Γιάννης Τσουπάκης: Έπεσε μαχόμενος στο Τεπελένι

-Γεώργιος Σαββάκης: Όλα για την πατρίδα και την οικογένεια

Ήταν κάποιες εποχές που η φτώχια ωρίμαζε νωρίτερα τα παιδιά. Και πολλά από αυτά αναλάμβαναν ευθύνες να συντηρήσουν την οικογένεια σε ηλικία που σήμερα κυριαρχεί η ξεγνοιασιά και η αγωνία για ακριβό ντύσιμο και τελευταίας τεχνολογίας φορητό τηλέφωνο.

Στις καλύτερες περιπτώσεις η οικογένεια που αναλάμβανε ο ανήλικος προστάτης ήταν ολιγομελής. Τις περισσότερες φορές όμως τα μέλη ήταν πολυάριθμα και μάλιστα υπήρχαν και αδελφές που πρόσθεταν ευθύνη στον αδελφό, αφού η καλή της αποκατάσταση ήταν το βασικό καθήκον.

Από τα παιδιά που τους έπεσε ο κλήρος αυτός των μεγάλων υποχρεώσεων ήταν ο Γιάννης Τσουπάκης και ο Γεώργιος Σαββάκης.

Γιάννης Τσουπάκης

Η αδελφική αγάπη σε πολλές περιπτώσεις έχει βρει την απόλυτη έκφρασή της. Μια από τις πιο συγκινητικές είναι αυτή μεταξύ δυο Τσουπάκηδων.

Έτσι θα συνεχίσουμε σήμερα το αφιέρωμά μας στην ιστορική οικογένεια της Νίθαυρης που αναφέρεται και στην λαϊκή μούσα.

Εκτός από το γνωστό ποίημα του Κώστα Δανδουλάκη που έσωσε από προδοσία τον Τσουπογιάννη και τον Λαντζουρομάρκο, και περιγράφει το γεγονός με στιχουργική ευχέρεια έρχεται κι ένα πολύ μεταγενέστερο να εκφράσει την οδύνη ενός αδελφού για τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του.

Δημιουργός ο Ζαχαρίας Τσουπάκης κοινοτάρχης πάλαι ποτέ Νίθαυρης που με τους παρακάτω στίχους θρηνεί το θάνατο του αδελφού του Γιάννη:

– Εθρήνησε η Νίθαυρη, Γιάννη για το χαμό σου,

στης Αλβανίας τα βουνά, ήτο το ριζικό σου.

– Για την πατρίδα έφυγες, στη νιότη σου απάνω,

κι έχω τον πόνο σου διπλό κι ούτε θα ξαναγειάνω.

– Ετίμησες το, το χακί, για την πατρίδα Γιάννη,

μα η μνήμη σου πάντα θα ζει, ποτέ δε θα ποθάνει.

– Ύπουλα σε θανάτωσε των Ιταλών η μπάλα,

μα τ’ όνομά σου θα γραφτεί, με γράμματα μεγάλα.

– Κοντά μας πάντα η μνήμη σου Γιάννη θα φτερουγίζει,

τη Νίθαυρη κάθε βραδιά, τ’ άστρο σου θα φωτίζει.

– Τον πόνο σου ‘χω αδέρφι μου κι ώστε να ζω δε γιαίνω

μα αν χρειαστεί για την τιμή, Γιάννη κι εγώ ποθαίνω.

– Κανείς ποτέ για την τιμή, θάνατο μη φοβάται

γιατί ζωή χωρίς τιμή, μόνο σκλαβιά λογάται

– Μονό ’χω το παράπονο, που ’χει κι ο Ψηλορείτης

γιάντα δε σε σκεπάσανε, τα χώματα τση Κρήτης.

Νιόπαντρος στο μέτωπο

Ήταν ωραίο παιδί ο Γιάννης. Λεβέντης, έξυπνος, γενναίος. Από μικρό παιδί μεγάλωνε με τις κρητικές παραδόσεις που γενναιόδωρα δέχτηκε από τους γονείς του Μανόλη Τσουπάκη και Χαρίκλεια Λαντζουράκη.

