Μίμη Ανδρουλάκη «Πριν σβήσουν τα φώτα».

Ομιλία Δημάρχου Ρεθύμνης k. Γιώργη Μαρινάκη στην παρουσίαση του βιβλίου

Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 2022

 

Κυρίες και Κύριοι
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι
Αποδέχθηκα με χαρά την τιμητική πρόσκληση του φίλου μου Κωστή Κανελλάκη
να μοιραστώ μαζί σας στο πλαίσιο του φιλόξενου Αμαρουσιώτικου Κύκλου
Διαλόγου τη σκέψη μου για τη νέα, πολυδιάστατη διανοητική και συναισθηματική
περιπέτεια που μας προτείνει ο αγαπητός Μίμης Ανδρουλάκης. Γνωρίζοντας τη
γραφή του, ανακαλώντας την εμπειρία της τελευταίας μας συνεργασίας στην
παρουσίαση του βιβλίου «Μήνας Μέλιτος» και έχοντας ήδη μελετήσει το νέο του
βιβλίο, η θετική ανταπόκρισή μου στην πρόσκληση ήταν δεδομένη.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης λοιπόν, ο φιλόσοφος, o διανοητής, o πολιτικός, o
επιστήμονας, o δημοσιογράφος, o πολυγραφότατος συγγραφέας, θέτει στην κρίση
μας το 30ο του βιβλίο. Θα προσπεράσω την εύλογη απορία «Πως τα καταφέρνει;» μια
και ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία, μετά την παρουσίαση, να τον «ανακρίνουμε», με
την κα Φλέσσα η οποία, κατά κοινή ομολογία, είναι η πλέον κατάλληλη, λόγω
επιστημονικής κατάρτισης και εμπειρίας, για το εγχείρημα.
Ας ακτινογραφήσουμε μαζί λοιπόν το βιβλίο. Προτού καν το ξεφυλλίσουμε, ο
συμβολικός του τίτλος διεγείρει την περιέργεια μας. «Πριν σβήσουν τα φώτα». Ποια
φώτα; Της μνήμης; Της προσωπικής, της συλλογικής; Η οξύνοια, η ακρίβεια, η
θαυμαστή διαύγεια του συγγραφέα, που διαθλάται στο ασύλληπτο πλήθος των
προσώπων και των γεγονότων που πρωταγωνιστούν στις 600 σελίδες του βιβλίου,
μάλλον αποκλείουν την πρώτη περίπτωση. Τα θυμάται όλα και με τις λεπτομέρειές
τους.
Η συλλογική μνήμη λοιπόν; Είναι αλήθεια πως σταδιακά συρρικνώνεται ο
αριθμός εκείνων που με τις προσωπικές τους μαρτυρίες συνδράμουν στη διατήρησή
της. Πώς μπορεί όμως να ατροφήσει η συλλογική μας μνήμη σε γεγονότα όπως την
εξέγερση του Πολυτεχνείου που είναι ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα και ορόσημα
της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας;

[2]

Εντούτοις, ο κίνδυνος κατακρήμνισης στη λήθη προσώπων και γεγονότων που
καθόρισαν με τις επιλογές, τη ζήση ή και το θάνατό τους την εξέλιξη της χώρας, είναι
πάντοτε ενεργός.
Ο χρόνος εμπεριέχει τη φθορά, την απώλεια ενέργειας την αποσύνθεση,
παραδέχεται, απαλλαγμένος από αυταπάτες, ο συγγραφέας. Υπερβαίνοντας το
ναρκισσισμό που υπαινικτικά του προσάπτει η συνείδηση του, αποδίδοντας του
χαρακτηριστικά ενός μικρού θνήσκοντος και αναγεννώμενου Θεού, ο ίδιος εξηγείται
εξαρχής: Εξαργυρώνει μια επιταγή συνείδησης, ξεπληρώνει ένα οφειλόμενο χρέος:
στον εαυτό του, στους ανθρώπους με τους οποίους η ζωή του διασταυρώθηκε σε
κρίσιμες στιγμές, σε κείνους με τους οποίους μοιράστηκε ένα πανόραμα βιωμάτων και
συναισθημάτων από αυτά που κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη.
Κι όπως συμβαίνει σε κάθε σπουδαία πνευματική παραγωγή, ο χρόνος, λίγο
πριν πέσει η αυλαία και σβήσουν τα φώτα, είναι ο πιο πολύτιμος: είναι ο χρόνος του
απολογισμού, της τολμηρής ανακεφαλαίωσης, της καθολικής σύνοψης, του
αναστοχασμού, της αξιολόγησης με καθαρής έντιμη κριτική ματιά.
Ως αυτοβιογραφία, λοιπόν, μας συστήνει το βιβλίο του. Άλλωστε όπως δηλώνει
του αρέσουν οι αυτοβιογραφίες ως οργανικό μέρος της αυτοεξέτασης, εντέλει της
ανακάλυψης του εαυτού. Μόνον που στον εσωτερικό του διάλογο, το «Εγώ» έχει
παραχωρήσει στο «Εμείς» όλο σχεδόν το ζωτικό χώρο. Κρατά μόνον μια μικρή γωνιά
για τον προσωπικό ζωτικό του πυρήνα, τον οποίο ουδέποτε σταμάτησε να καλλιεργεί,
και συνεχίζει, με ευπρέπεια και ευγενή μετριοπάθεια, να υπερασπίζεται.
Σε αυτή την πολύτροπη συνδιαλλαγή με τον εαυτό όμως, τον πρώτο λόγο τον
παραχωρεί στους Άλλους. Και τούτη η αλληλοπεριχώρηση, η ύπαρξη του ενός μέσα
από τον άλλο ή μέσα στον άλλο, χωρίς να πλήττει την ιδιαιτερότητα και τη
μοναδικότητα του καθενός, υποκινεί έναν επίπονο μα καρποφόρο διάλογο που
μοιραζόμαστε οικειοθελώς εμείς οι αναγνώστες, με τον δημιουργό. Διότι τον
βιώνουμε όχι ως τραύμα που πυροδοτεί η ανάμνηση των σκληρών δοκιμασιών και
ανήκεστων παθημάτων της πολυκύμαντης νεότερης ιστορίας μας αλλά ως απόπειρα
διερεύνησης των βασικών συντεταγμένων της ύπαρξης γύρω από θέματα μνήμης,
πίστης σε αξίες και μάχης κατά της κακοδαιμονίας που διαχρονικά μας
καταδυναστεύει.
Με σηματωρό λοιπόν τη γνώση και τα βιώματα του, ο Μίμης Ανδρουλάκης μας
συμπαρασύρει σε μια κατάδυση στον εσώτερο εαυτό . Εισχώρηση επώδυνη και
δυνάμει εξιλεωτική. Διείσδυση πέρα από την ορατή δυνατότητα, φορέας μιας
αναζωογονητικής προσδοκίας αναπροσανατολισμού της ζωής με πνευματική ορμή,
ψυχική ετοιμότητα και ηθική πράξη.

