ΤΟ  ΑΝΩ  ΜΕΡΟΣ (ΚΑΙ ΟΙ  ΔΡΥΓΙΕΣ)

 

Του κ. ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΙΧ. ΜΑΝΟΥΡΑ                                                                              

                                                                                          Δικηγόρου

Ι

 

       Το  Άνω  Μέρος  είναι  ένα  από  τα  πιο  γραφικά  ριζίτικα κεφαλοχώρια  της  Κρήτης,  με  350 περίπου μόνιμους  κατοίκους. Βρίσκεται κτισμένο αμφιθεατρικά,  σε  υψόμετρο  600 περίπου  μέτρα, πάνω  σε  μια  από  τις  βορειοανατολικές πλαγιές  του  όρους  Κέντρος,  με  θέα – την  πιο  πανοραμική  από  οπουδήποτε  αλλού- το  γέρο  Ψηλορείτη.  Γύρω  από τον οικισμό υπάρχουν  πολλές  πηγές  και  πυκνή  βλάστηση.  Έχει  κλίμα  υγιεινό  και  το  καλοκαίρι  είναι  δροσερό,  ακόμα  και  στους  ιο  ζεστούς μήνες. Οι  συνθήκες  αυτές  κάνουν τη  διαμονή  στο  Αμαριώτικο τούτο  Κεφαλοχώρι πολύ  ευχάριστη.

     Συνδέεται  οδικά  με  την  πόλη  του  Ρεθύμνου (απόσταση  50 χλμ) και με το  παραθαλάσσιο  χωριό – τουριστικό  κέντρο  των  νότιων  ακτών  της  Κρήτης Αγία  Γαλήνη (απόσταση μόλις  27 χλμ.)

     Αποτελεί την  έδρα  της  ομώνυμης  Κοινότητας  της  Επαρχίας  Αμαρίου του  Νομού  Ρεθύμνης.  Η  κοινότητα του  Άνω  Μέρους περιλαμβάνει  άλλους  δύο  οικισμούς : της  Δρυγιές,  δυτικά σε  4 χλμ οδική  απόσταση και το  Χωρδάκι  ανατολικά  σε  4 χλμ.

     Η  κοινοτική περιφέρεια  έχει  έκταση  21 τ.χλμ και  συνορεύει  με  τις  κοινότητες περιφέρειες:  ΒΑ  Πετροχωρίου και  Βυζαρίου. ΝΑ Αγίου  Ιωάννου και  Αγίας  Παρασκευής, ΒΔ Βρυσών και  ΝΔ Ορνέ – Αγίου  Βασιλείου.

  

     Στην  περιφέρεια  της  Κοινότητας βρίσκεται  και  το  ερειπωμένο  παλιό  Μοναστήρι  της  Καλόειδαινας, σε  μικρή  απόσταση από το  Κεφαλοχώρι  που  καταστράφηκε  από  του  Τούρκους τον Οκτώβριο  του  1823.  Από  τα  Μοναστήρι  σώζεται  η  Εκκλησία  του, μια  σπάνια  βασιλική  με (δυτικό) τρούλο  που  ήταν  τοιχογραφημένη.  Είναι αφιερωμένη  στη  Μεταμόρφωση  του Σωτήρα Χριστού.  Την ημέρα της  γιορτής  της  (6 Αυγούστου) κάθε  χρόνου γίνεται,  μετά  την  λειτουργία,  μεγάλο πανηγύρι δίπλα  στη  δροσερή  πηγή της  τοποθεσίας της  Καλόειδαινας που  συνεχίζεται  τις  βραδινές ώρες  στο  χωριό.  Οι  Ανωμεριανοί θεωρούν τη  Καλοείδαινα το  Ιστορικό Σύμβολο  της  περιφέρειάς τους. 

 

    Οι  κάτοικοι της  κοινότητας απασχολούνται  με  τη γεωργία  (κυρίως ελαιοκαλλιέργεια και  αμπελοκαλλιέργεια  ) και  την κτηνοτροφία.  Είναι  φιλόξενοι, ευγενικοί,  αξιοπρεπείς,  υπερήφανοι,  γενναίοι,  σεμνοί,  εργατικοί  και  διατηρούν ακόμα  τα  πατροπαράδοτα  ήθη και  έθιμά  τους. 

      Ο  πληθυσμός και  των  τριών  οικισμών της  Κοινότητας Άνω  Μέρους υπολογίζεται σήμερα  σε  450 περίπου  μόνιμους κατοίκους.  

