Ελένης Γαγάνη :ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ

 

 

 

Το αγόρι μπήκε τρεκλίζοντας στο καπηλειό. Ήταν ένας κόσμος θολός, ένα κακογραμμένο κόμμα στη Ιστορία της Ζωής του Ανθρώπου, που αδιάκοπα συνεχίζεται, πάει και κείνη μπροστά και μεις – οι άνθρωποι-  την ακολουθούμε αμετανόητοι, ή την αφήνουμε να προσπεράσει αγγίζοντας μόνο λίγο τις σελίδες της, ένα κόμμα ή μια στιγμή  να σταματήσει ν’αγγίξει τη γης να πάρει δύναμη να συνεχίσει.

Ο θολός Κόσμος, η θολή σκέψη και ματιά, τριγύρισαν το υπόγειο μονοστιγμής και ύστερα σωριάστηκαν – ένα τσουβάλι κρέας και κόκκαλα- στον πάγκο.

-Κρασί.. πολύ κρασι….

Υποταγμένος στην άχαρη και αχάριστη  μοίρα της περιποίησης ο κάπελας, έφερε το κρασί.  Πότισε με Πλάνη τ’αγόρι, Πλάνη πληρωμένη, της χειρότερης ποιότητας Πλάνη. Τέτοιο πιστό δεν το σηκώνουν τα είκοσι χρόνια. Κι όταν το ζητούν για παρηγοριά κι όχι για γλέντι, δείχνουν την ήττα τους.

  • Κι άλλο..

Να ποτίσει κι άλλη Πλάνη, κι άλλη παραφροσύνη, κι άλλη καταστροφή το νέο παιδί που’ χε μπροστά του.. κι αν μπορούσε τουλάχιστον  να ρωτήσει την αιτία, αν μπορούσε να το παρηγορήσει..

-Αλλά,.. άρχισε. Μα σταμάτησε αμέσως, γιατί κατάλαβε πως η δική του δουλειά ήταν να δίνει κρασί κι όχι συμβουλές.

Έφερε κι άλλο κρασί.  Στάθηκε να κοιτάξει το παιδί  κι η καρδιά του γιόμισε με τόση τρυφερότητα… αν ποτέ ο γυιός του βρίσκουνταν σ’ αυτή τη θέση, θα ευγνωμονούσε όποιον του δινε βοήθεια.

Ότι χρειάζονται τα νιάτα όλο κι όλο είναι κατανόηση κι Αγάπη.  Το λάθος των μεγάλων είναι ότι δεν καταλαβαίνουν και μεταχειρίζονται σκληρότητα και βία πάνω τους

.-Τι με κοιτάς;

Η βραχνή φωνή μαρτυρούσε πολλά.  Τα κόκκινα απειλητικά μάτια τον πρόσταζαν να φύγει. Κατάλαβε ο Κάπελλας πως το παιδί είχε πια μεθύσει.

Πήρε το νόμισμά  που του πέταξε στον πάγκο κι είπε σιγανά

:-Είναι ώρα να κλείσουμε.

Περίμενε αντίσταση κι αντιμετώπισε υπακοή. «Κακόμοιρο παιδί» σκέφτηκε.  «Ποιος ξέρει το γιατί…»

Ύστερα έδιωξε τη σκέψη του άγνωστου αγοριού. Η ανθρώπινη φύση που’χε για λίγο παραμεριστεί, ξύπνησε μέσα του μ’ όλη τη δύναμή της. Τι τον ένοιαζε, τάχα; Εκατοντάδες τέτοια πλάσματα περνούσαν κάθε μέρα απ’ το μαγαζί του. Έπρεπε να το παραδεχτεί: Αυτή ήταν η δουλειά του.

Σιγοσφυρίζοντας, έπιασε να κλείνει. Μια ζεστή φωτιά περίμενε σπίτι του. Η γυναίκα του, τα παιδιά.. και κοντά σ’ αυτή τη ζωντανή  ευτυχία, θα άκουγε τις  καμπάνες να σημαίνουν, θα καλωσόριζε το μικρό Χριστό.

 

Από νωρίς είχε ρίξει χιόνι και το’ χει στρώσει καλλιτεχνικά στους δρόμους. Παγωνιά.  Ο μεθυσμένος πήρε να περπατεί  δίχως σκέψεις, δίχως κατεύθυνση, δίχως προορισμό. Το κρασί μέσα του εκτελούσε τον προορισμό του. Γεννούσε τη Λήθη. Οι δρόμοι ήταν έρημοι.

