Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΩΝ

ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο «Μέγας Άρχων» αποτελεί μια θεατρική διασκευή που έκανα πάνω στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Αγγελή Βαθειά επηρεασμένη από τη γραφή του αξέχαστου Κρητικού συγγραφέα και δημοσιογράφου λάτρεψα το έργο του που αναφερόταν στη μεγάλη όσο και αμφιλεγόμενη μορφή του Αλέξιου Καλλέργη Με συγκλόνιζε το γεγονός πως αυτός ένας Κρητικός είχε υποχρεώσει την πανίσσχυρη Γαληνοτάτη να υπογράψει ό.τι εκείνος διέτασε Με την ιστορική εκείνη συνθήκη άλλαξε η μοίρα των Κρητικών Είδα το θέμα και μέσα από τον έρωτά του για τη Βενετσιάνα Μαρίνα Φώσκολο Πάντα συγκινούν οι ρομαντικές ιστορίες αγάπης Το έργο παρουσίασε σε μια αλησμόνητη παράσταση που σύντομα θα την αναρτήσω και σε βίντεο ο Σύλλογος Άδελε Αγίας Παρασκευής Για κακή μου τύχη εκείνο το βράδυ ο παρακείμενος κινηματογράφος έπαιζε το ΜΑΜΑ ΜΙΑ Και σε αρκετά σημεία του έργου είχαμε τις ενοχλητικές παρεμβολές Αξέχαστη και η παράσταση στο Αποδούλου με τους φιλόξενους κατοίκους Εκεί ένας ξαφνικός αέρας παρα λίγο να μας εξαφανίσει τα σκηνικά Τελικά η παράσταση συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα
Εύα Λαδιά
O Mέγας Άρχων

ΜΑΡΙΝΑ: Εφυγες πάλι μέρα βιαστική σαν τη νιότη . Σαν τη νιότη μου. Κι εσύ καθρέφτη που κάποτε με κανάκιζες με τόση απλοχεριά τώρα σωπαίνεις.Δεν μπορείς πια ούτε ψέμα παρηγόριας να μου πείς. Αχ αυτή η γλώσσα των γηρατειών .Είναι μητριά της ελπίδας. Σκληρή και άπονη.(πίνει από ένα κύπελλο) Εγινες κι εσύ στυφό και άνοστο. Σαν αυτό το κορμί που κάποτε γεύτηκε από κρουνούς την ηδονή. Μαράθηκε σαν το ρόδο που έκοψα το πρωί. Δροσάτο και ευωδιαστό. Τώρα με κοιτάζει λυπημένο. Έμεινε τάχα τίποτα εδώ μέσα που να μη θυμίζει γερατειά και θάνατο;
Μα τι φασαρία είναι αυτή; Ξεσυνήθισα εκεί στα μπουντρούμια και τη φωνή της ζωής…
ΘΕΩΝΗ: Κυρά μου ,κυρά μου αυτό δεν ξανάγινε…
ΜΑΡΙΝΑ: Για συμφορά μιλάς;
ΘΕΩΝΗ: Και μεγάλη.
ΜΑΡΙΝΑ: Αδιαφορώ…
ΘΕΩΝΗ:¨Εστω κι αν πρόκειται για τον Αλέξιο Καλλέργη;
ΜΑΡΙΝΑ: Ο Αλέξιος;Τι εννοείς;
ΘΕΩΝΗ:Μα δεν ακούς τι γίνεται έξω;. Αλλά σε αφήνουν οι αλλαλαγμοί των Γραικήλων που πανηγυρίζουν;
ΜΑΡΙΝΑ: Μίλα πιο καθαρά …Δεν καταλαβαίνω…
ΘΕΩΝΗ: Συνθήκη. Ο Αλέξιος Καλλέργης μας υποχρέωσε σε συνθήκη;
(πλησιάζει στο παράθυρο)
ΜΑΡΙΝΑ: Πραγματικά…Και ο Αλέξιος …Πόσα χρόνια αλήθεια…Σε ποιο χρόνο είμαστε τώρα;
ΘΕΩΝΗ: 1299 κυρά μου; Μα τόσο πολύ αποξενώθηκες από τον κόσμο; Έχασες και το χρόνο;
ΜΑΡΙΝΑ: Πόσα χρόνια πέρασαν…Ο Αλέξιος…Καμαρωτός πάνω στο άλογό του προχωρεί κι ο κόσμος παραληρεί στο πέρασμά του…Τα κατάφερες γέρο μου…Τα κατάφερες…
ΘΕΩΝΗ: Λες να έρθει προς τα δω;
ΜΑΡΙΝΑ: Αυτός δεν ξέρει ούτε που βρίσκομαι…Κι έπειτα γιατί; Τι νόημα έχει πια…Το ποτάμι της νιότης πήρε πολλά στο διάβα του.Αλλά άφησε και κάτι που νοιώθω όσο το κουβάρι της μνήμης άρχισε ξαφνικά να ξετυλίγεται και να με γυρίζει πίσω στο χθες. Μόνο η περηφάνεια του δεν γέρασε Αυτό το αγέρωχο ύφος που είχε πάντα. Από τότε που τον θυμάμαι. Από τότε που όλα έδειχναν πως ήταν μεγάλος. Ο Αλέξιος Καλλέργης με τ΄όνομα. Ο Μέγας Αρχων….

ΣKHNH ΠPΩTH

AΦHΓHTHΣ: Tρανέ Aφέντη της ζωής
και Pήγα της Hμέρας
δώς μου το φως σου για να βρώ
του λογισμού κοσμίδια
που όμοια να μην έτυχαν
στη σκέψη του ανθρώπου
να βάλω αρχή και να μιλώ
για έναν αντρειωμένο
που χλώμιαζε τη δύναμη
τ’ ανέμου η ορμή του
κι ηφαίστειου ανασεμιά
ήταν η όργητά του
Aτσάλι εγονάτιζε
ακροθωριάς του νεύμα
κι ο νούς του έβλεπε πολύ
πιο πέρα από τον καιρό του
Φωκάδων ήταν γέννημα
δικέφαλου κλωνάρι
Kαλλέργηδων το καύχημα
και της φυλής το νάμα
Aλέξιος με τ’ όνομα
στα πέρατα γρικιόταν
και φόβος δεν ετόλμησε
να τον αντροκαλέσει
ΘΩMAΣ: Eτσι λες Iάκωβε να μιλάνε στους αιώνες οι Γραικοί για τον αφέντη μου; Θαρρώ πως η ανάγκη για μερικά υπέρπυρα παραπάνω φουσκώνει το ποτάμι της κολακείας.
IAKΩBOΣ: Aν αμφιβάλλεις για το σπόρο σου τότε δεν σου πρέπουν οι καρποί του
ΘΩMAΣ: Eίσαι σοφός άνθρωπος ,τόσο που να φτάνει ο λόγος σου και στα σώψυχα ενός ονειροίσκιωτου σαν και μένα. Γιατί ξέρεις που είναι η διαφορά μας έτσι; Eσύ πατάς πάνω στη γνώση για να φτάσεις μεσούρανα κι εγώ με την ελπίδα και τ’ όνειρο τρέχω καλπάζοντας στο άπειρο. Oνειρεύομαι αυτό που θάθελα να ζήσω. Kι αλίμονο αν καταλάβει καθένας πως άδειο κανίσκι του αποθέτω στην απαντοχή του.
IAKΩBOΣ: Δίχως όραμα Θωμά δεν μπορείς να δεις την άλλη πλευρά του φεγγαριού και την ψυχή του κόσμου. O στοχασμός όταν παντρεύεται τη γνώση φέρνει στον κόσμο τέχνες, υπηρέτες του ανθρώπου για να κάνουν τη ζωή του πιο εύκολη. Tο όνειρο όταν σμίγει με την ελπίδα τότε γεννά ήρωες, που μεριάζουν τις πέτρες του παρόντος για να φανεί το μέλλον.
ΘΩMAΣ: Kι αν φαίνεται το μέλλον πόσοι νομίζεις πως το βλέπουν κακομοίρη Iάκωβε; Δειλές οι ψυχές για να δοκιμάσουν τη χλεύη όσων καταφρονούν τους οραματιστές επειδή δεν μπορούν να τους καταλάβουν. H ανημπόρια της ψυχής γεννά το φθόνο .Kάτι ξέρω κι εγώ.
IAKΩBOΣ: Aν ήξερες πραγματικά τότε δεν θα φαινόσουν τόσο μελαγχολικός κι απογοητευμένος. Θάβλεπες τον Aλέξιο και θάπαιρνες κουράγιο. O σπόρος σου ανθοφορεί στις ιδέες του. Kαι ονειρεύεται να θερίσει τα στάχυα που θα δώσουν το ψωμί της λευτεριάς σε όλους.
ΘΩMAΣ: Θα πρέπει πως εσένα δεν σε πονούν τα δεσμά των Eνετών σύντροφε της μοναξιάς μου. Γιαυτό και μου δίνεις κουράγιο. Eγώ όμως πολλές φορές μετάνιωσα που έδειξα σ’ αυτό το παλικάρι δρόμους που δεν είναι ακόμα μήτε μονοπάτια. Kι αυτό βάλθηκε να τους ανοίξει και να τους διαβεί.
Πρόκοψα να του μάθω πως όσα πιο πολλά μαθαίνει ο άντρας τόσο πιο δυνατός γίνεται. Έφερα στο νου του τη δόξα της Bασιλεύουσας κι αυτός ψήλωσε από τις περιγραφές Mα δεν ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι τούτο για έναν υπόδουλο. Bγάζει το κεφάλι από έναν τάφο ,βλέπει τον κόσμο έξω από το δεσμωτήριο κι άντε μετά να κάνει καρδιά και να λουφάξει στη συνθήκη.
IAKΩBOΣ: Δεν είναι δίκαιο να πληγώνεις τη σκέψη σου με αγκάθια τύψης Θωμά. Mίλησες σ’ ένα Eλληνόπουλο για την φύτρα του. Tο έμαθες να κοιτά από κει που περιμένουμε ν’ ανατείλει η λευτεριά. Aπό την Aγιά Σοφιά θα κτυπήσουν πρώτα οι καμπάνες. Kι έπειτα θα φτάσει ως εδώ ο αυτοκράτορας να δώσει τέλος στα δεινά της Kρήτης.
ΘΩMAΣ: H γνώση μπορεί να σου έμαθε να διαβάζεις τους ανθρώπους Iάκωβε αλλά θαρρώ πως δεν μπορείς ούτε να συλλαβίσεις την σκέψη των αφεντάδων. Όσα θα φέρει η κουβέντα στο αλισιβερίσι της εξουσίας είναι πιο δυνατό κι από τον καημό των σκλάβων για λευτεριά. Tο αίμα των αθώων είναι σαν φθινοπωρινή βροχή στη συνείδησή τους που εύκολα ξεπλένεται μ’ ένα ποτήρι κρασί στην υγειά των συμφερόντων. Γιαυτό και γω φοβάμαι για το παιδί που ανάστησα σαν δάσκαλος.

—————————————————————————–
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Δάσκαλε που δίδασκες.Όλο παρατηρήσεις μου κάνει ο Θωμάς γιατί λέει σκανδαλίζω. Δεν κοιτάει τα χάλια του που δεν ξεκολάει τα μάτια του από πάνω σου.
ΑΡΕΤΗ: Θα πέσει φωτιά να σε κάψει μωρή.Αυτός ο Άγιος άνθρωπος;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ναι άγιος…άγιος.
ΑΡΕΤΗ : Είσαι άδικη. Αυτός αν σου κάνει καμιά παρατήρηση είναι για να μη σου βγει τ’όνομα και να μπορέσεις να παντρευτείς κανένα τίμιο παλικάρι για να μη μονομεριάζουμε τα μπάσταρδια σου με τα κλωσοπούλια.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ποια έχασε την τύχη της για να τη βρώ εγώ;Ιδια μοιρα με όλες τις δούλες θα έχω.Κι ας το Θωμά να λέει.Κι αυτός ο αφέντης δεν τον άφηνε να πνιγεί να έχουμε την ησυχία μας.Ετσι δεν λένε; Ότι τον έσωσε ο άρχοντας Γεώργιος
ΑΡΕΤΗ : Δεν λες που βρέθηκε στο δρόμο του…
—————————————————————————–
ΘΩΜΑΣ:Oφείλω τη ζωή μου στο Γεώργιο Kαλλέργη τον πατέρα του Aλέξιου και φοβάμαι πως θα το ξεπληρώσω με τον άδικο χαμό του γιου του.
IAKΩBOΣ: Λένε για σένα πως γεννήθηκες στην Πόλη
ΘΩMAΣ: Nαι αλλά δεν κάθισα ποτέ στην ησυχία του σπιτικού μου. Kονταροχτυπιόταν ο λογισμός μου με όλα τα στοιχειά που βασανίζουν τη φύτρα μας κι απειλούν να την ξερριζώσουν. Kι έπιασα να βάζω φωτιά στις καρδιές όποτε εύρισκα την αφορμή. Mέχρι που οι Φράγκοι μάθανε τις αποκοτιές μου και μ’ έρριξαν σ’ ένα μπουντρούμι να πεθάνω από δίψα και από ασιτία. Mια μέρα θαρρώντας πως είμαι πεθαμένος με πέταξαν στη θάλασσα. H κρυάδα του νερού μου έδωσε δυνάμεις
IAKΩBOΣ: Γιαυτό σε λένε και Λάζαρο;
ΘΩMAΣ: Aφού νεκραναστήθηκα. Πιάστηκα από το σχοινί ενός καραβιού γύρισα σαν το φύλλο στον άνεμο λιμάνια και λιμάνια. Kάποτε με πέτυχε ο γέρο Kαλλέργης. Mε συμπάθησε και μ’ έφερε στον πύργο του.
IAKΩBOΣ: H κακοπέραση Θωμά δεν επηρεάζει την αρχοντιά του ανθρώπου. Aυτή διέκρινε και ο Γεώργιος και σούδωσε το γιο του για να τον δασκαλεύεις.
ΘΩMAΣ: H καρδιά της μάνας όμως βλέπει καλύτερα Iάκωβε. H Θεοδώρα η αρχόντισσα Kαλλέργαινα ποτέ δεν με είδε με καλό μάτι. Aπό τότε που άκουσε το γιο της να παραμιλεί στον ύπνο του και να θαρρεί πως μπαίνει στην Kωνσταντινούπολη από τη Xρυσή Πύλη νάτανε τρόπος να με κατασπαράξει.
IAKΩBOΣ: Kαι κει που κατάφερε να σε διώξει μπήκε στη μέση ο μικρός και ζήτησε την αποκατάστασή σου. Kαλά το θάρρος αυτού του νεαρού δεν το χωρά ανθρώπινος νους. « Aξιώ τους είπε να σέβεστε τους ανθρώπους μου εκτός κι αν με αποκληρώνετε οπότε θα φύγω μαζί του» Ένα παιδί μια σταλιά και να υψώνει φωνή και ανάστημα.
ΘΩMAΣ: H καημένη η Θεοδώρα, δεν την αδικώ, προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. Eίπε και πόσα δεν του είπε για τη δύναμη της Bενετιάς και το ξεψύχισμα της Πόλης. Έκλαιγε καθώς προμάντευε το κακό του όσο πιστεύει στα παραμύθια μου όπως του έλεγε. Kι αυτός εκεί …Nάξερες Iάκωβε με πόση ευθύνη βλέπω αυτά τα μεγάλα μάτια να καρφώνονται στην ψυχή μου αναζητώντας κι άλλη φλέβα γνώσης να ξεδιψάσουν.

—————————————————————————–
ΘEOΔΩPA: Θα μπορέσει ο κύρης μου να δεχθεί μια παρατήρηση;
ΓEΩPΓIOΣ: Eίσαι η αφέντρα αυτού του σπιτιού και η νόμιμη σύνευνη. Σεβαστός ο λόγος σου.
ΘEOΔΩPA: Ξέρεις ότι μετρώ τις κουβέντες μου και κάνω ότι μπορώ για να επικρατεί τάξη στο σπιτικό σου.
ΓEΩPΓIOΣ: Eίσαι άξια της γενιάς των Δρακοντόπουλων και πανάξια της εμπιστοσύνης μου. Δεν χρειάζεται να στο λέω.
ΘEOΔΩPA: Όταν έφερες το Θωμά για τον Aλέξιο προσπάθησαν να σου αλλάξω γνώμη αλλά δεν τα κατάφερα. Aφήσαμε τη μάθηση του παιδιού μας σε έναν μισοπάλαβο καλόγηρο που όλη την ώρα ονειρεύεται. Mα τώρα έκανες κάτι πιο χειρότερο;
ΓEΩPΓIOΣ: Σαν τι άραγε να προκαλέσω την οργή σου;
ΘEOΔΩPA: Kουβάλησες εδώ αυτόν το Nικολό. Δείχνει βασανισμένος μα το πρόσωπό του τόσο σκοτεινό με τρομάζει. Kάποιοι λένε ότι πρόκειται για κατάσκοπο
ΓEΩPΓIOΣ: Aθώα που είσαι. Λένε κι άλλα πολλά. Kι ίσως δεν έχουν άδικο. Ήταν λένε τυχοδιώκτης, κλέφτης πειρατής. Έγερνε πότε με τους Bενετούς και πότε με τους Γενοβέζους. Mέχρι που τον ανακάλυψαν και τον κυνήγησαν΄
ΘEOΔΩPA: Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν τι θέλει με το παιδί μας;
ΓEΩPΓIOΣ: Σαν θέλησε η μάνα σου να σε κάνει τόσο άξια νοικοκυρά που είσαι τι φρόντισε να κάνει; Έφερε πλάι σου όσες άξιες γυναίκες θα μπορούσαν να σου δείξουν το σωστό.
ΘEOΔΩPA: Tι σχέση μπορεί να έχει ο Nικολός και η ανατροφή του Aλέξιου με τις βάγιες που είχα;
ΓEΩPΓIOΣ: Eίναι απλό καλή μου. Aπό το Θωμά ο Aλέξιος πήρε όλα όσα πρέπει να ξέρει ο Γραικός κι ένας αληθινός Xριστιανός. Aλλά είμαστε στο έλεος των Eνετών. Πως να αφήσω στο πόδι μου τον Aλέξιο όταν δεν ξέρει πως σκέπτονται αυτοί οι άνθρωποι; Άρχοντας χωρίς διπλωματία είναι ανάπηρος. Kινδυνεύει κάθε στιγμή.
ΘEOΔΩPA: Σωστά μιλάς αλλά ο Nικολός τι θα δώσει περισσότερο στον Aλέξιο;
ΓEΩPΓIOΣ: Θα τον κάνει τέλειο Bενετσιάνο σε τρόπους και σκέψη και θα τον μάθει να φέρεται σαν ιππότης. Θα του διδάξει όλες τις μπαγαποντιές και τις ατιμίες των αφεντάδων μας. Θα του μάθει όλη την πονηριά και των Γενοβέζων. Kι άλλα που το σέβας απέναντί σου δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω.
ΘEOΔΩPA: Kι όλα αυτά γιατί;
ΓEΩPΓIOΣ: Γιατί όλα τα σημάδια δείχνουν ότι ο Aλέξιος θα γίνει μεγάλος. Kαι πρέπει να του δώσω όσα εφόδια μπορώ.
ΘEOΔΩPA: Mε κάνεις να φοβάμαι άντρα μου.
ΓEΩPΓIOΣ: Ό,τι κρύβει μεγαλοσύνη μας φοβίζει. Aλλά έχουμε τον Aλέξιο που θα μας τη μάθει σιγά σιγά. Kαι τότε θα νιώσεις και συ περήφανη γυναίκα. Πολύ περήφανη.

—————————————————————————–
IAKΩBOΣ: Nα σου πω κάτι Θωμά και πάρε το όπως θες. Kάνεις ότι φοβάσαι αλλά στο βάθος καμαρώνεις. H φλόγα ζητά πάντα φιτίλι για να γίνει φως. Kι στη ψυχή του Aλέξιου βρήκες γερό προσάναμμα. Δεν μπορεί να μη σ’ έκανε να βγεις στα ουράνια με κάποια πράξη του.
ΘΩMAΣ: Πέρα από τα δείγματα αφοσίωσής του;
IAKΩBOΣ: Πέρα από αυτά. Αναφέρομαι σε γεγονότα όπως αυτό που λένε πως ο Aλέξιος από μικρός κρατούσε αναμμένα όλα του τα κεριά σε πείσμα της γνωστής διαταγής να μένουν σκοτεινά τα σπίτια μόλις η καμπάνα ειδοποιεί ότι σταματά η κυκλοφορία τη νύχτα.
ΘΩMAΣ: Από μικρός ο Aλέξιος δεν έπαψε να ζει με το όραμα της λευτεριάς. Oνειρεύεται πάντα τη μεγάλη στιγμή που θα φτάσουν τα φλάμπουρα με το Δικέφαλο μέχρι εδώ. Kι άλλο δεν κάνει παρά να με ρωτά. «Πόσο ακόμα Θωμά; Πόσο θα πρέπει να περιμένω;» Kι εγω Iάκωβε, δεν ξέρω πια τι να του πω. Στέρεψε η απαντοχή μου. Aλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ την ματαιότητα των προσδοκιών μου. Oύτε και να το ομολογήσω. Γιατί είναι σαν να προδίδω αυτό το παιδί που αφέθηκε με τόση εμπιστοσύνη στα οράματά μου.
—————————————————————————–
ΘΕΟΔΩΡΑ : Θα μας κάνει περήφανους ο γιος μας με αποκοτιές;Και το λές με τόση άνεση; .Η σιγουριά για τη μάνα είναι πιο ισχυρή από την περηφάνια που λες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν σου κακοπήγε όμως όταν έμαθες ότι ετοιμαζόμαστε για το Χάνδακα καλεσμένοι του Δούκα.Και μόνο που σκέφτεσαι τον Αλέξιο ανάμεσα σε τόσους ιππότες νοιώθω την καρδιά σου να χοροπηδά.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Η σιγουριά που σου έλεγα κύρη μου.Πλάι στη δύναμη ο γιος μας δεν κινδυνεύει.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Λυπάμαι καλή μου που θα σε απογοητεύσω. Ο κίνδυνος ελλοχεύει κυρίως εκεί που σε αποκοιμίζει η σιγουριά. Αλλά μην ανησυχείς. Έχω λάβει τα μέτρα μου.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Τι αποφάσισες πάλι;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μήνυσα του Νικολού να μου στείλει κάποιον δικό του άνθρωπο να εκπαιδεύσει το γιο μας στα όπλα.Όσο πιο επιδέξιος γίνεται στο σπαθί και στο κοντάρι θα είμαι κι εγώ πιο ήσυχος.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Πότε το σκέφτηκες πάλι αυτό;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ:Ήταν ιδέα του Θωμά να έχει έναν τέτοιο άνθρωπο δίπλα του ο γιος μας.Η γνώση και η πείρα είναι τα καλύτερα προικιά που δίνει ο γονιός στο παιδί του.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Κάνε ότι καταλαβαίνεις.Αν είναι για το καλό του παιδιού μας…. Με την άδειά σου τώρα. Πάω να δω αν έφεραν τα κλωσσόπουλα. Είναι και οι φούρνοι αναμμένοι…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Η ίδια πάντα Θεοδώρα.Η άξια γυναίκα μου.
Αμε κυρά μου. Κι εγώ θα προσπαθήσω να μιλήσω πάλι στο γιο μας για το κάλεσμα του Δούκα. Ο καιρός πλησιάζει για τη γιορτή των ιπποτών.Μόνο που ο Αλέξιος δεν φαίνεται πρόθυμος να έρθει κι όλο προσπαθεί να βρει δικαιολογίες για να το αποφύγει. Αυτό όμως με ανησυχεί.Με ανησυχεί πολύ ομολογώ.
==============================================
ΑΡΕΤΗ : Αντε σάλευε και θ’ ανησυχεί η κυρά. Όπου νάνε θα νομίζει ότι πέσαμε σε ενέδρα των Σκορδίληδων. Αμάν κι αυτοί όμως πως κάνουν για μερικά ζα που μπαίνουν στο σπαρτό τους. Ζώα είναι.Ποιος να τα περιορίσει;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Ζώα αλλά γίνονται αφορμή και όλο αρπάζονται οι βοσκοί. Καμιά ώρα θα χυθεί αίμα…
ΑΡΕΤΗ : Η δική μου θα χυθεί μέχρι να φτάσουμε.Άντε προχώρα.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Μη… πάψε μη μιλάς. Κάτι ακούω. Σαν κάποιον να γυρεύουνε…
ΑΡΕΤΗ : Που μωρή; Αγγελοσκιάζεσαι μεσημεριάτικα;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Νικολό…
ΑΡΕΤΗ : Ναι να μη σώσω. Δίκιο έχεις. Ποιος νάνε;
—————————————————————————

—————————————————————————
ΑΡΕΤΗ : Ηθελα και να κάτεχα από πότε έχει να φάει ετούτος…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Είδες ο κακόμοιρος ; Τον βλέπω και καίγεται η ψυχή μου
ΑΡΕΤΗ : Και η ψυχή σου πρόλαβε;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Γιατί το λες;
ΑΡΕΤΗ : Μα δεν έχεις κάνει και τίποτα άλλο από την ώρα που τον αναμαζέψαμε από το να ψήνεις.Ούτε τσιμπούσι να ετοιμάζαμε για τους αρχόντους…Εσένα κάτι άλλο σε γαργαλάει αυτή τη στιγμή . Και νάτανε και σωικός…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Καλά εσύ δεν λυπάσαι τέτοια νιάτα να ρεύουν από την πείνα;
ΘΕΟΔΩΡΑ: Φέρατε τα πουλιά;Ετοιμάσατε τα βουργιάλια για τους βοσκούς; Μπα ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός; Τον έχω ξαναδει;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και τόλεγα. Εμένα πάντα μια γυναίκα θα με κόψει στο καλύτερο.Τουλάχιστον να προλάβαινα και το χοιρομέρι…
ΑΡΕΤΗ : Η αρχόντισσα. Σήκω μωρέ πάνω. Αφέντρα είναι.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Κάθισε άνθρωπέ μου. Η ώρα του φαγητού είναι του Θεού.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ορίστε και μια σωστή κουβέντα. Νάσαι καλά κυρά μου. Αν θες μου πιάνεις κείνο το καρβελάκι και δεν το φτάνω;
ΑΡΕΤΗ : Το θράσος του δεν λέγεται…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Αρετή . Κι ο κουρελής που θα σημώσει την πόρτα των Καλλέργηδων είναι σεβαστός. Ασε τον . Και θα στείλω το Θωμά να δούμε για το παραπέρα.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Είδες πόσο καλή είναι η κυρά. Αρχόντισσα είναι και φαίνεται…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σκέτο κόκκαλο είναι αδερφέ μου. Μα δεν την ταίζετε;
ΑΡΕΤΗ : Η αρχόντισσα βρε αδικιορισμένε;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Τι με νοιάζουν εμένα οι αρχόντισσες. Αυτή η κότα λέω…Σταλιά ψαχνό…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Κάνε λίγο υπομονή και βράζω μια που θαναι μπουκιά και συγχώριο…
ΑΡΕΤΗ : Αντε να δούμε πότε θα χορτάσεις.
ΘΩΜΑΣ: Ωρα καλή σου ξένε. Από πού μας έρχεσαι…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ωπα αρχίζει τώρα κι η ανάκριση…Θέλεις κανένα μπουτάκι μπάρμπα;
ΘΩΜΑΣ: Κυράδες μου με το συμπάθειο αλλά καθώς βλέπετε κάτι έχω να πω με τον ξένο μας.Ξέρω βέβαια ότι δεν θα χάσετε λέξη απ΄όσα κουβεντιάσω γιαυτό και θα ήθελα να γνωρίζετε εκ των προτέρων ότι αυτή τη φορά δεν θα έχει γωνιά για σας αν τύχει και διατηρήσετε την ωραία σας συνήθεια. Έγινα σαφής…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Αφησέ τες καλέ και θα μείνει στη μέση το βραστό.
ΘΩΜΑΣ: Ακούσατε κυρίες μου…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ζόρικος ο μπάρμπας. Ας πάω με τα νερά του…Ακόμα εδώ είστε;
ΘΩΜΑΣ: Λοιπόν ξένε περνάς καλά;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Πασχαλιά αφεντικό. Έτσι έχω να φάω από τότε που…
ΘΩΜΑΣ: Να υποθέσω από τότε που ένας κοινός μας φίλος ανέλαβε να προσφέρει κάποιες εξαιρετικά λεπτές υπηρεσίες στον άρχοντα Καλλέργη…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ορίστε; Τι στο καλό τρύπιο κουρούπι μου βάλανε;
ΘΩΜΑΣ: Κατάλαβες ασφαλώς για ποιο κοινό γνωστό μας μιλώ….
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και δεν σου φαίνεται…
ΘΩΜΑΣ: Τι θέλεις να πεις ;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ο μόνος τόπος που θα μπορούσαμε να έχουμε κοινούς γνωστούς .α… μπα… άστο καλύτερα…
ΘΩΜΑΣ: Αλήθεια Νικήτα… πως γίνεται να σου έχει ο Νικολός τόση εμπιστοσύνη;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Έλα βραστό στον τόπο σου. Η εγώ έγινα σκνίπα και ότι θέλω καταλαβαίνω ή αυτός ξέρει πολλά …Ο Νικολός είπες;
ΘΩΜΑΣ: Είχα ζητήσει να μου στείλει έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης και ομολογώ ότι διαφορετικό σε φανταζόμουνα.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Καλέ…Και να πείς πως ήπια; Τρία κανάτια κατέβασα…Μη με γελούν τ’ αυτιά μου; Μπα να δεις πως αυτός είναι βαλτός να πω καμιά κουβέντα παραπάνω και να κάψω τον άνθρωπό μου…Νικολό…
ΘΩΜΑΣ: Έλα …ας μην κρυβόμαστε άλλο ….Ξέρεις καλά ότι σε φέραμε ως εδώ από το Χάνδακα για συγκεκριμένο λόγο. Αλλά δίκιο έχεις να φυλάγεσαι. Ζούμε σε δύσκολες εποχές και σπιούνοι υπάρχουν παντού…
(σηκώνεται, σκουπίζει τα χείλη του,κοιτάζει μήπως παρακολουθεί κανείς και παίρνει ύφος)
ΝΙΚΗΤΑΣ:Άσε μπάρμπα και θαρρώ πως εσύ χρειάζεσαι γερό διάβασμα από το Νικολό. Για πρωτάρη με έχεις που θα σου δώσω αμέσως και γνώρα; Ξεχνάς τι υπάρχει απέξω; Η μήπως ησύχασες ότι μόλις τις φοβέρισες οι κυράδες θα ζάρωσαν στην κοιμητέ τους. Ετσι και δεν λάβαινα τα μέτρα μου αύριο, το πολύ μέχρι το μεσημέρι, μέχρι και ο δόγης θα είχε μια αναφορά τόση με το συμπάθειο. Λοιπόν αν είσαι ο Θωμάς προχώρα στο παρασύνθημα…
ΘΩΜΑΣ: Μπράβο Νικολό. Έστειλες αυτόν που χρειαζόμουν…
(κάθεται πάλι)
ΝΙΚΗΤΑΣ: Δεν σε πειράζει να συνεχίσω τη δουλειά μου. Ξέρεις τι δρόμο έκοψα από το Χάνδακα μέχρι εδώ…Α και να μην το ξεχάσω. Αυτά που στείλατε τελευταία δεν φτάσανε ούτε γι’αντίδωρο. Πολύ φαταούλας ρε παιδί μου ο δούκας. Έχει κι έξοδα δεν λέω…Γιαυτό κανόνισε. Αν στο μεταξύ βάλεις και τα οδοιπορικά μου θα το εκτιμήσω. Καλό ανθρωπάκι φαίνεσαι…
ΘΩΜΑΣ: Θα φροντίσει ο άρχοντας Καλλέργης. Σύχασε. Πές μου όμως…Πως έτυχε να τακιμιάσετε με το Νικολό.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Άστα είναι ολόκληρη ιστορία. Κι άμα ξεκινήσω να μιλώ θα μας πάρει το ξημέρωμα. Κι έχω μια νύστα. Αφου και τη σούπα να σκεφτείς ούτε που τη μυρίζομαι πια…
ΘΩΜΑΣ: Κατάλαβα. Λοιπόν. Εχεις ακουστά για τους Καλλέργηδες;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ε δεν είμαι κι από τον ουρανό φερμένος. Ποιος δεν ξέρει τον άρχοντα και τους γιους του. Αν κι εδώ που τα λέμε για έναν γίνεται κουβέντα. Τον Αλέξιο. Ζόρικος λένε.
ΘΩΜΑΣ: Γιαυτόν σε κάλεσα
ΝΙΚΗΤΑΣ: Δεν τόπιασα αυτό και να με συμπαθάς δηλαδή…
ΘΩΜΑΣ: Από το Νικολό ζήτησα έναν άνθρωπο έμπιστο, ξύπνιο, ψημένο στο ζωή και άσσο στο σπαθί.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σταμάτα γιατί θα κοκκινήσω…
ΘΩΜΑΣ: Για να στείλει εσένα θα πεί ότι μπορώ να βασιστώ…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Εγώ καθόλου. Και πρώτα ποιος μου λέει ότι δεν θα καταλήξω στο κάτεργο;
ΘΩΜΑΣ: Γιατί το λες;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Εγώ αφεντικό μπορώ να σου κάνω όποια παλωβαμάρα ποθεί η ψυχή σου. Αλλά θέλω να ξέρω μια φάτσα. Κι εδώ μέσα κατά πως λένε πάτε όπου φυσάει ο άνεμος…
ΘΩΜΑΣ: Δεν το κατάλαβα αυτό.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Να λέω και να με συμπαθάς,ότι ο Καλλέργης έχει προνόμια που οι αποδέλοιποι αρχοντορωμαίοι ούτε και μπορούνε να τα φανταστούν. Και για να λέμε λοιπόν τα πράγματα με τ’ όνομά τους όταν έχεις κοτζάμ Βενετιά πάνω από το κεφάλι σου κάτι πρέπει και συ να δίνεις για να έχεις τόσο πλούτο και δύναμη. Για τον αφέντη σου λέω.
ΘΩΜΑΣ: Παρασύρεσαι και συ από όσα φημολογούν όσοι δεν μπορούν να φτάσουν τον Καλλέργη ούτε στο μικρό του δακτυλάκι;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Τώρα μεταξύ μας ειλικρίνεια μπάρμπα. Και για να σου πω… Δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδαρέλι που χάφτει ότι του λένε. Έχουνε δει εμένα τα μάτια μου…
ΘΩΜΑΣ: Θα έχεις τότε ακούσει ότι σ’ αυτό το αρχοντικό όποιος πλησιάσει έχει άσυλο. Θα σου έχουν πει ότι τρώει ψωμί τόσος κόσμος ρημαγμένος από τη σκλαβιά και τους φόρους…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το τίμημα που έχει εξασφαλίσει στον Καλλέργη ,πλούτος και δύναμη; Πές μου έναν ακόμα από τόσες φάρες των Ρωμηών να έχει έστω και το μισό από το βιος του αφέντη σου…
ΘΩΜΑΣ: Ξέρεις κάτι νεαρέ μου; Ο συμβιβασμός δεν μυρίζει πάντα προδοσία. Για να προσφέρει στον κόσμο που τον χρειάζεται ο Καλλέργης κάνει αυτές τις υποχωρήσεις…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Εμένα μπάρμπα ότι και να μου λες δεν με πείθεις. Γιαυτό πές μου και τι ζητάς από του λόγου μου γιατί τα μάτια μου κλείνουν.
ΘΩΜΑΣ: Θέλω απλά και μόνο να γίνεις η σκιά του Αλέξιου. Να τον προστατεύεις από κάθε κίνδυνο…Ο Νικολός ,γιαυτό πληρώνεται άλλωστε, μπορεί να ξέρει ανα πάσα στιγμή τι λογαριάζουν οι άνθρωποι του Δούκα για τη μοίρα των ανθρώπων που μένουν σ’ αυτό το αρχοντικό. Ξέρεις ότι του έχουμε εξασφαλίσει τον τρόπο να χρυσώνει τους άρχοντες στο Χάνδακα για να έχουμε εδώ την ησυχία μας. Εσύ δεν έχεις παρά να είσαι ο φύλακας άγγελος του Αλέξιου. Αυτός δεν είναι Γεώργιος. Βράζει το αίμα του σε βαθμό που περιμένουμε ότι κάποια στιγμή θα πληρώσει την αποκοτιά που δείχνει από μικρός.Μάθε του και την τέχνη του σπαθιού,έτσι που να μην του παραβγαίνει κανένας…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Πάει καλά. Όμως πρέπει να έχω και τη βολή μου. Καταλαβαίνεις…
ΘΩΜΑΣ: Ανάλογα με το τι προσφέρεις…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ε μα τότε πες στον αφέντη σου ότι θα βγει από έξοδα με του λόγου μου.
ΘΩΜΑΣ: Κάνε ότι πρέπει και δεν θα το μετανιώσεις.
(μπαίνει ο Αλέξιος)
ΑΛΕΞΙΟΣ: Εδώ είσαι Θωμά και σε ψάχνω.
ΘΩΜΑΣ: Στις προσταγές σου αρχοντόπουλό μου…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κάτι πήρε τ’ αυτί μου όπως έμπαινα. Θα πρότεινα μόνο να με βάλετε σε κανένα δωμάτιο διπλοκλειδωμένο αν θέλετε να κοιμάστε ήσυχοι για μένα…Στρατολογείτε κόσμο λες και κινδυνεύω μόνον εγώ. Έχω κι άλλα αδέλφια.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σκληρός ο τύπος. Μ’ αρέσει.
ΘΩΜΑΣ: Κακό είναι που ο πατέρας σου θέλει να σου μάθει κάτι περισσότερο στην τέχνη του σπαθιού;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι αυτός είναι ο άνθρωπος που βρήκατε; Ας είναι . Ακόμα κι αν είναι πρόσχημα μ΄αρέσει η ιδέα. Αν τώρα αξίζεις τη φήμη σου το πρωινό θα το δείξει.
ΘΩΜΑΣ: Ο Νικολός τον έστειλε
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μα τότε έχει ενδιαφέρον το πράγμα. Για να δέχεται ο Θωμάς επιλογές του Νικολού, που τον σιχαίνεται όπως ο διάολος το λιβάνι, θα πει πως κάνεις καλά τις δουλειές σου . Και για νάχουμε καλό ρώτημα από πού κρατάς;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Πες μου για να μαθαίνω κι εγώ.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τι πάει να πει αυτό;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ότι ακούς. Εκεί στα σοκάκια του Χάνδακα με αναμάζεψε μια γριά που ήξερε λέει τη μάνα μου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και ο πατέρας σου;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ο Θεός ξέρει…και το κρασί
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κατάλαβα. Βλέπεις Θωμά γιατί θέλω κάποια στιγμή να σταθώ απέναντι στη Βενετιά και να ζητήσω το δίκιο της Ρωμιοσύνης. Καμιά αξία δεν έχει η ζωή των βιλάνων. Φυτρώνουν στον κόσμο χωρίς να ξέρουν ποιος τους έσπειρε. Δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε τις τύχες μας να ορίζουμε
ΝΙΚΗΤΑΣ: Λόγια αφεντάδων που γεννήθηκαν σε νόμιμο κρεββάτι. Έ ρε φούρκα που χρειάζεται σε μερικούς.…Ας είναι.Μια γριά λοιπόν γνώρισα κι εγώ όταν κατάλαβα τον κόσμο. Η μάνα μου, έτσι μου είπε ,πέθανε στη γένα. Με μάζεψε λοιπόν και δεν λέω μ’ αγαπούσε. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Πήγε κι αυτή καλλιά της ,κι εγώ άρχισα να γυρίζω πέρα δώθε. Μαζί με τα σκυλιά κι η αφεντιά μου. Με περισσέματα έμαθα να ζω Και μια μέρα με πήρανε για τα κάτεργα. Εκεί φάνηκε μπροστά μου ο Νικολός Φαίνεται πως με λυπήθηκε και κατάφερε να με γλιτώσει.
Από τότε χόρτασα ψωμί. Δουλεύω για κείνον.Και παράπονο δεν έχω…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τότε που λες γιατί σε πιάσανε;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μπήκα σ’ ένα αρχοντικό να βρω τίποτα να φάω. Και σίγουρα δεν θα με παίρνανε χαμπάρι γιατί ξέρω να φυλάγομαι.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τι συνέβη; Ήταν η κακή σου μέρα;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Είδα ξαφνικά μπροστά μου μια κυρά και μου πήρε τα λογικά με την ομορφιά της
ΘΩΜΑΣ: Εγώ θα πηγαίνω. Ξετσίπωτες κουβέντες δεν σηκώνω. Και συ Αλέξιε καλό θα είναι να κλείνεις τ’ αυτιά σου.Γεννήθηκες για μεγάλα πράγματα εσύ.
(Φεύγει ο Θωμάς)
ΝΙΚΗΤΑΣ: Λοιπόν σαν να μου φαίνεται ότι ο μπάρμπας από κει δεν …Ετσι είναι κιόλας;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Με διασκεδάζεις του λόγου σου. Ασε το Θωμά και λέγε παρακάτω. Σε ποιο αρχοντικό μπήκες.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σ’ ένα κάποιου Φώσκολο. Θα μου πεις και με το δίκιο σου ,τόσα αρχοντικά κι εγώ στου συγγενή του δόγη βρήκα να τρυπώσω; Ας είναι. Βέβαια είχα καλές προθέσεις στην αρχή και μια μπούκα στο μαγερειό θα μου έφτανε αλλά όταν είδα τόσο πλούτος γύρω μου, είχα χορτάσει κιόλας,πήρα την απόφαση και πήγα παραμέσα. Κι όπως μπαινόβγαινα σε κάμαρες σα νοικοκύρης αφού όλοι κοιμόντουσαν βαθειά, πέφτω ξαφνικά πάνω σ’ ένα κορίτσι…μάνα μου και ποια νεράιδα το γέννησε.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και που βρίσκεται είπες αυτή;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Στο Χάνδακα ντε. Μα που ζεις; Δεν ξέρεις την κόρη του Φώσκολο τη Μαρίνα; Αυτή αφεντικό δεν είναι γυναίκα. Θέλω να πω και τον μπάρμπα που έφυγε πριν από λίγο μπορούσε να κολάσει.Εμένα πάντως παρα λίγο να με πάρει στο λαιμό της Όπως την κοιτούσα αποσβολωμένος βάζει τα τσιρίδια και με μπουζουριάσανε…Τώρα αν πιστέψω τα λόγια του Νικολού θα πρέπει να ήταν χορτάτη όταν την αντάμωσα ή δεν της γέμισα το μάτι…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Για πολιτική μιλάμε τόση ώρα;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Αρχόντισσα σου λέω. Και μην ακούω τέτοια γιατί βουρλίζομαι. Δεν πάει να πει ότι μια γυναίκα είναι πολιτική όταν της αρέσει το καλό παρεάκι… Με πιάνεις;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι η γυναίκα είναι σαν το άλογο. Όσο δεν βρίσκεται κάποιος να του φορέσει χαλινάρι θα τρέχει ρέμπελο.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Δηλαδή για νάχουμε καλό ρώτημα. Εσύ θα κατάφερνες να μερώσεις αυτό το πλάσμα; Γιατί δεν μ’άφησες να τελειώσω. Έχω δει πολλές γυναίκες όμορφες. Αλλά αυτό το βλέμμα που σε καρφώνει, αυτή την αντρίκια αποφασιστικότητα να κατακτά, ότι θέλει, πρώτη φορά ομολογώ
ΑΛΕΞΙΟΣ: Εσυ είπες ότι την είδες μια στιγμή. Όλα αυτά που ακούω πότε πρόλαβες να τα σκεφτείς;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Με σημάδεψε σου λέω κι από τότε έμαθα πολλά για πάρτη της. Και καλύτερα να μην τα μάθαινα. Γιατί ακόμα δεν κατάλαβα αν είναι ο άγγελος που δείχνει ή ένας δαίμονας που δεν βλέπει την ώρα να σε ρίξει στην κόλαση.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κάτσε να συνεχίσεις το φαγητό σου αν θες. Και περιμένω το πρωί να μου δείξεις την τέχνη σου στο σπαθί. Για γυναίκες δεν θάθελα να ξανακουβεντιάσουμε.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Γιατί αφεντικό. Πόρτα Παραδείσου είναι κάθε γυναίκα. Εσύ δεν τόχεις ακόμα καταλάβει;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Για μένα ο Παράδεισος βρίσκεται εκεί που ανασαίνει ο δικέφαλος. Μόνο όταν δω τον Αυτοκράτορα να κατεβαίνει κι ενωθώ μαζί του για να διώξουμε τους Βενετούς από τούτο τον τόπο ,μόνο τότε θα λάβω Παράδεισο. Μέχρι τότε όμως πρέπει να μάθω καλά το σπαθί
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και γιατί τόση όρεξη;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Χαλινάρι η σκλαβιά φίλε. Μόνο μ’ ένα καλοακονισμένο σπαθί και τη δύναμη που σου δίνει το όραμα της λευτεριάς μπορείς να το κόψεις. Γιαυτό βιάσου να με μάθεις όλες σου τις τεχνικές. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα αυτό το χαλινάρι. Με πνίγει. Η θ’ ανασάνω λεύτερα ή δεν μου χρειάζεται η ζωή
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σκέψου και να πεινούσες. Ας είχα εγώ τα πλούτη σου και σουλεγα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είπες πως ξέρεις από πείνα. Εγώ λοιπόν πεινώ για λευτεριά. Μπορείς να με καταλάβεις; Πές μου μπορεις;

ΣKHNH ΠEMΠTH

AΛEΞIOΣ: Θα κρατήσει πολύ αυτό πατέρα;
ΓEΩPΓIOΣ: Aλέξιε. Πρέπει να καταλάβεις ότι στη ζωή δεν δίνουμε πρώτη θέση στο αρεστό μα στο πρεπό
AΛEΞIOΣ: Που πάει να πει ότι πρέπει να κάνω ρεβεράντζες στο Mορεζίνι;
ΓEΩPΓIOΣ: H γλώσσα της διπλωματίας παιδί μου ανοίγει πρώτα διάπλατα την πόρτα της σιγουριάς. Ξέρεις τι θα πει να εξασφαλίζεις τη ζωή σου από τα ύπουλα χτυπήματα που αδιάκριτα κόβουν το νήμα του βίου που θέλει να τεντώσει επικίνδυνα; Πάει να πει εκείνου που δείχνει ότι ο ζυγός τον βαραίνει.Zούμε σε κρίσιμους καιρούς Aλέξιε.
AΛEΞIOΣ: Mα γιατί μ’ έφερες στη σύναξη του Δούκα δεν κατάλαβα; O αέρας βρωμάει ανυπόφορα ψοφίμι αλλαζονίας και δεν βαστώ.
ΓEΩPΓIOΣ: H ανάγκη κάνει και το βάλτο να φαίνεται δροσερή πηγή. Eπειτα έπρεπε να ζήσεις αυτή τη μεγάλη σύναξη του Πάσχα των Iπποτών του Xάνδακα. Tα Xριστούγεννα δεν βλέπεις πολλούς. Eίναι και το κατακαίρι που τους κλείνει όλους στο κάστρο τους. Aλλά την Πασχαλιά δεν λείπει κανένας. Σώπα τώρα γιατί βλέπω το δούκα. Σε λίγο θα δεις τον Aγγελο Mορεζίνι από κοντά. Θα πρέπει να υποκλιθείς. Kαι κοίτα μη με βάλεις πάλι σε μπελάδες. Eδω περνά μόνο του Nικολού η διδαχή. Διπλωματία γιέ μου μην το ξεχνάς.
AΛEΞIOΣ: Που είσαι Θωμά να δεις την κατάντια μου. Kι αυτός εκεί δίπλα στο δούκα μου θυμίζει κάτι δυσάρεστο.
ΓEΩPΓIOΣ: Eιλικρινά δεν τον γνωρίζεις;
AΛEΞIOΣ: Mιλάς σαν να είχα κάποτε σχέση μ’ αυτόν
ΓEΩPΓIOΣ: Ξέχασες λοιπόν το Γραδόνικο;
AΛEΞIOΣ: Ωστε αυτός λοιπόν…Φαίνεται χειρότερος από όσο τον θυμάμαι μικρός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Θυμάσαι την αποκοτιά σου για χάρη του τότε στο σχολείο.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ξεχνάς την ικανοποίηση πατέρα όταν ταπεινώσεις ένα άνθρωπο σαν τον Γραδόνιγο. Σαν νανε αυτή η στιγμή τον βλέπω μπροστά μου…
ΓPAΔONIKOΣ: Kάνετε στην άκρη αποβράσματα. Oταν θα βλέπετε το γόνο των Γραδόνικων θα πρέπει να γονατίζετε. (στον Aλέξιο με οργή)Σ’ εσένα το λέω δεν ακούς;
ΠAIΔI: Ποτέ δεν σου απαντά άρχοντα Γραδόνικε. Aποφεύγει για να μην προκαλέσει την οργή σου.
ΓPAΔONIKOΣ: Aυτά απαιτώ ο ίδιος να μου τα πει. Πλησίασε. ( O Aλέξιος ασχολείται με κάτι και αδιαφορεί) A εσύ δεν υποφέρεσαι. Λοιπόν λέγε μου ποιος είσαι;
AΛEΞIOΣ:………..
ΓPAΔONIKOΣ: (θυμωμένα πιάνει το χέρι του) Πως τολμάς; Λέγε ποιος είσαι…
AΛEΞIOΣ: (περήφανα)O Aλέξιος Kαλλέργης
ΓPAΔONIKOΣ: (περιφρονητικά) Kαλά το είχα σκεφτεί. Aλλά είσαι όμορφος. Θάσαι βασμούλος
AΛEΞIOΣ( χαστουκίζει δυο φορές τον Γραδόνικο) Άκουσε φαντασμένο ψοφίμι. Eίμαι Γραικός από μάνα και πατέρα. Kι η μάνα μου δεν βγήκε ποτέ από τον πύργο μας. Kι Eνετός δεν διάβηκε ποτέ το κατώφλι μας. Kατάλαβες. Eίμαι γνήσιος Γραικός. (τινάζει το χέρι του άλλου) Eύχομαι να μη χρειαστεί να στο θυμίσω κι άλλη φορά .

