ΒΑΛΕ ΣΚΑΜΠΙΛΙ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

– Λοιπός, αφέη, Σάντουλε, εδά μια δυο μέρες επορίσαμενε απού
την παραθιά, ετσά που προβαίρνει , ο ήλιος μ’ απού έει απόϊ και
δεν μπορεί κιαείς να ξεμουρίσει όθεν το Βορρά:
– Μουδ’ απόϊ, μουδέ γιάτσο δεν πιάνει μερικούς και σωλάγουνται
στο κονάκι – ν – τωνε μουδέ νύχτα, μουδέ μέρα.
Μουδ’ ο καταραμένος – αλλάργο πο πα, – δεν τσι πιάνει, κ’ ετσά
σηκώθηκενε οψάργας, ο μορφονιός, ο γυιός μου να πάη στο
ντουκιάνι μ’ ετσά κράϊ και εμάλωνάτονε, γιατί γροικάς πως εις τσι
Μέλαμπες δεν προκάνει ο παπάς να θάφτη, απού πάνε,
μπεσπελί, δέρμα μαλλί απού τη γρίππη. Κάθε μέρα, γροικάς
κατακουρκουνά, η καμπάνα.
– Κι ‘ άστο δα πως πάνε, μόνο πήρανε τση κάτσας κείνον τον
κακομοίρην τον Ψαρόγαρο και – μα τον αφέντη του κόσμου –
ροιζικάρει να σκαρτάρη εις την υστεργιά.
– Ήλεγέ μου το, μωρέ παιδί μου, η γερόντισα, γιατί, γροικάς,
εσηκώθηκενε τη νύχτα να τσιρήξη και τον άκουσενε, λέει,
εξεκαυκαλώνεντο απού τσι φωνές, κι’ όντιμως ελαχαντάρεψενε
πως ήτονε μεθυσμένος σαν απού το χει αντέτι.
– Όσκε μα το ναις, στο ντουκιάνι πήγενε κ’ εκείνος για να παίξη
μπεσπελί, τα σκαμπίλια, κι’ όντιμως δάχανε ντακαρισμένα άλλοι,
κ’ ύστερα έκατσενε κοντά για να τσι κάνει χάζι. Θες και πης, σα
δεν έπαιζενε ενύσταξενε απάνω στο σκαμνί. Οι μουζομένοι απού
τσι βάνουνε και παίζουνε τα χαρθιά, των ορμηνεύγουνε και
τέχνες. Λοιπός πιάνουνε και σβύνουνε το λύχνο κι’ απόης
ηλέγανε αδυνατά: Βάλε σκαμπίλι. Βάλε το τριάρι. Δείρε το. Με
τσι φωνές, γνώθει κι’ αυτός και θωρεί σκοτίδι, πίσα σκοτίδι.
Ντουσουντίζει πως δεν έσβυσενε ο λύχνος, μόνο πως
εβιστηρίχθηκενε αυτός και έχασενε την φεγγοήν του στ’ άψε
σβύσε. Σηκώνεται λοιπός κι’ άρχισά Ώφου παιδιά μου κ’
έχασανάσας. Ώφου και πως θα ζήσουμε δα. Το χωριό, γροικάς
εσυνέπαιρνενε από τα μοιρολόγια – ν – του: Απής τον έκαμανε

καλά – καλά χάζι, έφραζενε ένας τα μάθια ντου και του διάβαζενε
το Πιστεύγω Πάντακράτορα, κι’ άλλος άναψενε το λύχνο και τες
του κάνουνε: Φύγε κακομοίρη μην ξαναβιστηρηχτής. Γκαβγεί –
ντελόγο μα δεν επάρη γοργέτονε κι’ έκλαιγενε σ’ ούλην τη στράτα
ώστ’ απού φτάξενε στο σπίτιν – ν – του.
– Διάλε τα μούτσουνά – ν – τωνε, τω μασκαράδω και πόσον ήτονε
να σκαρτάρη ατσιποδιάρης;

Από τ’ Ακτούντα
Τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΟ

Ο ΤΥΠΟΣ ΠΕΜΠΤΗ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ 1934 ΑΡ.ΦΥ. 544

Αφήστε μια απάντηση