    Στην  περιοχή της  Αθήνας  είναι  εγκαταστημένοι  400 Ανωμεριανοί ,  Δρυγιανοί και  Χωρδακιανοί  και  άλλοι  200 περίπου στο  Ρέθυμνο,  στις  άλλες  πόλεις της  Κρήτης και  της  υπόλοιπης  Ελλάδας. 

      Η  εξέλιξη του  πληθυσμού των  τριών  οικισμών  της  Κοινότητας, σύμφωνα με γνωστά  ιστορικά  στοιχεία και τις  επίσημες (και  ανεπίσημες) απογραφές φαίνεται από  τον  αμέσως  πιο  κάτω   πίνακα:

 

Στοιχεία  του  έτους Άνω Μέρος Δρυγιές Χωρδάκι Σύνολο  Κατοίκων  Κοινότητας Νόμιμος  Πληθυσμός  Κοινότητας
1583

1831

1866

1881

1891

1906

1913

1920

1928

1940

1942

1951

1961

1971

63

200

275

441

480

533

;

490

557

572

593

463

455

333

28

;

61

72

92

;

83

94

93

99

90

79

59

42

32

;

68

100

68

;

77

77

79

93

96

88

52

331

260

;

570

652

693

650

650

728

744

785

649

622

444

;

;

829

786

;

687

 

   Εξακριβωμένα  στοιχεία για  την  εποχή που  οικίστηκε  πρώτη  φορά  το  Άνω  Μέρος  δεν  είναι  γνωστά.  

     Η  τοπική  προφορική παράδοση μας  πληροφορεί μόνο  πως  το  παλιό  χωριό ήταν  στο  Βεργιάκο .  Η  τοποθεσία αυτή  βρίσκεται  ΒΑ από  το  Άνω  Μέρος  και  προλαμβάνεται στη  σημερινή  κοινοτική περιφέρεια του.  Στο  Βεργιάκο διακρίνονται ίχνη  παλαιού  οικισμού και  στη  θέση   «στου  Μιχελή τη  βρύση υπάρχουν τα  ερείπια της  εκκλησούλας  του  Άι  – Αντώνη.

     Το  τοπωνύμιο  Βεργιάκο αναφέρεται  στα  γνωστά  Ενετικά  έγγραφα του  Barrozzi 1577 Verriaco  και  Castroflaca 1583.  Meriaco (προφανώς  από  λανθασμένη  αντιγραφή) όχι όμως  και  στου  Basilicata 1630,  ενώ και  στα  τρία αυτά  έγγραφα,  αναφέρονται  το  Άνω- Μέρος , το  Χωρδάκι  και  ο  Κεντουκλάς, άλλη  τοποθεσία ΒΔ από  το  χωριό  ου  περιλαμβάνεται στην  κοινοτική  περιφέρεια .  Εκεί  βρίσκεται και  ένα  μικρό  τοιχογραφημένο εκκλησάκι του  Άι – Νικόλα ,  κοντά  σε  πηγή  νερού. 

     Στην  απογραφή  του  Castrofilaca 1583 το  Βεργιάκο εμφανίζεται με  141 κατοίκους , ο  Κεντουκλάς με  85, το  Χωρδάκι με  42 και  το  Άνω  Μέρος με  63.

    Οι  Δρυγιές δεν  αναφέρονται  στα  τρία  αυτά  έγγραφα  γιατί  είναι  νεώτερος  οικισμός  που,  σύμφωνα  με  την  παράδοση, οικίστηκε  μετά  τη  λήξη  της  Επαναστάσεως του  1821, από  κατοίκους  του  Κεντουλά. 

     Από  γραπτές  μαρτυρίες  είναι  γνωστό  ότι  το  1254 και  αργότερα,  παραχωρήθηκαν σε  μέλη  της  οικογένειας  Βαρούχα και  σε  μέλη του  κλάδου της  με  το  επώνυμο (τότε  πατρώνυμο) Μακρυμάλλη, τα  φέουδα Μοναστηράκι  με  την  Αγία  Άννα και ο  Σμιλές .  Τα  χωριά  Άνω – Μέρος  , Κεντουκλάς, Βεργιάκο και  οι κτηματικές περιφέρειές τους,  που  βρίσκονται  σχετικά  κοντά  στο  Σμιλέ ,  θα  υπαγόταν  στη  φεουδαρχική εξουσία  μελών της οικογένειας  Βαρούχα. Πολλοί  κάτοικοι  σήμερα, ή  πρώην κάτοικοι  στα  χωριά Μοναστηράκι, Σμιλές,  Βρύσες και  Άνω  – Μέρος,  φέρουν  το  επώνυμο  Βαρούχας και στο  Μοναστηράκι  το  επώνυμο Μακρυμάλλης.  Είναι  επομένως πιθανότατο,  αν  όχι  βέβαιο,  ότι οι  πρώτοι  οικιστές , οι  δημιουργοί του  Άνω  -Μέρους να  ήταν  μέλη  της  οικογένειας Βαρούχα.

    Ειδήσεις  από  γραπτές  πηγές για  τα  χρόνια  της  Τουρκοκρατίας σχετικές με  το  Άνω –Μέρος ή  τ’  άλλα  χωριά της  περιφέρειάς  του δεν  μας  είναι  γνωστές.  Από  την προφορική παράδοση γνωρίζουμε ότι  δεν  εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στο Άνω  – Μέρος ούτε  εξισλαμίστηκαν Ανωμεριανοί.  Μια  τέτοια  απόπειρα που  έγινε  σε  κατοίκους άλλου  μικρότερου συνοικισμού ,  στο  Μετόχι Σταλός, εξουδετερώθηκε έγκαιρα. 

    Στην  περιφέρεια  Αμαρίου  τα  επαναστατικά  γεγονότα  του  Μεγάλου  Αγώνα του  1821 άρχισαν τον  Ιούνιο του  έτους  εκείνου.  

    Οι Τούρκοι που  κατοικούσαν στα  Αμαριώτικα  χωριά  πήγαν  τις  οικογένειές  τους στο  Ηράκλειο για  να  τις  προστατεύσουν από επιθέσεις  των  Ελλήνων και  μετά συγκεντρώθηκαν  στο  Βαθιανό για  να   αντιμετωπίσουν  τους  Επαναστάτες  πιο  αποτελεσματικά.

Από  την  προφορική  παράδοση είναι  γνωστό  ότι  στην  αρχή  της  Επαναστάσεως το  Άνω  Μέρος είχε  «δεκαεπτά (17) τουφέκια».

      Στους  πολεμιστές  του  Άνω  Μέρους συμπεριλαμβάνονταν  και  οι  νεώτεροι  σε  ηλικία  καλόγεροι  του  Μοναστηριού  της  Καλοείδαινας. 

     Τα  πιο  γνωστά  πολεμικά  γεγονότα  στην  Επαρχία  τα  πρώτα  χρόνια  (1821 – 1823) της  Επαναστάσεως  είναι  η  συμμετοχή  των  Αμαριωτών  στην  εξόντωση του  Γετιμαλή  στο  Αρκάδι στα  μέσα  Ιανουαρίου  του  1822,  και  στη  νικηφόρα  μάχη  κοντά  στο  Φουρφουρά και  Βιζάρι  στο  τέλος του  πρώτου  δεκαήμερου  του  Φεβρουαρίου  του  1822.  Επίσης,  έλαβαν  μέρος στην  εξόντωση  της  Τουρκικής  φρουράς  στο  Βαθιακό από  το  Τμήμα του  Αντωνίου Μελιδόνη  που  τον  σκότωσε  στο  Μοναστηράκι στις  2  Μαρτίου 1822 ο  Σφακιανός αρχηγός Ρούσος  Βουρδουμπάς. 

     Η  ασφάλεια  που  προσέφερε στους  Επαναστάτες  η  γεωγραφική  θέση  της  Επαρχίας,  η  διαμόρφωση του  εδάφους  της  και  η  ανυπαρξία  Τούρκων κατοίκων  στα  χωριά  της,  ήταν  ασφαλώς  η  αιτία  που  το Διοικητικό  Συμβούλιο  του  Αρμοστή  Τομπάζη την  επέλεξε τον  Ιούνιο  του  1823 για  να  εγκατασταθεί  η  έδρα  των  γενικών  διοικητικών  αρχών  της  Κρήτης στις  Βρύσες Αμαρίου.

     Τότε  μετά  τη  «Συνέλευση» της  Αρκούδαινας 26 – 27 Ιουλίου  1823, διορίστηκε Έπαρχος  Αμαρίου  ο  Θεοχάρης  Κουγιουμτζόγλου (γνωστός αργότερα  ως  Αγαθάκης) και  γενικός  γραμματέας  του  επαρχείου  ο  Άγγελος  Παλαιολόγος , που  έφθασαν στη  Μονή  Ασωμάτων  στις  4 Ιουλίου 1823 και  ανάλαβαν  αυθημερόν τα  καθήκοντα τους.