[3]

Στη διαδρομή, εμείς, ως «Άλλοι», ανιχνεύουμε στοιχεία ταύτισης μας με πτυχές
της ιστορίας που μας αφηγείται. Μιας ιστορίας που, διαρρηγνύοντας τα όρια των
προσωπικών του συνόρων, διευρύνεται, γενικεύεται, αποκτά συλλογικότητα και
καθολικότητα.
Τέτοια, που καθιστά ως αδιαχώρητη και αδιάσπαστη οντότητα το Εγώ και το
Εμείς, μπολιάζοντας το Μετά με τα πρωτογενή δομικά υλικά του Πριν.
Από το απειροελάχιστο ως το πιο σύνθετο, από το πιο ταπεινό ως το πιο
μεγαλειώδες, ο Μίμης Ανδρουλάκης δημιουργεί μια κοινωνία λόγου, δίνοντας φωνή
σε κείνους που ακούστηκαν λιγότερο. Κι ας πρόσφεραν ίσως περισσότερα. Και είναι
πολλοί. Και είναι παντού. Το κάνει με σεβασμό, διακριτικότητα, συνέπεια,
ψυχραιμία, ενσυναίσθηση. Αποφεύγει τις ερμηνείες, τους ακραίους χαρακτηρισμούς,
αφορισμούς και προβλέψιμες δραματοποιήσεις, ελέγχοντας απολύτως τη
συναισθηματική του φόρτιση που υπονομεύει την αντικειμενικότητα της αξιολογικής
κρίσης, ακόμη και στις αναφορές του σε γεγονότα που ξεπερνούν τα όρια των
ανθρωπίνων ψυχικών αντοχών. Ούτε στιγμή, διεκδικεί το αλάθητο. Ιστορεί χωρίς να
ιστορικοποιεί. «Τα αεί δοκούντα …τω δοκούντι είναι αληθή».
Ο λόγος του είναι μεστός, καθάριος, σεμνός. Ρέει ανεμπόδιστος, ακολουθώντας
την ασυγκράτητη ροή της σκέψης του, αποκαθαρμένος από τη ματαιοδοξία και την
κομπορρημοσύνη που θα περίμενε κανείς λαμβάνοντας υπόψη τον πλούτο και την
ποιότητα της δράσης του συγγραφέα. Ως, παράτολμος όταν η ανάγκη το επιβάλλει
,απρόθυμος σε αχρείαστους κινδύνους επίδειξης, μας συστήνεται. Και το υποστηρίζει.
Ο αυτόνομος, αυτάρκης, αυτοδημιούργητος, αυτόφωτος και εν πολλοίς
αυτοδίδακτος Μίμης Ανδρουλάκης, συνοψίζει το βιογραφικό του στο βιβλίο του σε
μια φράση : «Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης». Δεν πρόκειται περί οικονομίας
χώρου. Αλλά για κατάθεση ταυτότητας. Απ’ όλες τις ζηλευτές ιδιότητες του, που τις
κατέκτησε με μόχθο, τούτη αξιολογεί ως την πιο αντιπροσωπευτική για τον ίδιο.
Η Κρήτη. Ο γενέθλιος τόπος. Οι ρίζες. Η γενιά. Οι άνθρωποι. Η Γη. Τα
τιμαλφή του βίου του. Τα κουβαλά μαζί του σε όλα τα ταξίδια. Τα διανοητικά και τα
βιωματικά. Στο βιβλίο του, το άρωμα της Κρήτης διαποτίζει κάθε σελίδα του. Ρητά
και άρρητα. Ομολογημένα και ανομολόγητα. Οι πρωταγωνιστές έχουν
ονοματεπώνυμο. Συνδέονται με δεσμούς που οι πρωταρχικές τους καταβολές
ιχνηλατούνται σε βάθος δεκαετιών. Ίσως και αιώνων.
Η αφήγηση εκκινεί από την αρχαία πόλη Λατώ, συνεχίζει στην Απολλωνία, την
Αλεξάνδρεια, τη Ρώμη, τη Μασσαλία. Σαν να μην τον έφτανε ο βιωμένος, σώματι
και πνεύματι, χρόνος στη γενέθλια γη. Χόρτασε την ακόρεστη αγάπη και νοσταλγία

[4]

του για την Κρήτη με τη συνδρομή της φαντασίας του και της αρχαιολογίας,
τοποθετώντας εαυτόν ως δρων υποκείμενο, σε μια άλλη πρωθύστερη ζωή, 17 αιώνες
πριν.
Με όχημα το μαγικό ρεαλισμό και την αλληγορία, ο συγγραφέας επικοινωνεί
την ιστορική μακροβιότητα του τόπου του, αναστέλλοντας την «ένοχη» προσωπική
του ανάγκη διαρκούς αναβολής της έρευνας γύρω από το γενεαλογικό του δέντρο, ως
υποσυνείδητη αντίδραση στην «τρομερή εκ γενετής ανισότητα των ευκαιριών του στη
ζωή» όπως με ειλικρίνεια του επισημαίνει ο γιος του.
«Ένα πολυδιαγονιακό πλεονέκτημα, για να ενεργοποιηθεί, χρειάζεται ένα
διεγερτικό περιβάλλον» υποστηρίζει ο συγγραφέας στον ευφυή διάλογό του με τον
Κώστα Μητσοτάκη, με θέμα την επίδραση των γενετικά προσδιορισμένων
ανισοτήτων στη μελλοντική ζωή του ατόμου. «Η Γενιά, η ισχυρή οικογένεια, αποτελεί
το ευνοϊκότερο περιβάλλον»
Φτωχή η αφετηρία του Μίμη Ανδρουλάκη. Φαινομενικά άδικη για ένα
φωτισμένο, διαρκώς περίεργο, αποφασισμένο να κλίνει με κάθε τίμημα όλα τα
ανώμαλα ρήματα της ζωής, ανήσυχο, δημιουργικό μυαλό με σαρωτική φαντασία,
όπως το δικό του. Παιδί φυματικού τσαγκάρη και μοδίστρας, σε κοινωνικοπολιτικές
συνθήκες διαρκώς μεταβαλλόμενες, ανατρεπτικές, στενάχωρες. Η γέννηση του
συνέπεσε με μια περίοδο ανέχειας στην οικογένεια του που του στέρησε ακόμη και το
μητρικό γάλα. Στη γενετική λοταρία αποδίδει αυτοσαρκαζόμενος τη μικροσκοπική,
συγκριτικά με τη βιολογική ρώμη των προγόνων του, δική του κατασκευή αλλά και
την ευαισθησία του αναπνευστικού του που τον ταλαιπώρησε ως έφηβο με σοβαρές
κρίσεις άσθματος.
Οι περισσότεροι συντοπίτες του ήταν άνθρωποι αγράμματοι, του καθημερινού
μόχθου. Οι δυνατότητες του τόπου σε παροχή γνώσης, σε ερεθίσματα και κίνητρα
πνευματικής εξέλιξης, απειροελάχιστες. Οι μπαγιάτικες εφημερίδες αρχικά, τα
«πολυεργαλεία κορντιζονούχου ντοπαρίσματός του» όπως τις αποκαλεί, και τα βιβλία
αργότερα αποτέλεσαν την τροφοδότρια πηγή του πάθους του για γνώση. Αλλά και οι
συζητήσεις που διεξάγοντας στην «Αγορά» όπως αποκαλούσε την πατρική επιχείρηση
και το ινστιτούτο μύησης στην πολυπλοκότητα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, το
μοδιστράδικο. Φαίνεται πως συμφιλιώθηκε με την πικρία που στάλαξε στα παιδικά
και εφηβικά του χρόνια το αίσθημα της ανισότητας. Το τακτοποίησε μέσα του: « Οι
στερήσεις και τα σοβαρά ταξικά μειονεκτήματα στην αφετηρία μου δεν ήταν τίποτα
μπροστά στο έντονα διεγερτικό για τη σκέψη και τη φαντασία μου οικογενειακό και
κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα».

[5]

Από τα, πλούσια σε αυθεντικότητα και αλήθεια , βιώματα της παιδικής και
νεανικής του ηλικίας άντλησε περιεχόμενο, εύρος και ποιότητα, η διαμόρφωση της
πολιτικής του συνείδησης και σκέψης. Από αυτές τις πρωτογενείς πληροφορίες, μας
λέει ο ίδιος που καταγράφονται και αποθηκεύονται στο υποσυνείδητό του κάθε
ανθρώπου, τις οποίες ανασύρει με συγκεκριμένες αφορμές στη μετέπειτα ζωή του.
Στη διάρκεια της εφηβείας του, ο Άγιος Νικόλαος που πρώτα έγινε πρωτεύουσα
του νομού Λασιθίου και μετά πόλη, του πρόσφερε μέσα από την αναπτυξιακή του
τροχιά ευκαιρίες να συγχρωτιστεί με διασημότητες και αναγνωρισμένες
προσωπικότητες της πολιτικής, της τέχνης και του πολιτισμού:
 Την εμβληματική Μελίνα Μερκούρη που έκανε πρόβες στο σπίτι του τα
κοστούμια που της έραψε η μάνα του για τα γυρίσματα της ταινίας « Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται» και τον διάσημο Ζυλ Ντασέν,
 Τον Μίκη Θεοδωράκη ένα πρόσωπο πεπρωμένο όπως τον αποκαλεί, με τον
οποίο διατήρησε έναν ακατάλυτο δια βίου δεσμό παρά την ηλικιακή τους
διαφορά.
 Τον Μάνο Χατζηδάκη στο ξενοδοχείο προάγγελο της εκρηκτικής τουριστικής
ανάπτυξης του Αγίου Νικολάου, το «Minos beach,» τη βραδιά που του
τραγούδησε το «Είμαι αητός χωρίς φτερά για να εισπράξει την αποστομωτική
απάντηση απάντηση: «Τη δική σου φωνή ήθελα όχι του Μπιθικώτση..»,
 Την επιφανή οικογένεια των Σφακιανών Κούνδουρων που μαζί με τους
Σφακιανάκηδες θεωρούνται από την επίσημη ιστορία οι ιδρυτές της πόλης του
Αγίου Νικολάου και ειδικά του Ρούσου Κούνδουρου πατέρα του Νίκου, του
πρίγκιπα, όπως φάνηκε στα παιδικά μάτια του συγγραφέα, όταν τον
πρωτοαντίκρισε να ζωγραφίζει μινωικές φιγούρες σε τοίχο του τσαγκαράδικου
του πατέρα του. Τον εικαστικό, σκηνοθέτη, γλύπτη και ζωγράφο που εγκαινίασε
τη φιλία τους μια κακοκαιρία, μια καλή ρακή και η κοινή τους αγάπη για το
ωραίο, το πρωτοπόρο και το αληθινό.
 Ο Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, η Ειρήνη Παππά, η βασίλισσα της Περσίας
Σοράγια συμπεριελήφθησαν στην λίστα των διασήμων που παρέλασαν από την
αναδυόμενη σε τουριστικό προορισμό πολυτελείας άσημη μέχρι τότε γενέτειρα
του συγγραφέα.
Αλλά και αργότερα, ως φοιτητής πλέον του Μετσόβειου, οι συγκυρίες των
ραγδαίων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων και της τύχης τον έσμιξαν με
προσωπικότητες που συνέδραμαν με την τέχνη τους και τις δημοκρατικές τους
αντιλήψεις τον αντιδικτατορικό αγώνα, αφού, όπως μας πληροφορεί, ο
κινηματογράφος και το θέατρο συνέβαλλαν στο ελευθεριακό πνευματικό κλίμα που
αναπτύχθηκε μες στη δικτατορία(σ. 382) :

[6]

 Τον Γιάννη Μαρκόπουλο που «κρητικοποίησε μουσικά το ανερχόμενο
φοιτητικό κίνημα το 1972 στη συναυλία της Φοιτητικής Ένωσης Κρητών στο
γήπεδο Σπόρτιγκ,
 Τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στον οποίο επισκέφθηκε στο καμαρίνι του ζητώντας
τη συνδρομή του στον αντιδικτατορικό αγώνα
 Τον Αλέκο Σακελάριο που τον έσωσε από τη βέβαιη σύλληψη τη βραδιά της
διαδήλωσης που προέκυψε από τη συναυλία Μαρκόπουλου,
 Τον Τσιτάνη με τη Σωτηρία Μπέλου που, μεταξύ πολλών άλλων και
σημαντικότερων, έδιναν εντολή στα γκαρσόνια να παίρνουν τους δίσκους με τα
φυστίκια Αιγίνης και τα ανοιγμένα κρασιά από τα τραπέζια των πλουσίων και
να τα προσφέρουν στους άφραγκους φοιτητές..
 Αλλά και λιγότερο γνωστούς, όπως τον καλύτερο χορευτή ζεϊμπέκικου τον
Βαγγέλα τον κρεμανταλά της “Λεύκας”, μιας ταβέρνας που σύχναζαν στα
Εξάρχεια, τον Δημήτρη τον Πορτοκαλή, τον Αρχιμανδρίτη Παπαδάκη
αριστούχο απόφοιτο Χάλκης με τον οποίο μοιράζονταν τα ποδοσφαιρικά του
πάθη που δεν έγινε ποτέ Μητροπολίτης λόγω της φιλίας του με αμφιβόλου
«εθνικοφροσύνης» φοιτητές, την «Τσιγγάνα της Σχολής Καλών Τεχνών που τον
μύησε στον μαθηματικό Ανρί Πουανκαρέ, κατακτώντας την αρετή της
διανοητικής και ηθικής μετριοπάθειας. Εξαιτίας της, θα πεισθεί πως η ζωή είναι
γεμάτη χαμένες ευκαιρίες. (σ. 371).
Και παρότι με κάποια από τα πρόσωπα σταθμούς της ελληνικής τέχνης
διατήρησε στενή επαφή στη μετέπειτα ζωή του, αποφεύγοντας συστηματικά την «εξ
αντανακλάσεως δόξα των παρατρεχάμενων» (σ. 158), ο Μίμης Ανδρουλάκης,
δηλώνει με αδιαμφισβήτητη σιγουριά, πως «οι κοινοί άνθρωποι ήταν αυτοί που
άφησαν το μακροχρόνιο αποτύπωμά τους στον ψυχικό του κόσμο».
Μέσα, λοιπόν, από την οικεία για τους Κρητικούς αναγνώστες και απολαυστικά
γοητευτική για τους υπόλοιπους Έλληνες, φωνή που πρόσφερε γενναιόδωρα με
νοσταλγία που πονά, χωρίς αναμονή ανταλλάγματος, σε κείνους που δεν ακούστηκαν,
η Κρήτη του παρελθόντος, ανασυγκροτείται και ξανασυστήνεται. Ντόμπρα και χωρίς
περίτεχνα ψιμύθια. Ειδικά το ανατολικό τμήμα της που στο παρελθόν παροπλίζονταν
και αγνοούνταν: Οι Χανιώτες στ’ άρματα, οι Ρεθεμνιώτες στα Γράμματα, οι
Ηρακλειώτες στα πράματα δηλαδή το εμπόριο» και « οι Λασιθιώτες στα θάματα!»
συμπληρώνει ο Ανδρουλάκης.
Η εκτεταμένη αναφορά στις γενεαλογικές του ρίζες, σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία
των Κρητικών: τη δύναμη των συγγενικών και φιλικών τους δεσμών ( ..Οι
Βαρδινογιάννηδες δεν ξεχνούν ποτέ τα «κοπέλια του θείου Σήφη.. Έχουν πολύ ψηλά
την οικογενειακή αλληλεγγύη … Άνω κάτω θα κάνει τον κόσμο ο Παύλος Β. για να

[7]

γλυτώσει τον αντιστασιακό ανιψιό του Νίκο Κούνδουρο από την εξορία, φυγαδεύοντας
τον στην Ιταλία αλλά και για να απελευθερώσει τον συλληφθέντα τη νύχτα του
Πολυτεχνείου ανιψιό του Ανδρέα Κούνδουρο. Και δεν «καθάρισε» μόνο γι αυτούς.. σ.σ.
180-181).
Δίνει στοιχεία δημογραφικά, για τους τρόπους και τα είδη παραγωγής, την
πίστη και προσήλωση των Κρητικών στις παραδοσιακές και πολιτισμικές τους αξίες,
το χαρακτήρα τους («Τον Κρητικό, αν τον σεβαστείς και τον ρίξεις στον φιλότιμο, τον
κάνεις ότι, θές αρνάκι» σ. 205) αλλά και τις διατροφικές τους συνήθειες (το Λασίθι
δεν πείνασε στην Κατοχή, Είχαμε λάδι, όσπρια, χαρούπια, χοχλιούς..σ. 130)), τους
άρρηκτους δεσμούς τους με τη γη ( «Άσε Καπετάν Δημήτρη να μαζέψουμε τσ’ ελιές και
μετά συνεχίζουμε την Επανάσταση (του 1866-69! – σ. 139), το φυσικό περιβάλλον, τα
ζώα τους που τα αντιμετώπιζαν ως μέλη της φαμίλιας τους (οικογενειακή πομπή
αποχαιρετισμού του γέρικου μουλαριού της οικογένειας σ. 162).
Επιβεβαιώνει τη συμβολική, λατρευτική τους σχέση με τα όπλα (τα όπλα
Κρητών επαναστατών του 1866-69 και 1878 τα έθαβαν σε κρύπτες, κούφια
σκαλοπάτια τυλιγμένα σε πανιά με λίπος και στους τοίχους των σπιτιών τους),
επισημαίνει τους ενδοκρητικούς ανταγωνισμούς, τις έχθρες, τις αντιζηλίες και το
πείσμα τους, τη διχογνωμία και την αδυναμία συνεννόησης των Κρητικών ειδικά σε
δύσκολους καιρούς, στοιχεία που συναντώνται στις κρητικές επαναστάσεις του 19ου
αιώνα και την πολιτική ζωή του 20ου. Στον αντίποδα, αναφέρει τη συμβολή Κρητών
ευπατρίδων συνομιλητών (Πορφυρογένη, Ρούσου Κούνδουρου και Μαρή) στη
συμφωνία ΕΑΜ-ΕΟΚ, εξηγώντας τους λόγους που ο Εμφύλιος δεν πήρε διαστάσεις
στην Κρήτη. (σ. 129).
Σε ότι αφορά τον ίδιο τα προσωπικά του βιώματα και οι αναμνήσεις της
παιδικής κι εφηβικής του ζωής ακροβατούν σε διαρκή διαμεσολάβηση και
σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πόλους: σχολείο – εξωσχολικές δραστηριότητες,
Τσαγκαράδικο- μοδιστράδικο, ξεχωριστοί άνθρωποι και κοινοί άνθρωποι , παππούς
γιαγιά , βουνό – θάλασσα, πόλη – χωριό, μοντερνισμός παράδοση.
Οι ιστορίες της κατοχής μέσα από τις αφηγήσεις γονέων και συγγενών του, οι
αγωνιστές μάρτυρες που κατονομάζονται, οι προδοσίες από ντόπιους, χαφιέδες
φασίστες που επίσης αναφέρονται με ονοματεπώνυμο, αλλά και η αλληλεγγύη ακόμη
και μεταξύ ντόπιων και κατακτητών τον ωθούν στη διαπίστωση ότι « ότι η ζωή
μπορεί να παιχτεί με μια ζαριά- Ο,τι και να κάνουμε , στο τέλος την παρτίδα κερδίζει η
τύχη».
Η παλινδρόμηση της αφήγησης του στις διαστάσεις του χωροχρόνου, είναι
στοχευμένη στη σύνδεση των προσώπων με τα γεγονότα, στην κατάδειξη του ρόλου
της τυχαιότητας, της συγκυρίας, αλλά και της ανοικτότητας, της αστάθειας των
μετασχηματισμών και των ασυμμετριών του κόσμου. Τη δομή του βιβλίου διαπερνούν
οι αρχές μιας λογικής κατασκευής, απαλλαγμένης από αμετάκλητες βεβαιότητες ή πιο

[8]

