Μαρτυρία Καλλιόπης Παττακού

Μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία γυναίκας εκπαιδευτικού της Καλλιόπης Παττακού Σαριδάκη για τα τραγικά γεγονότα στο Άνω Μέρος  στις 22 Αυγούστου 1944. Μας εστάλη από το αρχείο της κας Αγάπης Παττακού για την ΚΙΒΩΤΟ ΜΝΗΜΗΣ και την ευχαριστούμε

 

 

 

Η Καλλιόπη με το σύζυγό της Θεοχάρη Σαριδακη (ΠΑΥΛΟ ΚΕΔΡΑΙΟ) που υπήρξε από τους στυλοβάτες της πολιτιστικής ζωής του Ρεθύμνου και από τους γλαφυρότερους αρθρογράφους των γεγονότων της 22 Αυγούστου 1944 στο Αμαριώτικο Κέντρος

Κάψιμο των χωριών του Κέδρους

Το ξύπνημά  μας της 22ας Αυγούστου, ήρθε με τα γαυγίσματα των σκυλιών που προαισθάνονταν το κακό. Για αυτό, όταν στις 6.00πμ, οι Γερμανοί χτύπησαν τις πόρτες μας ουρλιάζοντας, να συγκεντρωθούμε  όλοι στο σχολείο, είχαν ήδη σκοτώσει ή πυροβολήσει τα περισσότερα για να πάψουν να αλυχτούν.

Βρισκόμουν στο χωριό λόγω θερινών διακοπών των Γυμνασίων. Όλες οι οικογένειες ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο Σχολείο, όπου μάθαμε ότι θα κάψουν το χωριό. Εκεί  οι κατακτητές, χώρισαν στην μια αίθουσα τους νέους άνδρες και παιδιά άνω των 12 ετών, και στην άλλη τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Στην συνέχεια ένας Γερμανός αξιωματικός ονόματι  Luis γνωστός μου από τα μαθήματα Γερμανικών που μας έκανε στο Γυμνάσιο, μας έδωσε εντολή να γυρίσουμε στα σπίτια μας και να πάρομε ότι μπορούμε να σηκώσαμε, γιατί τα σπίτια θα καταστραφούν. Η μητέρα μου σκέφτηκε και πήρε 1 σακί ψωμί και κουβέρτες. Πίσω στο σχολείο, έγινε διαχωρισμός των Ομήρων: εφήβων κοριτσιών και ηλικιωμένων. Στα 10 έφηβα κορίτσια ήμουν εγώ, η αδελφή μου Αρτεμισία Πιττακού, οι ξαδέλφες μου Κακιώ Κυριακάκη, Αργυρή Μαθιουδάκη, Αγγέλα Μαθιουδάκη, και Ελένη Λεμονάκη,  Ευανθία Φραγκουδάκη, Μαρία Κουγιτάκη, ένα κορίτσι από τις Δρυγιές, και μια άγνωστη φιλοξενούμενη στον Καπαρό. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα, μπροστά εμείς και οι υπόλοιποι πίσω μας, φρουρούμενοι από  οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες, μέσα στο λιοπύρι, ξυπόλυτα παιδιά, εξαθλιωμένοι, χωρίς φαγητό με λίγο νερό που μας έφερναν κάπου κάπου.  Περάσαμε τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, και φτάσαμε στο Γερακάρι. Εκεί είδαμε τον πρώτο σκοτωμένο στην άκρη του δρόμου! Μετά προχωρήσαμε  στις Ελένες. Στη συνεχεία στρατοπεδεύσαμε σε ένα αμπέλι στον Μέρωνα, όπου κοιμηθήκαμε, τρόπος του λέγειν, αφού με τους φακούς έψαχναν κάποιον και μας ξυπνούσαν. Το πρωί, μας άφησαν να περιμένουμε να έλθουν τα αυτοκίνητα φορτηγά, με τα λάφυρα, από τους μαγατζέδες των σπιτιών μας  που πήραν πριν τα κάψουν.  Εμάς τους Ομήρους, μα έβαλαν πάνω από τα σακιά με τα στάρια και τα άλλα λεηλατημένα προϊόντας μας, με προορισμό το Ρέθυμνο. Τους υπόλοιπους τους άφησαν να πάνε όπου ήθελαν. Η οικογένεια μου πήγε στην Πατσό, μαζί με πολλοίς άλλους Ανωμεριανούς Οι δικοί μου φιλοξενηθήκαν στην οικογένειας Προκοπάκη (στου Προκόπη), κλαίγοντας για την άγνωστη  τύχη μας.

ΟΙ Όμηροι  φτάσαμε την νύκτα στο Ρέθυμνο, και μάλιστα στο Φρούριο στην Φορτέτσα. Κοιμηθήκατε σε βρεγμένο πλακόστρωτο. Την νύκτα ακούσαμε, τον πυροβολισμό της εκτέλεσης , κάτω από το κάστρο, του αδελφού του Παντελονόκωστα . Την επόμενη μας ξεχώρισαν,. Τα 10 κορίτσια του Άνω Μέρους και τα 20 των Βρύσων μα έβαλαν στην εκκλησία του Κάστρου. Τα 50 κορίτσια  του Γερακαριού σε ένα άλλο ερείπιο, κατάλυμα, και τους μεγάλης ηλικίας ομήρους πάνω από 50ετών, τους άφησαν σε υπαίθριο χώρο. Στις 20 ημέρες, απελευθέρωσα έμενα και την Κακιώ Κυριακάκη ως μικρότερες, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν κει 1 μήνα , μέχρι την κατάρρευση του Μετωπίου, το οποίο και τις/τους γλύτωσε. Οι πληροφορίες έλεγαν πως η τύχη μας θα ήταν: είτε η βύθιση,  όποιου  σκάφους μας επιβίβαζαν, στα ανοιχτά, για να μας πνίξουν, ή να καταλήξουμε στο Άουσβιτς!

Η αδελφή μου και εγώ φύγαμε, γεμάτες Ψώρα, και Τυφοειδή Πυρετό.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι , όταν οι γονείς μου έμαθαν ότι είμαστε στο Κάστρο, η μητέρα μου με τα δυο μικρή αγόρια αδέλφια μας Γιώργη 13 ετών και  Ιάκωβο 11 ετών , ήρθαν στην είσοδο του Κάστρου,  να μας δουν. Συμφωνήσαμε σαν σύνθημα ότι είμαστε ζωντανές να απλώναμε κάθε πρωί μια κόκκινη πατανία στα Τείχη.

Μετά την απελευθέρωσή μας, γυρίσαμε όλοι στο χωριό, όπου βρήκαμε το σπίτι ερείπια, ανατιναγμένο με δυναμίτη, λεηλατημένο, και το σκυλάκι μας που είχαν τραυματίσει το πρωί εκείνο , είχε γυρίσει και ήταν νεκρό, στα θεμέλια.

Σημειωτέον ότι το ίδιο βράδυ της 22ας εξετέλεσαν τους άνδρες ακόμα και 12χρονα αγόρια, σε όλα τα χωριά. Δεν υπάρχουν τάφοι, αλλά  μόνο τα ονόματα τους,  στις στήλες των Ηρώων των χωρίων, με τα αποκαΐδια που βρέθηκαν , στο χωνευτήριο.

Η οικογένεια μου, πρόσφυγες χωρίς στέγη, πήγαμε στο Χορδάκι, όπου φιλοξενηθήκαμε, όπως όπως, στους αδελφούς του πατέρα μου Γιώργη και Μανώλη Παττακούς, μέχρι να φτιάξουμε κατάλυμα στο Άνω Μέρος.

Το σπίτι ξαναχτίσθηκε αργότερα.

Άστεγοι, Όμηροι, και Πρόσφυγες ,ξαναρχίσαμε την ζωή μας από το μηδέν. Πάλι καλά που δεν είχαμε άμεσα οικογενειακούς νεκρούς.

Καλλιόπη Παττακού

του Θεοδώρου και της Αγάπης

Σύζυγος Θεοχάρη Σαριδακη

 

Αφήστε μια απάντηση