     Μετά  από  δύο  ή  τρεις  μέρες ο  Θ. Κουγιουμτζόγλου,  πρώτος έπαρχος ελληνικής διοικήσεως της  περιφέρειας Αμαρίου  πήγε στον  Πλάτανο με  το  γενικό  γραμματέα  του ,  όπου  είχε  προσκαλέσει  τους «καπετάνιους» και «στρατιώτες»  των  χωριών  της  Επαρχίας  που  συγκροτούσαν 12 σώματα (μπαϊράκια)  για να  εκλέξουν,  σύμφωνα  με  τις  σχετικές  διατάξεις  του  νέου  διοικητικού  οργανισμού  της  Κρήτης,  τους δύο  «επιστάτες» των  «προσόδων» και  των  «εξόδων» του  Αμαρίου.

     Στα  τέλη  του  θέρους  ή  στις  αρχές  του  Φθινοπώρου του  έτους  έγιναν οι  άτυχες  για  τους  Έλληνες  μάχες  στις  Αμουργέλες  και  στη  Γέργερη. 

      Από  την προφορική  επίσης  παράδοση  στο  Άνω  -Μέρος  είναι  γνωστό  ότι  στις  μάχες αυτές  πολέμησαν  και  πολλοί  Ανωμεριανοί μαζί  με  καλογέρους της  Καλόειδαινας που  συγκροτούσαν  φαίνεται  ένα  από  τα  12 «μπαϊράκια»  του Αμαρίου.  Αρχηγός  τους  ήταν  ο  ηγούμενος της  Κλοείδαινας  Βαρούχας που  σκοτώθηκε  μαζί  με  άλλους Ανωμεριανούς και  Καλοειδονιώτες μοναχούς στις  μάχες  αυτές.

     Το  όνομα  του  Βαρούχα  δεν  είναι  γνωστό.  Πιθανότατα  είναι  ο  Παγκράτιος, που  το  όνομά  του  αναφέρεται  σε  ένα  ιερατικό  άμφιο  που  βρέθηκε  στον  τάφο  της  Εκκλησίας το  λείψανο  του  στη  Μονή  της  μετανοίας  του. 

      Οι  επιχειρήσεις του  Τουρκικού  στρατού με  επικεφαλής  τον  Χουσεΐν  συνεχίστηκαν   με  τις  μάχες  στις  Αμουργέλες και στη  Γέργερη με καταδιώξεις  των  Ελλήνων στη  Μεσσαρά. 

      Στις  αρχές  Οκτωβρίου  του  1823, όπως  γράφει  ο  Κριτοδουλίδης,  ξεκίνησε  ο  στρατός  του  Χουσεΐν  από  την  Αγία  Βαρβάρα  για  το  Αμάρι.  Μπήκε  από  την  Αμπαδιά ,  προχώρησε  χωρίς  να  βρει  αντίσταση  το  Φουρφουρά ,  Βιζάρι, Μπισταγή,  Μέρωνα  και  κατάστρεψε τα  χωριά  αυτά  και  τη  Μονή  Ασωμάτων.  Σκότωνε  όσους  συναντούσε  στο  δρόμο  του.  Κοντά  στο  Αμάρι  έσφαξε  πολλά  γυναικόπαιδα  που  δεν  πρόλαβαν  να  φύγουν  προς  το  Σμιλέ  και  το  Χωρδάκι.  Τότε  ένα  τμήμα  του  στρατού  του  Χουσεΐν πέρασε  από  το  Γερακάρι  και  τις  Βρύσες. Πήγε  στο  Άνω  – Μέρος και  κατάστρεψε το  χωριό  και  το  Μοναστήρι  της  Καλόειδαινας  .  Αυτή  ήταν  η  πρώτη  καταστροφή του  Άνω – Μέρους  από  κατακτητές  της  Κρήτης. 

      Μετά  τη  λήξη  της  Επαναστάσεως  του  1821, όπως  γράφει  ο  Άγγλος  περιηγητής  Pasliley,  το  1834  κατοικούσαν  στο  Άνω  –  Μέρος 50 οικογένειες  όλες  χριστιανικές. Ο  ίδιος  περιηγητής  αναφέρει  ότι  τότε  (1834)  το  Άνω  – Μέρος  ήταν  «πρωτεύουσα» της  Επαρχίας  Αμαρίου.

     Το  Άνω  – Μέρος  δηλαδή  ανασυγκροτήθηκε  γρήγορα  από  την  καταστροφή  του  1823.  Το  Μοναστήρι  της  Καλόειδαινας  όμως  δεν  ανασυγκροτήθηκε,  γιατί  δεν  επέζησαν  καλόγεροι να  αναλάβουν την  ανοικοδόμησή  του.   Τα  εισοδήματα  από  τα  κτήματά  του διατέθηκαν  για  την  κάλυψη  των  εξόδων λειτουργίας  της  Σχολής  που  λειτουργούσε  στο  Μοναστηράκι.  Το  1850  τα  υπόλοιπα  μοναστηριακά  κτήματα  πουλήθηκαν και  το  τίμημά  τους  χορηγήθηκε  για  τη  Σχολή  αυτή  της  Επαρχίας  Αμαρίου και  έτσι  διαλύθηκε το  ένδοξο  Μοναστήρι. 

Στην  Μεγάλη  Κρητική  Επανάσταση  του  1866 οι  Ανωμεριανοί  έλαβαν  μέρος  με  Αρχηγό  τον  Αναγνώστη  Κατσαντώνη.  Μόλις  έμαθαν  στην Καλόειδαινα όπου  βρισκόταν  συγκεντρωμένοι,  την  πολιορκία  του  Αρκαδίου,  έτρεξαν αμέσως  να  βοηθήσουν.  Δυο  μέρες  πολέμησαν  γύρω  από το  Ιστορικό  Μοναστήρι.  Η  πολεμική  δράση  των  Ανωμεριανών  στη  διάρκεια  της  Επαναστάσεων   του  1866 αποτέλεσε  την  αιτία  της  δεύτερης  καταστροφής  του  χωριού  τους  από  τους  Τούρκους. 

      Ο  Εμμ.  Γενεράλης γράφει  το  1901 σχετικά  για  το  Άνω  –  Μέρος   ότι  «ελογίζετο  μεταξύ  των  πρώτων  της  επαρχίας  (Αμαρίου)  χωρίων  και  η  σημαία  του  πάντοτε  τετιμημένη  και νικηφόρος  επανήρχετο εκ  των  μαχών.  Ιδία  δε  το  1866 έκλεισε  το  Άνω –  Μέρος   αναδείξαν τον  οπλαρχηγόν τον  Κατσαντώνην, διά  το  θάρρος  και  την  στρατιωτικήν  σύνεσιν, ένα  εκ  των  διακρινομένων Καπετάνιων της  τότε  επαρχίας  και  του  Νομού».

      Και  στις  επόμενες  Κρητικές  Επαναστάσεις οι   Ανωμεριανοί  έλαβαν  μέρος  πάντα  με  αρχηγό  τους  τον  Αναγνώστη  Κατσαντώνη   που βρισκόταν επικεφαλής  τους  μέχρι  που  ανακηρύχθηκε  η  «Αυτονομία». 

      Σε  ηλικία  περίπου  80  ετών  συναντήθηκε  ο  Καπετάνιος  Κατσαντώνης  με  τον τότε  Αρμοστή  της  Κρήτης  πρίγκιπα  Γεώργιο.  Ο  Αρμοστής  τον  ρώτησε: «- Και  τι  ζητείς  τώρα  από  μένα  Καπετιάνιο»;  «Δεν  ζητώ  τίποτε»,  αποκρίθηκε  ο  γηραιός  Καπετάνιος,  «αλλά  ήθελα  να  Σε  ιδώ.  Εμείς  επολεμούσαμενε  τόσους  χρόνους  από  προπάππων  και  γονέων  ως  τώρα  για  να  δούμε  ελευθερία  και  να  δούμεν  Έλληνα  να  μας  κυβερνά.  Τίποτε  άλλο  δε  ζητώ,  τίποτα  δεν  θέλω και  τώρα  ειμπορώ ν’  αποθάνω  ευχαριστημένος».

      Ο  Εμμ.  Γενεράλης,  επίσης,  αναφέρει  ότι  «από  του  1866 μέχρι  σήμερα  (1901)  εδιπλασιάσθη η  κώμη  (του  Άνω – Μέρους ).  Προς  πάσαν διεύθυνσιν  κτίζονται  οικίαι  ευρύχωροι και  κατά  χωρίον  ευπροσωπόταται.  Ολόκληροι  συνοικίαι έχουσι  ανακύψει  εκ  δυσπροσίτοις  και  λιθώδεοι  κατωφέρειαι  αφειλόμεναι  εις  την  δραστηριότητα και  φιλοπονίαν  κατοίκων». 

       Την  εποχή  εκείνη  αναδεικνύεται  ο  Ανωμεριανός  Αντώνιος Κυριακάκης (Βαρούχας),  ένας  από  τους  «πληρεξούσιους»  της  Επαρχίας  Αμαρίου στην  Κρητική  Συνέλευση.  Η  υπογραφή του,  μαζί  με  των  άλλων  πληρεξουσίων, διακρίνεται  κάτω από  κείμενο  του  πρώτου  «Κρητικού  Συντάγματος» του  1899. Λίγα  χρόνια  αργότερα,  στην  εποχή  της  αυτονομίας,  άλλος  Ανωμεριανός,   ο  Ζαχαρίας  Κατσαντώνης,  αναδεικνύεται  το  1906 Δήμαρχος  Κουρητών (όπου  υπάγεται και  το  Άνω – Μέρος )  και  διατηρεί  το  αξίωμα  του  μέχρι  της  καταργήσεως  των  δήμων. 

       Και  μετά  την  Ένωση  της  Κρήτης  με  την  Ελληνική  Επικράτεια  οι  Ανωμεριανοί συνέχισαν  την προσφορά  τους  στους  Εθνικούς Αγώνες.  Δεκαπέντε (15)  είναι  οι  Ανωμεριανοί  που  έπεσαν  Νεκροί  στα  πεδία  των  μαχών από  το  1912 μέχρι  το  1922.

Ύστερα από  την  Μικρασιατική  καταστροφή  το  Άνω – Μέρος,  οι  Δρυγιές  και  το  Χωρδάκι άρχισαν  να  εξελίσσονται  σε  μια  από  τις  πιο  πλούσιες,  ειδικώτερα σε  ελαιοπαραγωγή, Κοινότητες της  Επαρχίας  Αμαρίου.  Το  Άνω  – Μέρος  με  τους  ήσυχους, ευγενικούς  και  εργατικούς  κατοίκους  του βρισκόταν  στο  δρόμο  της  αναπτύξεως και  της  προόδου.  Το  δρόμο  αυτό  ανέκοψε  ο  Έλληνο – Ιταλικός πόλεμος  του  1940.  Εξήντα  τέσσερις  (64) κάτοικοι  της  Κοινότητας, κληρωτοί και  έφεδροι,  πήραν  μέρος  στον  πόλεμο  αυτό.  Έξι  από  αυτούς  σκοτώθηκαν στις  διάφορες  μάχες και  άλλοι  τρεις  στη  Μάχη  της  Κρήτης   (Μάιος  1941), όπου  πολέμησαν  Ανωμεριανοί  χωροφύλακες   που  βρέθηκαν  στην  Κρήτη  τότε.

      Αλλά  για  το  Άνω- Μέρος,  όπως  και  για  όλα  τα  χωριά  της  Επαρχίας  Αμαρίου,  η  Μάχη  της Κρήτης  δεν  έληξε  στις  30 Μαΐου  του  1941.  Συνεχίστηκε  αμέσως  με  νέα  μορφή .  Την περίθαλψη των  στρατιωτών,  Αυστραλών και  Νεοζηλανδών,  που  προσπαθούσαν  να  αποφύγουν  την  αιχμαλωσία  και  να  πάνε  στην  Αίγυπτο  να  συνεχίσουν  τον  κοινό   Αγώνα.  Τότε όλοι  ανεξαίρετα  οι  Ανωμεριανοί  εισέφεραν  σε  τρόφιμα  ανάλογα  με  τις  δυνάμεις  τους. 

     Η  περίθαλψη  των  ξένων  στρατιωτών  ήταν  η  πρώτη  ενεργός  αντιστασιακή  πράξη  εκείνης  της  εποχής.  Αμέσως  μετά  με  επικεφαλής  τους  αείμνηστους  ιατρό Αντώνη  Κατσαντώνη  και  παπά  Κυριάκο  Κατσαντώνη  ,  άρχισε  η  συστηματική οργάνωση  των  άλλων  αντιστασιακών εκδηλώσεων  ,  στις  οποίες  έλαβαν  μέρος  όλοι  ανεξαίρετα  οι  Ανωμεριανοί  με  ανιδιοτέλεια,  μετριοφροσύνη ,  σύνεση  και  αποφασιστικότητα.  Χαρακτηριστικό είναι ότι  μετά  την  λήξη  της  Γερμανοιταλικής  κατοχής ,  για  κανένα  Ανωμεριανό,  κάτοικο  ή  μη  των  χωριών  της  Κοινότητας,  δεν  διατυπώθηκαν  έστω  και υπόνοιες δημόσια  ή  και  σε  ιδιωτικές  συζητήσεις,  στο  Άνω  – Μέρος ή  αλλού,  για  οποιαδήποτε  βαθμού συνεργασία με  τους  Κατακτητές. 