απλά από τη σοφία του παππού του που τον συμβούλευε : «Μην τα σκορπάς τα λόγια
σου σαν άχυρα στ’ αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τ’ ανεμαζώνει»
Η αναφορά του στη κρίσιμη δεκαετία του ‘50-’60 και ειδικά στα πολιτικά
γεγονότα της τριετίας 1956-1958 που όπως λέει « άσκησαν καταλυτική επίδραση στη
σκέψη και το φαντασιακό μου» είναι καταιγιστική.
Πολιτικά πρόσωπα καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις που ακολούθησαν,
γεγονότα που τις προοιωνίζονταν, ανατροπές, παράδοξες συμμαχίες, συνομωσίες,
ανάδυση νέων πολιτικών σχημάτων και αναγέννηση άλλων απομονωμένων μέχρι τότε
από την κεντρική πολιτική σκηνή, συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοινωνικο-πολιτικό
μείγμα που κορυφώθηκε στο Πολυτεχνείο. Αγωνιστές όπως ο Μπελογιάννης, ο
Αλέκος Παναγούλης για τον οποίο ο συγγραφέας λέει πως «Έφτασε τον ατομικό
ηρωϊσμό την αυτοθυσία και την περηφάνια στο μέγιστο βαθμό» (σ. 337) αλλά και
λιγότερο γνωστοί, ήρωες από το παρελθόν του στο γενέθλιο τόπο όπως ο γιατρός των
φτωχών Γιώργης Παπαγεωργίου που πολιτεύτηκε με την ΕΔΑ στο Λασίθι το ’58, τον
εμπνέουν και συνθέτουν τον καμβά των προσωπικών του προτύπων αγωνιστών.
Η περίοδος της δικτατορίας σκιαγραφείται με αμεροληψία και ψυχραιμία που
εκπλήσσουν. Τα γεγονότα αποδίδονται απεκδυμένα από την αναμενόμενη,
δικαιολογημένη εν πολλοίς, φόρτιση. Εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις, φόβος
ανασφάλεια, καταπάτηση θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων, προσβολή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ελευθερίας και ζωής, συγκροτούν τον καμβά μιας
αφήγησης που εστιάζει στα καίρια αποδίδοντας ακριβοδίκαια τις διαστάσεις τους.
Ενδεικτική είναι η τολμηρή πλην ειλικρινής αντιδιαστολή που προτάσσει ο
συγγραφέας, πρωτοετής φοιτητής του ΕΜΠ το 1969, στο σκληρό βίωμα της
δικτατορίας και στο αίσθημα ασφυξίας που προκαλούσε στους συνειδητοποιημένους
αγωνιστές, υποστηρίζοντας πως «Η Χούντα ήταν τόσο εφιαλτική που δεν έχει νόημα να
της προσθέτουμε αθλιότητες που δεν έκανε»: «Ποτέ δεν ξανάνιωσα ένα αίσθημα
εσωτερικής απελευθέρωσης όσο εκείνα τα χρόνια που τα ‘σκιαζε η φοβέρα, ποτέ δεν
ξαναείχα τόσο ισχυρή αίσθηση νοήματος και πληρότητας καθώς και την πεποίθηση ότι
ένα καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.. Ποτέ δεν ξανατραγουδήσαμε και δεν γλεντήσαμε
έστω για λίγο με τόσο πάθος. (σ.342) Έντιμη παραδοχή την οποία είμαι βέβαιος ότι
συμμερίζονται κι άλλοι συναγωνιστές του κι ας μην την έθεσαν ποτέ όπως ο ίδιος, στη
δημόσια κρίση.
Ο συγγραφέας μας κάνει κοινωνούς των οργανωτικών προετοιμασιών και των
ιδεολογικών ζυμώσεων που διεξήχθησαν με σαρωτικούς ρυθμούς, στο μεταίχμιο
του 1970. Οι πρωταγωνιστές του φοιτητικού κινήματος η συγκρότηση του, οι πρώτες
συνελεύσεις την κρίσιμη χρονιά του 1972 στη διάρκεια της οποίας ωρίμασαν οι ιδέες,

[9]

συσπειρώθηκαν οι εμπειρίες και οι δυνάμεις που ηγήθηκαν της αντιχουντικής δράσης
το 1973.
Αναφέρεται στην προσωπική του διαδρομή, την αρχική αυτόνομη δράση του
στο πλαίσιο μικρών ομάδων, στη στράτευση του στο ΚΚΕ, στην επαφή του με το
εργατικό κίνημα και στις προτεραιότητες του. Δηλώνοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ
Αριστεριστής, καθιστά σαφές ότι η έγνοια του ήταν η μαζική δημοκρατική αντίσταση,
η μεγάλη επανάσταση, σημαντική προέκταση της οποίας, ήταν φυσικά και η
αντιδικτατορική πάλη.
Προκύπτει αβίαστα από τη συνολική αλλά και εστιασμένη θέαση του
συγγραφέα στα γεγονότα, ότι ο ίδιος από νεαρή κιόλας ηλικία είχε μια εξαιρετική
διορατικότητα, έβλεπε πάντοτε ολόκληρη την εικόνα. Τοποθετούσε τα γεγονότα
στο κάδρο του μέλλοντος. Κι ας μην επέτρεπαν η οξύτητα και ιλιγγιώδης εναλλαγή
των γεγονότων, επαρκή περιθώρια στρατηγικής ένταξης τους σ’ ένα ευρύτερο
μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προγραμματισμό.
Τα γεγονότα του τριημέρου στο Πολυτεχνείο, αποδίδονται μέσα από το πρίσμα
μιας σαρωτικής, πλην ψύχραιμης περιγραφής. Βιώνουμε μαζί του νοερά τις
συνθήκες της πρώτης εξέγερσης της 14ης Φεβρουαρίου του 1973,  τους άλλοτε
σπασμωδικούς κι άλλοτε οργανωμένους χειρισμούς της χούντας, τη στάση της σε
στοχοποιημένα στελέχη του φοιτητικού κινήματος όπως ήταν η εντολή για
στράτευση τους με αιφνίδιο κόψιμο της αναβολής στρατού που είχαν, το σύντομο
πέρασμα του συγγραφέα στην παρανομία, τη σύλληψη και ανάκριση του από τον
Μάλλιο, τη στράτευση, τη σωματική και ψυχολογική βία που του ασκήθηκε,
μόνιμη βλάβη που υπέστη στη μέση από την κακοποίηση, σε στρατόπεδο στην
Καβάλα αλλά και την ημέρα της κορύφωσης της εξέγερσης. Μεταφερόμαστε στο
χώρο του Πολυτεχνείου, όπου ο συγγραφέας από τη θέση του μέλους της
Συντονιστικής Επιτροπής, φορώντας ακόμη τη στολή του φαντάρου , αφού μόλις
το πρωί της 14ης επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με άλλους στρατευμένους φοιτητές,
μετά την άρση της επιστράτευσης από τον Μαρκεζίνη, μας κινητοποιεί
πρωτόγνωρα συναισθήματα: Την υπαρξιακή αγωνία των έγκλειστων,
ταλαιπωρημένων από την έλλειψη ύπνου, νερού και φαγητού φοιτητών για το
αμετάκλητο της ελευθερίας, της συνείδησης και της δράσης και το μη
αντιστρέψιμο των πράξεων τους, τη βασανιστική επίγνωση ότι δεν επιτρέπονται
σφάλματα, παραλείψεις και μεταμέλειες. Σκέψεις που εναλλάσσονταν με την
εμπειρία του συγκλονιστικού βιώματος μιας σπάνιας απελευθέρωσης, πληρότητας
και αμεριμνησίας. Το επιβεβαιώνουν τα λόγια της συμφοιτήτριάς του: «Ας
κρατήσουμε στην καρδιά μας αυτή τη μεγάλη νύχτα. Ας την αγαπήσουμε. Δεύτερη δεν
θα υπάρξει στη ζωή μας» (σ. 543).

[10]

Ο Μίμης Ανδρουλάκης δεν εξαντλείται στην περιγραφική απόδοση των
γεγονότων του Πολυτεχνείου. Απαντώντας σε όσους επιχείρησαν εκ των υστέρων
να υποβαθμίσουν ή και να αποδομήσουν το συμβολισμό και την αξία της
εξέγερσης συνδέοντας την με σκοτεινούς δικτατορικούς κύκλους, τη δραματική
εξέλιξη του Κυπριακού, τα διαλυτικά φαινόμενα στα Πανεπιστήμια ακόμη και με
την ελληνική κρίση του 2010-2015, παραθέτει έναν δεκάλογο με
στοιχειοθετημένα βασικά επιχειρήματα, που ξεκαθαρίζουν με τρόπο αναντίρρητο
και αδιάψευστο πώς και γιατί το Πολυτεχνείο πήρε τη μορφή της μαζικής λαϊκής
εξέγερσης, της νίκης του λαού κόντρα σε ανελεύθερους, αλλότριους
γραφειοκρατικους σχεδιασμούς, έγινε το ορόσημο της αντιχουντικής αντίστασης
και σταθμός της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας. (σ.563-567)
Με αφετηρία πάντα την αυτοκριτική του, στο πλαίσιο μιας πανοπτικής θέασης,
απαλλαγμένης από ρητορικές εξιδανικεύσεις και νοσταλγικές υπαγορεύσεις, επιχειρεί
μια αξιολογική αποτίμηση των γεγονότων του Πολυτεχνείου, αναδεικνύοντας τις
οργανωτικές αδυναμίες του Φοιτητικού Κινήματος αλλά και τη στάση κάποιων
ηγετικών στελεχών της Αριστεράς: « Πώς να με συγκινήσουν τα «μεγάλα κεφάλια»
όταν δεν έκαναν την παραμικρή αντίσταση στο πραξικόπημα» ; (σ. 399). Και αλλού: «
Επί 2 χρόνια μετά την 21 η Απριλίου η Αριστερά έκανε επαναστατική γυμναστική και την
κρίσιμη στιγμή δεν όρθωσε ένα τείχος μαζικής δημοκρατικής αντίστασης στο
πραξικόπημα».(σ. 308). Εξηγεί του λόγους της ρήξης τους με τον παλαιό πολιτικό
κόσμο παρά την ταύτιση του με του νεομάρτυρες της ιστορικής Αριστεράς και αποδομεί
τους προσωπκούς και συλλογικούς μύθους φέρνοντας τους στα μέτρα των ανθρώπων:
Των εκκωφαντικά απόντων αλλά και των ενεργά παρόντων, εκείνων που άνοιξαν τα
σπίτια τους τη μοιραία βραδιά του Πολυτεχνείου περιέθαλψαν τραυματίες μετέφεραν
κυνηγημένους κι επικηρυγμένους, όπως τον ίδιο, αψηφώντας τους κινδύνους (σ.543).
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο συγγραφέας προκάλεσε θόρυβο αναφερόμενος σε
συγκεκριμένες εξελίξεις, παρεμβάσεις και απότοκα της Εξέγερσης προερχόμενα
κυρίως από συγκεκριμένους κύκλους της Αριστεράς τα οποία αξίζει να μελετηθούν
υπό το πρίσμα των αδυναμιών της αλλά και των προτάσεων υπέρβασης τους που
καταθέτει στη συνέχεια ο συγγραφέας.
Άλλωστε, το όραμα μιας Αριστεράς απαλλαγμένης από τις αγκυλώσεις της, την
εμμονική της προσήλωση στο οργανωμένο «απέξω», δεν έπαψε ποτέ ν’ απασχολεί τον
Μίμη Ανδρουλάκη τους. Εκείνους του απέξω, τους «αφ υψηλού κουλτουριάρηδες που
την περίοδο στράτευσης νέων του μεροκάματου στο μαζικό αντιδικτατορικό αγώνα
εκείνοι συνέχισαν να πίνουν φραπέ σε θολά από την κάπνα δωμάτια». (σ. 379).
Κατά την άποψη του, οι διαχρονικές ενδογενείς παθογένειες της Αριστεράς έχουν
πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που οδηγούν μοιραία στην αποκοπή της από τα

