Αθηνά Ατσαλή το γένος Λαδιά : Ένας επίγειος άγγελος

 

Εκεί  στα Περιβόλια μεγάλωνε ένα λουλούδι από εκείνα που τα σέβεται ακόμα και το φως του ήλιου .Ήταν η μοναχοκόρη του Δημήτρη και της Ελευθερίας Λαδιά .

Μεγάλωνε η Αθηνούλα και γινόταν όλο και πιο όμορφη Εκείνα τα καθάρια γαλάζια μάτια της νόμιζες πως ξεχείλιζαν το φως της ψυχής της

Κέρβερος των παραδόσεων ο ήρωας πατέρας της φρόντιζε να μεγαλώνει η κόρη του όπως κάθε κοπέλα  της εποχής . Μετρημένα τα βήματα, λίγες οι λέξεις, επιλεγμένες αυστηρά οι παρέες.

Η Αθηνούλα όμως ποτέ δεν είπε δεύτερη κουβέντα Νόμος οι αρχές της οικογένειας.

Κοντά στη μάνα της την κυρα Λευτερία με το όνομα έμαθε όλα τα πρέποντα για το νάμι της καλής νοικοκυράς . Έτσι από νωρίς έμαθε να τη βοηθά στο σπίτι και να κρατά και το Παντελιό τους το στερνοπούλι  για να βοηθήσει η μάνα τον πατέρα της στο Περβόλι.

Νωρίς νωρίς βρέθηκε ένα καλό παιδί από την Παχειά Άμμο ο Μιχάλης ο Ατσαλής Ο γέρο Λαδιάς τον πρόσεξε αμέσως και σίγουρος για την εργατικότητα και τον καλό του χαρακτήρα αποφάσισε να τον κάνει γαμπρό του Έτσι  βρέθηκε νύφη στην εκκλησία η Αθηνούλα μας κι όπως της είχε μάθει η μάνα της λειτουργούσε το νοικοκυριό της Έλαμπε το σπίτι της Ευώδιαζε η μπουγάδα της, Μοσχομύριζαν τα φαγητά στην κουζίνα της Ήρθαν και τα παιδιά Ο Μανόλης , ο Δημήτρης και τελευταία η Λευτερία

« Δεν ξέρεις Εύα μου πόσο ευχαριστήθηκα που έκανα κοριτσάκι» μου έγραφε στα πρώτα της γράμματα τότε που  δεν είχα κατέβει ακόμα στο Ρέθυμνο και αλληλογραφούσαμε κατά το συνήθειο της εποχής

Όταν  ήρθα στην πόλη αυτή και μπήκα στο σπίτι τους γνώρισα και την άλλη όψη της Αθηνάς Αυτή τη γεμάτη ευγένεια και λεπτότητα Άμαθη  στα θέματα νοικοκυριού της έκανα τις πιο ανόητες ερωτήσεις προσπαθώντας να προσαρμοστώ σε μια επιστήμη τόσο άγνωστη σε μένα Κι εκείνη χωρίς ειρωνεία, χωρίς διάθεση επίδειξης μου απαντούσε

Ποτέ δεν την θυμάμαι να κάθεται μετά τις δουλειές Τα επιδέξια χέρια της ήταν πάντα απασχολημένα είτε με βελόνες, είτε με βελονάκι είτε με βελόνες κεντήματος Αριστουργήματα έβγαιναν από εκείνα τα χέρια  Ίδια η μάνα της Κουβέρτες,κεντήματα, πλεκτά, ό,τι έβλεπαν τα μάτια έκαναν τα χέρια Με αυτό τον τρόπο καλοχέριζε όποιον της δημιουργούσε κάποια υποχρέωση