       Σ΄ ολόκληρο  το  διάστημα  της  Κατοχής  όλοι  οι  κάτοικοι  του   Άνω  –  Μέρους  (Δρυγιές  και  Καρδάκι) έκαμαν  στο  ακέραιο  το πατριωτικό  τους  καθήκον  στα  γενικά  και ατομικά  πλαίσια  των  δυνατοτήτων  τους  και  συνεργαζόταν με  τους  άλλους  κατοίκους των  χωριών του Αμαρίου – Αγίου  Βασιλείου  και  κυρίως  με τους  κατοίκους  των  άλλων  χωριών της  ρίζας  του  Κέντρους  και  της  Αμπαδιάς.

       Στο  διάστημα  της  κατοχής  το  Άνω – Μέρος επισκεπτόταν μεμονωμένα  Γερμανοί  στρατιώτες για  υπηρεσία  όπως , π.χ. , για  να  ρυθμίσουν  θέματα της περιοδικής  αναγκαστικής  εργασίας  ή  για  άλλους  λόγους. Έγιναν  επίσης  δυο – τρεις  «κυκλώσεις» από  στρατιωτικές  μονάδες  για  έρευνες  και συλλήψεις  «υπόπτων». Τον  υπόλοιπο  καιρό  το  Άνω – Μέρος  και  η  υπόλοιπη  περιοχή  ήταν  «ελεύθερο έδαφος» Φιλοξενούσε  Άγγλους  των  υπηρεσιών  κατασκοπείας ,  συνδέσμους  των  ανταρτικών ομάδων  καταδιωκομένους από  τους  Γερμανούς  κλπ.  όλοι  αυτοί  κινιόνταν στη  περιοχή  σχεδόν  χωρίς  προφυλάξεις. 

      Και  ενώ  η  Ελλάδα  και  το  μεγαλύτερο  τμήμα  της  Κρήτης  βρισκόταν  στις  παραμονές  της  απελευθερώσεως,  λίγα  δεκάλεπτα πριν  από  την  αυγή  της  22ας  Αυγούστου  1944,  τα  χωριά  της  ρίζας  του  Κέντρους «κυκλωνόταν, από  ισχυρές  Γερμανικές  στρατιωτικές  δυνάμεις. 

      Στο  Άνω  – Μέρος  η  στρατιωτική  μονάδα  ανέβηκε  από  τον  Αφρατί –Πετροχώρι- Αύλακα.  Λίγοι  από  τους κατοίκους  που  αντιλήφθηκαν  τους  στρατιώτες,  κυρίως  εκείνοι  που  τα  σπίτια  τους  βρίσκονταν  στις  παρυφές του  χωριού,  εκμεταλλευόμενοι  το σκοτάδι,  κατάφεραν  να  βρεθούν έξω  από τον  κλοιό  που  σχημάτισαν  οι  Γερμανοί.  Όλους  τους  άλλους  συγκέντρωσαν  στο  Σχολείο  του  χωριού.  Στη  μία  αίθουσα  έβαλαν  τους  άνδρες  και  στην  άλλη  τα  γυναικόπαιδα.  Από  ένα  κατάλογο  ξεχώρισαν  30  άνδρες  που  τους  κράτησαν.  Στις  10  το  πρωί  μπήκε  στην  αίθουσα  που βρίσκονταν τα  γυναικόπαιδα ένας  Γερμανός  και είπε  ελληνικά  περίπου  τα  εξής:

     «Θα  πάτε  στα  σπίτια  σας,  θα  πάρετε  ό,τι  μπορείτε  και σε  μια  ακριβώς  ώρα  θα  επιστρέψετε  εδώ.  Οι  στρατιώτες  έχουν  διαταγή  να  πυροβολούν  χωρίς  καμιά  προειδοποίηση όποιο  συναντούν  στο  χωριό   μετά  από μία  ώρα».

      Οι  κάτοικοι  πήγαν  στα  σπίτια  τους  πήραν  ό,τι μπόρεσαν και στις  11 το πρωί βρεθήκαν μπροστά  στο  Σχολείο,  από  όπου  με  συνοδεία  στρατιωτών  ξεκίνησαν προς  τις  Δρυγιές. Οι  Δρυγιές,  αγνωστο  γιατί,  δεν  κυκλώθηκαν. Οι  άνδρες  όταν  το  πρωί  αντιλήφθηκαν  τους  Γερμανούς  στρατιώτες  στο  Άνω – Μέρος έφυγαν  από  το  χωριό  τους  και έμειναν  μόνο  γυναικόπαιδα και γέροι .  Αλλά  κι  αυτούς  τους  συγκέντρωσαν οι  Γερμανοί και  ακολούθησαν  την  ίδια  τύχη  των  κατοίκων  του  Άνω  –  Μέρους . 