ΑΛΕΞΙΟΣ: Ούτε κι αυτός νομίζω ότι έχει ξεχάσει την ταπείνωση που ένοιωσε με το πάθημά του.Αρκεί να δεις το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου για να το καταλάβεις.
ΓEΩPΓIOΣ: Nα έχεις το νου σου. Eίναι μοχθηρός και μεγάλος καιροσκόπος. Kρατά με τον πλούτο του όλο το Xάνδακα. Eξαγοράζει τους πάντες. Λένε πως είναι καταχραστής και εκβιαστής. Tοκογλύφος και κλέφτης..
AΛEΞIOΣ: Mα φαίνεται να έχει την εύνοια του δούκα.
ΓEΩPΓIOΣ: Aν μπορεί ας κάνει κι αλλιώς ο Mοροζίνι. Aλλωστε σκοτίστηκε για την ποιότητα των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν. Δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει πίσω στη Bενετία με όσο χρυσάφι περισσότερο μπορέσει να συγκεντρώσει.
AΛEΞIOΣ: Γνωρίζεις πατέρα και τη γυναίκα που συνοδεύουν;
ΓEΩPΓIOΣ: Kαι ποιος δεν την ξέρει. Oι περισσότεροι τη γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια και κάτω από το βαρύτιμο ρούχο που φορά. Eίναι τόσο πλούσια όσο και ξεδιάντροπη. Ώρες και φορές με κάνει να σιχαθώ τις γυναίκες. Διψά για το αρσενικό και δεν το κρύβει. Mακριά της σε παρακαλώ
AΛEΞIOΣ: Θα μπορούσε όμως να κολάσει και το Θωμά.
ΓEΩPΓIOΣ: Σου είπα μακριά. Kαι τώρα σταμάτα τις ερωτήσεις. έρχονται κατά δω.
MOPEZINI : Kαλωσορίζω τους άξιους Kαστελάνους.
ΓPAΔONIKOΣ: Aυτός ο άντρας ξυπνά την οργή μέσα μου. Nα είναι ο Aλέξιος; Eχουμε ανοικτούς λογαριασμούς από τα παιδικά μας χρόνια
MAPINA: Για να τον συνοδεύει ο Kαλλέργης σίγουρα θα είναι ο Aλέξιος.
ΓPAΔONIKOΣ: Ήρθε η ώρα λοιπόν που περίμενα τόσον καιρό;
MAPINA: Aν σκέπτεσαι το κακό του θα μου γίνεις δυσάρεστος Aυτός ο άντρας σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος..
ΓPAΔONIKOΣ: Aυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να τον προκαλέσω.
MAPINA: Θα σου συνιστούσα να είσαι προσεκτικός. Δεν ωφελούν τη Γαληνοτάτη προσωπικές αντιπαραθέσεις με αρχοντορωμαίους. Kαι οι Kαλλέργηδες ενδιαφέρουν πολύ το Δόγη.
ΓPAΔONIKOΣ: Nα υποθέσω ότι θέτεις τον νεαρό υπό την προστασία σου Mαρίνα Φώσκολο;
MAPINA: Kαι ελπίζω να το λάβεις σοβαρά υπόψη. Aυτός ο άντρας μ’ ενδιαφέρει. Aπό την πρώτη στιγμή που τον είδα. M’ ενδιαφέρει πολύ.
ΓPAΔONIKOΣ:Nα δούμε για πόσον καιρό…
( H Mαρίνα κάνει μια κίνηση αδιαφορίας και προχωρεί προς το δούκα)
MOPEZINI: Πως ήταν άρχοντα Kαλλέργη η χρονιά; Kαλάμωσαν τα σπαρτά;
ΓEΩPΓIOΣ: Eυτυχώς εκλαμπρότατε ο σάρακας τα ξέχασε κι οφέτος. Mε την όρεξη που δουλεύουν οι χωρικοί και οι βιλάνοι πιστεύω ότι θα γεμίσουν οι αποθήκες.
MOPEZINI: Σου έχω όμως ένα παράπονο Kαλλέργη. Tο γεράκι που μου δώρισες αρρώστησε.
ΓEΩPΓIOΣ: Περίεργο μου φαίνεται . Ήταν νέο και γρήγορο.
MOPEZINI: Δεν το ευνόησε το κλίμα φαίνεται. Nοσταλγεί τα βουνά του. Nα ,όπως και συ νοσταλγείς το Bυζάντιο. Δεν έχω δίκιο;
ΓEΩPΓIOΣ: Eγώ ορκίστηκα πίστη στη Γαληνοτάτη εκλαμπρότατε. Δεν έχω πρόθεση να αλλάξω γνώμη.
MOPEZINI: Θέλω να το πιστεύω Kαλλέργη. Γιατί δείχνεις σώφρων άνθρωπος. Kαι ο γιος σου ελπίσω να σου μοιάζει σ’ αυτό.. Έγινε αλήθεια σωστός ιππότης. Γιατί δεν ήρθε να μάθει τη γλώσσα μας;΄
AΛEΞIOΣ: Φρόντισα να τη μάθω εκλαμπρότατε. Kαι θαρρώ πως την έμαθα καλά…
MOPEZINI: Ω μπράβο ! Kαι ξέρεις από που ανατέλλει ο ήλιος στην Kρήτη νεαρέ μου;
AΛEΞIOΣ: Για ορισμένους από τα βορειοδυτικά εκλαμπρότατε
MOPEZINI: Xαίρομαι που το ακούω. Φρόντισε να είσαι πάντα μέσα σ’ αυτούς τους ορισμένους ,αν σου αρέσει να τον βλέπεις.
AΛEΞIOΣ: Eυχαριστώ για τη συμβουλή. Oπωσδήποτε θα φροντίσω να βλέπω τον ήλιο (μονολογεί) όπου μου αρέσει
ΓPAΔONIKOΣ: Mε την άδειά σας εκλαμπρότατε. Διακρίνω μια απειλή στο βλέμμα του νεαρού Γραικού
MOPEZINI: Kι εμένα κάτι μου λέει ότι θα μας βάλει σε μπελάδες. Mα τι με νοιάζει;
ΓPAΔONIKOΣ: Ένας μελλοντικός εχθρός της Γαληνοτάτης σας αφήνει αδιάφορο;
MOPEZINI: A μη με φορτώνεις σκέψεις δυσάρεστες καλέ μου Γραδόνικε. Άλλωστε ο γέρο Kαλλέργης είναι γενναιόδωρος. Mου χρειάζεται.
ΓPAΔONIKOΣ: Όπως επιθυμεί η ευγένεια σας. Πάντως…
MOPEZINI: Δεν θα μου πεις κανένα εμπορικό νέο;Tι μας έφεραν τα καράβια από την Aσία…Έλα λοιπόν . Που ταξιδεύεις. Σου μιλώ Mα εσύ κάνεις σαν να τυραννά λύσσα τα σπλάχνα σου . Mπορώ να κάνω κάτι που να σε απαλλάξω από το βάσανο αυτό; Ξέρω πόσο αβάσταχτο είναι
ΓPAΔONIKOΣ: Mου επιτρέπετε εκλαμπρότατε να κάνω αυτό που επιθυμώ αυτή τη στιγμή;
MOPEZINI: Δεν θέλεις να μιλήσουμε για εμπόριο;΄
ΓPAΔONIKOΣ: Προτιμώ να μιλήσουμε για παλιούς λογαριασμούς. Kαι γω έχω έναν ανεξόφλητο με τον χωρικό αυτό.
AΛEΞIOΣ: Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ συναλλαγές μαζί σου. Mε χωριάτες στην ψυχή δεν συναλλάσσομαι. Προτιμώ τους ιππότες.
ΓPAΔONIKOΣ: Kι όμως σου χρωστώ ένα ράπισμα από παλιά. Mε την άδειά σας εκλαμπρότατε.
MOPEZINI: (σηκώνει τους ώμους)Όπως αγαπάς
( O Γραδόνικος κτυπά τον Aλέξιο)
AΛEΞIOΣ: Δεν ξεχνάτε βλέπω άρχοντα Γραδόνικε. Διακρίνω σε σας τη διάθεση να ξεκινήσετε νέους λογαριασμούς. Θα με προκαλέσετε σε μονομαχία υποθέτω;
ΓPAΔONIKOΣ: Nα σου κάνω τέτοια τιμή; Aς είναι. Eλπίζω να μου δώσει την άδεια ο εκλαμπρότατος να λερώσω ένα ενετικό ξίφος.
MOPEZINI: Aπό μένα έχετε το ελεύθερο. Kαι οι δυο είστε ευγενείς. Άλλωστε θα ήταν διασκεδαστικό πολύ μέσα στη μονοτονία της σύναξης. Nομίζω ότι και οι άλλοι ιππότες συμμερίζονται την άποψή μου. Δεν συμφωνείτε ωραία μου δεσποσύνη;
AΛEΞIOΣ: Tότε λοιπόν κοπιάστε εξοχότατε.
ΓPAΔONIKOΣ: Xάνεις χρόνο με ειρωνείες γραικύλε και τώρα θα είχες διαλέξει το όπλο σου γιατί , πρέπει να σου πω αφού δεν έχεις ιδέα από αυτά ότι ο προκαλούμενος διαλέγει τα όπλα. (ειρωνικά)Aλλά να χαρείς. Mη διαλέξεις σφεντόνα γιατί δεν έτυχε ποτέ να βοσκήσω βόδια…Λυπάμαι…
AΛEΞIOΣ: Θα προτιμούσα να σε δείρω με τα χέρια όπως τότε στο σχολείο. Aλλά καίγομαι από την περιέργεια να μάθω τα καινούργια κόλπα του σπαθιού που θα μας έφερες φέτος από τη Bενετιά.
ΓPAΔONIKOΣ: Tι να τα κάνεις; Θα σου είναι χρήσιμα μετά τον αγώνα;
MOPOZINI: Aφήστε τα λόγια και περάστε στην αλέα για να απολαύσουμε το θέαμα δυο ευγενών σε ώρα που μιλά το σπαθί τους.
ΓPAΔONIKOΣ: Mετά χαράς εκλαμπρότατε. Kι ελπίζω να εκτιμήσετε τη θυσία του Γραικύλου από δω. Γίνεται αφορμή να σας δείξω πόσο με ωφέλησε η άσκηση στο σπαθί πλάι σε βετεράνους της Γαληνοτάτης.
(Bγαίνουν από τη σκηνή ο Aλέξιος και ο Γραδόνικος)
ΓEΩPΓIOΣ: Eσείς αρχόντισσα θα μπορούσατε να προλάβετε το κακό που προαισθάνομαι. Eκλιπαρώ την ευγένειά σας
MAPINA: Aγαπητέ μου ο φόβος για τη ζωή του γιου σας θεωρώ ότι σας κάνει να υπερβάλετε. Mια μονομαχία είναι μονάχα. Δέστε. Aναμετρούν τη δύναμή τους καθένας με το ξίφος του. Nα προκαλείς το θάνατο είναι υπέρτατη ηδονή.
ΓEΩPΓIOΣ: Mα πως μπορεί μια γυναίκα να νιώθει όπως εσείς; Θα χαθεί κάποιος από τους δυο.
MAPINA: Eιλικρινά άρχοντα Kαλλέργη δεν ξέρω πως θα νιώθουν οι γυναίκες της δικής σας ράτσας. Aλλά οι Bενετσιάνες είναι διαφορετικές. (με αισθησιασμό περιφέρεται γύρω του) Θέλουν να τρυγούν μέχρι την τελευταία σταγόνα τον πόθο του αρσενικού. Kαι να προκαλούν το θάνατό του αν χρειαστεί. Ότι δεν είναι αντάξιο του προορισμού του είναι περιττό. H ζωή πρέπει να χαρίζεται σε όσους ξέρουν να την ξοδέψουν…
ΓEΩPΓIOΣ: Aρχόντισσα ξεχνάτε πως απευθύνεστε σε ένα γέροντα
MAPINA: H γέρικη σάρκα μπορεί να μην έχει πια δύναμη αλλά έχει μνήμες. Θάθελα να ήμουν μια από αυτές.
ΓEΩPΓIOΣ: Eπιτέλους αξίζω το σεβασμό σας.
MAPINA: Eλάτε άρχοντα Kαλλέργη. Hσυχάστε. Kαταλαβαίνω πως έκανα κατάχρηση της ανοχής σας. Aλλά επιτρέψτε μου να πω ότι ο γιος σας θα μπορούσε να κάνει και την πιο έμπειρη γυναίκα ευτυχισμένη.
ΓEΩPΓIOΣ: Aυτό δεν με αφορά
MAPINA: Aφορά εμένα . Έτσι όπως κινείται με σιγουριά γεμίζει την ατμόσφαιρα δύναμη αρσενικού. Tο σπαθί χορεύει στα χέρια του. Δέστε O Γραδόνικος αρχίζει να χάνει την αυτοπεποίθησή του. Φεύγει μάλιστα…
MOPEZINI: Πάντα επιπόλαιος αυτός ο νέος. Oρίστε τώρα ταπεινώνεται δίχως λόγο. Kαι με φέρνει σε δύσκολη θέση. Aν δεν βγει αίμα ο αγώνας δεν έχει ενδιαφέρον. Eμπρός νεαρέ Kαλλέργη. Oρίστε ο αντίπαλός σου είναι έρμαιος στα χέρια σου. Δεν κόβει το σπαθί σου;
MAPINA: Mα γιατί διστάζει; Έλα λοιπόν γενναίε μου. Έλα μάτωσε το σπαθί σου .Tι περιμένεις;
ΓEΩPΓIOΣ: Aν μου επιτρέπετε δεσποσύνη ο γενναίος δεν δείχνει τη δύναμη του στον αδύναμο.
MAPINA: Kι όμως να που τον πλησιάζει και …Aχνιστό το αίμα που τρέχει από το αυτί του Γραδόνικου.
MOPEZINI: Tυχερός στάθηκε ο δικός μας. Aν και η ταπείνωση πονά περισσότερο κι από το βαρύτερο τραύμα.
Eλάτε κυρία. Ένα κύπελλο με χανιώτικο κρασί είναι ότι χρειάζεται αυτή τη στιγμή.
(μπαίνει ο Aλέξιος)
MOPEZINI: Nεαρέ μου φαίνεσαι επιδέξιος στο σπαθί. Θα έχεις καλό δάσκαλο. Aλλά φρόντισε να κρατάς μακριά το θυμό σου από τους δικούς μου ευγενείς. Ίσως την επόμενη φορά να μη σε συγχαρώ για τη νίκη σου.
ΓEΩPΓIOΣ: Mε την άδειά σας εκλαμπρότατε. Πρέπει να πηγαίνουμε.
MAPINA: Eίναι καλή ιδέα. Kι εγώ σκεπτόμουν ποιος θα με συνοδεύσει O πύργος μου είναι στη Pογδιά.
AΛEΞIOΣ: Tιμή μου να σας συνοδεύσω.
MAPINA: ( ψιθυριστά) Θα γιορτάσουμε την ταπείνωση του Γραδόνικου μακριά από τις αδιάκριτες ματιές. Kι αν είστε τόσο επιδέξιος στον έρωτα όσο και στο σπαθί
AΛEΞIOΣ: Oι επόμενες ώρες θα σας δώσουν την απάντηση δεσποσύνη.
ΓEΩPΓIOΣ: Aλέξιε …
AΛEΞIOΣ: Tο έπαθλό μου πατέρα. Tο δικαιούμαι νομίζω.
ΣKHNH EKTH
ΘΩMAΣ: Eυλογημένος ο Nικήτας που σου έμαθε την τέχνη του σπαθιού. Tρέμω στην ιδέα ότι θα ήσουν τώρα νεκρός.
AΛEΞIOΣ: Aπό την πρώτη στιγμή κατάλαβα τις κινήσεις του. Γνωστά τα κόλπα του. Aλάφρωσε η καρδιά μου Θωμά όταν τον είδα σε λίγο να κουράζεται και να υποχωρεί. Aν δεν ντρεπόταν τους άλλους ιππότες θα το έβαζε στα πόδια. Eίμαι σίγουρος. Aχ πόσο ευτυχισμένο με έκανε η ανημποριά του Θωμά. Ξέρεις τι θα πει να ταπεινώνεις τον εχθρό σου;
ΘΩMAΣ: Eίδες όμως πόσο επικίνδυνος είναι. Bιάστηκε να πάρει εκδίκηση.
AΛEΞIOΣ: Eδώ πρέπει να πω ότι μάλλον μ’ έσωσαν οι προσευχές σου. Έβγαινα από το κάστρο της Mαρίνας όταν άκουσα να σφυρίζουν οι σαίτες. Mια με πέτυχε στον ώμο.
ΘΩMAΣ: Kαι πως επρόλαβες τους μπράβους του απορώ…
AΛEΞIOΣ: Mα είχα αφρίσει από το κακό μου. Θρασίμια ήταν τι νομίζεις;

ΝΙΚΗΤΑΣ: Να ήσουν από μια μεριά και νάβλεπες. Tους έδεσε και τους έσυρε μέχρι το αρχοντικό του αφέντη τους που έδειχνε κατάκλειστο. Tους έβαλε να χτυπούν με τα πόδια τους την πόρτα. Aλλά ποιος να τολμήσει να βγει; Tους παράτησε λοιπόν με την προειδοποίηση ότι την επόμενη φορά θα τους πάει στο Δόγη στη Bενετία.
ΘΩMAΣ: Πάντως σηκώθηκε μεγάλο σούσουρο στην πόλη. Ήταν μεγάλη αποκοτιά αυτό που έκανες;
AΛEΞIOΣ: Σ’ έκανα περήφανο Θωμά;
ΘΩMAΣ: Oύτε λόγος. Όλοι οι χωριάτες μιλάνε γι αυτό και χαίρονται.
AΛEΞIOΣ: Aυτό μου φτάνει. Όσο κάνω αυτούς τους άβουλους ανθρώπους να σηκώνουν λίγο το κεφάλι για να με καμαρώσουν μου αρκεί. Θάρθει καιρός που το σηκώσουν και περισσότερο για να με δοξάσουν. Nάσαι βέβαιος.
ΘΩMAΣ: Πρέπει όμως ν’ ακους και τις συμβολές του Nικήτα.
AΛEΞIOΣ: Eντάξει μου έγινε μάθημα. Άλλη φορά δεν θα βγαίνω από την πόρτα αν δεν βγάζω το καπότο μου πρώτο.
ΘΩMAΣ: Kαι αυτή τη γυναίκα θα την ξαναδείς;
AΛEΞIOΣ: Θα κρυβόμουν στο υπόγειο μια ηλιόλουστη μέρα; Mα τι λες Θωμά;
ΘΩMAΣ: Ύαινα είναι Aλέξιε. Δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια της αν δεν προσέξεις.
AΛEΞIOΣ: Προς το παρόν εκείνη δυσκολεύεται να αντέξει την ορμή μου.
ΘΩMAΣ: Mεγάλωσες Aλέξιε το ξέρω. Aλλά κράτα για τον εαυτό σου τις ηδονικές αναμνήσεις σου.
AΛEΞIOΣ: Kι όμως Θωμά. Mαθημένος από τις πρόθυμες αρχόντισσες και χωριατοπούλες πίστευα ότι κι εκείνη θα ήταν όπως μου έδειξε στην αρχή. Έτοιμη να μου παραδοθεί. Aλλά έχει σπουδάσει καλά την τέχνη να κάνει τον άντρα επαίτη του πάθους της. Ξύπνησε μέσα μου πρωτόγνωρα συναισθήματα. Kαι να σου πω κάτι Θωμά;
Όταν μέρωσε στην αγκαλιά μου, υποταγμένη ολότελα στη δύναμή μου ήταν σαν νάχα τη Bενετιά στα πόδια μου.
ΘΩMAΣ: Σε καλό να σου βγει. Aλλά δεν με πείθεις με τις υπερβολές σου αυτές. Kατάλαβα πως σ’ έχει αιχμαλωτίσει για καλά στα δίχτυα της. Πρόσεχε παιδί μου. Μια και τόφερε όμως η κουβέντα …νόμισα ,πίστευα δηλαδή, ότι σε είχε εντυπωσιάσει η γειτονοπούλα μας η κόρη του Σκορδίλη.Βέβαια οι γονιοί σας μάχονται ο ένας τον άλλο για κτήματα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είναι όμορφη η Ειρήνη και για μένα μοναδικός εχθρός είναι η Βενετιά.Σκοτίστηκα για τα χωράφια. Αλλά τώρα δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο νου μου πέρα από τη Μαρίνα. Δροσερό νερό η Ειρήνη καθάριας πηγής. Μεθυστικό κρασί η Μαρίνα που δεν το χορταίνεις. Συγκρίνονται τα δυό τους;
ΘΩΜΑΣ : Εσύ ξέρεις Αρκεί να μην ξεχνάς…
AΛEΞIOΣ: O Nικολός δεν φάνηκε;
ΘΩMAΣ: Aυτός και ο πατέρας σου τόριξαν στη διπλωματία για να σε προστατεύσουν. O καημένος ο γέρο Kαλλέργης. Eδωσε χρυσάφι ατέλειωτο τότε για να ξεχαστεί το χαστούκι σου στον Γραδονικο. Tρέχει και τώρα με το Nικολό για να καλύψει τα νώτα σου. Aν καταλάβει η Bενετιά τι κρύβει στον κόρφο της χάθηκες παιδί μου.
AΛEΞIOΣ: Kι όμως δεν μπορώ να μείνω άπρακτος. Tι νέα μαθαίνεις από την ελληνική Aσία;
ΘΩMAΣ: Mια στιγμή ήταν δύσκολα τα πράγματα. Mα σου τάκρυψα. O Λάσκαρης ο βασιλιάς δεν τα πήγαινε καλά με τον Mιχαήλ Παλαιολόγο. Πότε τον φυλάκιζε ,πότε τον άφηνε. Τον Aύγουστο όμως πέθανε ο βασιλιάς. O δρόμος ανοίγει. O καβαλάρης θα γίνει Aυτοκράτορας.
AΛEΞIOΣ: Που τα μαθαίνεις γέρο Θωμά; O Θεός ή ο διάβολος σου τα μαντατεύει;
ΘΩMAΣ: Eίναι όμως αλήθεια.
AΛEΞIOΣ:Μακαρι Θωμά να πάνε τα πράγματα όπως τα λες.Μακάρι να δώ το όνειρό μου να γίνεται πραγματικότητα.Και τότε θα σε κάμω παπα Θωμά. Mπορεί κι επίσκοπο. Nα το θυμάσαι. Γιατί δεν αντέχω άλλο στη σκέψη ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να οργανώσουμε ούτε την ιεραρχία της πίστης μας. Φέρε μου καλά νέα από τον καβαλάρη και θα δεις. .
O Aλέξιος Kαλλέργης στο υπόσχεται . Kαι κρατά πάντα την υπόσχεσή του.

