Πρωτοχρονιάτικες νότες στο παλιό Ρέθυμνο

-Η Περιηγητική έκανε τη διαφορά με το άρμα του Αη Βασίλη

Ο ερχομός ενός νέου χρόνου στο Ρέθυμνο, δεν γιορταζόταν με την ένταση που γνωρίζαμε προ Κορονοϊού.

Αρχές του περασμένου αιώνα και πριν γίνει η πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα επικρατούσε άκρα ησυχία στον τόπο.

Κάποια παραμονή του 1902, το πέρασμα μιας ομάδας μαθητών στην οδό Τσάρων, με σφυρίγματα και φωνές, έδωσε αφορμή σχολίου στον τοπικό τύπο. Είχε πάντως θετικό πρόσημο και σημειώθηκε σαν ένα γεγονός που πρόσθεσε ζωντάνια στην πόλη.

Η γυναίκα δεν είχε καμιά δουλειά στην αγορά την περίοδο που αναφερόμαστε. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έκανε τα ψώνια στο μέτρο των δυνατοτήτων του.

Οι μόνες κυρίες που δεν έπαιρναν ανάσα την παραμονή ήταν τα μέλη του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων.

Είχαν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς εκδήλωση για το κόψιμο της πίτας. Κι επειδή όλα περνούσαν από το χέρι τους, αφού τότε δεν υπήρχαν κέντρα να προσφέρουν υπηρεσίες, όπως σήμερα, όλα τα ετοίμαζαν οι ίδιες.

Σε ένα ημερολόγιο που βρέθηκε στα χέρια μου, από τη Μαρία Παπαϊωάννου, αναφερόταν μια συνεδρίαση του Λυκείου των Ελληνίδων, όπου κάποια κυρία αναλάμβανε κι ένα καθήκον. Ποια δηλαδή θα έκανε λυχναράκια, ποια κουραμπιέδες, ποια μελομακάρονα και ποιες θα βοηθούσαν για τις πίτες που ήταν δυο τρεις.

Αν θα ακολουθούσε χοροεσπερίδα τότε είχαν και το μπελά να εμπλουτίσουν το μπουφέ με κρέας. Σε απορία μου πως το διατηρούσαν ο αξέχαστος Λεωνίδας Καούνης μου είχε διηγηθεί την όλη προετοιμασία που ξεκινούσε δυο τρεις μέρες πριν. Οι κυρίες χρησιμοποιούσαν μαρινάδα για το κρέας με υλικά που το βοηθούσαν να συντηρηθεί γιατί τότε που αναφερόμαστε δεν υπήρχαν ψυγεία. Οι νοικοκυρές όμως είχαν αριστεύσει στις μεθόδους συντήρησης και πρόσφεραν το φαγητό που ετοίμαζαν νοστιμότατο, χωρίς καμιά ανησυχία για την υγεία των καλεσμένων.

Οι εκδηλώσεις της πίτας

Οι εκδηλώσεις αυτές για την κοπή της πίτας ξεκινούσαν σχετικά νωρίς. Συνήθως άρχιζαν από τις τρεις το μεσημέρι. Είχε προηγηθεί μια συνεννόηση μεταξύ των σωματείων κι έτσι αν το ένα υποδεχόταν τον κόσμο του από τις τρεις, το άλλο ξεκινούσε την εκδήλωσή του στις πέντε. Και η επιτυχία αξιολογείτο από το πέρας αυτών των εκδηλώσεων. Το ταμείο πάντως γέμιζε και οι κυρίες και των δυο σωματείων εξασφάλιζαν έσοδα για το φιλανθρωπικό τους έργο μέχρι τις απόκριες που θα είχαν τη χοροεσπερίδα τους.

 

Η τοπική κοινωνία δεν είχε να επιλέξει. Θα έπρεπε να περάσει και από τα δυο σωματεία να ευχηθεί. Για το λόγο αυτό μετά την επίσημη δοξολογία στη Μητρόπολη γύριζαν στο σπίτι για το μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και μετά θα πήγαιναν στις εκδηλώσεις, αφού βέβαια έκαναν κι ένα πέρασμα από τα σπίτια των εορταζόντων, «να τους πούνε τη γιορτή».