Είχε κέφι για τη ζωή, ήταν ανοικτή καρδιά, μερακλής και φυσικά όνειρο κάθε κοριτσιού.

Εκείνος όμως διάλεξε για σύντροφο της ζωής του μια πανέμορφη κοπέλα από τη Νίθαυρη επίσης, συγχωριανή του δηλαδή, την Ξανθίππη Δανδουλάκη.

Ο γάμος τους τελέστηκε με όλο το τυπικό των αρχοντικών της εποχής οικογενειών. Το γλέντι κράτησε μέρες και οι ευχές ήταν αμέτρητες για την ευτυχία του ζευγαριού. Όλα έδειχναν ευοίωνα για μια ανέφελη ζωή. Λογάριαζαν όμως χωρίς την κατάρα του πολέμου.

Πύκνωναν τα σύννεφα αλλά όλοι απεύχονταν την αναμενόμενη συμφορά.

Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το Γιάννη με τον ίδιο ενθουσιασμό που διακατείχε τους νέους της εποχής του «Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» έλεγε στη γυναίκα του, που ζούσε ένα μαρτύριο αποχαιρετώντας τον άνδρα που δεν είχε ακόμα προλάβει να ζήσει μαζί του την καθημερινότητα.

Το ίδιο επαναλάμβανε στους γονείς που προσπαθούσαν με τη σειρά τους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να δώσουν κουράγιο στον πρωτογιό τους που έφευγε για το μέτωπο. Μόνο τα μικρότερα αδέλφια ο Ζαχαρίας, η Ελπινίκη και η Ευαγγελία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη στιγμή του αποχαιρετισμού και άφησαν τον πόνο τους να ξεσπάσει. Μάταια ο Γιάννης τα παρακαλούσε να σκεφτούν πως πρέπει να φύγει για την πατρίδα. Σ’ αυτόν τον πρωτότοκο έμελε ο κλήρος να τιμήσει την οικογένειά του. Έπρεπε να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων.

Μια συγκλονιστική μαρτυρία

Ο Γιάννης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τεπελένι στις 15-2-1941 σε ηλικία 36 ετών. Αργότερα ο αδελφός του Ζαχαρίας θα συναντήσει τυχαία στον Άγνωστο έναν από τους μάρτυρες του ηρωικού θανάτου του Γιάννη τους. Ήταν ο Βαγγέλης Μουρτζανός. Μόλις είδε τον Ζαχαρία πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε:

– Από πού είσαι φίλε;

– Από τη Νίθαυρη!

– Μήπως είσαι γιος του Τσουπάκη του Γιάννη που σκοτώθηκε στην Αλβανία;

–  Όχι ήταν αδερφός μου.

Πλησιάζει τότε ο Μουρτζανός αγκαλιάζει τον Τσουπάκη και κλαίγοντας του λέει: «Ήμασταν μαζί όταν σκοτώθηκε».

Ο Ζαχαρίας δεν περίμενε ούτε στιγμή. Παρέσυρε τον συνεπαρχιώτη του σ’ ένα καφενείο και του ζήτησε να κάνει την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Κι εκείνος δεν τον απογοήτευσε:

«Θυμάμαι, άρχισε να του διηγείται ενώ εκείνος κρεμόταν από τα χείλη του ότι μας αντικατέστησε ένας άλλος λόχος για να ξεκουραστούμε λίγο. Είχαμε πάει κοντά σε ένα σπηλιάρι. Μόλις καθίσαμε φωνάζουνε «ενισχύσεις». Λέει ο αξιωματικός: Εμά μωρέ, ακόμα δε φτάξανε και φωνάζουνε ενισχύσεις!

Αλλά πάλι φωνάζουνε ενισχύσεις, και μας λέει ο αξιωματικός: Μην κουνηθεί κανείς! Αλλά και τρίτη φορά φωνάζουν «ενισχύσεις» και τότε παίζει έναν πήδο ο αδελφός σου και μας λέει: «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ‘ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!».