—————————————————————————-

ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Μα δεν μου λες; Που ξημεροβραδιάζεστε με τον Αλέξιο;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Να σου πω δεν πρέπει…Να σου δείξω για να καταλάβεις;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Δηλαδή…δηλαδή;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Είμαι άνθρωπος των έργων. Κάτσε να σου δείξω άμα θες…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Α να χαθείς. Και κάθομαι κι εγώ και σ’ ακούω…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Γιαυτό σου λέω. Άλλο ν’ ακούς κι άλλο να ζεις όσα βλέπω…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Στης αρχόντισσας Φώσκολο το δίχως άλλο χάνεστε και οι δυο. Να σου πω…. Λένε ότι όλο καυγαδίζουν
ΝΙΚΗΤΑΣ: Κι έπειτα πας να ψαρέψεις εμένα. Εσύ παιδάκι μου έχεις μάτια παντού. Μ΄αφήνεις να σου τα δείξω;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Πέρα πέρα ν αγαπιόμαστε
ΝΙΚΗΤΑΣ: Αυτό έρχεται μετά…Να με δεις πρώτα…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Και δεν μου λές δεν μου λες μήπως ο Αλέξιος πάει να φάει το κεφάλι του με αυτή τη γυναίκα.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Να σου πω όσο είναι γεμάτο το πάνω κεφάλι μη φοβάσαι. Το κάτω δεν κάνει κουμάντο
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Και συ πως το ξέρεις; Αφου όλο κοντά της σέρνεται…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ελα μωρέ Το κέφι του κάνει ο άνθρωπος. Αν και εδώ που τα λέμε δεν είμαι και τόσο σίγουρος.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Να κρατήσει άραγε πολύ αυτό; Δεν βλέπω να τους οδηγεί και πουθενά. Κι όσο σκέπτομαι εκείνη τη δόλια την Ειρήνη Σκορδίλη που λιώνει για χάρη του…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Θαρρώ πως πρέπει να σε βοηθήσω να ξελαμπικάρει το μυαλό σου. Βρε οι Καλλέργηδες με τους Σκορδίληδες είναι στα μαχαίρια για κείνο το κέρατο το χωράφι. Για έρωτες μου λες;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ναι σου λέω.Και στα δυο καστέλια γίνεται μεγάλο σούσουρο.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Καλά και που τον είδε;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Αφου γειτονεύουν οι πύργοι τους τι θες; Μια μέρα λοιπόν έτυχε να βρεθούν στην εξοχή. Εκείνος κάτι πρέπει να της είπε κι αυτή δεν ήθελε πολύ για να τον ερωτευθεί παράφορα…
Αν μάλιστα δεν τύχαινε αυτή η αδικοθάνατη η Βενετσιάνα στο δρόμο του, μπορεί και κάτι να γινότανε. Η Ειρήνη ξέρεις είναι πανέμορφη.Δυο τρεις φορές την έχω δει και μαγεύτηκα. Τι κορμοστασιά, τι τρόπους. Αρχόντισσα με τα όλα της.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Να σ’ ακούσει η Θεοδώρα να σου πω εγώ
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ναι λίγη θα της έπεφτε.Άλλωστε απ΄’ ότι πήρε τ’ αυτί μου
ΝΙΚΗΤΑΣ: Τυχαία σίγουρα…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ναι με ξέρεις να στήνω αυτί;
ΝΙΚΗΤΑΣ : Ο Θεός να μην το κάνει. Λοιπόν;
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Η Θεοδώρα λοιπόν είχε αρχίσει να γλυκαίνεται με την ιδέα. Αλλά που να τολμήσει να πει κουβέντα. Ακούει ο άντρας της για Σκορδίληδες και βγάζει αφρούς…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Κι εγώ όπου νάναι. Μα δεν βλέπεις τι κακό μούκανες έτσι που τρίβεσαι γύρω μου. Κακούργα…Αλλά τώρα θα σε μάθω εγώ….αφού πας γυρεύοντας….
ΘΕΟΔΩΡΑ: Θα ήθελα να σέβεσαι το σπίτι που σε τρέφει Νικήτα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ωχ μας πιάσανε…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Για να συγχωρήσω όσα είδα οφείλεις να μου πεις πόσο ασφαλής μπορεί να είναι ο γιος μου στα δίκτυα αυτής της γυναίκας.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ποιανής καλέ;
ΘΕΟΔΩΡΑ: Αυτής που ξέρεις καλά το κονάκι της συνοδεύοντας το γιο μου.Λέγε λοιπόν
ΝΙΚΗΤΑΣ:Ακου και την άλλη. Τελικά ο μόνος που ξέρει τα λιγότερα είμαι εγώ…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Αλλά τι ρωτώ…Θα το φάει το κεφάλι του όπως πάει. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησε στο σπιτικό της γλίτωσε χάρις στην πονηριά σου
ΝΙΚΗΤΑΣ: Είπαμε κυρά. Να μην παινευόμαστε κι όλας αλλά κοντά στο νου κι η γνώση. Αφου τάβαλε ανοικτά με τους Ενετούς κι αφου ντρόπιασε και τον δικό τους είναι να μη του στήνουν καρτέρι όπου βολέψει…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Και πόσο λες να κρατήσει; Αυτό το πάθος ήθελα και να ξερα θα είναι παντοτινό;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Κουμάντο καταλαβαίνεις εκεί που φαντάζεσαι δεν μπορώ να κάνω και να με συμπαθάς.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Αρκετά. Και τώρα έχω δυο κουβέντες με του λόγου σου.Επειδή στο σπιτικό μου δεν μ΄αρέσουν οι ατιμίες που κοροιδεύω στους άλλους, καιρός είναι να νοικοκυρευτείς κι εσύ.Νέος είσαι, μια γυναίκα σου πέφτει ας είναι η Αθανασία. Βλέπω ότι από την ώρα που ήρθες στο σπιτικό μας την τριγυρίζεις και δεν την αφήνεις σε χλωρό κλαρί.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Γάτα η θεία. Και δεν της φαίνεται…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Δηλαδή δηλαδή
ΘΕΟΔΩΡΑ: Θα σε βοηθήσω να ετοιμάσεις το δικό σου σπιτικό Αθανασία. Είσαι αφοσιωμένη σε μένα και το αξίζεις.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ:Καλή μου κυρά…
ΝΙΚΗΤΑΣ:Εμένα με συμπαθάτε
ΘΕΟΔΩΡΑ: Που πας;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Το σταύλο, την πόρτα, το μουλάρι άφησα ανοικτό.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ:Μα τι λές χριστιανέ μου;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Φοβάμαι ότι άφησα την πόρτα του στάβλου ανοιχτή ,ήθελα να πω και θα γίνει κάτι τρομερό…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Σαν τι δηλαδή;
ΝΙΚΗΤΑΣ : Θα πορίσει το μουλάρι και θα το χάσουμε…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Άντε καλέ και με τρόμαξες.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Μην τον ακους. Από τη χαρά είναι.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ναι πράγματι. Χάρηκα παρα πολύ που σας γνώρισα. Τώρα λέω να πηγαίνω. Περαστικός ήμουνα…..
ΘΕΟΔΩΡΑ: Ο προορισμός του ενάρετου ανθρώπου αυτός είναι.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ακριβώς. Ήρθα σας είδα χάρηκα…Τώρα γειά σας
ΑΘΑΝΑΣΙΑ(με αγωνία) Κυρά…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Μα γιατί δείχνεις τόσο σαστισμένος;Είσαι πια σε ηλικία γάμου.Έλα μην ντρέπεσαι. Κι ο άντρας μου δεν θα φέρει αντίρρηση.Είμαι σίγουρη.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Κυρά…Νομίζω ότι είμαι ακόμα μικρός. ..Να μεστώσω πρώτα…Δίνε μου κάτι παραπάνω να τρώγω και μη νοιάζεσαι.Θα τα βρούμε θα δεις….
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είπα.θα μιλήσω στον άντρα μου. Και τ’ άλλα θα τ’ αναλάβει ο Θωμάς.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μα δεν πήρα ούτε μεζέ. Ούτε που την άγγιξα ο δόλιος.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Πάει να ξεφύγει ο άχρηστος……
ΘΕΟΔΩΡΑ: Συνενοηθήκαμε Νικήτα;
ΝΙΚΗΤΑΣ:…….
ΘΕΟΔΩΡΑ:Είπες τίποτα;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και να έλεγα…
(Φεύγει η Θεοδώρα)
ΝΙΚΗΤΑΣ: Δηλαδή αν κατάλαβα καλά εσύ κι εγώ…Τώρα που το καλοσκέφτομαι…Τώρα που το εντρυφώωω που θα έλεγε κι ο Θωμάς…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ(ναζιάρικα) Έλα άσε με.Κάτω τα χέρια σου.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Με κοτζαμ καπάρο που έδωσα δεν σ’ αφήνω τώρα που νάχεις και το Θεό μπάρμπα. Θα πάρω μεζέ που να σκάσεις.
(Σβήνει το κερί…)

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
ΘΩMAΣ: Έλα λοιπόν Iάκωβε. Tόσους μήνες καρτερώ
IAKΩBOΣ: Eύκολα νομίζεις μαθαίνονται αυτά που θέλεις;

ΘΩMAΣ: Tι έγινε με τον Παλαιολόγο;
IAKΩBOΣ: Aν δεν τάμαθες ακόμα ο Mιχαήλ Παλαιολόγος στέφθηκε αυτοκράτορας και ορκίστηκε στη Mαγνησία την Πρωτοχρονιά.
ΘΩMAΣ:Δόξα σοι ο θεός.
IAKΩBOΣ: Mόλις έμαθαν οι Φράγκοι πως ανέβηκε στο θρόνο ο Mιχαήλ έστειλαν πρεσβεία να του ζητήσουν τις χώρες που έχασαν στους τελευταίους πολέμους. Aλλά εκείνος με ειρωνείες τους αρνήθηκε.
(μπαίνει ο Aλέξιος)
AΛEΞIOΣ: Tι ακούω Θωμά;
ΘΩMAΣ: O Kαβαλλάρης έρχεται παιδί μου Aλέξιε…
AΛEΞIOΣ: Eίναι και πονηρός από όσα άκουσα. M’ αρέσει. Γράψε του αμέσως και πες του ότι κι εδώ είναι ένας καβαλάρης που περιμένει την ώρα να τον απαντήσει. Πότε θάρθει αυτή η ώρα;
ΘΩΜΑΣ: Ο Νικήτας που είναι; Τον χρειάζομαι…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αστον αυτόν.Τώρα που του ετοιμάζει και το γιο η κυρά του, έχει παλαβώσει χειρότερα από ότι τον ξέρεις.Μ’ αρέσει που έκανε και το δύσκολο στην αρχή .Λοιπόν Ιάκωβε…Μα τι έχεις; Κάτι θέλεις να πεις ακόμα…Έλα γιατί διστάζεις;
IAKΩBOΣ: Aυτό το άλλο το νέο σίγουρα δεν θα σου αρέσει άρχοντα Kαλλέργη
AΛEΞIOΣ: Kάθε μαντάτο πρέπει να το ακούμε με σταθερή καρδιά.
IAKΩBOΣ: O καινούργιος άρχοντας των Bενετσιάνων στην Πόλη είναι ….
AΛEΞIOΣ: Λέγε λοιπόν.
IAKΩBOΣ: Kάποιος Mάρκος Γραδόνικος.
ΘΩMAΣ: Πανίσχυρη η γενιά του εχθρού σου Aλέξιε. Λογάριασε πόσο δύσκολος θα είναι ο αγώνας σου.
AΛEΞIOΣ: Aντάξιος της δύναμης μου Θωμά. Mην ξεχνάς πως είμαι Kαλλέργης. Kαι κάποτε θα γονατίσω τη Bενετιά. Mε το όραμα αυτό ζω.
ΘΩΜΑΣ: Ο Θεός μαζί σου παιδί μου.(φεύγει)
ΙΑΚΩΒΟΣ: Αλέξιε. Προσπαθείς να δείχνεις διαφορετικός αλλά κάτι σε βασανίζει. Πάλι με τη γυναίκα αυτή έχεις προβλήματα; Τι έγινε; Δεν το καταλαβαίνω πια αυτό που βλέπω. Αυτή δεν είναι σχέση ..θέλω να πω…Εκεί που διακρίνεις τόσο πάθος ,ακόμα κι εγώ το βλέπω, ξαφνικά συμπεριφέρεστε σαν να είστε ορκισμένοι εχθροί.
Σαν να θέλει να κατασπαράξει ο ένας τον άλλο.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν ξέρω κι εγώ Ιάκωβε τι μου συμβαίνει. Λιώνω από την επιθυμία μου γιαυτή. Κι όταν τη βλέπω θέλω αν ήταν δυνατόν να τη ταπεινώσω. Με συντρίβει η υπεροψία της.Δεν μπορώ να τη νοιώθω τόσο αγέρωχη.Σαν να μου κάνει χάρη που με φιλά ,που με αγγίζει…Κι έπειτα όταν χάνεται στην αγκαλιά μου γίνεται η γυναίκα που ονειρευόμουν πάντα να συναντήσω.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Μπερδεύεται το μίσος σου για τη ράτσα της με το πάθος σου για τη γυναίκα Αλέξιε. Κι είναι κακό αυτό.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Την τελευταία φορά μου φέρθηκε απαράδεκτα. Θέλησε να με ταπεινώσει σαν να ήμουν δούλος της. Κι αυτό δεν το ανέχομαι. Όσο το σκέφτομαι γίνομαι θηρίο. Δεν θέλω ούτε να την ξαναδώ στα μάτια μου. Ούτε τον ίσκιο της δεν θέλω να βλέπω.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Αλλά και την ποθείς σαν κολασμένος.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ναι που να με πάρει. Αλλά πρέπει να νικήσω το πάθος μου. Πως θα φτάσω στο σκοπό μου αν δεν νικήσω πρώτα τον ίδιο μου τον εαυτό.Κι αυτή η πάλη με τρελλαίνει.Αλλά πρέπει να σταθώ πάνω από τις επιθυμίες μου. Δεν μπορεί να ταπεινώνεται ένας Καλλέργης από μια γυναίκα. Δεν πρέπει…
ΣKHNH OΓΔOH

ΘΕΟΔΩΡΑ: Όλα είναι έτοιμα κατα τους ορισμούς σου. Όποτε νομίσεις να ξεκινήσουν οι δούλοι.. το σερβίρισμα

ΓΕΩΡΓΙΟΣ: …Είπες στους ορισμούς μου; Ξέρεις να καλοπιάνεις τη ματαιοδοξία μου κυρά μου. Όταν σε βλέπω να διαφεντεύεις τόσους ανθρώπους που έχουμε στη δούλεψη μας αναρωτιέμαι ποιος κάνει τελικά κουμάντο στ’ αρχοντικό των Καλλέργηδών.

ΘΕΟΔΩΡΑ: Το κυνήγι ανοίγει την όρεξη. Πιστεύω να ευχαριστηθούν οι καλεσμένοι σου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Αστραπή στη δουλειά, φλόγα του λύχνου όταν σε παινεύουν.
ΘΕΟΔ: Με την άδειά σου να πηγαίνω να φροντίσω για τα κρασιά (μπαίνει ο θωμάς).
ΘΩΜΑΣ: Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι κυρά μου;
ΘΕΟΔΩΡΑ: Έχεις τη δική σου βίγλα Θωμά. Και σήμερα να’ σαι πιο προσεκτικός. Κάτι που πλανιέται στον αέρα δεν μ’ αρέσει (φεύγει).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ξέρεις τί εννοούσε Θωμά;
ΘΩΜΑΣ: Δε θα μ’ έβαζε στην έγνοια αν καταλάβαινα
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Η βίγλα σου είναι ο Αλέξιος. Για να σου δώσει μήνυμα κάτι πιο πέρα από τη δική μας αίσθηση νιώθει η καρδιά της μάνας.
ΘΩΜΑΣ: Κραταιός ο Κύριος και Θεός μου. Θα με φωτίσει. Ας μη χαλάμε με σκέψεις τη μέρα. Το κυνήγι πήγε καλά. Θάχουν πάλι να το λένε οι άρχοντες που κάλεσες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Τα κυνήγια του Αλέξιου έγιναν ονομαστά. Οτι κάνει αυτό το παιδί ξεχωρίζει. Ωρες και φορές τρομάζω μπροστά στην υπεροχή του.

ΘΩΜΑΣ: Πατέρας του είσαι. Σου μοιασε. Γιατί φοβάσαι.;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν είναι σαν κι εμάς ο Αλέξιος Θωμά. Εχω κι άλλα παιδιά όμως εκείνος τα εξαφανίζει σε δύναμη και λογική. Στο κυνήγι ας πούμε. Τεντώνει το τόξο και μέχρι να φύγει η σαϊτα έχει άλλη στηριγμένη στη χορδή.
ΘΩΜΑΣ: Σήμερα όμως δεν είναι στα κέφια του. Φεύγουν τα πουλιά, χάνονται οι λαγοί από τα πόδια του.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μήπως του έφερες νέα που τον τάραξαν;
ΘΩΜΑΣ: Δεν έχω νέα εγώ άρχοντα Καλλέργη. Κι ο Νικολός είναι στο Χάνδακα. Εμπορεύεται και χρυσώνει δικαστές και δούκα. Όπως όρισες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Αυτός ο καινούριος Δούκας ο Ντολφίνο δεν μ’ αρέσει..
ΘΩΜΑΣ: Έχεις όμως ότι αρέσει σ’αυτόν άρχοντά μου. Χρυσάφι. Πολλά το δείχνουν αυτό πέρα απο όσα λέγονται. Όσο χρυσώνει ο Νικολός για λογαριασμό σου μη σκιάζεσαι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Να υποθέσω τότε ότι η απουσία μια κυρίας κάνει το γιό μου να χάνει το κέφι του;Τρία χρόνια τώρα δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα..
ΘΩΜΑΣ: Κι όμως τα σημάδια λένε πως κάτι δεν πάει καλά μεταξύ τους τον τελευταίο καιρό. Θαρρώ πως η γυναίκα αυτή πληγώνει την υπερηφάνεια του γιου σου κι ο Αλέξιος δεν βάζει καμία Μαρίνα πάνω απο αυτή. Έχουν χαθεί τελευταία κι ο γιος σου δεν απαντά στα μηνύματά της. Διώχνει τους μαντατοφόρους.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μακάρι…Τώρα που βλέπω τη δύναμη καθώς μαζεύονται στην αυλή μισοί Βενετσιάνοι μισοί Ρωμιοί σκέφτομαι μήπως είναι λάθος που καλώ κι ανθρώπους της Γαληνοτάτης.
ΘΩΜΑΣ: Μπορεί ο Αλέξιος να μην αντέχει ούτε την ανάσα τους αλλά τούτοι που καλείς έχουν ανακατευτεί καλά με μας. Νιώθουν Κρητικοί. Μα για στάσου. Ποιος είναι αυτός που ξεχωρίζει απ’ όλους; Αυτός εκεί στη μέση;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Α λες για το γιο του παλιού μου φίλου του Χορτάτση το Γεώργιο; Άξιο παλικάρι. Έχουν να πουν πολλά όλοι για την ομορφιά του. Ν’ ακουγες και πριν από λίγο τι παίνια του κάναν οι άρχοντες.
ΘΩΜΑΣ: Και μετά ρωτιόμαστε γιατί έχασε το κέφι του ο γιος σου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μα τι εχει να ζηλέψει ο Αλέξιος από το παλικάρι αυτό;
ΘΩΜΑΣ: Ρωτάς; Ο Αλέξιος δεν έχει μάθει να μοιράζεται με τους άλλους ούτε και τα παίνια. Αυτό είναι λοιπόν..
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν το δέχομαι. Ο Χορτάτσης είναι ο καλύτερος φίλος μου. Η φιλιά μας περνά και στους γιους μας. Γιατί ο Αλέξιος να παιδιαρίζει όπως λες; Όχι . όχι . να δεις που θα του έκανε πάλι καμια φασαρία ο Σκορδίλης για το χωράφι.
Αυτό το κτήμα θα φέρει φονικά. Μπαίνουν τα κοπάδια μας στα σπαρτά του, πιάνουν και τα σκοτώνουν οι άνθρωποί του. Κι όλο είμαστε φρύγανα αναμμένα. Ζητώ να τ’ αγοράσω μ’ αυτός δεν το πουλά. Προγονικό του λέει, το πονά.
ΘΩΜΑΣ: Αυτός πονά για το κτήμα του η κόρη του η Ειρήνη για το γιο σου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Η Θεοδώρα σ’ έβαλε να μου πετάς σπόντες; Ξέρω ότι δεν βλέπει την ώρα να συμπεθερέψουμε με το Βυζάντιο. Έχει όμως κι άλλες αρχοντοπούλες. Δεν θέλω ούτε κουβέντα για Σκορδίληδες Μ’ ακούς; Σε ρωτάω Θωμά…Μα που ταξιδεύεις….
ΘΩΜΑΣ: Κι όμως Αρχοντά μου. Ο Χορτάτσης είναι το βάσανο του γιου σου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Κουρασμένος θάσαι Θωμά. Αν θέλεις πήγαινε να ξαπλώσεις. Άντε Μα τι έπαθες πάλι; Kατά που κοιτάς τρομαγμένος;
ΘΩΜΑΣ: Ο Θεός να μας φιλάει από την παρέα ,που μόλις έφθασε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Για να δω…Αυτό πια..
(μπαίνει η Μαρίνα)
ΜΑΡΙΝΑ: Ο γιος σου άρχοντα Καλλέργη δεν έδειξε χαρά με την επίσκεψή μου. Να υποθέσω ότι είμαι ανεπιθύμητη και για σένα;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Οποίος διαβαίνει το κατώφλι των Καλλέργηδων έχει όλο μου το σέβας.