Κι εδώ μας βοηθούν οι μνήμες της Μαρίας Παπαϊωάννου που μας είχε αφηγηθεί κάποτε, να έχουμε μια εικόνα από την ατμόσφαιρα της μέρας.

Αυτή τη μέρα φαινόταν έντονα και η κοινωνική απόσταση μεταξύ των «τζακιών» και του πλήθους.

Οι φτωχοφαμελίτες δεν είχαν θέση στις μεγάλες φιέστες. Εδώ τα παρεάκια έσμιγαν στα σπίτια όπου η μπουκιά μοιραζόταν ανάλογα και χωρίς καμιά βαρυγκώμια.

Τα παιδιά των «καλών» οικογενειών είχαν πάρει ήδη τα δώρα τους από έναν γενναιόδωρο Άγιο Βασίλη, ενώ τα άλλα πορεύονταν με μια «φούσκα» στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Γιόρταζαν όλοι όμως με κέφι την έλευση του νέου χρόνου.

 

Τα Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

Τα έθιμα τώρα ετηρούντο με θρησκευτική ευλάβεια κυρίως αυτό της χαρτοπαιξίας που ξεκινούσε μέρες πριν.

Από την αρχή του αιώνα και λίγο πριν, διαβάζουμε την προσπάθεια της αστυνομίας, να περιορίσει το κακό όσο γινόταν. Δυστυχώς όμως οι τζογαδόροι πάντα ήξεραν να κρύβονται.

Τα άλλα έθιμα ήταν τα γνωστά που αρκετά έφτασαν και μέχρι τις μέρες μας.

Από τα πιο παλιά αυτό της «καλής χέρας». Νομίζω πως δεν χρειάζεται επεξήγηση. Απλά δεν ήταν πάντα χρήματα αφού δεν υπήρχαν. Κι ένα γλυκό εθεωρείτο «χερικό» και τα παιδιά το περίμεναν πως και πως.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς ήταν κι ένας εφιάλτης για τους νοικοκυραίους και το πρώτο χτύπημα της πόρτας προκαλούσε χτυποκάρδι. Ποιος θα έκανε άραγε ποδαρικό; Οι πιο προνοητικοί είχαν κανονίσει να δεχτούν επίσκεψη από κάποιον «γουρλή» από εκείνους που είχαν επισημανθεί και φυσικά ήταν λαοφιλέστατοι.

Πιο παλιά έμπαινε ο νοικοκύρης μετά τη δοξολογία, με μια εικόνα στο χέρι που είχε «αγιαστεί» μέρες πριν στην εκκλησία. Οι πάντες έπρεπε να μπουν με το δεξί.

Σε κάποια αναφορά, της Ιωάννας Καψάλη, που είδα στο διαδίκτυο, αναφέρεται και αυτή η ευχή, που δεν ξέρουμε ποια περίοδο τη συνήθιζαν.

«Σας εύχομαι καλή χρονιά με το δεξί μου μπαίνω,

πράμα μη με κεράσετε, δε θέλω να παχαίνω!

Έτη πολλά να ζήσετε, αφέντες κι αφεντάδες,

τα οζά σας να πληθύνουνε να γίνετε λεφτάδες!»

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κυρίως στα χωριά, ο άντρας του σπιτιού έσφαζε το χοίρο και στη συνέχεια τα λουκάνικα και τα κρέατα του χοίρου τα κρεμούσαν σε ένα κοντάρι και τα κάπνιζαν σε φωτιά από αρωματικά ξύλα για να στεγνώσουν. Μετά τα κρεμούσαν στον ήλιο για να ξεραθούν καλά και η οικογένεια έτρωγε όλο το χρόνο το κρέας του χοίρου σε διάφορες μορφές, από απάκια, λουκάνικα μέχρι σύγκλινα.

 

Απαραίτητα θα κρεμούσαν και την ασκελετούρα (το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) που η μεγάλη της ζωτική ενέργεια θα έφερνε ευλογία και αγαθά στο σπίτι.