Προχωρήσαμε περίπου εκατό μέτρα και μου φωνάζει, Βαγγέλη τραυματίστηκα, το τουφέκι μου… Του φωνάζω τρία βήματα μπροστά αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε, πήρε τη σφαίρα στην καρδιά και πέφτει κάτω. Δεν μπόρεσε να σταματήσει κανείς γιατί είχαμε μεγάλη επίθεση. Απομακρύνθηκα μακριά. Το δε επαύριο συναντήθηκα με τον Πανάγο Δανδουλάκη από τη Νίθαυρη και με ρωτά: «Βαγγέλη που είναι ο Γιάννης; Σκοτώθηκε; μετά πήγαμε και τον πετρώσαμενε πέτρες και χαλίκια!».

Όλη η οικογένεια στην Αντίσταση

Έπεσε σιωπή μετά τα λόγια αυτά. Κανένας δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει πια.

Ο Ζαχαρίας συνάντησε από τότε πολλές φορές τον Βαγγέλη και κάθε φορά τον έβαζε να του διηγηθεί τα γεγονότα. Κι εκείνος κάθε φορά τα διηγόταν κι έκλαιγε. Ο Βαγγέλης Μουρτζανός πέθανε το 1992.

Ο θάνατος του Γιάννη είχε επηρεάσει όλη την οικογένεια. Ο πατέρας του αποφασισμένος για όλα στη διάρκεια της Κατοχής, βρήκε διέξοδο στην Αντίσταση. Το σπίτι του στη Νίθαυρη είχε μεταβληθεί σε άντρο των ανταρτών και των Εγγλέζων συμμάχων. Μαζί του και η οικογένεια αν και πολλές φορές κινδύνεψε να ξεκληριστεί μαζί του. Με κάθε αποστολή που έφερναν σε πέρας ήταν σαν να έκαναν ένα ακόμα μνημόσυνο στο Γιάννη τους.

Ο Ζαχαρίας ποτέ δεν ξεπέρασε το χαμό του αδελφού του που περιγράφει και στο σπαρακτικό ποίημά του.

Από τα 12 χρόνια του βρέθηκε στην Αντίσταση. Από τα τελευταία του καθήκοντα ήταν ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και η αποστολή μηνυμάτων στους αντάρτες που έκρυβαν τον Γερμανό στρατηγό Κράιπε στη σπηλιά του Καλυκά (σημερινή ονομασία Πωλ Φωρ, προς τιμήν του κορυφαίου Γάλλου Ελληνιστή.)

Και το πρώτο του μέλημα μόλις έγινε κοινοτάρχης ήταν να τοποθετηθεί μνημείο των πεσόντων στο χωριό όπου και πήρε μια θέση και το όνομα του Γιάννη.

Είχε όμως πάντα ένα παράπονο από την πολιτεία. Τα 1962 έδωσαν μετάλλια σε όλους τους στρατεύσιμους που είχαν πολεμήσει στα βουνά της Αλβανίας ενάντια στον Ιταλό ύπουλο εισβολέα. Κι από τότε τίποτα. Ούτε κάποια κίνηση για τα οστά των νεκρών που χάθηκαν εκεί ούτε ένα μνημόσυνο γι’ αυτούς. Τίποτα Επιλήσμονες όπως πάντα οι πολιτικοί μόλις μεθύσουν με την εξουσία.

Γεώργιος Σαββάκης

Ο Γεώργιος Τσουπάκης γεννήθηκε στο Σπήλι, το χωριό που έβγαλε τόσες προσωπικότητες σε όλους τους τομείς δράσης, 1 Ιουλίου 1890.

Ήταν γόνος πολυμελούς οικογενείας που τη χαρακτήριζε η αφοσίωση στην παράδοση. Οι δυσκολίες επιβίωσης που ήταν πολλές αντιμετωπίζονταν με βαθειά πίστη και γνήσια χριστιανική αντίληψη. Σκληρή δουλειά και καρτερία χαρακτήριζαν την καθημερινότητα όλων των μελών της οικογενείας Σαββάκη. Κι είχαν έτσι αποκτήσει την απόλυτη κοινωνική καταξίωση που είναι και το σημαντικότερο βιος.