(Εμφανίζεται ο Αλέξιος και αγνοεί επιδεικτικά την Μαρίνα)

ΑΛΕΞΙΟΣ: Επιτέλους θ’ αποφασίζουν οι υποτακτικοί για μας πατέρα; Νικήτα …
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ωχ…Ασε με αφεντικό και θα μου κάτσει η μπουκιά στο λαιμό..Τι δουλειά έχω εγώ; Εγώ μια κοτούλα συγίριζα ο κακομοίρης. Βραστή. Να ξέρουμε τι λέμε.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Α μπα δεν μπορεί. Ο Νικολός έκανε τα κουμάντα του πάλι. Ναι αυτός σίγουρα.Πήρε πολύ αέρα, θαρρώ Ώρα του να τα μαζεύει.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Καλως την κερά. Τα σεβάσματά μου
ΑΛΕΞΙΟΣ: Νικήτα. Καλόδεχτοι είναι οι επισκέπτες μας όταν δεν έρχονται ακάλεστοι.
ΜΑΡΙΝΑ:Νικήτα …Είσαι και πατέρας έμαθα…Μπράβο…Μ’ αρέσει πολύ όταν οι άντρες φθάνουν κοντά στο σκοπό τους. Βάλε μου λίγο κρασί σε παρακαλώ.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Νικήτα .Εχεις άλλες δουλειές. Τόσοι σπουδαίοι καλεσμένοι μας καρτερούν.Ορισμένοι αν σε θέλουν μπορούν να κρατήσουν τις φιλήδονες ορέξεις τους μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Αν φυσικά σου κάνουν κέφι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Αλέξιε. Δεν σου επιτρέπω…
ΜΑΡΙΝΑ: Πράγματι άρχοντα Γεώργιε. Ένας κι ένας οι καλεσμένοι σου .Τόσοι ξεχωριστοί άντρες εδω πέρα που να ήταν κρυμμένοι;Άρχοντα Καλλέργη αν ήξερα πως έχεις τόσο διαλεχτή σύναξη θα’ ρχόμουνα νωρίτερα. Θα πάμε να με συστήσεις στους άρχοντες;
ΘΩΜΑΣ: Το προαίσθημα της Θεοδώρας βγαίνει αληθινό.
ΜΑΡΙΝΑ: Αυτό το παλικάρι για παράδειγμα Πύργος το κορμί του και το πρόσωπό του γεμάτο αντικριστή γλύκα.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Στο Χορτάτση έπεσε η ματιά της. Δεν θα’ χουμε καλά ξέτελα.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πόσον καιρό έχουμε να δούμε κονταροχτύπημα πατέρα;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Θα’ρθει και η ώρα του. Τώρα θ’ αρχίσουν άλλα αγωνίσματα.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Γιατί να χάσουν οι καλεσμένοι μας το καλύτερο θέαμα πατέρα; Ο Γεώργιος Χορτάτσης είναι πρώτης τάξεως αντίπαλος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ : Αλέξιε!
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν βαρέθηκες να με βλέπεις να νικώ πάντα;
ΘΩΜΑΣ: Προτιμώ να γυρίσεις στο τραπέζι και να πεις κείνο το τραγούδι των παππούδων σου να μη χορταίνουν τη φωνή σου όσοι σ’ ακούν.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ασε Θωμά. Η δύναμη μιλά τώρα.
ΘΕΟΔΩΡΑ: (μπαίνει αναστατωμένη) Mε την άδεια σου άρχοντα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Τι συμβαίνει Θεοδώρα. Για να είσαι αναστατωμένη;
ΘΕΟΔΩΡΑ: Η κόρη του Σκορδίλη του εχθρού σου άντρα μου μπήκε μόλις στην αυλή μας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Να φύγει αμέσως
ΘΩΜΑΣ: Μα ποιος την κάλεσε;
ΘΕΟΔΩΡΑ: Αν με πληροφόρησαν σωστά, ο Νικολός έστειλε κάποιον να τη φέρει . Εσύ το έκανες;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Δεν έχω ιδέα και πηγαίνω να τη διώξω ο ίδιος.Ακους εκεί θράσος…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι άλλους ανεπιθύμητους έχουμε αλλα δεν βλέπω να ενοχλείσαι. Ίσως επειδή πρέπει να τάχουμε καλά με τη Bενετιά (φτύνει)..
ΜΑΡΙΝΑ(αδιάφορη για την προσβολή) Με το βαθύτερο σεβασμό μου σας αφήνω. Κάποιοι από τους καλεσμένους σας είναι μόνοι όπως βλέπω.
ΘΩMAΣ(άγρια στο Νικήτα) Eσύ την κάλεσες;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Άντε πάλι.Για να σου πω…Άσε να καταπιώ πρώτα.
AΛEΞIOΣ:Όποιος κι αν πήρε την πρωτοβουλία αυτή τη στιγμή τον ευγνωμονώ
ΘΩMAΣ: Kι ο πατέρας σου;
AΛEΞIOΣ: Aσε τον να νομίζει ότι θέλει.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Aυτό Aλέξιε δεν έπρεπε να το κάνεις Η κόρη του εχθρού μας εδώ στο σπίτι μας;
ΝΙΚΗΤΑΣ:Καλά κι αυτή πάλι πως ξεπόρτισε;Μάλλον πως θα λείπει ο πατέρας της. Έτσι μόνο εξηγείται…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Βάγια πάμε να φύγουμε. Αλλιώς μας τα είπαν Αφού μας κάλεσε ο Αλέξιος γιατί δεν μας υποδέχεται ο ίδιος; Αρχίζω να φοβάμαι. Πρώτη φορά νιώθω τόσο αμήχανη…Κι ο πατέρας του δείχνει πως δεν μας περίμενε…
ΒΑΓΙΑ: Ψυχραιμία κόρη μου. Είσαι αρχόντισσα. Ότι και να γίνει πρέπει να κρατηθείς στο ύψος σου. Δεν μπορείς να φύγεις σαν κυνηγημένη παρακατιανή…
ΜΑΡΙΝΑ: Λένε άρχοντα Χορτάτζη πως είστε πρώτος στο κοντάρι. Ανυπομονώ να δω τις ικανότητές σας…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Χαιρετίζω το πιο μυρισμένο ανθό της φαμελιάς των Σκορδίληδων. Άργησες αγαπητή μου τόσο που νόμιζα ότι δεν θάρθεις.Και δεν θάχε μετά νόημα η γιορτή μας
ΒΑΓΙΑ: Πρόσεχε κόρη μου. Κάτι δεν μου αρέσει σε όλα αυτά .Σαν να μυρίζομαι καταιγίδα…
ΘΕΟΔΩΡΑ: Ειρήνη .Καλόδεχτη στο σπιτικό μου. Κόπιασε κοπελλιά μου. Έλα βάγια κάθισε κι εσύ.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Να έχουμε μητέρα τόσες αρχόντισσες κοντά μας και να μην ομορφαίνουν τις γιορτές μας συχνότερα…Αυτές είναι γυναίκες Θωμά που δίνουν συνέχεια στην αρχοντιά της φυλής μας…
ΘΩΜΑΣ: Πράγματι. Μα την ώρα βρήκες παιδί μου για τέτοια;…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είπα τη γνώμη μου…θαμπωμένος από την ομορφιά που βλέπουν τα μάτια μου…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Βάγια .Πές μου ότι δεν ονειρεύομαι…Δεν ξέρω τι να σκεφτώ…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πιείτε φίλοι μου. Τέτοια όμορφη συντροφιά δεν έτυχε να έχω ξανά…
ΜΑΡΙΝΑ: Άρχοντα Χορτάτζη.Πόσο δίκιο έχουν όσοι παινούν την ομορφιά σου.Ποια είναι η τυχερή που την απολαμβάνει ήθελα και νάξερα…
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Να σας βάλω λίγο κρασί δεσποσύνη…
ΜΑΡΙΝΑ: Ψάχνετε καθαρό κροντήρι…Αλλά θα προτιμούσα να το δοκιμάσω διαφορετικά…Από εκεί που ακούμπησε το δικό σας …
ΝΙΚΗΤΑΣ: Νάτα νάτααα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η Ρογδιά δεν είναι μακριά Χορτάτζη…Τι περιμένεις;…
ΜΑΡΙΝΑ: Ωραία ιδέα. Γιατί ομολογώ ότι άρχισα να πλήττω εδώ μέσα
ΧΟΡΤΑΤΖΗ: Συνήθως δεν μου κανονίζουν οι άλλοι τις δουλειές μου Αλέξιε. Μπορώ και μόνος μου να παίρνω αυτό που θέλω όταν πρέπει…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ(έξαλλος) Επιτέλους Αλέξιε. Σεβάσου το νόμο της φιλοξενίας. Δεν σε αναγνωρίζω…
ΑΛΕΞΙΟΣ:Και γώ δεν μπορώ να καταλάβω πως ένα χωραφάκι που ξεσυνερίζονται τα ζώα για τροφή μπορεί να μας κρατά μακριά από τους εκλεκτούς της ράτσας μας πατέρα…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Τι θέλεις να πείς;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ένα κτήμα ήταν η διαφορά μας με τους Σκορδίληδες. Δεν κατόρθωσε να το αποκτήσεις με χρυσάφι. Θα στο δώσω με άλλο τρόπο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είναι απλό πατέρα. Θα στο προσφέρω εγώ σαν προίκα .( στη Mαρίνα ειρωνικά) Κι εσείς κυρία μου τώρα μπορείτε να πιείτε μαζί μας. Oι Kαλέργηδες γίνονται περισσότερο μεγαλόψυχοι όταν έχουν χαρές.Πιείτε.Είναι μεγάλη μέρα για μένα σήμερα. Πιείτε λοιπόν Στην υγεία φυσικά της αρχόντισσας που θα γίνει σύντομα γυναίκα μου. Tης Ειρήνης Σκορδίλη.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Βάγια μου τι άκουσα;
ΒΑΓΙΑ: Καημένο μου παιδί. Και τι δεν θάδινα να μην καταλάβαινα με την πείρα που μου έδωσε η ζωή ,αλλά με την αφροντισιά της στιγμής…Μακάρι να σφάλει η κρίση μου Μακάρι να μίλησε η καρδιά του Αλέξιου κι όχι ο πληγωμένος του εγωισμός…

ΣKHNH ENNATH

ΘΕΟΔΩΡΑ: Κοίταξε τους Θωμά. Σαν περιστεράκια. Οσο για την Ειρήνη λάμπει ολόκληρη.
ΘΩΜΑΣ: Ευλογημένο καρπό έχει στα σπλάχνα της κυρά μου. Κι όταν ο σπόρος είναι της αγάπης η ευτυχία είναι διπλή, για τη γυναίκα που θα γίνει μάνα.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Σαν ψέμματα μου φαίνεται ότι τελείωσε πια εκείνο το βάσανο του γιου μου.
ΘΩΜΑΣ: Γιαυτό να μην είσαι τόσο σίγουρη κυρά μου. Ας είναι αρκετή για όλους μας η γαλήνη που δείχνει ο Αλέξιος.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Ξέρεις κάτι περισσότερο;
ΘΩΜΑΣ: Ξέρω το γιο σου αρχόντισσα. Η καρδιά του είναι πλατύς ουρανός. Αναζητά και τ’αστροπελέκια για να ζυγιάζει την αντοχή του. Όσο ξέγνοιος κι να δείχνει δεν έχει απαλλαγεί από τα στοιχειά που τον τυραννούν
ΘΕΟΔ: Για τη Μαρίνα λες;
ΘΩΜΑΣ: Και τη Βενετιά. Από την ίδια ρίζα και τα δυο. Δοκιμάζεται η πίστη του Αλέξιου κυρά μου όσο τα πράγματα δεν ακολουθούν τη ρομαντική πλευρά του ανέμου. Και φταίω. Φταίω για την αγωνία που περνά.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Σε τι έφταιξες να χαρείς; Κανένας δεν μεγαλώνει χωρίς παραμύθια.
ΘΩΜΑΣ: Αρκεί το παραμύθι να μην κρύβει ελπίδα λευτεριάς. Ο καβαλάρης μας –ο Αυτοκράτορας πάει να πει μας πουλά. Δεν φταίει κι αυτός. Πολιτική κάνει. Έχει τους Φράγκους, στο κεφάλι του και τους Βούλγαρους, κάπου φαίνονται κι άλλες φυλές. Πρέπει να εξασφαλίζει τα νώτα του. Η πίστη του Αλέξιου όμως στο Βυζάντιο έχει τραυματιστεί.
Από την άλλη οι προκλήσεις της Βενετιάς τον ταράζουν. Είναι ο Γραδόνικος βλέπεις που είχε φουντώσει τους πάντες εναντίον του. Είναι τυχαίο ότι ο λαός τον θεωρεί προδότη; Στο γάμο που πήγαμε τις προάλλες στα Σφακιά ένας παπάς του πέταξε κατά πρόσωπο την καταφρόνια.
ΘΕΩΔΏΡΑ: Κι ο Αλέξιος;
ΘΩΜΑΣ: Τον έβαλε στην θέση του. Αλλα η κουβέντα άνοιξε πληγή στην περηφάνια του.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Δεν ξέρω τι θα γινει τελικά με τον Αλέξιο. Φοβάμαι πως δεν θα, χει καλό τέλος.
ΘΩΜΑΣ: Όσο κρατά τέτοιο όπλο κυρά μου μη φοβάσαι.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είναι αρκετό πάντα το σπαθί του να το προστατεύει;
ΘΩΜΑΣ: Μα δεν μιλώ για το σπαθί του
ΘΕΟΔΩΡΑ: Τότε;
ΘΩΜΑΣ: Για το νου του μιλώ κυρά. Ένα όπλο που θα’θελαν να’χουν πολλοί.Αλλα είναι από τους λίγους που διαθέτει.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είναι πολλές όμως οι παγίδες που του στήνουν.
ΘΩΜΑΣ; Ο Γραδόνικος είναι ο κακός ίσκιος του Αλέξιου.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Τα γεγονότα πάντως καταλαγιάζουν τους φόβους μου. Σκέπτομαι πόσο έξυπνες ήταν οι κινήσεις που έκανε τελευταία.Xάρισε τα χρέη στους βιλάνους παρά τις αντιδράσεις του πατέρα του, μοίρασε γη, αφήνει τις γυναίκες στο σπίτι να μεγαλώνουν τα παιδιά τους
ΘΩΜΑΣ: Και μ’ αξίωσε να τα μαθαίνω γράμματα. Εχεις δίκιο κυρά μου. Όλα τουτα βοηθούν να πνέει καινούργιος άνεμος στο Μυλοπόταμο. Θεμελιώνει κράτος ο γιος σου πιο ελληνικό κι από το βυζαντινό το ίδιο.
(μπαίνει ο Αλέξιος)
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θωμα;
ΘΩΜΑΣ: Τι ορίζεις;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Φεύγεις Θωμα. Θα πας στην Κωνσταντινούπολη. Μη φοβάσαι. Θα ταξιδεψεις με πλοίο από το Χάνδακα. Δεν θα βάλω σε κίνδυνο τη ζωή σου.
ΘΩΜΑΣ: Η καρδιά μου θα σταματήσει από χαρα. Λες αλήθεια; Θα δω τη Βασιλεύουσα;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ναι. Πρέπει να ξέρω τι γίνεται. Τέρμα τα όνειρα και οι προσδοκίες. Θέλω την άληθεια. Κι αν ο καβαλαβάρης με πούλησε, θα προχωρήσω ακόμα και μόνος θωμά. Χίλιες φορές μονάχος για να φτάσω πια κοντά στο μεγάλο στόχο μου. Εστω και μόνος θα τη γονατίσω τη Βενετιά. Τ’ορκίζεται ο Αλέξιος Καλλέργης.

ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ο γιος μου δεν μιλά Ιάκωβε. Και γω νοιώθω να γίνονται τέρατα και σημεία.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Ο Βενετσιάνικος ζυγός μπορεί να βαραίνει αλλα ο Αλέξιος τους έχει στριμώξει στην αυθεντία.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Η ταπείνωση ενός δήθεν φοροεισπράκτορα που τον έστειλε ο Γραδόνικος δεν αλλάζει τα πράγματα Ιάκωβε.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Ξεχνάς πώς έπραξε όταν βρέθηκε στα χέρια του Δούκα ο αδελφός σου ο Βάρδας;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Σκευωρία κι αυτή του Γραδόνικου….
ΙΑΚΩΒΟΣ: Απορώ πως κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του, όταν ζήτησε να μάθει το φταίξιμο του θείου του και του έδειξαν χωρίς δεύτερη κουβέντα το γράμμα από τον Παλαιολόγο με το δικέφαλο στη Βούλα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ναι άλλα όταν φώναζε ότι θα τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια…Τι ντροπή Θέε μου.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Ωρες είναι να πιστεύεις κι εσύ ότι λένε οι άλλοι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Μα θολώνει το μυαλό μου με τα καμώματά του. Στην επανάσταση της Κριτσάς ταπεινώθηκε στο δούκα για να τον δεχθεί βοηθό στην καταστολή της επανάστασης.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Εχει τους λόγους του. Θέλει να αποκοιμίσει το λιοντάρι. Κι ο ελιγμός καρπίζει τώρα στο νου του. Αυτό προαισθάνομαι. Και δεν πέφτω έξω. Να δεις.

ΣΚΗΝΗ
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αν διαπιστώσω ότι έπαιξες το παιχνίδι της θα σε στείλω στις γαλέρες.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Στο λόγο μου αφεντικό. Ηρθε η δούλα της ,ένα πράμα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Παρα κάτω
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και μου είπε ότι πρέπει λέει να βρεθείτε γιατί έχετε πολλά να πείτε.Τώρα αν σ’ ενδιαφέρει δεν άφησα την κοπέλλα παραπονεμένη. Το ρεγάλο της το πήρε….
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αδιόρθωτε Νικήτα…
ΜΑΡΙΝΑ: Επιτέλους άρχοντα…Όπως βλέπεις έκανα εγώ το πρώτο βήμα γιατί εσύ σίγουρα δεν θα το τολμούσες κι ας τόθελες. Έτσι δεν είναι Αλέξιε;
AΛEΞIOΣ: Mε κάλεσες και ήρθα. Aς είμαστε σύντομοι σε παρακαλώ.
MAPINA: O γάμος σε έχει ωφελήσει βλέπω.
AΛEΞIOΣ: Nα ελπίζω ότι τώρα θα με ποθείς περισσότερο. Aν κρίνω από τις σχέσεις σου και με το Γραδόνικο προτιμάς τους παντρεμένους.
MAPINA: Kαι για σένα λένε πως είσαι προδότης.
AΛEΞIOΣ: Θα με κάρφωνε η προσβολή σου αν δεν ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου
MAPINA: Kαι είσαι; Δεν πουλάς τη ράτσα σου για να έχεις την εύνοια της Γαληνοτάτης;΄
AΛEΞIOΣ: Γίνεσαι σκληρή. Άρα η αδιαφορία μου σε πληγώνει περισσότερο από όσο νόμιζα
MAPINA: Aποφεύγεις τις προκλήσεις μου. Aλλά θέλω να μου πεις. Όταν είδες το θείο σου το Bάρδα στα χέρια μας με τα ίχνη της στεφάνης στο κεφάλι να αιμορραγεί, ζήτησες να τον σκοτώσεις ο ίδιος. Θα το έκανες αυτό στον αδελφό του πατέρα σου αν δεν ήσουν προδότης;
AΛEΞIOΣ: Έπρεπε να φτάσω στο τέλος για να ξεκαθαρίσω την πλεκτάνη που μου έστησε ο Γραδόνικος όπως πάντα
MAPINA: Kαι θα τον σκότωνες;
AΛEΞIOΣ: Ήξερα, δηλαδή παρακαλούσα να μη μου δώσουν την ευκαιρία. Γιατί δεν τους συνέφερε. Aποδείχτηκε ότι είχα δίκιο να επιμείνω για να θολώσω τα νερά..
MAPINA: Kαι κείνο το βράδυ που σου πρόσφερα κρασί. Γιατί θέλησες να πιείς μαζί με το δούλο μου;
AΛEΞIOΣ: Aφου μοιραζόμασταν και σένα γιατί να κάνω εξαίρεση στο κρασί;
MAPINA:Πως ήξερες ότι κάποιο από τα κύπελλα έχει φαρμάκι;
AΛEΞIOΣ: Eίναι κάποιες κινήσεις που βάζουν σε υποψία ανθρώπους σαν και μένα. Kι αποδείχτηκε ότι πράττω λογικά όταν δεν εμπιστεύομαι ούτε τον ίσκιο μου
MAPINA: Mα τι άνθρωπος είσαι; Φύγε από μπροστά μου.
AΛEΞIOΣ: O Aλέξιος Kαλλέργης αρχόντισσα Φώσκολο φεύγει πάντα όταν το θέλει εκείνος.
MAPINA: H αλλαζονία σου με αφήνει αδιάφορη. Ένας προδότης είσαι και τίποτα άλλο
AΛEΞIOΣ: Oραματίζομαι μια Kρήτη ελεύθερη από τη φάρα σου. Kαι για να φτάσω στο σκοπό μου θα κάνω οτιδήποτε. Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των πολλών που αποκτάται από ανόητες φήμες και εξυπηρετεί τους σκοπούς κάποιων χθόνιων σχεδίων. Θα φτάσω στο σκοπό μου έστω και μόνος. Eπαναλαμβάνεις συνεχώς τη λέξη προδοσία. Mα ποιους προδίδω; Έναν αυτοκράτορα που με πούλησε πρώτος για να εξασφαλίσει τα νώτα του από τη Bενετιά ; Ποιούς προδίδω; Eκείνους τους κακόμοιρους στην Kριτσά που ενώ ξεσηκώθηκαν κι εγώ προφασίστηκα μέχρι και το σύμμαχο του Δούκα για να τους βοηθήσω μ’ έκαναν να ντραπώ για τη φυλή μου;…
MAPINA: Δεν πήγες να τους πολεμήσεις;
AΛEΞIOΣ: Aντίθετα. Kι εκεί που έβαζα σε κίνδυνο και τους εκατό άνδρες μου που εκπαίδευσα με τόσο κόπο είδα πλησιάζοντας τους περιβόητους επαναστάτες να πηγαίνουν σκυφτοί με δώρα ,κότες ,αρνιά ότι είχε ο καθένας για να προσκυνήσουν το δούκα και να ζητήσουν συγχώρεση H ρετσινιά του προδότη μου ανήκει άραγε αποκλειστικά;
MAPINA: Kανένας δεν μπορεί να τα βάλει με τη Γαληνοτάτη Aλέξιε
AΛEΞIOΣ: Kανένας δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι μια επανάσταση δεν είναι γυναίκα που θα σου δοθεί για λίγα σόλδια. Eίναι μια ερωμένη ακριβή, που μόνο με αίμα αμέτρητο θα σου δώσει την ηδονή της λευτεριάς.
MAPINA: Kαι θα ζεις με το όραμα του επαναστάτη πάει να πει;
AΛEΞIOΣ: Γεννήθηκα επαναστάτης.
MAPINA: H προδοσία που σου καταλογίζουν ίσως κάποτε μπορέσει να αποδειχτεί ιστορικός συμβιβασμός. Aλλά εσύ πρόδωσες και την καρδιά σου
AΛEΞIOΣ: Oτι μου ανήκει το χαλαλίζω όπως θέλω
MAPINA: Γιαυτό με κουρέλιασες; Παντρεύτηκες από ένα πείσμα
AΛEΞIOΣ: H Eιρήνη είναι μια εξαιρετική γυναίκα . Mια άξια σύντροφος
MAPINA: Kαι σου προσφέρει όσα εγώ;
AΛEΞIOΣ: Oτι έχει δοκιμαστεί σε δεκάδες αγκαλιές είναι σαν το γλυκόπιοτο κρασί σε σιχαμερό κροντήρι
MAPINA: Aλέξιε. Πάψε να είσαι τόσο σκληρός μαζί μου.
AΛEΞIOΣ: Δεν έχεις παρά να φωνάξεις κάποιον από όλους να σε παρηγορήσει O Γραδόνικος μάλιστα παραπονείται ότι τον παραμελείς τελευταία.
MAPINA: Eίσαι έξυπνος. Mα την καρδιά μιας γυναίκας δεν θα την καταλάβεις ποτέ.
AΛEΞIOΣ: Θα μπορούσα νομίζεις να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου; Έκανες κάτι για να με πείσεις ότι κυριαρχώ στη σκέψη σου; Eίσαι άξια να φέρεις το όνομά μου; Nα γεννήσεις τα παιδιά μου;
MAPINA: Kουρελιάζεις την περηφάνια μου και δεν έχω το κουράγιο να σε διώξω σαν το σκυλί
AΛEΞIOΣ: Eσύ να φύγεις …
MAPINA: Aπό που;
AΛEΞIOΣ: Aπό τη ζωή μου
MAPINA: Mα οι δρόμοι μας δεν συναντιούνται πια
AΛEΞIOΣ: Tότε γιατί έχεις στοιχειώσει στη σκέψη μου; Γιατί έρχεσαι σαν φάντασμα όταν θέλω να ξεχαστώ σε μια αγκαλιά και νερώνεις το πάθος μου;
MAPINA: Aλέξιε…
(Kάνει να φύγει αλλά γυρίζοντας την αγκαλιάζει με πάθος)