Κι ήρθαν μετά τα νεροπίστολα.

 

Ένα έθιμο που καθιέρωσε η νεολαία μετά τον πόλεμο κι ήταν ένα μέσον εκτόνωσης στην εποχή που οι κώδικες ηθικής περιόριζαν πολύ τις σχέσεις των ανθρώπων.

Όταν με πρωτοβουλία της Στέλλας Μιχάλα αναβίωσε το έθιμο 31 Δεκεμβρίου του 2012, ο εκλεκτός φίλος κ. Βαγγέλης Παπαδάκης είχε γράψει σχετικά στον τοπικό τύπο:

Το έθιμο με τα νεροπίστολα στο Ρέθυμνο ξανά!

Τελευταία μέρα του χρόνου, παραμονή πρωτοχρονιάς 31 Δεκεμβρίου του 2012 στις 12:00 το μεσημέρι και εκεί στην αγορά της πόλης μας, Αρκαδίου και Τσουδερών γωνία, κάποιοι Ρεθεμνιώτες λάτρεις των παλιών διασκεδάσεων και εθίμων, πριν κατακλυστεί ο κόσμος από τον ευδαιμονισμό καταναλωτισμό και το ευρώ, καταβρέχουν με νεροπίστολα όσους περνούν από εκείνο το σημείο.

Στόχος η αναβίωση του εθίμου που υπήρχε, κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς, μέχρι τις αρχές της μεταπολίτευσης, και που στη συνέχεια έσβησε για διάφορους λόγους. Χορηγοί της εκδήλωσης το κατάστημα αρωμάτων «Φρου Φρου κι αρώματα», το «Ζαχαροπλαστείο Σκαρτσιλάκης» στον πλάτανο, τα «Αναψυκτικά Αρκάδι», και φυσικά όλοι Ρεθυμνιώτες και μη, που έτυχε να περάσουν τη συγκεκριμένη ώρα από το σημείο εκείνο και συμμετείχαν με χαρά.

Το έθιμο με τα νεροπίστολα στο Ρέθυμνο έχει τη δική του ιστορία. Στα παλιότερα χρόνια που η κοινωνία ήταν πολύ μαζεμένη, και τα ήθη εντελώς διαφορετικά απ’ ότι σήμερα, ο νέος μια από τις επιλογές που είχε για να πει στην καλή του ότι είναι τρελά ερωτευμένος και την θέλει πολύ, ήταν στη βόλτα που γινόταν στην Αρκαδίου την παραμονή της πρωτοχρονιάς, καταβρέχοντάς την με το νεροπίστολο και βάζοντας μέσα στο νερό κολόνια για να μυρίζει ευχάριστα. Για όσους θυμούνται εκείνες τις εποχές το Ρέθυμνο είχε μόνο δέκα χιλιάδες κατοίκους, αλλά τη συγκεκριμένη μέρα γινόταν χαμός στην αγορά! Είναι αξιοσημείωτο, πως τώρα παρ’ ότι η πόλη μας με τα τελευταία επίσημα στοιχεία απογραφής, έχει τριάντα πέντε χιλιάδες κατοίκους, η αγορά ήταν άδεια από κόσμο!

Οι καταστηματάρχες όχι μόνο δεν παραπονέθηκαν αλλά έδειξαν ενθουσιασμένοι, θυμούμενοι αρκετοί από αυτούς, παλιές όμορφες εποχές, που λεφτά πολλά δεν υπήρχαν στον Ρεθεμνιώτη όπως και τώρα, αλλά ήξερε να διασκεδάζει και του περίσσευε το χιούμορ στις διάφορες εκδηλώσεις που έκανε. Ο κόσμος που περνούσε και ψώνιζε στα καταστήματα ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο, και πολλοί γέλασαν με την καρδιά τους και συμμετείχαν «στο παιχνίδι». «Φωτεινή εξαίρεση», γιατί πάντα υπάρχουν και τέτοια, τρία άτομα όλα κι όλα, που δεν τους άρεσε καθόλου η όλη διαδικασία και παραπονέθηκαν στους νεροπιστολάδες, μάλλον άκομψα, χωρίς ευτυχώς να πάρει έκταση το γεγονός.

Οι παρευρισκόμενοι στο σημείο που έγιναν οι διαμαρτυρίες για το πιτσίλισμα, αδυνατούσαν να καταλάβουν γιατί πήγε να δημιουργηθεί θέμα από το τίποτα, αφού ακόμα και οι καταστηματάρχες διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα, παρ’ ότι αρκετές βιτρίνες είχαν πιτσιλιστεί… Δικαιολογίες του στυλ η κολόνια αφήνει στίγμα και μην το ξανακάνετε, η με μπουγελώνεις και δεν θέλω- άμα βρέχει όμως και γίνομαι μούσκεμα από τη βροχή δεν αφήνει στίγματα στα ρούχα μου και δεν με πειράζει!- (αλήθεια πόσο νερό μπορεί να πετάξει ένα νεροπίστολο; Κανένα τόνο;) προκάλεσαν μόνο γέλια στους παρευρισκόμενους.

Το πάρτι με τα νεροπίστολα κράτησε αρκετά και συνεχίστηκε αργότερα στη γωνία του κοσμηματοπωλείου Περπιράκη, όπου το κρητικό μουσικό συγκρότημα του κ. Αγγελάκη, χάρισε κέφι και χορό στους παρευρισκόμενους, με άφθονα κεράσματα και μπόλικο κρασί και ρακή.

Τελικά η φτώχια, όπως έλεγαν και οι παλιότεροι, θέλει καλοπέραση και οι Ρεθεμνιώτες που συμμετείχαν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, στις δύσκολα οικονομικές στιγμές που περνάνε, έδειξαν να το θυμούνται την παραμονή της πρωτοχρονιάς.

Από τούτες τις γραμμές αξίζουν συγχαρητήρια στην ομάδα «Ρέθυμνο ιστορία πολιτισμός» και τη Στέλλα Μιχάλα, που είχε την ιδέα αναβίωσης του συγκεκριμένου εθίμου, ευχόμενοι του χρόνου να διοργανωθεί καλύτερα και να συμμετέχει όλο το Ρέθυμνο όπως παλιά, χωρίς μουρμούρες και γκρίνιες, μα μόνο με κέφι και χαρά όπως ακριβώς επιβάλλεται σε τέτοιες γιορτινές μέρες. Καλή χρονιά σε όλους και χρόνια πολλά.

Ακόμα ένα έθιμο που έχει χαθεί και δεν μας φταίει η πανδημία. Καταργούμε σιγά σιγά ό,τι μας κληροδότησαν οι παλιοί Ρεθεμνιώτες. Μεγαλύτερη σημασία έχει να απολαμβάνουμε τον καφέ μας με μια απόλυτη απραξία παρά να κάνουμε κάτι για την πόλη μας. Είναι μια πικρή διαπίστωση αλλά και μια αλήθεια που πρέπει να λέγεται. Και γι’ αυτό επιβάλλεται να τονίζουμε φωτεινά παραδείγματα όπως της Περιηγητικής Λέσχης.

 

Η φωτεινή περίοδος της Περιηγητικής

Από τη δεκαετία του 60 η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε αποκτήσει άλλη σημασία στο Ρέθυμνο και τούτο χάρις στην Περιηγητική Λέσχη που φρόντιζε να κάνει και τη μέρα αυτή ξεχωριστή. Αυτές τις μοναδικές στιγμές που έζησα θα ήθελα να περιγράψω, για τους νεότερους, που το μόνο επίγειο Παράδεισο που γνωρίζουν είναι αυτός που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία.

