ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΟΝΤ’ ΟΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ

ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΑΚΛΙΑ

Πολλά τα έτη σας.
– Καλώς ωρίσετε.
– Είντα κάνεις ξαδέλφη, ήντα κάνουν τα κοπελάκια σου, ο
συνάδελφος, ούλοι σας, καλά’ στε;
– Καλά είμαστονε για το χαιρετισμό σου χαιρετούμε την ευγενία
και την αφεδιά σου. Μα με το συμπάθιο ποιος είσαι;
– Ο συνάδερφος σου τση μαμής ο γιος απού τον Βρε. Κακοντόπαθα
και δε με γνωρίζεις; Απ’αναθραφήκαμε μαζί και μαζί επαίζαμε
τση καβάλες:
– – Γιαε, μωρέ, ο Γιάγκος είσαι και δε σε γνώρισα.. μα να με
συμπαθάς γιατί εγέρασα και δεν καλοφέγγω κι ολας κι εγώ
αγράμματη και φαμεγιεμένη, δεν θυμούμαι μπλειο η κουτρούλα.
– Δεν πειράζει.
– Οι μη με πεις ακατάδεχτη γιατι να ξεπετσωθεί το πετσοκαύκαλο
τση κεφαλής μου ανε σε γνώρισα.
– Μην ατιμώνεσε σου λέω, μα εγώ δεν είμαι απου κείνου σας απου
παρεξηγούνε και κακοπιάνουνε τα πράματα.
– – κατέω το’ γω απου νταν είμαστονε μιτσά κοπελάκια, κι ύστερα
στα πρώτα μας νειάτα απου επαίζαμε σαν τ’ αδέρφια και ποτέ
σου δεν σήκωσες τα μάθια σουν να δεις πώς είναι τ’αμάθια μου.
– Δεν ήμου εγώ περήφανος, μονο λιγάκι ντροπιάρης
– Και περήφανος ήσουνε και ακατάδεχτος.
– Μην το πεις…
– Το λέω και το ξαναλέω και για ρώτηξε να σου πουνε.
Σουφαίνετςαι απού τα πόδια σου που οι μύτες των στιβανιώ σου
γαέρνουνε ίσια πάνω και κάνουνε κατσουνάκι και λένε πως
ότινος τα δαχτύλια των ποδιών του γαέρνουνε ίσια πάνω είναι
περήφανος.
– Γροίκα είντα μου λέει.. εγέρασα και δεν ξανάκουσα πως
γνωρίζονται οι περήφανοι απου τα νύχια τωνε..
– Κάτεχε ότι σου λεω.

Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα»
Σεπτέμβριος 1965

Αφήστε μια απάντηση