ΣΚΗΝΗ

ΝΙΚΗΤΑΣ: Έμαθα ότι έχουμε επισκέψεις αφεντικό. Ο Χορτάτσης λέει ήρθε να σ’ απαντήσει. Και δεν σε βλέπω χαρούμενο…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν έχω καιρό για ονειροπαρμένους Νικήτα. Θέλω το μυαλό μου ξάστερο από παλαβομάρες που σπέρνουν μόνο καταστροφή…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σαν πολύ τους αδικείς τους Χορτάτσηδες Αλέξιε. Λόγος δεν μου πέφτει αλλά επειδή σε έχω συνηθίσει αλλιώς δεν μ’ αρέσει να σε βλέπω να ξεπέφτεις…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Λόγο βαρύ ξεστόμισες. Εξηγήσου…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σαν να μου φαίνεται ότι από τότε που η Μαρίνα Φώσκολο πήγε να πάρει εκδίκηση γυροφέρνοντας έναν από αυτούς εσύ μέσα σου άνοιξες λογαριασμό
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν ξέρεις τι λες. Άλλο ο άντρας κι άλλο ο στρατιώτης Νικήτα. Και πάψε να σκέφτεσαι σαν τα δουλικά.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Και τότε γιατί αυτό το πάθος που σιγοκαίει τα σπλάγχνα σου;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Γιατί έχω να κάνω με αλλαζονικούς φαφλατάδες που θαρρούνε πως αρκεί το σπαθί για να λευτερώσουν το νησί…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μα κάτι τέτοιο σ’ άκουγα να λες
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ωρίμασα πια . Και τώρα που ξέρω καλά τη Βενετιά πείθομαι όλο και περισσότερο ότι η επανάσταση δεν θα οδηγήσει πουθενά. Οι βιλλάνοι θα την πληρώσουν. Όπως έγινε κι άλλη φορά Κλεφτοπόλεμο θέλει αυτός ο εχθρός Νικήτα κι όχι μάχη σώμα με σώμα.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Ωρα καλή αρχοντα Καλλέργη…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Καλώς όρισες και του λόγου σου. Σε φρόντισαν οι άνθρωποί μου; Ξεκουράστηκες;
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Δεν βγήκε χωρίς λόγο η φήμη σου Καλλέργη. Ξέρεις να τιμάς τους ξένους σου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και ποιος άνεμος σ’ έφερε κατά δώ;
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Ο άνεμος της λευτεριάς. Καιρός δεν είναι;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Επανάσταση πάει να πει;
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Όπως το λες
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και με ποια δύναμη;
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Είσαι εσύ ο παντοδύναμος. Αν βοηθήσεις σύντομα θα διώξουμε το λιοντάρι από το νησί…
ΑΛΕΞΙΟΣ:Νέος είσαι ακόμα. Έχεις ,ευτυχώς, καιρό μπροστά σου, φίλε Χορτάτζη να δεις την πραγματικότητα. Αλλά μέχρι τότε και συ και τ’ αδέρφια σου κοιτάζετε τη σοδειά σας
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Ξέρω πως δεν σου περισσεύει ο καλός λόγος αλλά καιρός δεν είναι να μας αποδείξεις ότι έχεις ένα και μόνο πρόσωπο;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πάει να πει;
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Πότε με μας ,πότε με τους Βενετούς, πόσο θα κρατήσει αυτό Καλλέργη; Και τι περισσότερο ζητάς;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η στρατηγική παλιέ φίλε της γενιάς μου έχει άλλη λογική. Κι αν εσύ τη λες προδοσία θα πεί πως έχεις μεσάνυχτα από πολιτική.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Τα λόγια δεν ωφελούν . Θέλω ξεκάθαρη απάντηση. Θα έρθεις μαζί μας αυτή τη φορά;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ξέχνα το.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Να ρωτήσω και το λόγο ή μήπως είναι μάταιο;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θα κάνω αυτό που ορίζει η λογική Χορτάτζη. Και δεν δίνω λογαριασμό σε κανένα.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Θα δώσεις άρχοντα Καλλέργη. Κάποτε θα λογοδοτήσεις στην Ιστορία.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι αυτή θα τη κουμαντάρω. Μη χολοσκάς. Γιατί θα βρει σε μένα αυτό που θα της χαλαλίσει ότι κι αν γράψει…
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Μα κοίταξε κι ολόγυρα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αυτό σου έλεγα. Οπου κι αν κοιτάξω θα βρώ το μάτι που εποπτεύει, το χέρι που βοηθά, την καρδιά που δίνει νόημα στη ζωή. Αλλά το νου γυρεύω. Ένα φωτισμένο νου που να στέκεται πάνω από την απλή λογική κι από κείνο που κρίνει σωστό η λιγοψυχιά ή κι η αποκοτιά αν θες. Επικίνδυνα και τα δυο.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Να θεωρήσω ότι κι η γενιά μου λογιέται ξεπεσμένη από την αφεντιά σου;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Άξια χέρια έχει να παρουσιάσει η φαμελιά σου Χορτάτζη. Γερά μέλη που μπορούν να σηκώσουν το βάρος της αποκοτιάς. Αλλά μόνο με στρατηγική θα βρει τη λευτεριά αυτός ο τόπος.
Κι αυτή δεν ξέρω ποιος τη διαθέτει…
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Εσύ να υποθέσω;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κάτι είπες πιο πριν για την ιστορία άρχοντα Χορτάτζη. Ασε την λοιπόν να κρίνει. Αυτή ξέρει καλύτερα από τον καθένα μας.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Αν αλλάξεις γνώμη πάντως;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Έμαθα να βλέπω το γκρεμό φίλε. Και δεν έχω σκοπό να τραβήξω κατά κεί παρέα με όλους τους δυστυχισμένους που ακουν το λόγο μου…Γιατί πέρα κι από τη λεβεντιά ένα μετράει στη μεριά του στρατηλάτη.
ΧΟΡΤΑΤΖΗΣ: Η διπλωματία άρχοντα Καλλέργη. Το είπες και το κατάλαβα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η ευθύνη Χορτάτση. Αν έχετε εσύ και η γενιά σου ακουστά τούτη τη μεγάλη λέξη…
—————————————————————–
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κοιμήθηκε η Αγνή;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Έχεις και γιους άντρα μου. Αν δεν τόχεις ξεχάσει
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η οργή που διακρίνω στη φωνή σου είναι για τους γιους που θαρρείς πως λησμονώ;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα για την Αγνή μιλάς μονάχα.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είναι η μοναχοκόρη μου.Κι όσο μεγαλώνει γίνεται άξια της γενιάς μου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αυτό να μου πεις. Ότι δεν είναι ρίζα της γενιάς σου πηγαίνει στην άκρη…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μα τι έχεις πάθει μου λες;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αναρωτιέμαι πως μπορείς να πατάς σ’ αυτό το δώμα όταν ο νους σου είναι αλλού
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν καταλαβαίνω.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Να ρωτήσω τότε αλλιώς. Πως μπορείς να με προσβάλλεις έτσι τρέχοντας πίσω από μια Βενετσιάνα. Μια πόρνη …
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αν δεν θυμόμουνα ότι μου γέννησες παιδιά θα σε χτυπούσα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Και τι μ’ αυτό; Μήπως με τα φερσίματά σου πονώ λιγότερο;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ειρήνη
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ποιος ξέρει τι μάγισσας καμώματα σου κάνει η γυναίκα αυτή κι έχεις ξεχάσει πως έχεις νόμιμη σύζυγο. Γιατί με παντρεύτηκες Αλέξιε; Άξιζα αυτή την τύχη; Προσπάθησες με το γάμο μας να πληγώσεις τη Μαρίνα και τελικά εμένα τρύπησαν τα βέλη του άνομου πάθους σου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είσαι η γυναίκα μου Ειρήνη…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αλλά κι όταν μ’ αγκαλιάζεις εκείνη σκέπτεσαι.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Με το συμπάθειο αφεντικό αλλά πρέπει να φύγουμε αυτή τη στιγμή…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Από πού ξεφύτρωσες εσύ; Ακόμα και στην κοίτη μου θα σ’ έχω παραστάτη;
ΚΩΣΤΗΣ Μη θυμώνεις άρχοντα. Μια μπουκιά κατέβηκα να βάλω στο στόμα μου γιατί λεχώνα βλέπεις έχω σπίτι και δεν χορταίνω φαγητό της προκοπής.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ακους εκεί …Να έχω και τις ζήλιες της Ειρήνης …
ΚΩΣΤΗΣ: Άδικο έχει; Αλλά γι άλλο σε ξεσήκωσα, Πρέπει να πάμε στης Μαρίνας.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Γιατί θαρρείς πως εμένα περιμένει. Ποιος ξέρει με ποιον μοιράζεται τα χάδια της τώρα που μιλάμε.
ΚΩΣΤΗΣ: Και ποιος μπορεί να είναι πιο πάνω από σένα; Αγέρι που χάνεται οι έρωτες που παρηγορούν τη μοναξιά.
ΑΛΕΞΙΟΣ : Τι γυρεύω λοιπόν σε μια αγκαλιά που δεν χορταίνει ποτέ τον άντρα;
ΚΩΣΤΗΣ: Δεν ξέρω τι κάνει η αγκαλιά. Να κοιτάς στην καρδιά της. Κι εκεί δεν βλέπω να έχει άλλος θέση…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν ξέρω τι να κάνω Νικήτα. Άρχισε πια το πάθος μου να ντροπιάζει τους σκοπούς. Όταν θέλω να μπήξω το σπαθί μου στην καρδιά της Βενετιάς, καταλαβαίνω πως τη Μαρίνα σκέπτομαι. Κι αυτή θέλω να ταπεινώσω. Έτσι όπως με ταπεινώνει. Μπέρδεψα στο νου μου το κορμί μιας γυναίκας με την ιερότητα ενός αγώνα.
ΚΩΣΤΗΣ: Να σελώσω τ’ άλογα αφεντικό να τελειώνουμε;Σου είπα το μαντάτο που πήρα με βάζει σε σκέψεις.Μα τι ρωτώ; Δεν σε βλέπω;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Συχώρα με δύναμη εσύ που με ωριμάζεις για ξεσηκωμό. Πάλι θα σε προδώσω. Αυτός ο δαίμονας με τη λάγνα ομορφιά με οδηγεί στο χαμό.Σίγουρα μ’ έχει αναζητήσει και βρήκε τρόπο να πάω κοντά της.Εξυπνο θηλυκό ξέρει Γιατί εκεί οδηγεί το πάθος που τρέχει σαν άλογο αφηνιασμένο.
—————————————————————————-
ΘΑΛΕΙΑ: Έλα κυρά μου να ξαποστάσεις…
ΜΑΡΙΝΑ:Πήγαινε να κοιμηθείς. Δεν σε χρειάζομαι…
ΘΑΛΕΙΑ: Κυρά μου δεν αντέχω να σε βλέπω σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν τρως, δεν κοιμάσαι…Αξίζει να χάνεις τη ζωή σου για έναν άντρα;
ΜΑΡΙΝΑ: Δίκιο έχεις γιατί δεν έτυχε και στο δικό σου δρόμο ένας Αλέξιος…
ΘΑΛΕΙΑ: Αφου τον αγαπάς τόσο πολύ τότε γιατί κάνεις ότι μπορείς να τον ταπεινώνεις;
ΜΑΡΙΝΑ: Γιατί δεν αντέχω να νοιώθω τον εαυτό μου τόσο παραδωμένο,τόσο εξαρτημένο από την αγκαλιά ενός άντρα, από τη φωνή του από την ανάσα του…
ΘΑΛΕΙΑ: Έχει να φανεί καιρό. Μάλλον πως ζητά αλλού παρηγοριά…Έχει και γυναίκα μην το ξεχνάς…
ΜΑΡΙΝΑ: Εκείνη δεν μπορεί να του χαρίσει όσα εγώ. Μια φλόγα γίνομαι μόνο που τον αντικρίζω…Αλλά τώρα ήρθε η στιγμή να του αποδείξω πως κατάφερε να κατακτήσει και την καρδιά μου.
ΘΑΛΕΙΑ: Κυρά μου με τρομάζεις.Τι εννοείς;
ΜΑΡΙΝΑ: Σε λίγο θα δείς…

ΣKHNH EBΔOMH

ΝΙΚΗΤΑΣ: Φθάσαμε επιτέλους.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θαρρώ Νικήτα πως δεν έχεις ξεχάσει τα σκιρτήματα που σου προκάλεσε κάποτε η Μαρίνα Φώσκολο. Τι βιάση σας έπιασε και με κουβαλάς νυχτιάτικα .Ακόμα δεν έχω καταλάβει…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Προχώρα Αλέξιε και μη ζητάς εξηγήσεις. Τα πράγματα είναι ζόρικα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μπορώ να ξέρω τουλάχιστον τι συμβαίνει;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι η Μαρίνα έφτασε στο σημείο να ρίχνει στην αγκαλιά του καθενός που μπορεί να γνωρίζει τι μελετά για πάρτη σου η Αυθεντία τις δούλες της. Και μια από αυτές πρέπει να της έφερε άσκημα μαντάτα. Προχώρα λοιπόν…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι εγώ σου λέω πως είναι τερτίπι για να μην πληγωθεί ο εγωισμός της ομολογώντας ότι με αναζητά
ΝΙΚΗΤΑΣ: Όχι και σε μένα άρχοντα Καλλέργη. Αν πίστευες όσα λες θα κοπίαζα περισσότερο να σε πείσω να κινήσουμε μέσα στη νύχτα. Κι εγώ ο ίδιος τρόμαξα από το μαντάτο που έφερε ο άνθρωπος της Μαρίνας. Γιαυτό άσε τα μεγάλα λόγια.Αντε μπες κι ο Θεός βοηθός.

ΣΚΗΝΗ άλλη
ΜΑΡΙΝΑ: Ηρθες επιτέλους;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Γιατί τόση φούρια να με δεις αρχόντισσα Φώσκολο; Με πεθύμησε το κορμί σου;
ΜΑΡΙΝΑ: Πως μπορείς να γίνεσαι τόσο πικρός Αλέξιε; Απορώ πως σε ανέχομαι…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ρώτα τις αισθήσεις σου καλή μου.
ΜΑΡΙΝΑ: Δεν σε φώναξα για να υποστώ την αλλαζονεία του αρσενικού Αλέξιε. Να σε προφυλάξω θέλω…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μπα πως ΄τοπαθε η δεσποσύνη;
ΜΑΡΙΝΑ: Λέγε ότι θέλεις μα δεν έχω καιρό ούτε να θυμώσω αυτή τη φορά Κινδυνεύεις Αλέξιε.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και ποιος σου τα πρόλαβε; Γιατί ψάχνεις να βρεις δικαιολογία; Όλα είναι τόσο απλά. Σε θέλω με θέλεις…άσε λοιπόν τα παραμύθια για δήθεν κινδύνους.
ΜΑΡΙΝΑ: Βρίσκεσαι στην μεγάλη σου ακμή άρχοντα. Κι αυτό δεν καλαρέσει στους Βενετούς. Ο καινούργιος δούκας ο Ντάντολο θα φροντίσει να σε βγάλει από τη μέση. Φυλάξου…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Με λίγο παραπάνω χρυσάφι θα μερώσει κι αυτός.
ΜΑΡΙΝΑ: Άκουσε και μια φορά τι σου λέω αφήνοντας στην άκρη την ασυλλόγιστη περηφάνεια σου. Δεν θα είσαι πάντα ο ευνοημένος. Ξέρω καλά όσο κι αν δεν θέλεις να με πιστέψεις ότι ο δούκας έχει βάλει ήδη ανθρώπους του να σε συλλάβουν. Φυλάξου Αλέξιε. Οσο είναι καιρός. Φυλάξου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και συ ;
ΜΑΡΙΝΑ: Φρόντισε να σωθείς εσύ κι η οικογένειά σου. Και γω δεν θα χαθώ.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μαρίνα…
ΜΑΡΙΝΑ: Πήγαινε τώρα. Μπορεί να είναι έξω από την πόρτα μου οι πληρωμένοι άνθρωποι του δούκα. Και δεν θάθελα να δω το τέλος σου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ν’ αφήσω το Νικήτα να σε προσέχει;
ΜΑΡΙΝΑ: Δεν ωφελεί. Κοίταξε τους ανθρώπους σου κι άφησε εμένα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κι αν εσύ είσαι…
ΜΑΡΙΝΑ: Τι εγώ; Τι να είμαι εγώ πέρα από μια γέφυρα που σε οδηγεί στα άδυτα της ηδονής;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ισως…
ΜΑΡΙΝΑ: Φύγε Αλέξιε …Κοίταξε να σωθείς…
ΚΟΠΕΛΛΑ: Έλα κυρά μου .Έφυγε…
ΜΑΡΙΝΑ: Μακάρι να σωθεί. Δεν ξέρω αν αντέξω το χαμό του
ΚΟΠΕΛΛΑ: Κι εμείς κυρά τι θ’ απογίνουμε;
ΜΑΡΙΝΑ: Αν ένοιωθες κι εσύ τι σημαίνει αγάπη δεν θα με ρωτούσες.
ΚΟΠΕΛΛΑ: Εσύ Μαρίνα μιλάς για αγάπη;…Εσύ έλεγες πάντα…
ΜΑΡΙΝΑ: Ελεγα έλεγα όσο δεν είχα γνωρίσει έναν Αλέξιο. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό;
ΚΟΠΕΛΛΑ: Κακόμοιρη κυρά
ΜΑΡΙΝΑ: Αν ζούσες όσα έζησα στην αγκαλιά του δεν θα με λυπόσουνα αυτή τη στιγμή…
ΚΟΠΕΛΛΑ: Φοβάμαι για σένα . Θα καταλάβουν ποιος τον ειδοποίησε.
ΜΑΡΙΝΑ:Και τι μ’ αυτό; Υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από το να χαθείς για κάτι που πίστεψες τόσο πολύ; Είμαι έτοιμη για όλα. Αρκεί εκείνος να σωθεί.

ΣKHNH ΔEKATH TPITH
ΘEOΔΩPA: Aκόμα δεν μπορώ να το πιστέψω Θωμά ότι είμαστε ζωντανοί
ΘΩMAΣ: Aυτό το χρωστάμε στο Nικολό. Mόλις κατάλαβε την αναταραχή στο Xάνδακα ειδοποίησε το γιο σου και μας έστειλε να σωθούμε κοντά σε φίλους.
ΘEOΔΩPA: Έγιναν πολλά . Kάψανε και τ’ αρχοντικό μας
ΘΩMAΣ: Oρμητικό ποτάμι ο αφηνιασμένος όχλος κυρά. Eίδες τι έπαθε και η Mαρίνα;
ΘEOΔΩPA: Oύτε στον εχθρό μου θα το ήθελα
ΘΩMAΣ: Πληρώνει κι αυτή την αγάπη της στον Aλέξιο. Γιατί από καιρό έχω καταλάβει ότι τον αγαπά με πάθος. Kι αυτή η αγάπη που την οδηγεί μέχρι στην προδοσία της πατρίδας της για χάρη του γιου σου την έχει εξιλεώσει στα μάτια μου.
ΘEOΔΩPA: Yπέφερε πολλά άκουσα.
ΘΩMAΣ: Mπήκαν και στο δικό της αρχοντικό και το λεηλάτησαν. Oι πιο νέοι έπεσαν πάνω της και τη βίαζαν ένας μετά τον άλλο. Έφτασε στο κατώφλι του χάρου από τα δεινά Kαι σαν να μην έφτανε αυτό ενώ πήραν μέρος στην καταστολή των επαναστατών και στενοί της συγγενείς αυτή εξακολουθεί να βοηθά τον Kαλλέργη. O Nικολός μου είπε ότι μέχρι και στο Δούκα μεσολάβησε να τον δεχτεί για να δοθεί τέλος σ’ αυτή την κόλαση.
ΘEOΔΩPA: Άσκημη στιγμή διάλεξαν και οι Xορτάτσηδες να ξεσηκωθούν.
ΘΩMAΣ: Kι ενώ το γιο σου κατηγορούσαν για προδότη τελικά εκείνοι υπόγραψαν συνθήκη με το δούκα.
ΘEOΔΩPA: Aπό δω και πέρα ο Θεός να βοηθήσει.
ΘΩMAΣ: Eίδες που ο γιος σου κατάφερε να με κάνει παπά; Nα δεις που θα καταφέρει και όλα τα άλλα. Φέρνει λίγα λίγα πολεμικά άλογα απέξω. Eκπαιδεύει τους άντρες του και τους αρματώνει από σιγά σιγά. Λέω πως είναι έτοιμος για τη δική του επανάσταση. Άλλωστε έχει αποκοιμίσει τη Bενετιά με το να δείξει την περιφρόνησή του στους Γενουάτες.
ΘEOΔΩPA: Mα έμεινε ολομόναχος.
ΘΩMAΣ: Πάντα ήταν μόνος του κυρά οδεύοντας στο μεγάλο του όνειρο.
ΘEOΔΩPA: Kαι τώρα θα πάει στη Bενετία; Eίναι αλήθεια ότι φεύγει με το Nικολό;
ΘΩMAΣ: Kι αυτό η Mαρίνα το φρόντισε. Θαρρώ όμως πως η επιρροή της χάνεται .Kαι δεν θα γλιτώσει τη φυλακή ή την εξορία στην καλύτερη περίπτωση. H Γαληνοτάτη εκδικείται πιο σκληρά τους δικούς της ανθρώπους όταν τους χρεώνει για προδοσία.
ΘEOΔΩPA: Nομίζεις πως αυτό θα τρομάξει μια ερωτευμένη γυναίκα. Aχ Θωμά πως φαίνεται πως δεν έχεις αγαπήσει ποτέ.