Πρώτα δημοδιδάσκαλος ύστερα γενναίος αξιωματικός

Τα πρώτα γράμματα ο Γεώργιος διδάχτηκε στο Σπήλι. Είχε όμως μεγάλη δίψα για μάθηση και διακρινόταν στο σχολείο. Αργότερα τον βρίσκουμε να διδάσκει στις Καρίνες ως δημοδιδάσκαλος. Διακρίνεται για τη φλογερή φιλοπατρία του κι αυτό το αίσθημα προσπαθεί με μεταδώσει στους μαθητές του.

Η έδρα όμως δεν τον καλύπτει απόλυτα. Θέλει να προσφέρει έμπρακτα τις υπηρεσίες του στην πατρίδα του. Και δεν αργεί να καταταγεί εθελοντής. Αισθάνεται ότι πολεμώντας θα δώσει την ευκαιρία στην Κρήτη να ανασάνει λεύτερη.

Σαν αξιωματικός διακρίνεται για τη γενναιότητα και την διάθεση αυτοθυσίας που δείχνει αν το απαιτεί η αποστολή του. Η διαγωγή και το ήθος του τον ανεβάζουν στην ιεραρχία του στρατεύματος. Και φθάνει έτσι στο βαθμό του Συνταγματάρχη με αφορμή τις ανδραγαθίες του και μόνο.

Είναι τόσο το πάθος του για τη στρατιωτική ζωή που παρασύρει και τον αδελφό του Στυλιανό και αργότερα το γιο του Παντελή Σαββάκη για τον οποίο είχαμε κάνει σχετικό αφιέρωμα.

Θυμίζουμε ότι ο Παντελής ήταν ο ήρωας που έβαζε το σώμα του ασπίδα για τους στρατιώτες του και η περιπετειώδης ζωή του έχει καταγραφεί από τον εκλεκτό συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Μανόλη Κούνουπα στο βιβλίο «Νίκησε δυο φορές το θάνατο».

Ο Γεώργιος Σαββάκης πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους της μαρτυρικής γενιάς του. Ήταν πρώτα στις μάχες 1912-1913, στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην Α’ παγκόσμιο πόλεμο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα πιο τρυφερά του χρόνια χάθηκαν στη θύελλα των πολέμων. Είχε πάρει όμως τη θέση του στη χορεία των ηρώων.

Στο έπος της Αλβανίας

Κι ήρθε μετά το Έπος της Αλβανίας. Εκεί έτυχε να βρεθεί με το γιο του από καθαρή σύμπτωση.

Ο γιος του ήταν μόλις 20 χρόνων και υπηρετούσε με άλλους τελειόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων. Ο Γεώργιος με το βαθμό του συνταγματάρχη προερχόταν από την εφεδρεία των παλιών αξιωματικών. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν να απουσιάζει εκείνος από το κάλεσμα της πατρίδας. Ένα μήνα μετά την έναρξη του πολέμου είχε τοποθετηθεί φρούραρχος της μόλις απελευθερωθείσης Κορυτσάς.

Η τυχαία συνάντηση με το γιο του ήταν συγκινητική. Έδειξε όμως κι εκεί πόσο μεγάλος πατριώτης ήταν. Ο πόλεμος δεν επέτρεπε άλλες συναισθηματικές εξάρσεις. Ένας χαιρετισμός και μετά καθένας στο καθήκον του. Ο νεαρός αξιωματικός ήξερε πολύ καλά ότι δεν σήμαινε τίποτα το γεγονός ότι είχε υποδιοικητή τον πατέρα του.

Εκείνα τα χρόνια ήταν αναξιοπρέπεια να υπεκφεύγει ο νεαρός από στρατιωτικά καθήκοντα κυρίως όταν συγγενείς κατείχαν υψηλά αξιώματα.

