληρα χρόνια. Δεν τρόμαζες τη μοναξιά. Δεν τρόμαζες τις βροχερές νύχτες του χειμώνα, τις αστραπές, τις βροντές. Απολάμβανες  το χιόνι να στολίζει με λευκές πεταλούδες το χωριό  και την άνοιξη να ντύνει με άγριες μαργαρίτες τα πλαγιά και τις βουνοκορφές.  Το άρωμα της δάφνης, η μυρωδιά της ρίγανης και του φασκόμηλου σου χάριζαν υγεία, δύναμη και υπομονή να αντιμετωπίζεις τη μοναξιά σου, όχι μόνο τις κρύες νύχτες, αλλά και τις φεγγαρόλουστες του καλοκαιριού.

Τόλμη και αρετή θέλει η μοναξιά. Και εσύ είχες αυτές τις ακριβές αρετές  της φυλής μας. Αν ήμουν συγγραφέας θα έκανα βιβλίο τη ζωή σου με τίτλο «Ηρωίδα της μοναξιάς».

Το ήθος και το ύφος, κληρονομιά από την αυστηρή οικογενειακή σου αγωγή σου έδιναν αρχοντιά και ψυχική μεγαλοσύνη. Ψυχή που πρόσφερε πολλά σε φτωχούς συνανθρώπους μας. Από τις δεκάδες περιπτώσεις θα μου επιτρέψεις σεβαστή μας μητέρα ν’ αναφέρω μόνο μία. Κάποια φορά που πλησίαζαν ημέρες αγάπης μου είπες : Κώστα, ξέρω μια πολυμελή οικογένεια με μικρά παιδιά που δυστυχούν. Πάμε να τους ψωνίσουμε; Αμέσως πήγαμε σε πολυκατάστημα της περιοχής, φορτώσαμε το αυτοκίνητο με τρόφιμα κι αφού πλήρωσες ένα σημαντικό ποσό, αναχωρήσαμε  για το σπίτι της φτωχής οικογένειας. Δέκα αθώα ματάκια έτρεξαν, σ’ αγκάλιασαν και σε φίλησαν ευχαριστώντας τη γιαγιά που ήξερε να προσφέρει χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Και η προσφορά σου στην εκκλησία είναι μεγάλη. Πλήρωνες το ηλεκτρικό ρεύμα με δικά σου χρήματα. Πρόσφερες το κερί που χρειαζόταν η εκκλησία  Χριστούγεννα και Πάσχα, περιποιόσουν τον κήπο, κλάδευες, φύτευες, πάντα με δικά σου έξοδα.

Ανακαίνισες το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη, το στόλισες με εικόνες και  ιερά στρωσίδια και φρόντιζες για τη συντήρησή του κάθε χρόνο. Ήθελες ακόμη να κάμεις κάτι. Να φυτεύσεις ένα φοίνικα και να τον καθαρίσεις περιμετρικά από τα αγριόχορτα για να τον προστατεύσεις από φωτιά. Δεν πρόλαβες έτσι είναι η μοίρα των ανθρώπων.

Και για τη λευτεριά της πατρίδας έκαμες ότι μπορούσες. Το 1940 που οι στρατιώτες μας πολεμούσαν στα αλβανικά βουνά για να κρατήσουν την πατρίδα μας ελεύθερη, εσύ με όπλο το βελόνι έπλεκες κάλτσες και φανέλες για να προστατεύσεις τους στρατιώτες μας από το ψύχος  του χειμώνα.

Και στα χρόνια της κατοχής συγκέντρωνες πληροφορίες για τον εχθρό και με απόλυτη μυστικότητα τις μετέφερες στο στρατηγείο της Ασή –Γωνιάς. Δεν ζήτησες εύσημα και περγαμηνές γιατί αυτό ήταν αντίθετο στο χαρακτήρα σου.

Η βαθιά ειλικρίνεια που σε διέκρινε, η ευθύτητα, η πίστη σου στο Θεό, το θάρρος και η τόλμη στις αποφάσεις σου θα μείνουν λαμπρά παραδείγματα για όσους σε γνώρισαν και σε έζησαν.

Τώρα φεύγεις αφού έφτασες στο τέρμα της επίγειας ζωής σου. Σαν μητέρα, σαν άνθρωπος, σαν πρεσβυτέρα, έπραξες το καθήκον σου στο ακέραιο. Αξιώθηκες και είδες εγγόνια και δισέγγονα πολλά να στολίζουν τα σπίτια των παιδιών σου. Τώρα  ήσυχη να κοιμάσαι στο κοιμητήρι της Αγίας Παρασκευής και να είναι ελαφρό το χωματένιο πάπλωμα κάτω από το οποίο  θα αναπαύεσαι εις  τους αιώνες σεβαστή μας μητέρα.

Τα παιδιά της πρεσβυτέρας Ιουλίας Δρανδάκη.

Αφήστε μια απάντηση