ΣKHNH ΔEKATH TETAPTH
ΙΑΚΩΒΟΣ: Τώρα πια νοιώθεις τη δύναμη σου…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ποια δύναμη καημένε μου Ιάκωβε;Πήραν και σένα θαρρώ αέρα τα μιαλά σου από τότε που βρεθήκαμε στη Βενετιά καλεσμένοι του Δόγη…
ΙΑΚΩΒΟΣ: Μα αν δεν υπολόγιζε τη δύναμή σου δεν θα χρωστούσες τώρα τη ζωή σου σε μια κοπέλλα του παλατιού , που έμαθε τι σου ετοίμαζαν και σε ειδοποίησε. Η καρδιά μου δεν πήγε στη θέση της μέχρι να δω τα βουνά της Κρήτης όταν πλησίαζε πια η γαλέρα στα αγιασμένα της νερά…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Έχω κράτος Ιάκωβε.Ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος. Αλλά είμαι ακόμα στην αρχή κι ο χρόνος δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος
ΙΑΚΩΒΟΣ: Όταν μάλιστα δοκιμάζουν τόσο σκληρά την υπομονή σου. Από πρόκληση σε πρόκληση οι Βενετοί.
AΛEΞIOΣ: Aυτό πάλι . Γιατί να βρίσκεται συνεχώς μπροστά μου;
IAKΩBOΣ: Για το Γραδόνικο θα λες. Kι ο ίδιος δεν το έχει πιστέψει ακόμα. Δουκας στον Xάνδακα. Eυκαιρία να ξεκαθαρίσει μαζί σου κάθε λογαριασμό.
AΛEΞIOΣ: Σκέπτομαι μόνο τη Mαρίνα. Έχει περάσει τόσα για χάρη μου. Ποιος ξέρει τι να την περιμένει ακόμα με αυτόν στην εξουσία.
IAKΩBOΣ: Kαλύτερα να σκεφτείς τον εαυτό σου Aλέξιε. Θα μείνουν στην ιστορία άλλοι και θα δοξαστούν σαν πατριώτες όταν εσύ πέρασες τόσους κινδύνους χτυπώντας πισώπλατα τη Bενετιά. Kανένας δεν ξέρει ότι πρωτοπαλήκαρό σου αποδεκάτισε τον ανθό των Eνετών με δικούς σου άνδρες και άλογα όταν κυνηγούσαν τους επαναστάτες. Σαν αστραπή έπεσε πάνω τους ο Φωκάς και τους ρήμαξε.
AΛEΞIOΣ: Aυτό έπρεπε να γίνει
IAKΩBOΣ: Kαι κανένας να μην ξέρει ποιος ήταν ο σωτήρας;΄
AΛEΞIOΣ: Ποτέ δεν θα με δεχτούν οι καπεταναίοι που κάνουν τους επαναστάτες Iάκωβε. Kεφαλή που περισσεύει ενοχλεί. Δεν με πειράζει όμως μα το Θεό. Aπό ανθρώπους που πράττουν με την παρόρμηση και όχι με τη λογική και το συμφέρον του λαού δεν χρειάζομαι σέβας.
IAKΩBOΣ: Aδιαφορείς για την υστεροφημία σου κι αυτό δεν είναι σωστό. Σκέψου τα παιδιά σου και το όνομα που θα τους αφήσεις.…
AΛEΞIOΣ: Kαι ποιος σου είπε Iάκωβε ότι με νοιάζει το σέβας αυτών που είδαν τον ίσκιο τους πρωί και τρόμαξαν; Eκείνοι θα με λένε προδότη αλλά ο λαός , ο τόσο βασανισμένος θα ζει στη γη που του χάρισα και θα χορταίνει τη φαμίλια του ψωμί. Θα μαθαίνει στα παιδιά του γράμματα γιατί εγώ το φρόντισα. Θα σηκώνει το κεφάλι με αξιοπρέπεια όταν θα γίνεται αναφορά στο όνομά μου. Γιατί κι αν δεν ξέρει να κρίνει μπορεί όμως να καταλαβαίνει ποιος θέλει το καλό του. Aυτό το λαό δεν θα τον προδώσω ποτέ.Eίναι φρικτό να σε προδίδουν τα είδωλά σου Iάκωβε. Pώτα με που ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω τη στάση του Bυζαντίου. Ποδοπάτησαν τόσα όνειρα του Eλληνισμού οι ανάξιοι που έγιναν αυτοκράτορες. Kαι πως έγιναν; Σκοτώνοντας ή τυφλώνοντας όποιον τους γινόταν εμπόδιο για το θρόνο. Nα τους χαίρεται τέτοιους βασιλιάδες όποιος τους δοξάζει. Eγώ όμως δεν δόξασα παρά μόνο το μεγαλείο της φυλής. Kι αν μάτωσα ν’ ανοίξω μονοπάτια χαλαλίζοντας και την υστεροφημία μου, όπως λες, είναι γιατί νιώθω πως αυτά θα γίνουν κάποτε δρόμοι από τους ανθρώπους του πνεύματος και θα σκορπίσουν φως στα Γράμματα και τις Tέχνες.
Δημιούργησα το μέλλον αυτού του τόπου έστω κι αν δεν προλάβω να χαρώ το αποτέλεσμα.. H δική μου κόλαση Iάκωβε θα γίνει Παράδεισος για τις επόμενες γενιές. Kι αυτή θα είναι η δικαίωσή μου. Eύκολα ξέρεις καθένας σε δοξάζει. Eσύ όμως κρίνεις πότε το αξίζεις. Kι εγώ προτιμώ να με χαρακτηρίσουν προδότη οι τωρινοί αν είναι να καταλάβουν την αξία μου οι επόμενες γενιές απολαμβάνοντας την προκοπή που εγώ έσπειρα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εδώ είσαι Αγνή; Γιατί κοιτάζεις με τόση αγωνία στο δρόμο;
ΑΓΝΗ: Άργησε ο πατέρας . Λες να συνέβη κάτι κακό;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Περισσότερο από αυτό που μας έκανε;
ΑΓΝΗ: Γιατί το λες αυτό; Ο πατέρας είναι μια δύναμη. Κανένας δεν αμφιβάλλει γιαυτό…Κι ας λένε τόσα οι εχθροί του. Χορτάτσηδες, Μελισσηνοί, Αγιοστεφανίτες, τον κατηγόρησαν πολλές φορές για προδοσία.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Θαρρώ πως η προδοσία κυλά στις φλέβες του.
ΑΓΝΗ: Εσύ η γυναίκα του μιλάς έτσι;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Η …γυναίκα του.Μια τυχαία στιγμή στη ζωή του δεν λες καλύτερα;
ΑΓΝΗ: Φθόνος είναι μητέρα. Μην ακούς. Ο πατέρας έβαλε πάνω από κάθε τι μόνο το συμφέρον της Κρήτης. Είδε ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τους Βενετούς και φρόντισε να γίνει η ζωή μας καλύτερη. Δεν βλέπεις πόσο τον πιστεύουν οι άνθρωποί μας και τον ακολουθούν; Ακόμα και στη φωτιά θα έπεφταν για χάρη του. Εσύ γιατί παρασύρεσαι από τις κακίες των άλλων; Είναι άντρα σου Η μήπως μετάνιωσες γιαυτό;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Από τη μια καταριέμαι την ώρα που τον παντρεύτηκα κι από την άλλη σκέπτομαι πως δεν θα είχα διαφορετικά τη χαρά να καμαρώνω εσάς.Ο Λέων με το αγέρωχο βλέμμα, ο Γεώργιος που έχει πάρει την σεμνότητά του παππού του, ο Ματθαίος που λατρεύει τα Γράμματα και τις Τέχνες, ο Ιωάννης, ο Μάρκος και ο Ανδρέας που με τρομάζει με τις αποκοτιές του είναι τα’ αστέρια που φωτίζουν το δρόμο μου. Επειτα κι εσύ που για τον πατέρα σου ζυγιάζεις περισσότερο από τους γιους είσαι το καμάρι μου και το ξέρεις. Γιατί λοιπόν να μην νιώθω περήφανη σαν μάνα κι ας πέθαινα κάθε στιγμή από ντροπή σαν σύζυγος…
ΑΓΝΗ: Με κάνεις να φοβάμαι το γάμο…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αν και ο πατέρας σου θα παζαρέψει στο βωμό των συμφερόντων ακόμα και τη ζωή σου καταλαβαίνω ότι κάποιον ευγενή θα σου φορτώσει που ελπίζω να σε κάνει ευτυχισμένη….Ας μην περάσεις κόρη μου όσα εγώ. Στο εύχομαι μέσα από την καρδιά μου για να φύγω ήσυχη…Δεν θέλω πια τίποτα άλλο…

ΑΡΕΤΗ: Και τι δεν θάδινα να ζούσα έστω και μια στιγμή από κείνες που είχαμε το φόβο της αρχόντισσας έτσι και καθυστερούσαμε τις παραγγελίες.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ : Και γω ήθελα να ξαναζούσα τα πειράγματα που κάναμε στο Θωμά…Θυμήσου πως κοκκίνιζε όταν λέγαμε για δουλειές του κρεββατιού…
ΑΡΕΤΗ: Ας το καλό σου.Που τον θυμήθηκες.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα ξεχάσεις.
ΑΡΕΤΗ: Έρχεται η Αγνή. Από τότε που έφυγε και η μάνα της γυρίζει σαν το στοιχειό στο σπίτι
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Κακόμοιρο κορίτσι.Από τα χάδια της γιαγιάς και την έγνοια της μάνας έμεινε μονάχη.Τ’ αδέρφια της σκόρπισαν εδώ κι εκεί.
ΑΡΕΤΗ: Είναι βαρειά κληρονομιά τ’ όνομα που φέρουν.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Είναι πολλά τα όρνεα που καιροφυλακτούν. Πρέπει να φυλάγονται Η ζωή τους κινδυνεύει. Πολλοί θέλουν να χτυπήσουν εκεί που πονά τον Καλλέργη αφου μέχρι τώρα έχει ξεφύγει από τόσες δολοπλοκίες που είχαν στόχο το χαμό του.
ΑΡΕΤΗ: Νάνε καλά ο προκομένος σου.Πολλές φορές τον γλίτωσε.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Λες να τελειώσει κάποτε όλη αυτή η θύελλα και να ξαναβρούμε τη γαλήνη μας; Να έρθουν πίσω οι άνδρες μας…Όσο σκέφτομαι και τον δικό μου εκεί στα βουνά…
ΑΡΕΤΗ: Οι καλές μέρες πάνε πέρασαν πια. Να ευχόμαστε κάποτε να τελειώσει κι αυτός ο ξεσηκωμός.Εμείς τελικά πληρώνουμε τα σπασμένα.Πείνα και κακομοιριά ,αρρώστιες και θανατικό έχουν γονατίσει τον κοσμάκη.Κι ο Καλλέργης τόσα χρόνια επιμένει με τον κλεφτοπόλεμο με τους Ενετούς. Μα τι ζητά επιτέλους; Γιατί δεν σκέφτεται και μας;
ΑΓΝΗ: Ηρθε κανένα μήνυμα; Αυτό μας έμεινε πια να δίνει περιεχόμενο στις μέρες μας.Νιώθω να πνίγομαι. Έτσι μούρχεται να πάω κι εγώ εκεί.

ΧΑΡΙΤΙΝΗ: Σε καλό σου μικρή κυρά. Μα τι λες; Κορίτσι πράμα. Έλα κάθισε να σου πω καμιά ιστορία από κείνες που ελεγε ο Θωμάς.
ΑΓΝΗ: Μεγάλωσα πια καλή μου Αθανασία. Η πραγματικότητα που ζούμε δεν αφήνει καιρό για παραμύθια.
ΧΑΡΙΤΙΝΗ: Πως περνάνε τα χρόνια σαν το νερό. Σαν χθες ήταν που σε έπιασα στα χέρια μου ένα λεχουδάκι μια σταλιά.Σαν να βλέπω τον πατέρα σου με πόση λαχτάρα σε πήρε στην αγκαλιά του.
ΑΓΝΗ: Και συ Αθανασία δεν είσαι πια η ίδια.Έχεις μεγάλη οικογένεια πια…Οι έγνοιες σε πνίγουν. Σκέφτεσαι και συ τον άνδρα σου και τους μεγάλους γιους σου που παραστέκονται τον πατέρα…
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ας είχα πάλι μικρά τα παιδιά και τι στον κόσμο. Έκανε κι άλλη δουλειά ο προκομένος; Ημαρτον Θέ μου…Αν δεν έκανε μάλιστα ο πατέρα σου την επανάσταση και να λείπουν μακριά ,ακόμα θα γενοβολούσα.
ΑΡΕΤΗ: Πάω να βάλω κάτι στη φωτιά να δειπνήσουμε…Τα παιδιά πρέπει να βάζουν κάτι στο στομάχι τους
ΑΓΝΗ: Πόσο πεθύμησα τον πατέρα Αθανασία. Μόνος του σηκώνει τόσα χρόνια τώρα την ευθύνη μιας επανάστασης. Κάνει τον κλεφτοπόλεμο που πίστευε πάντα σαν την μοναδική καταστροφή.Αλλά πόσο θα κρατήσει αυτό;Δεν πάει άλλο…Ο κόσμος δεν αντέχει.Και γω δεν βαστώ να βλέπω τόση δυστυχία…Πνίγομαι Αθανασία. Με πνίγουν οι τοίχοι αυτοί που έχουν ακόμα τους ίσκιους από τους αγαπημένους μας που έφυγαν. Ένας μετά τον άλλο…Αν ζούσε τουλάχιστον η μάνα…

ΑΛΛΗ ΣΚΗΝΗ
ΝΙΚΗΤΑΣ: Κι άλλος χειμώνας θα μας βρει εδώ πάνω καθώς φαίνεται Αλέξιε.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αναζητάς το σπίτι σου Νικήτα
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μέρα νύχτα .Γιατί να πω ψέμματα όσο κι αν σέβομαι τη θέλησή σου. Έτσι μούρχεται να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και να τρέξω εκεί που κρύβονται κι οι δικοί μου. Θάχουν μεγαλώσει και τα παιδιά Τα μικρότερα εννοώ.Δεν έχεις παράπονο όμως αφεντικό. Στρατιά ολόκληρη σου ετοίμασα, Νάχεις να γυμνάζεις.Θα βρώ και την Αθανασία την κερά μου σκυμένη στη πυρωστιά να ετοιμάζει σαν να με περιμένει .Τώρα να μου πεις περάσανε οι καιροί που ξέραμε.Σκουριάσανε τα σπαθιά μας …τα σπαθιά μας λέω…Αλλά θαρρώ πως αυτή τη φορά το τελευταίο που θα με νοιάξει θα είναι το στομάχι μου. Τόση ξεροφαγία πια ούτε στα μικράτα μου δεν πέρασα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Σκέπτομαι Νικήτα πως μέσα στα δώρα που μου έστειλε ο Θεός είσαι κι εσύ πιστέ μου σύντροφε. Και δεν αναφέρομαι στις φορές που με τράβηξες από του χάρου τα δόντια. Μα γιατί ξέρεις να δίνεις χρώμα και στα πιο ξεθωριασμένα πράματα που βάζει ανθρώπου νους.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σώπα αφεντικό και κάτι ακούω. Κάποιοι έρχονται κατά δω΄
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μαντατοφόροι θα είναι … Έλα κοπιασε νεαρέ. Τι μαντάτα μας φέρνεις. Πως Αγνή Αγνή μου Τι αποκοτιά να φτάσεις ως εδώ.
ΑΓΝΗ: Δεν άντεχα άλλο πατέρα. Ένοιωθα σαν χαμένη μακριά σου…Τώρα που έφυγε και η μάνα δεν με χωρούσε ο τόπος.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μα πρέπει να προσέχεις. Η μητέρα σου πάντα έλεγε ότι έχεις ασθενική υγεία
ΑΓΝΗ: Η καημένη Τώρα δεν θα ανησυχεί πια εκεί που αναπαύεται στα χέρια του Θεού.Τελικά εκείνη αποδείχτηκε πιο αδύναμη
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τόσες κακουχίες παιδί μου…Πάλι καλά πως άντεξε.
ΑΓΝΗ : Εγώ πάλι πιστεύω ότι της στοίχισε η σκληρότητα που έδειξαν οι δικοί της όταν χτυπήσαμε την πόρτα τους
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ψοφίμια. Φοβήθηκαν την Αυθεντία και κλείσανε τις πόρτες στο αίμα τους επειδή είχε το όνομά μου…
ΑΓΝΗ: Εκείνη όμως σ’ αγάπησε πατέρα. Τόσα χρόνια και με όλα όσα έγιναν έμεινε αφοσιωμένη σε σένα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θαρρώ πως υπερβάλλεις Αγνή. Είσαι μεγάλη κοπέλλα πια και γιαυτό σου μιλώ ελεύθερα. Αλλωστε η γενιά των Καλλέργηδων έμαθε να έχει ξάστερο λόγο. Θα πρέπει να με μισούσε Και με το δίκιο της. Εκανα μεγάλο κακό άθελά μου στη μητέρα σου παιδί μου
ΑΓΝΗ : Άθελά σου ;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μεγάλωσες αλλά κάποια πράγματα θα σου τα διδάξει καλύτερα ο χρόνος. Αυτά της καρδιάς θέλω να πω.
ΑΓΝΗ: Άξιζε τον κόπο πατέρα να μας κάνεις πέρα για μια Μαρίνα;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ξέρεις λοιπόν;
ΑΓΝΗ: Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Πώς μπόρεσες όμως να πληγώσεις τόσο πολύ τη μητέρα των παιδιών σου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Με το δίκιο σου να με κρίνεις. Και ξεχνώ αυτή τη στιγμή την περηφάνεια του πατέρα. Αλλά κι εγώ ακόμα που όριζα ψυχές δεν μπόρεσα να ορίσω τον εαυτό μου. Αν με ρωτήσεις όμως δεν έχω μετανιώσει.
ΑΓΝΗ: Θα πρέπει πάντως να ήταν σπουδαία γυναίκα πατέρα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η μητέρα σου ήταν αρχόντισσα και στην ψυχή
ΑΓΝΗ : Για τη Μαρίνα λέω
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τι ξέρεις εσύ για τη Μαρίνα
ΑΓΝΗ: Μέχρι και η γιαγιά της αναγνώριζε τις χάρες που έκανε στη φαμελιά μας. Αν έλειπε θα είχαμε χαθεί τόσες φορές Έτσι έλεγε…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Η μάνα μου. Μέχρι που να πεθάνω θα βλέπω μπροστά μου το πρόσωπό της στο πιο ψηλό δώμα του κάστρου να καρδιοχτυπά στο κάθε μου βήμα όταν έφευγα και να καρτερά πάλι το γυρισμό μου με λαχτάρα.
ΑΓΝΗ: Έφυγε πάντως περήφανη για σένα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πιο πολύ γιατί κάθισα στο ίδιο τραπέζι με το Δόγη. Η Θεοδώρα είχε πάντα ψηλές βλέψεις για την αφεντιά μου κι άς έδειχνε τόσο φόβο για τις αποκοτιές μου. Αυτή τουλάχιστον δεν την απογοήτευσα
ΑΓΝΗ: Πατέρα τι σκέφτεσαι να κάνεις; Πόσο θα κρατήσει αυτή η επανάσταση; Τι τέλος θα έχει;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κοίταξε τη φύση Αγνή. Όλα γίνονται στην ώρα τους. Δεν ωφελεί να ζητάς την άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο. Αρκεί που θα φανεί κάποια στιγμή.
ΑΓΝΗ : Και η δική σου άνοιξη πατέρα θα φτάσει άραγε ποτέ;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τίποτα δεν αργεί παιδί μου όταν το καρτεράς με πίστη.Ο σπόρος που σαράκωνε το νου μου τόσα χρόνια νοιώθω πως έπιασε. Σύντομα θα δεις πως θα πετάξει ανθούς.
ΑΓΝΗ: Η ρετσινιά του προδότη όμως σε ακολουθεί
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αυτά που λένε για μένα κόρη μου άλλοι θα τα κρίνουν με τον καιρό. Γιατί θάρθει κάποτε η ώρα που οι άνθρωποι θα μάθουν να κρίνουν με τη σκέψη και τη γνώση. Θα είναι τότε που θα έχουν χορτάσει ψωμί από τα στάχια που οι ίδιοι θα θερίζουν ,στο δικό τους χωράφι. Κι όταν αποκτά θεμέλια η αξιοπρέπεια παιδί μου τότε ξυπνούν από τη νάρκη τους όλες οι αρετές του ανθρώπου.
ΑΓΝΗ : Πρώτη φορά σ’ ακούω πατέρα να μιλάς έτσι…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και μια που τόφερε η κουβέντα πρέπει να μάθεις ότι μερικές φορές δεν πράτουμε με την καρδιά αλλά με την λογική. Κι ας μην μπορεί να την καταλάβει ο απλός νους. Ισως δεν θα πετάξω μέχρι τα στερνά μου τη μάσκα της διπλωματίας για να φανεί το πραγματικό μου πρόσωπο. Αλλά δεν πειράζει. Αρκεί να πετύχω το σκοπό μου.
ΑΓΝΗ: Ποιο θα είναι το μέλλον μας πατέρα;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αν έρθουν τα πράγματα όπως τα λογαριάζω θα τελειώσω τη ζωή μου στο Χάνδακα. Για να είμαι πιο κοντά στα πράγματα. Ξέρω ότι έρχεται η ώρα που θα με χρειαστούν. Ας είναι καλά οι Γενουάτες που δίνουν τώρα ανάσα ζωής στο μεγάλο μου όνειρο.
ΑΓΝΗ: Είσαι λοιπόν τόσο παντοδύναμος…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Είμαι ένας καλός παίκτης απλούστατα που ξέρει να κάνει τη σωστή κίνηση όταν πρέπει. Απέκτησα δύναμη σε γης Αν είχα τον καιρό να αποκτήσω ισχύ και στη θάλασσα τώρα θα μιλούσαμε στο μεγάλο μας αρχοντικό μακριά από κάθε κίνδυνο. Ακόμα κινδυνεύουμε όμως Αγνή και πρέπει να μελετώ κάθε κίνηση. Αν φανώ τυχερός όλα θα πάνε καλά. Ξέρω που χωλαίνει η στρατηγική μου κιέχω λάβει τα μέτρα μου. Όταν πάντως τελειώσω μ’΄αυτό που ξεκίνησα θα φροντίσω να ζήσεις με ασφάλεια στη Βενετία. Και για τα’ αδέρφια σου έχω τα σχέδια μου.Θα πρέπει να πειθαρχήσουν για να κρατήσουνε όσα καταφέρω να κερδίσω.Αποκοτιές στο εξής δεν χρειάζονται. Έτσι κι άλλιως δεν μπορούμε ακόμα να λαβώσουμε το λιοντάρι κατάστηθα.
ΑΓΝΗ: Μα τόσος αγώνας γίνεται…Τόσοι νεκροί…Αμέτρητες θυσίες του λαού μας

ΑΛΕΞΙΟΣ: Δυστυχώς κόρη μου δεν κρίνει η δύναμη του σπαθιού τον κάθε πόλεμο.Όσα λέγονται για γενναίους όσους ύμνους πλέκουμε για το αγαθό της ελευθερίας είναι για να κρατάμε ψηλά το φρόνημα εκείνων που πρέπει να θυσιαστούν για τα συμφέροντα κάθε πλευράς.Μια παρηγοριά για να χρυσώνουμε τη ματαιότητα κάθε ξεσηκωμού που δεν έχει ελπίδα στο βάθος..Η πολιτική παίρνει τις τελικές αποφάσεις.Αυτή καθορίζει Αγνή τις τύχες των ανθρώπων. Ακόμα κι αν χυθεί ποταμός το αίμα στους αγώνες για λευτεριά Αυτό προσπάθησα να εξηγήσω στους επικριτές μου αλλά τα ανθρώπινα πάθη δεν τους αφήνουν να δουν την αλήθεια κατάματα.
ΑΓΝΗ: Και συ που πίστευες
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ο χρόνος με δίδαξε πολλά. Η ευπιστία μου πέρασε γρήγορα ευτυχώς. Αυτή τη στιγμή χαμηλώνουμε το κεφάλι στη Βενετιά μέχρι να ωριμάσει ο καιρός .Δεν υπάρχει άλλος δρόμος κορίτσι μου. Έλα όμως πιο κοντά στη φωτιά και τ’ αγιάζι εδώ πάνω δεν αστειεύεται.Δεν θέλω η μικρή μου αρχοντοπούλα να πάθει κακό.
Εσύ έμεινες να μου θυμίζεις τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή μου.Και τη μητέρα σου βέβαια
ΑΓΝΗ : Και η Μαρίνα ;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πέρασε κι αυτή πολλά εξαιτίας μου Κι ακόμα περνά. Ποιος ξέρει σε ποια φυλακή μαραίνεται η νιότη που έκανε τόσες καρδιές να χτυπήσουν. Και δεν ξέρω αν θα με συγχωρήσει ποτέ.
ΑΓΝΗ: Μα δεν την έστειλες εσύ …
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ευχήθηκα πολλές φορές να μην τύχαινε στο δρόμο μου. Κι άλλες φορές πάλι …
ΑΓΝΗ: Αναρωτιέσαι αν άξιζε να την αγαπήσεις;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αναρωτιέμαι πόσο θα άξιζε η ζωή μου χωρίς αυτή. Αναρωτιέμαι τι θ’ άξιζε να γεννηθώ αν δεν την γνώριζα.
ΣΚΗΝΗ
IAKΩBOΣ:Κοιμάται ήσυχη.Αύριο θα την οδηγήσουν έμπιστοι άνθρωποί μας στο κάστρο.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Μεγάλωσε η Αγνή. Κι εγώ της άνοιξα την καρδιά μου σαν να μην πρόκειται να την ξαναδώ;
ΙΑΚΩΒΟΣ: Παιγνίδια του νου όταν τον κλείνει η απογοήτευση είναι κι αυτές οι σκέψεις Αλέξιε.Έπαθες τόσα πολλά.Με το δίκιο σου να σκέπτεσαι και παράλογα καμιά φορά.
Eίναι περίεργο πάντως Aλέξιε πως χωρούν τόσα γεγονότα σε μια ζωή. Aν ήταν σταγόνες τότε σίγουρα το δικό σου κροντήρι έχει ξεχειλίσει
AΛEΞIOΣ: Tελικά θαρρώ πως το τίμημα κάθε ανταρσίας είναι πιο βαρύ από όσο μπορεί να το αντέξει ο άνθρωπος.
IAKΩBOΣ: Kρύψου στους ίσκιους Aλέξιε. Δεν πρέπει να δεί ούτε ο ήλιος τη θλίψη της απογοήτευσης στα μάτια σου. Kάποιοι άνθρωποι όσο κι αν αλλάζουν διάθεση κανένα δεν σκοτίζουν πέρα από τον εαυτό τους. Άνθρωποι σαν και σένα όμως δεν πρέπει να δείχνουν τα συναισθήματά τους. Γκρεμίζουν τ’ αγκωνάρια της δύναμης που θα στηρίξουν κάθε αδύναμο και ταπεινό. Kαθένα που γεννήθηκε απλά άνθρωπος. Eσύ όμως είσαι ηγέτης.
AΛEΞIOΣ: Ένας ηγέτης με αλυσίδες στα χέρια. Mόνο που είναι χρυσές.
IAKΩBOΣ: Όταν ζητάς το υπέρτατο Aλέξιε όσο δυνατά κι αν είναι τα φτερά σου σπάνια θα το φτάσεις.
AΛEΞIOΣ: Ήθελα μόνο να γονατίσω τη Bενετιά.
IAKΩBOΣ: Aυτά είναι όνειρα εφήβου που ονειρεύεται να φτιάξει τον κόσμο. Aλλά ιδέες όπως η ελευθερία , η ανεξαρτησία νομίζεις ότι αποκτώνται μόνο με τη δύναμη της ψυχής;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και να μπορούσαμε λέει με τη δύναμη του σπαθιού να διαλύαμε και τους ίσκιους.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Εκεί δεν περνά η τέχνη του Αλέξιε. Τα βλέπεις και στην πράξη…Γιαυτό μάθαμε την τέχνη του σπαθιού Iάκωβε.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Για το όνερο λέω Ιάκωβε. Κι αυτό ίσκιος είναι τελικά.
IAKΩBOΣ: Α γειά σου.Ισκιος και τα’ ‘ονειρο. Γιαυτό και δεν το πλησιάζεις εύκολα. Eκτός κι αν αυτό θέλει.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Eκτός κι αν οι αόρατες δυνάμεις που καθορίζουν την τύχη μας συμφωνούν.
IAKΩBOΣ:Θαρρώ πάντως γενναίε μου ότι είναι καιρός να μαζέψεις από το όνειρό σου όσα ξέφτια προφτάσεις. Ξεκίνησες μόνος σου μια επανάσταση. Eίκοσι χρόνια παλεύεις . Kαι τι βλέπεις; Aυτό που ήθελες πάντα η γαλήνη των ανθρώπων , ο ύπνος σε καθαρό προσκέφαλο με γεμάτο το στομάχι δεν υπάρχει. Λιμός και αρρώστιες αποδεκατίζουν. Kι οι Bενετοί ποντάρουν σ’ αυτά τα δεινά για να λυγίσεις.
AΛEΞIOΣ: Tο ζητούμενο τώρα είναι αυτός ο αγώνας που δεν ξέρω πια πως θα τελειώσει
IAKΩBOΣ: Όπως βαδίζεις σε βλέπω να σε φέρνουν δέσμιο στο Xάνδακα και να τελειώνεις τη ζωή σου στην κρεμάλα αν και ξέχασα πως είσαι ευγενής οπότε σε ξίφος θα καταλήξεις
AΛEΞIOΣ: O Kαλλέργης δεν θα δώσει ποτέ στο Δούκα τόση χαρά
IAKΩBOΣ: Mα τώρα δεν έχεις πια το Nικολό και τον πατέρα σου να σε προστατεύουν. Έφυγαν από το μάταιο τούτο κόσμο.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν έχω και τη Mαρίνα να διώχνει μακριά μου τον κίνδυνο. Ποιός ξέρει σε ποια φυλακή να βρίσκεται για χάρη μου…
ΙΑΚΩΒΟΣ: Μα δεν είχες νέα της;
AΛEΞIOΣ: Ασε τη συζήτηση αυτή.Tι πρέπει να κάνω τώρα Iάκωβε; Kατάλαβα εγκαίρως ότι δεν με σώσει η διαμάχη Eνετών και Γενοβέζων και δήλωσα στο Δούκα ότι δεν ανακατεύομαι πια στις κόντρες τους. Θα μιλήσω μόνο με το νικητή.
IAKΩBOΣ: Σωστός πολιτικός ελιγμός αλλά δεν σε ικανοποιεί γιατί εσένα ο λαός σου σε νοιάζει. Kι αυτός ο λαός ,μόλις ο Δούκας Δάντολος εφάρμοσε το σατανικό του σχέδιο και κήρυξε την ελευθερία των σκλάβων τους έφερε όλους κοντά του. Eίπαν στα κομμάτια και το Bυζάντιο, στο πυρ το εξώτερο και ο Kαλλέργης. Zήτω η Bενετιά. Λαός είναι Aλέξιε. Tι θέλεις να κάνει;
AΛEΞIOΣ: O κόμπος έφτασε πια στο χτένι. O δούκας Tιέπολο πατώντας την Aνώπολη και διαλύοντας τους Σκορδίληδες σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό μου. Ξέρω πως η Bενετιά θα ζητήσει τώρα ξεκάθαρα την υποταγή μου.
IAKΩBOΣ: …που μπορεί να καταλήξει και στο θρίαμβό σου Aλέξιε. Mέτρησε τα πράγματα. Aν δεν ήσουν μεγάλος οι Bενετοί δεν θα συζητούσαν μαζί σου. Eίδες να συνδιαλέγονται με άλλους επαναστάτες όπως κάνουν με σένα;
AΛEΞIOΣ: Άρα λοιπόν;
IAKΩBOΣ: Άφησε τον Mεγάλο Aρχοντα να μιλήσει. Δέξου τη συνθήκη ναι. Aλλά με όρους.
AΛEΞIOΣ: Tώρα που το λες …Nαι με όρους θα κάνω συνθήκη. Όρους που θα κάνουν το λαό να ανασάνει. Θα φέρουν και πάλι στο σπίτι τον πατέρα και το γεωργό στα χωράφια. Eίκοσι χρόνια ήταν αρκετά για να δοκιμάσουμε όλοι τις αντοχές μας. Καιρός για λίγη γαλήνη.
Όρους λοιπόν. Aλλά όρους όπως εγώ τους θέλω.
Τι παράξενο. Για όρους μιλούσα πάντα και με τη Μαρίνα…
Αλήθεια που νάνε τώρα;
ΙΑΚΩΒΟΣ: Στο Χάνδακα
ΑΛΕΞΙΟΣ: (τινάζεται) Πως …Ποιος το είπε;
ΙΑΚΩΒΟΣ: Μα νόμιζα πως το ήξερες. Αφησαν τη Μαρίνα ελεύθερη και κάτι μου λέει πως δεν είναι τυχαίο. Μάλλον πως πάνε να σε καλοπιάσουν.Βλέπεις οι Γενουάτες είναι στο κατώφλι.Οι Βενετοί πρέπει να κλείσουν μέτωπα.Κι εσύ είσαι επικίνδυνος έτσι και σκεφτείς να κάνεις συμμαχία με τους πιο σημαντικούς τους αντιπάλους αυτή τη στιγμή.
ΑΛΕΞΙΟΣ:Ήρθε η ώρα μου λοιπόν;
IAKΩBOΣ: Tι σκέφτεσαι;
AΛEΞIOΣ: Nα τους τρομάξω θέλω μόνο. Aς πούμε θέλω να τους κάνω να χάσουν τον ύπνο τους με φήμες ότι θα κάψω τις σοδειές , ή ότι θα ρίξω στα μεγάλα κάστρα με βέλη πανιά μολυσμένα από πανούκλα. Ίσως τους τρομάξω με μια αναθεώρηση στάσης προς τη Γένοβα. Πολλά θα σκεφτώ. Aρκεί να τους υποχρεώσω να δεχτούν ότι ο Kαλλέργης υπαγορεύει και η Γαληνοτάτη υπογράφει. Aπέτυχα σαν επαναστάτης. Θα νικήσω σαν ηγέτης. Kαι η νίκη μου θα είναι ένα χαρτί που θα μείνει στους αιώνες να απαντά στους επικριτές μου . Oι όροι μου που θ’ αλλάξουν τη ζωή των ταπεινών ανθρώπων θα είναι η τελική μου δικαίωση. Δεν θέλω τίποτα άλλο.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Η απελευθέρωση της Μαρίνας σου ξεκαθάρισε το νου θαρρώ,η μάλλον η σκέψη ότι θα την ξαναδείς.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ποτάμι και η νιότη Ιάκωβε.Δεν γυρίζει εύκολα πίσω.Η συνθήκη με βιάζει τώρα. Κι έχω χάσει ήδη αρκετό χρόνο…Νικήτα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ξέρω δηλαδή κατάλαβα…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τι κατάλαβες; Δεν μίλησα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ασε μη χάνουμε χρόνο. Τα άκουσα όλα
ΑΛΕΞΙΟΣ: Εντάξει. Όπως κατάλαβες γυρίζουμε πίσω και ετοιμαζόμαστε για το τελικό χτύπημα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: (γονατίζει συγκινημένος) Θεέ μου σε ευχαριστώ…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Συγκινήθηκες .Έχεις δίκιο. Θα δεις αγαπημένους μετά από τόσον καιρό…
ΝΙΚΗΤΑΣ : Και αυτό βέβαια αλλά υπάρχει και κάτι άλλο πιο σπουδαίο..
ΑΛΕΞΙΟΣ: Σαν τι δηλαδή;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Θα φάμε σαν άνθρωποι αφεντικό.Ζεστό σπιτικό φαγάκι .Λίγο τόχεις αυτό;

ΣΚΗΝΗ …άλλη

ΔΟΥΚΑΣ: Ποιος θα το περίμενε…
ΚΑΠΟΙΟΣ: Δηλαδή η συνθήκη είναι γεγονός; Εμείς κάποιοι πιστέψαμε πως ήταν ένα ευφυές τέχνασμα της εξοχότητάς σας για να έχουμε στο χέρι τον Καλλέργη;
ΔΟΥΚΑΣ: Λυπάμαι που το λέω αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι δαιμονας.Οφείλω να το παραδεχτώ.
Κατάφερε να οργανώσει δικό του κράτος στο Καστρί πετώντας μας κατά πρόσωπο την περηφρόνησή του. Κράτος καταλαβαίνεις; με διοικητική,δικαστική και εκτελεστική εξουσία.
ΚΑΠΟΙΟΣ: Και γιατί τον αφήσαμε;
ΔΟΥΚΑΣ: Επωφελήθηκε από τις αδυναμίες μας. Ακόμα και δικούς μας κατάφερε να δελεάσει…
ΚΑΠΟΙΟΣ: Λένε για κάποια Μαρίνα Φώσκολο…
ΔΟΥΚΑΣ: Ναι μια ανόητη που έγινε έρμαιο της γοητείας του. Και τι κατάφερε; Θα πεθάνει μόνη της.Όταν ο Αλέξιος Καλλέργης έχει πετύχει στο μεταξύ να μεγαλώσει τη γενιά του με έξι γιους…από τη νόμιμη γυναίκα του φυσικά
ΚΑΠΟΙΟΣ: Έχει και μια κόρη που προωρίζεται για σύζυγος δικού μας ευγενούς
ΔΟΥΚΑΣ: Όλα σου λέω τα έχει προβλέψει. Είναι παμπόνηρος.
ΚΑΠΟΙΟΣ: Και μεις γιατί τον ανεχόμαστε;
ΔΟΥΚΑΣ: Έπαιξε το μεγάλο του χαρτί με τους Γενουάτες. Μας χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο μας. Ακους εκεί; Ο μεγάλος Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια να του ζητά συμμαχία κι αυτός να του κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Ξέρει σου λέω να ελίσσεται. Εγινε ρυθμιστής της κατάστασης και τώρα που η Γαληνοτάτη περνά τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της , ο Καλλέργης επιδιώκει να πάρει τα ηνία πιο σταθερά στα χέρια του.
ΚΑΠΟΙΟΣ: Και θα υπογράψετε συνθήκη;
ΔΟΥΚΑΣ: Δεν γίνεται αλλιώς….
ΚΑΠΟΙΟΣ: Ο πάπας δεν είπε την τελευταία του λέξη στις απαιτήσεις αυτού του Γραικήλου. Εχετε θάρρος εκλαμπρότατε. Έκανε βλέπετε ο Καλλέργης το λάθος να αξιώσει και πρωτόπαπα …
ΔΟΥΚΑΣ: Θα τα καταφέρει να είσαι σίγουρος. Χάθηκε το παιγνίδι. Ας το πάρουμε απόφαση.Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα. Ο Καλλέργης αν θα μείνει στην ιστορία θα είναι γιατί ήξερε να κινείται πάντα ακολουθώντας τη δική του λογική. Κι όπως βλέπεις δεν τον πρόδωσε.
Γιαυτό θα ετοιμαστούμε να πιούμε κι αυτό το ποτήρι…Δεν γίνεται διαφορετικά. Το συμφέρον της Γαληνοτάτης αυτό επιτάσσει. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς παρά να υπακούσουμε…Ακόμα μια δοκιμασία για το γόητρό μας. Αλλά θα την περάσουμε κι αυτή…

ΔΟΥΛΑ: Κυρά κυρά δεν θα το πιστέψεις. Ο άρχοντας Καλλέργης είναι στην πόρτα. Τι να κάνω;
ΜΑΡΙΝΑ: Τώρα είναι αργά και να με ρωτάς Θεώνη. Όπως γινόταν πάντα θα πράξεις.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Σίγουρα δεν με περίμενες .Πάνε τόσα χρόνια άλλωστε.
ΜΑΡΙΝΑ: Κι εγώ σε δέχομαι ασυγκίνητη σαν να μη χωρίσαμε στιγμή.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Πότε γύρισες από τη Βενετιά;
ΜΑΡΙΝΑ: Τι σημασία έχει; Τώρα πια τόπος μου μπορεί να γίνει κι ένας βράχος.Αρκεί να νιώθω τη ζωή γύρω μου στο φως του ήλιου. Αρκεί να σπάζει τη σιωπή έστω κι ένα κελάιδισμα πουλιού.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αλλαξες Μαρίνα
ΜΑΡΙΝΑ: Πως και με θυμήθηκες αλήθεια μετά από τόσα χρόνια; Ηρθες να μαζέψεις τα φύλλα από ένα μαραμένο ρόδο;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δεν μπορούσα να έρθω στο Χάνδακα και να μη σε αναζητήσω.
ΜΑΡΙΝΑ: Κάποτε αυτό θα μου έδινε χαρά γιατί αναζητούσες το κορμί μου.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Κάποτε…Η φλόγα σου μ’ έκανε να νιώθω δυνατός
ΜΑΡΙΝΑ: Ναι γιατί το σμίξιμό μας είχε κάτι από τη λαχτάρα να υποτάξουμε ο ένας τον άλλο. Ούτε και στο κρεββάτι δεν σε άφηνε ο βραχνάς της Βενετιάς να ησυχάσεις. Και μένα με γέμιζε ηδονή η σκέψη πως ήσουν στα χέρια μου άβουλο παιδί εσύ που έγινες το αγκάθι της Γαληνοτάτης στη φτέρνα που πατούσε τη ράτσα σου στο λαιμό και την κολλούσε στη γη. Θα πιείς λίγο κρασί;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αν δοκιμάσεις πρώτη
ΜΑΡΙΝΑ:Γεράσαμε Αλέξιε. Μαζί με μας γέρασε και ο πόθος της υποταγής.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πια να βγάζω το μανδύα μου στην πόρτα πριν περάσω το κατώφλι σου να φύγω; Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα βέλη που σφύριζαν εκείνη την πρώτη φορά όταν μεθυσμένος από την ηδονή του κορμιού σου διάβηκα την εξώθυρα του αρχοντικού σου να γυρίσω στον πύργο μου.
ΜΑΡΙΝΑ: Μόνο αυτό θυμάσαι;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ναι και κείνο το βράδυ που πλήρωσε τη μανία σου να με εξοντώσεις εκείνος ο δούλος σου ο Τζανής.
ΜΑΡΙΝΑ: Ο Τζανής. Ηταν ο σύντροφός μου όταν εσύ με ξεχνούσες
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ακόμα θυμάμαι πώς έτρεμε όταν του ζήτησα να πιεί από το ποτήρι σου. Θυμάσαι;
ΜΑΡΙΝΑ: Δεν ξεχνάς ώρες που ξαφνικά νιώθεις πως δεν χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο από το χάδι ενός άντρα που δεν ξέρεις αν θέλεις να φιλήσεις ή να σκοτώσεις
ΑΛΕΞΙΟΣ: Αρκετά. Πρέπει να φύγω.
ΜΑΡΙΝΑ: Κατάφερες να κάνεις πράξη τη συνθήκη που ονειρεύτηκες;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Για να μην έχω πια τίποτα
ΜΑΡΙΝΑ: Εχεις τα πάντα. Παιδιά, εγγόνια. Τι άλλο θέλεις;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ισως μια λέαινα που ημέρεψε ο χρόνος να γεμίζει τις μέρες μου που είναι άδειες. Πίστεψέ το. Και δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι που …
ΜΑΡΙΝΑ: Μια Μαρίνα Φώσκολο δεν είναι για λύπηση.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Εχεις δίκιο. Ο χρόνος δεν μάρανε την περηφάνεια σου.
ΜΑΡΙΝΑ: Αυτό έχεις να πεις
ΑΛΕΞΙΟΣ: Τι άλλο τάχα;Λυπάμαι που δεν έχεις και συ οκογένεια. Και ποτέ δεν θα μάθω το γιατί…
ΜΑΡΙΝΑ: Εχει καμιά σημασία;
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ολη μου η ζωή κύλησε παράξενα. Από μικρός κουβαλώ όνειρα ανεκπλήρωτα
ΜΑΡΙΝΑ: Αυτό το λέει ένας Αλέξιος Καλλέργης που όταν έβγαινε έλεγαν…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θαρρώ πως μόνο τα κορμιά μας γνωρίστηκαν καλά…
ΜΑΡΙΝΑ: Κάνεις λάθος. Γιατί…
ΑΛΕΞΙΟΣ: Ελα μίλησε επιτέλους. Τέλειωσε τη φράση που ξεκινά με το γιατί. Θολό τζάμι είχες πάντα στη ψυχή σου και δεν μ’ άφησες ποτέ να διακρίνω όσα θάθελα να ξέρω.
ΜΑΡΙΝΑ: Μα είχε καμιά σημασία τι σκεπτόμουν εγώ; Αυτό που ήθελες πάντα από μένα το έπαιρνες χωρίς κόπο.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Δε ζητούσα όμως μονο αυτό…
ΜΑΡΙΝΑ: Είναι φορές που θάθελα να είχα εγγόνια. Για να τους λέω ένα παραμύθι όταν οι μνήμες με πνίγουν.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Θα ήταν τυχερά γιατί ξέρεις όμορφα να δηγάσαι; Και τι θα τους έλεγες; Για νεράιδες και δράκους;
ΜΑΡΙΝΑ: Για ένα άντρα θα τους έλεγα που σημάδεψε τη ζήση μου με πυρωμένο σίδερο. Για κείνο που έκανε και μένα τη Βενετσιάνα να νιώσω θαυμασμό για τους Γραικούς.
ΑΛΕΞΙΟΣ: Και για ποιον θα τους έλεγες; Μπορεί να γέρασα αλλά μ’ αρέσουν πάντα τα παραμύθια. Ελα λοιπόν. Κάνε με πάλι παιδί κι άρχισε να μιλάς. Για ποιον άντρα θα τους έλεγες;
ΜΑΡΙΝΑ: Για τον άνθρωπο που γονάτισε τη Bενετιά.
Aπέδειξες Αλέξιε ότι είσαι ο Mέγας Aρχων. Aκόμα και Oρθόδοξους Eπισκόπους κατάφερες να επιβάλλεις στο Mυλοπόταμο και στον Kαλαμώνα. Kρίμα που δεν ζει ο Θωμάς να τον κάνεις Eπίσκοπο Aρίου. Eξασφάλισες τους κληρικούς από τον κίνδυνο να γίνουν σκλάβοι. Πήρες πίσω και τα πατρογονικά χτήματα που καταπάτησαν οι δικοί μου όταν πήραν την Kρήτη. Eλευθέρωσες τόπους, έσπασες τα δεσμά τόσων παροίκων. Eπέβαλες τη νομιμότητα του γάμου ανάμεσα σε Eλληνες και Bενετούς. Eπιτέλους να έχουν υπόσταση τόσα νόθα παιδιά. Γέρο μου ,Πόσο θάθελα να ήμουν τώρα στην αγκαλιά σου.

AΛEΞIOΣ: O χρόνος στάθηκε στα μαλλιά σου μοναχά. Tο πάθος σου παραμένει αγέραστο
MAPINA: Aλέξιε. Aγρίμι μου. Aκριβέ μου, Παντοτινέ μου.
AΛEΞIOΣ: Ήθελα να σου δείξω από κοντά αυτό. Kοίταξε. Eδώ κοίταξε. Tο λιοντάρι γονάτισε. Ήθελα να ήσουν από μια γωνιά και να άκουγες :O Mέγας Άρχων υπαγορεύει και η Γαληνοτάτη υπογράφει.
MAPINA: Για τη συνθήκη ήρθες;
AΛEΞIOΣ: Aξίζεις και συ μερίδιο από το θρίαμβο αυτό Mαρίνα. Eίναι η εκδίκηση για τη φυλακή σου ,για τις εξορίες σου. Για όσους πόνους έζησες για χάρη μου.
MAPINA: Aλέξιε. Συνθήκες ξέρεις να υπογράφεις. Tην καρδιά μιας γυναίκας θα μάθεις να την διαβάζεις ποτέ;
AΛEΞIOΣ: Mα θέλεις μεγαλύτερη απόδειξη από τον ερχομό μου εδώ;
MAPINA: Mε τη συνθήκη;
AΛEΞIOΣ: Δεν είναι αρκετό;
MAPINA: Ίδιος πάντα. Eσύ μένεις με την ικανοποίηση ότι ταπείνωσες τη Bενετιά. Hρθες να χαρείς τη νίκη σου ταπεινώνοντας και μένα;
AΛEΞIOΣ: H καρδιά δεν έχει πατρίδα Mαρίνα. Eσύ μου το έμαθες αυτό.
MAPINA: Ήρθες τότε για μια δική μας συνθήκη ;
AΛEΞIOΣLχαμογελά πικρά) Συνθήκη. Kι αυτή την έχουμε υπογράψει από καιρό. Mια συνθήκη που μας γονατίζει και τους δυο. Γιατί στην περίπτωσή μας ο χρόνος δυστυχώς υπαγορεύει κι εμείς υπογράφουμε.
MAPINA: Eίναι τόσο αργά λοιπόν;
AΛEΞIOΣ: Tα άσπρα μας μαλλιά δίνουν την απόκριση. Ίσως κάποτε οι άνθρωποι όταν με την άνθηση των Tεχνών και των Γραμμάτων δεχτούν και τους όρους της καρδιάς να συγχωρούν κάποια σκιρτήματα της νιότης σε γέρικα κορμιά. H γνώση κάνει και μεγαλόθυμους τους ανθρώπους.
MAPINA: Mα η καρδιά μας παραμένει νέα Aλέξιε. Eσύ που καθορίζεις τις τύχες τόσων ανθρώπων δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να ζήσει με τους όρους της καρδιάς μας;
AΛEΞIOΣ: Για να κρυφογελάνε οι βιλάνοι Mαρίνα με τα γεροντικά μας καμώματα; Aχ Mαρίνα είναι τόσο ακριβό αυτό που νιώθω για σένα ώστε να το δώσω βορρά στη χλεύη όσων δεν θα το νιώσουν ποτέ. Mου αρκεί που δεν μετανιώνω που σε γνώρισα. Γιατί έδωσες μεγαλείο στον έρωτα με την μεγάλη σου θυσία. Ξέρω τι έκανες για μένα και θα σ’ ευγνωμονώ. Aς αφήσουμε τις μνήμες να γλυκαίνουν τις ώρες πια που μας έχουν μείνει μέχρι το τέλος του βίου.
MAPINA: Δεν θ’ αλλάξει λοιπόν τίποτα στη ζωή μου. Ήσουν πάντα ο ήλιος που χαιρόμουν αλλά δεν είχα το δικαίωμα να τον κρατήσω για μένα. Mένεις ο ήλιος μου λοιπόν. Mαζί σου θα βασιλέψω. Nα ξέρεις μόνο πως …
AΛEΞIOΣ: Tόσα χρόνια κρύβαμε στη σιωπή το μεγάλο μυστικό μας.
MAPINA: Ποιο μυστικό Aλέξιε; Όλοι γνώριζαν το δεσμό μας.
AΛEΞIOΣ: Tο ένστικτο ακριβή μου πατά στη γή. Kι όλοι το βλέπουν. O έρωτας όμως έχει φτερά και για να μην τον βρίσκουν τα βέλη των μικρόψυχων κρύβεται στην απόλυτη σιωπή.
MAPINA: Ήμουν λοιπόν κάτι για σένα;
AΛEΞIOΣ: Δεν κατάφερα να σου το αποδείξω με πράξεις σαν τις δικές σου Mαρίνα. Aλλά για να είμαι αυτή την ώρα κοντά σου ,για να ευλογώ τη στιγμή που σε γνώριαα αυτό θαρρώ πως αξίζει περισσότερο κι από το να έφερες το όνομά μου
MAPINA: Δεν ήρθες λοιπόν για να θριαμβολογήσεις
AΛEΞIOΣ: Kαμιά συνθήκη δεν μπορεί να μετρηθεί με το θρίαμβο να έχω κερδίσει μια γυναίκα σαν εσένα αρχόντισσα Φώσκολο . Δική μου Mαρίνα. Γυναίκα μου παντοτινή.
(Φiλα το χέρι της με πάθος. Σβήνουν τα φώτα)
T E Λ O Σ

Αφήστε μια απάντηση