Πήρε καθένας το δρόμο του χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο σπόρος φιλοπατρίας που έσπερνε ο Γεώργιος φύτρωσε στην συνείδηση του γιου του Παντελή, άνθισε και κάρπισε όπως φάνηκε με την όλη δράση του.

Ένας υποδειγματικός οικογενειάρχης

Η προσήλωση στην πατρίδα δεν απαγόρευσε στον Γεώργιο να γίνει ένας υποδειγματικός οικογενειάρχης. Ήταν ένας τρυφερός πατέρας για τον Παντελή και την Ελένη του, σύζυγο αργότερα του Παντελή Τζαγκαράκη.

Ήταν όμως και υπόδειγμα αδελφού. Μόλις κήδευσε τον πατέρα του αφοσιώθηκε στην συντήρηση και αποκατάσταση των αδελφών του και μετέπειτα των ανιψιών του. Χωρίς κραυγαλέες ενέργειες. Ήταν απόλυτα δοσμένος στην οικογένεια και στιβαρός συμπαραστάτης για κάθε αδελφό του.

Πάντρεψε αδελφές κι ανίψια, σπούδασε τα παιδιά τους κι ένα μόνο τον ενδιέφερε. Να κρατά ολόκληρη η οικογένεια τη θέση της στην ιεραρχία της κοινωνικής καταξίωσης που επάξια κατείχε.

Ήταν φυσικό να τον αναγνωρίζουν όλοι οι Σαββάκηδες ως αρχηγό της οικογένειας. Αυτό πιστοποιεί ο ανιψιός του ιερέας Κ. Κονσολάκης, στη νεκρολογία που έχει καταχωρηθεί στον τοπικό τύπο (ΒΗΜΑ Ιανουάριος 1965).

Ο χαρακτήρας του ήταν αυτός που του έδινε το προνόμιο της πρωτοκαθεδρίας. Ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, δίκαιος και αμερόληπτος στις κρίσεις του και σταθερός στις αποφάσεις του. Ενέπνεε αγάπη και σεβασμό. Οι συγγενείς του τον λάτρευαν. Οι φίλοι τον είχαν παράδειγμα προς μίμηση.

Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν και το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Απορεί κανένας αν ενδιαφερόταν καθόλου για τον εαυτό του.

Μέσα στις τόσες δωρεές του η σημαντικότερη είναι η παραχώρηση οικοπέδου όπου κτίστηκε από τον τότε Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ισιδώρου το εκκλησιαστικό οικοτροφείο.

Ο Θεός όμως αντάμειψε τις μεγάλες του αρετές φέροντας κοντά του τον γιο του Παντελή, που όλοι πίστευαν πως είχε σκοτωθεί και μάλιστα του έκαναν και μνημόσυνα.

Ο θάνατος ήρθε για τον Γεώργιο Σαββάκη, κάποια στιγμή που απολάμβανε τα χριστιανά τέλη ενός σωστού και ακέραιου ανθρώπου. Η κηδεία του έγινε με πάνδημη συμμετοχή και τάφηκε στο Σπήλι που τόσο αγάπησε και τίμησε με την πορεία ζωής του, την προσφορά στην πατρίδα και το μεγάλο κοινωνικό του έργο.

Πηγές:

«Ηρώον Πεσόντων της Σκλαβωμένης Ελλάδος 1940 – 1945».

Νικολέου Τσουπάκη: Αφιέρωμα στον «Νιθαυριανό» Γιάννη Τσουπάκη που έπεσε μαχόμενος στην Αλβανία.

Εφημερίδα «Βήμα» (Ιανουάριος 1965).

Εύας Λαδιά: Παντελής Σαββάκης: «Έβαζε τον εαυτό του ασπίδα για τους στρατιώτες του».

Εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» 23 Οκτωβρίου 2014.

Μανόλη Κούνουπα: «Νίκησε δυο φορές το θάνατο».

Εύας Λαδιά «Ρεθεμνιώτικα Νέα» • «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ’ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!».

 

Αφήστε μια απάντηση