[11]

αληθινά προβλήματα της κοινωνίας: Το φετιχισμό του προγραμματισμού, την
υποτίμηση της δύναμης του αυθορμητισμού, η τάση αυτοαναφορικότητας των
επικεφαλής της, η αναπαραγωγή αναποτελεσματικών ιεραρχιών και ηγετίσκων, η
χειραγώγηση.(σ. 400 και 545) Σε αυτές προστίθεται μία ακόμη, ερμηνευτική ίσως
της πικρίας που νοιώθει ο συγγραφέας για την παράταξη στην οποία προσέφερε τόσα
στο παρελθόν: « Μ’ ενοχλούσε η τάση στην πολιτική ζωή, ιδιαίτερα στην κομμουνιστική
Αριστερά, να προχωράει τη μία σε κατάχρηση των «προσώπων – συμβόλων» και την
άλλη να τα αποκαθηλώνει, ,να τα εξαφανίζει από το κάδρο της Ιστορίας εξαιτίας
μεταγενέστερων διαφοροποιήσεων και ανακατατάξεων».
Και αλλού: «..Στην κομμουνιστική αριστερά, όπου ο συντροφικός δεσμός
έπαιρνε υπερατομικά σχεδόν «θρησκευτικά» χαρακτηριστικά, οι διαφωνίες, οι
«αιρέσεις» οι χωρισμοί φέρνουν τα σημάδια του Καιν: μισαλλοδοξία , ζηλότυπη
έχθρα, αίσθημα προδοσίας ηθική εκμηδένιση του διαφορετικού του διαγραμμένου
συντρόφου του αποστάτη .. Πρόσωπα που επέδειξαν σπάνιο ηρωισμό με τη σημαία
του «Κόμματος» σβήνονται από την επίσημη ιστορία του σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Αναρίθμητα φαντάσματα, αναρίθμητες «Λευκές Σελίδες» διαχρονικά.» (σ 460)
Η κριτική του θα ήταν στείρα δίχως προτάσεις διαχείρισης και υπέρβασης των
αδυναμιών: «Η ανανέωση της Αριστεράς θα μείνει μετέωρη δίχως τη ηθική
μεταμόρφωση της. Την υπέρβαση του «συνδρόμου Κάιν, την Ηθική του Απόλυτου
Σκοπού και του υπέρτατου «κομματικού» συμφέροντος .
Πέρα από την Αριστερά, στον ευρύτερο χώρο της πολιτικής στον οποίο έχει
δραστηριοποιηθεί ο συγγραφέας, οι σκέψεις του αντλούν περιεχόμενο από τη
φιλοσοφία: «Πρέπει να θέτεις όρια στην Πολιτική: Τα όρια μιας Ηθικής της
Ευθύνης. Μιας Ηθικής των Ορίων πέραν των οποίων δεν προχωρείς. Τη Ηθική του
σεβασμού της διαφορετικότητας και της ανεκτικότητας στην πολυχρωμία της
ανθρώπινης κατάστασης». (σ. 460).
Πόσο δύσκολο είναι στ’ αλήθεια, για ένα μυαλό ελεύθερο, αεικίνητο,
δυναμικό όπως του Μίμη Ανδρουλάκη να θέσει όρια και να τα τηρήσει; Η μέχρι
σήμερα διαδρομή του, δείχνει πως τα ‘χει καταφέρει.
Παρέμεινε συνεπής στην, κατοχυρωμένη από χρόνια της νιότης του, υπαρξιακή
δέσμευση σε μια αρχέγονη ηθική της ντροπή, ηθική της τιμής και ηθική της ευθύνης,
την οποία του ενέπνευσε όπως μας ενημερώνει «ο αγράμματος παππούς του» (σ. 266)
αλλά καλλιέργησε κι ο ίδιος μέσα από τη Γνώση στην οποία επένδυσε καθ όλη τη
διάρκεια της ζωής του.
Μιας γεμάτης ανεπανάληπτων εμπειριών ζωής.

[12]

Σήμερα πλέον, συμφιλιωμένος με τα φαντάσματα του παρελθόντος του, χωρίς
«Λευκές σελίδες», με επιείκεια, σύνεση, σοφία και συγχώρεση, ο Μίμης
Ανδρουλάκης συνεχίζει να δημιουργεί και να προσφέρει. Κι είμαι βέβαιος ότι η
αναμενόμενη συνέχεια της αυτοβιογραφίας του θα είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και
επωφελής για όλους μας.
Έχουμε πολλούς λόγους για να του καταθέσουμε το θαυμασμό, την εκτίμηση
και την ευγνωμοσύνη μας Κυρίως όμως διότι μας παρακινεί διαρκώς να
αγωνιζόμαστε για την κατάκτηση της ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, προσφέροντας
μας την ευκαιρία, με το προσωπικό του παράδειγμα, πρώτα να τις φανταστούμε ως
εφικτές.
Σας ευχαριστώ πολύ.

Αφήστε μια απάντηση