Τα Χριστούγεννα, χρειάζονται φωτιά, αναμμένα κεριά, μικρά πράσινα έλατα και πάνω απ’ όλα πολλή Αγάπη. Τούτος ο άνθρωπος  που περπατούσε ολομόναχος στους χιονισμένους κι έρημους δρόμους, δεν είχε τίποτα απ’ αυτά. Του’ λειπαν και τούτη ακόμη τη βραδυά, θα του’ λειπαν  και την επόμενη, και πάντα. Πώς θα μπορούσε να περάσει μια ολάκερη ζωή  παραπατώντας σαν κι απόψε μοναχός και δυστυχισμένος στους έρημους δρόμους. Δε θα βρίσκουνταν ένα σπλαχνικό, σωτήριο χέρι να τον τραβήξει απ’ τη γειτονιά της μοναξιάς στη συνοικία της Ευτυχίας;

Ο μεθυσμένος κουράστηκε. Μπροστά στο φωτισμένο παράθυρο του πλούσιου σπιτιού σταμάτησε, και κάρφωσε τα μάτια στο τζάμι. Η ζεστασιά κείνης της κάμαρας, χύθηκε έξω στον παγωμένο δρόμο και τον τύλιξε. Ανατρίχιασε. Έσφιξε το ξεσκισμένο σακάκι πάνω στο λιγνό κορμί του.

Είδε το πατροπαράδοτο αψηλό έλατο, με τη φάτνη, με τ’ άστρα, με τόσα και τόσα λαμπυρόχρωμα στολίδια  και φώτα που στραφτάλιζαν παράξενα μπροστά στα θαμπωμένα μάτια του, κι η καρδιά του πετάρισε νοσταλγικά. Αν ένα δάκρυ κυλούσε απ’ τα μάτια του τούτη τη στιγμή, θα’ γραφε αδρά πάνω στο χιόνι του δρόμου τη Λύτρωση. Μα το δάκρυ δεν κύλησε. Θα’ φταιγε σίγουρα το Κρασί…

Είδε μαζί με τ’ άλλα και τη σκιά μιας γυναίκας να περνά ανάλαφρη πίσω απ’ το τζάμι, ν’ αγγίζει τα κλαριά του έλατου και ύστερα να χάνεται. Αναρωτήθηκε αν η γυναίκα υπήρξε πράγματι ή μονάχα η φαντασία του την τοποθέτησε κει μέσα.  Και συνέχισε να κοιτά. Ήταν η ελπίδα πως θα την ξανάβλεπε, που τον κάρφωνε στο πεζοδρόμιο.  Μα δεν την ξανάδε. Άκουσε μονάχα την πόρτα να κλείνει με βρόντο. Ήταν τούτος ο βρόντος που ξέπλυνε το κρασί και καθάρισε τους τοίχους του νου του. Ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά γοργά απ’  την επιθυμία. Κι’ η προσμονή τον γέμισε ανησυχία.

Έκανε ακόμη μια φορά το σταυρό του. Και τρίτη και τέταρτη. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Δεν γνοιάστηκε να τα σκουπίσει. Τα πόδια του ήταν βαριά. Το στομάχι αδειανό δύο μέρες τώρα.

Ότι τον κρατούσε ακόμη στη ζωή, ήταν το πείσμα της νιότης μόνο και τίποτ’ άλλο. Ένα παγωμένο κύμα αέρα τον συνεπήρε. Τσακισμένος, σωριάστηκε στο χιόνι πάνω.  Θέλησε να κάνει για τελευταία φορά το σταυρό του. Ήξερε πως το τέλος πλησίαζε. Δεν τον ένοιαζε. Η ζωή του, δεν είχε πια κανένα νόημα. Πάλαιψε, νικήθηκε, πέθαινε. Δεν ήταν ίσως αντρίκειο το τέλος, μα έτσι είχε γίνει.

Αν μπορούσε τουλάχιστον να πεθάνει κάνοντας το σταυρό του… Μα το χέρι του, έπεσε βαρύ στο πλάι. Η τελευταία του σκέψη : Είμαι μακριά απ’ το σπίτι μου;

Το χιόνι συνέχισε να πέφτει ..

Την άλλη μέρα τα παιδιά ντυμένα στα ζεστά τους ρούχα βγήκαν να παίξουν χιονιές.  Βρήκαν ένα κορμί πεσμένο στη γωνιά του δρόμου, μισοσκεπασμένο από το χιόνι. Παραξενεύτηκαν. Ένα απ’ αυτά κάπως πιο έξυπνο, ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε.

-Πέθανε.. Είπε.

Τ’ άλλα παιδιά, ανασήκωσαν αδιάφορα τους ώμους. Και τι μ’αυτό; Ένας αλήτης πέθανε. Συνέχισαν χαρούμενα το παιγνίδι τους. Δεν ήξεραν πως ο θάνατος δεν σηκώνει διακρίσεις…

Την ώρα που οι καμπάνες σήμαιναν Χριστούγεννα, δύο γέροι γονείς παρακαλούσαν το Θεό να ξαναγυρίσει ο μεγάλος τους γυιός.

Την  ώρα που οι καμπάνες σήμαιναν Χριστούγεννα, τούτος ο γυιός ξεψυχούσε λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι του γυρεύοντας για τελευταία φορά το σταυρό του.

Την ώρα που οι Καμπάνες σημαίναν Χριστούγεννα, γεννιόταν ο Χριστός..

ΤΕΛΟΣ

 Κρητική Επιθεώρησις 10 Ιανουαρίου 1965

Αφήστε μια απάντηση