Βρέθηκα στο Ρέθυμνο για μόνιμη εγκατάσταση Αύγουστο του 1972. Στην εφημερίδα έπιασα δουλειά 14 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και μη ξέροντας πρόσωπα και πράγματα παρακολουθούσα εκείνους που ξεχώριζαν όπως ο Βαγγέλης Στεφανάκης με τα «Μουσικά Νιάτα», ο Μανόλης Κούνουπας με τα υπέροχα δημοσιεύματα και πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη δράση του Ορειβατικού Συλλόγου, ο Κώστας Καννάς, που με ενημέρωνε για τη δράση της Περιηγητικής Λέσχης. Ιδιαίτερα ο Καννάς είχε αναλάβει «εργολαβικά» την ενημέρωσή μου για κάθε δράση της Λέσχης. Μου έκανε μάλιστα και την τιμή να με συμπεριλαμβάνει στα πρόσωπα που επαινούσε στις έμμετρες αναφορές του μετά από κάθε εκδήλωση.

Όταν με κάλεσε Δεκέμβρη μήνα, στη αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου να δω το άρμα του Αη Βασίλη, έμεινα εκστατική. Σαν μέλισσες δούλευαν τα μέλη του σωματείου για να κάνουν το άρμα όσο γίνεται πιο εντυπωσιακό. Αργότερα που θα παρακολουθούσα και την κατασκευή των αποκριάτικων αρμάτων θα καταλάβαινα από ποια εμπειρία είχαν αποκτήσει τόση δεξιοτεχνία όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που γνώρισα Κώστας Μανουράς, Όλγα Δασκαλάκη, Γιάννης Πρινιωτάκης και φυσικά ο Κώστας Καννάς. Το πάθος αυτού του ανθρώπου με είχε κατασυγκινήσει. Λάτρευε την Περιηγητική. Οι περισσότερες ιδέες, όπως καταλαβαίνω τώρα, ήταν δικές του. Ποτέ δεν μου μίλησε όμως γι’ αυτές. Ούτε φυσικά μου είπε ποτέ πως το άρμα του Αϊ Βασίλη ήταν κι αυτό δική του ιδέα.

 

Το άρμα ξεκινούσε από την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου και έκανε το γύρο της πόλης. Θυμάμαι τις περισσότερες χρονιές τον Μανόλη Αγγελογιαννάκη από τα πιο «πολύτιμα» χέρια της Περιηγητικής να αναλαμβάνει το ρόλο του Αϊ Βασίλη. Σε όλη τη διαδρομή μοίραζε σοκολάτες και μικροπαιχνιδάκια στον κόσμο που δημιουργούσε το αδιαχώρητο. Εκείνος με σταθερό χέρι πετούσε με τη χούφτα τις σοκολάτες, ενώ δεκάδες χέρια υψώνονταν να πιάσουν ότι προλάβαιναν μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χαράς. Δεν θα ξεχάσω τον ενθουσιασμό της Ρένας μου όταν έπεφτε προς τη μεριά μας η μεγαλύτερη «φουρνιά» από τις σοκολάτες.

Μπορεί και το κόψιμο της πίτας της Περιηγητικής Λέσχης να ήταν ένα γεγονός με τα πλούσια δώρα για τα παιδιά και τις όμορφες στιγμές που χάριζε στους μεγάλους αλλά το μεγάλο γεγονός ήταν το άρμα του Αϊ Βασίλη.

 

Ο Κώστας Καννάς έσβησε Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2008. Πριν κλείσει όμως τα μάτια του ζήτησε να μάθει αν βγήκε το άρμα. Κι όταν του το βεβαίωσαν τότε πέταξε η ψυχή του αναπαυμένη. Ποτέ δεν θα ξεχαστεί αυτός ο άνθρωπος που ήξερε να δίνει χρώμα τις γιορτινές μέρες στο Ρέθυμνο μέσα από τις δράσεις της Περιηγητικής Λέσχης.

Γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να αναβιώσουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Εμείς ευχόμαστε να πάρουν κάτι από την αύρα εκείνων των ημερών που ζήσαμε, δεν τα ακούσαμε από κάποιους να τα γράψουμε. Μακάρι και οι μεταγενέστεροι να ζήσουν την ατμόσφαιρα που βιώσαμε εμείς. Κι ήταν εκείνες οι στιγμές μοναδικές και ανεπανάληπτες. Γιατί αυτοί που μας τα πρόσφεραν κατέθεταν και «ψυχή» στην όλη τους προσπάθεια.

Καλή Χρονιά!

Αφήστε μια απάντηση