     Λίγες  ώρες  μετά  την  απομάκρυνση  των  κατοίκων,  γύρω  στις  3 μ.μ ,  οι  Γερμανοί  εκτέλεσαν τους  30  άνδρες που  είχαν  κρατήσει.  Μαζί  με  αυτούς  σκότωσαν άλλους  4  άνδρες και  4  γυναίκες που  αρνήθηκαν να  φύγουν  από  το  Άνω  – Μέρος ,  ελπίζοντας ότι  οι  Γερμανοί δεν  θα  τους  πείραζαν. 

 

     Οι  εκτελεσθέντες  στο  Άνω  – Μέρος  στις  22  Αυγούστου  1944 είναι:

Αγγ.  Ε.  Αγγελιδάκης                               Λεων.  Γ.  Μιχαλάκης

Ιωάν.  Γ.  Βουμβουλάκης                        Γεωργ.  Στ.  Μπαγουράκης

Αντων.  Ι.  Βουμβουλάκης                       Κωνστ.  Ν.  Μπαγουράκης

Εμμ.  Ι.  Κατσαντώνης                               Ιωάνν.  Ν.  Μπαγουράκης

Γεωργ.  Ε. Κατσαντώνης                           Εμμ.  Ζ.  Μπαγουράκης

Στυλ.  Ε.  Κατσαντώνης                             Ιάκ.  Σ.  Μπούτζουκας

Ρούσα  Θ.  Κατσαντώνη                           Θεοδ.  Μ.  Παναγιωτάκης

Ηλ.  Ε.  Κουγιτάκης                                    Αμαλία  Χ.  Παπουτσάκη

Ιωάνν.  Ε.  Κουγιτάκης                               Αλεξ.  Α.  Παπουτσάκης

Στυλ.  Ε.  Κουγιτάκης                                  Αποστ.  Π.  Παττακός

Εμμ.  Ι.  Κουγιτάκης                                    Ζαχαρίας  Γ.  Παττακός

Γεώργ.  Α  Κυριακάκης                               Εμμ.  Α.  Σοφιαδάκης

Ιωάνν.  Γ.  Κυριακάκης                               Διογ.  Χ.  Σταυρουλάκης

Γεώργ. Α.  Λεμονάκης                                 Γεώργ.  Ε.  Σταυρουλάκης

Ευαγγελία  Γ.  Λεμονάκη                            Εμμ.  Ι.  Τριχάκης

Θεοδ.  Γ.  Λινοξυλάκης                                Εμμ.  Ζ.  Φραγκουδάκης

 Εργινούσα  Ε.  Μαθιουδάκη                      Ιωάννη  Γ.  Χατζηδάκης

Εμμ.  Θ.  Μαθιουδάκης                                Διον.  Ε.  Χανδράκης

 

Αμέσως  μετά  τις  εκτελέσεις,  ειδικό  συνεργείο  καταστροφών  από  Γερμανούς  άρχισε  το  έργο  του.  Μέσα  σε  έξι  μέρες  καταστράφηκαν και  χάθηκα  οι  κόποι  πολλών  δεκαετιών.  Τα  δυο  χωριά,  Άνω  – Μέρος  και  Δρυγιές,  μεταβλήθηκαν  σε  ερείπια.  Στις  200 περίπου  οικοδομές  που  καταστράφηκαν  συμπεριλαμβανόταν  και  το  Σχολείο και  η  Εκκλησία. 

     Οι  Ανωμεριανοί  και  Δρυγιανοί,  μαζί  με  τους  άλλου  κατοίκους  των  υπόλοιπων  χωριών,  με  τη  συνοδεία  πάντα  Γερμανών στρατιωτών,  βρέθηκαν  το  βράδυ  της  ίδιας  ημέρας στο  Μέρωνα,  από  όπου  την  επομένη  άρχισαν  να  διασκορπίζονται  σε  διάφορες κατευθύνσεις.  

      Το  Άνω  – Μέρος  με  τις  Δρυγιές  έμελλε  να  καταβάλλει  βαρύ  το  φόρο  του  αίματος  και  των  υλικών  αγαθών  στον  τελευταίο  Μεγάλο  Αγώνα  του  Ελληνισμού  για  την  Ελευθερία 

  

 

Αφήστε μια απάντηση