Και το δώρο της ενθουσίαζε πάντα τον παραλήπτη

Η Αθηνά είχε έμφυτο και το πνεύμα της οικονομίας  Ήταν ν’ απορείς πως τα κατάφερνε (έφερνε δεν έφερνε μεροκάματο ο Μιχάλης της) , να περνά το σπίτι της καλά και να μη λείπει τίποτα από τα παιδιά της Ούτε μια φορά δεν χτύπησε την πόρτα των γονέων απ’  όσο θυμάμαι

Καμάρωνε δικαιολογημένα η κυρα  Λευτερία το δημιούργημά της

-Είδες η κόρη; Μου έλεγε Δόξα τω Θεώ Πάντα τα καταφέρνει …

Κι ήρθαν τα δύσκολα Αρρώστησε ο Μιχάλης της πολύ σοβαρά  Αναμμένη λαμπάδα η Αθηνά στο προσκέφαλό του μέχρι που έφυγε Κι η λαμπάδα αυτή δεν έσβησε ποτέ Πολύτιμο στήριγμα για την Ελευθερία μας την μοναχοκόρη της μεγάλωσε και εγγόνια και δισέγγονα Απορούσαν όλοι Μα πως; Άλλες ούτε τα παιδιά τους δεν μεγαλώνουν με τόση αφοσίωση κι αυτή με ανοικτή αγκαλιά για όλους; Αδιαμαρτύρητα; Κι όμως αυτή ήταν η Αθηνά που παρά τα βάσανα ήθελε πάντα να είναι περιποιημένη , φροντισμένη, να ζει με αξιοπρέπεια και πάντα με το κεφάλι ψηλά

Τη μέρα πληρωμής της σύνταξης η Αθηνά ήταν από νωρίς στο δρόμο Δεν επέστρεφε αν δεν είχε  πληρώσει κάθε υποχρέωση του σπιτιού Αυτή η γυναίκα ζούσε για την εντιμότητα και την ανθρωπιά

Εκεί που θα έπαιρνε λίγη ανάσα άρχισε να ταλαιπωρείται η Ελευθερία της από μια επιπλοκή μετεγχειρητική  Όλο αυτό το διάστημα μέχρι οι προσευχές όλων να φέρουν πίσω την κοπέλα υγιέστατη στο σπίτι της ήταν ένας Γολγοθάς για την Αθηνά Πύρινα τα δάκρια της αγωνίας της αλλά και ιώβειος η υπομονή της πλάι στην κόρη της για μήνες ολόκληρους

Μέχρι που γύρισαν κι οι δυο στο σπίτι και μας έφεραν ξανά το χαμόγελο στα χείλη

Η Αθηνά δεν έδειχνε καμιά κούραση Συνέχιζε κάθε απόγευμα πάντα κομψή και φροντισμένη να κάνει τον συνηθισμένο της περίπατο στην παραλία για ν’ ανταλλάξει με τις φίλες της καμιά κουβέντα Και ξαφνικά ήρθε το μοιραίο Η σειρά της κόρης να γίνει  φως συγκινητικής φροντίδας για τη μάνα Έτσι έφυγε η Αθηνά μας  Ξεψύχισε σαν το πουλάκι Και τι σύμπτωση Όπως ακριβώς η μητέρα της Μόλις την είχε φροντίσει ο Παντελής της εκείνη  άφησε το χέρι του και ξεκίνησε για το αιώνιο ταξίδι Κι η Αθηνά έφυγε  όταν το στοργικό χέρι της κόρης της καθάριζε το πρόσωπό της να τη δροσίσει , να την ανακουφίσει όσο γίνεται

Καλό σου ταξίδι Αθηνούλα μου Από δω και πέρα τα πρωινά μου θα έχουν την οδύνη της απουσίας σου Τα μάτια μου δεν θα χορτάσουν άλλο το φως από το καθάρο βλέμμα σου Καλό σου ταξίδι Και πές στην κυρα Λευτερία πως οι τελευταίες της επιθυμίες τηρούνται στο ακέραιο Θα καταλάβει εκείνη Στο καλό αδελφούλα μου Στο καλό

Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση