Η ΖΩΝΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

– Δεν ήρθες, λέω, γειτόνισσα σήμερο στη λουτουργιά.
– Ναι… δεν ήρθα, μπρε, γιατί θα βλέπωμεν εμείς τα έγκαλα σήμερο
και πήγα να φέρω το λεβέτζι και τ’ άλλα μπράτη, να τα
καταστέσω, για ν’ αναζέσωμε ταχυά το γάλα, και δε γατέω μπρε,
πως μου το λέγαν τα κοπέλλια, πως είπε, λέει, αφέης ο παπάς,
πως θα διαβάση λέει, την άλλη Κυριακή τ’ αφορεστικό. Άκουσές
το, του λόγου σου, γειτόνισσα;
– Κιαμέ! Άκουσάτο μαθώς!….
– Παναγία μου, μ’ ετσά μέρες, αντίς για τρισάγια, απού κάνανε οι
προτεινοί μας, εδά να αφορέζουνε τουτοινά, οι παπάδες! Και θα
τον επλέρωσε, μπεσπελί, κιαείς!
– Δε γατέω, μα θαρρώ πως δεν το διαβάζει, γιατί να ιδής ίντα ίντα
διαολιά ήτονε αφορμή και το’ πενε, ο αφέης ο παπάς.
Ο κερά Μιχελιός εκέ κάτω, εσηκώθηκε, λέει οπροθές μια ταχυνή,
να πάη στο μποσκάδα του λαγού. Κι’ όντιμως τ’ ακλούθανε ο
σκύλος, και για να μην του ξυλώση το λαγό, έβγαλε – ν – τη
μεταξωτήν του ζώνην και τον έδεσεν πέρα – πέρα σ’ ένα θύμο. Σε
μια ουλιά σου ρχεται κι’ ο λαγός και ώστε να τονέ σκιακτή ο
σκύλος, παίζει μια ντανέ και ξεπατώνεται ο θύμος, και σφίγγει το
λαγώ. Εβολόσερνε τη ζώνη και εζύγωνεν το λαγό και κάνει
κομμάθια τη ζώνη στα κλαδιά. Ούλοι διαόλοι κι’ αν απόμεινε
παρά ο κόμπος, στο λαιμόν του. Το Μιχελιό, λοιπός, πως θα το
σιάξη, απού φοβάται τσι γυναίκες.
– Διάολε δα: μεταξωτή ζώνη μαθώς!
– Ναίσκε, καλότυχη, μα αυτό από μιτσό ήτονε διαολάκι: Λοιπός
ίντα κατεργιάζεται; Κάνει τον αρρωστάρη και πάει στην κοιμητέ
και θέτει….μουδέ τρώει, μουδέ πίνει αγκομαχεί: Πιάννει η
μάνναν του με τη γυναίκα τουκαι τον εκαπανίζανε, μήμπα νάχη,
γροικάς, βιστηρέ.
Σε μια ουλιά, σηκώνεται το μαργιολάκι κ’ εγύρεβγε τη ζώνη να
ζωστή, και που’ ναι η ζώνη; Γυρέβγου τη ζώνη επαέ…

γυρέβγούτηνε εκειγέ… εχάθηκενε η ζώνη. Λε ο Θεός κι’ η ψυχή
μου κιαείς εμπήκε και την έκλεψε.
Γι’ αυτό, λοιπός, οι γυναίκες είπανε του παπά να πη στην
εκκλησιά πως θ’ αφορέση. Κι’ οντίμως, ότι να μη φταίει κιαείς σε
κακή δουλειά, γυρίζει ο αφορισμός και πιάνει τον νοικοκύρη.
Λοιπός και το Μιχελιό, εφοβήθη πως θα την πάθη και εμολόησε
πως πάει η δουλειά, μα να προβάλη εδά ν’ ακούσης ένα πατιρντί
στο σπήτι: λέσιν του οι γυναίκες του όσες τρίχες ένει:…
– Καλά του το κάνουνε του ψωματάρη κι ‘ας είχε μπη την αλήθεια…
Μα ίντα είπε ποτές;

Απού τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ
Ο ΤΥΠΟΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1933 ΑΡ.ΦΥ. 279

Αφήστε μια απάντηση