της Όλγας Πλαίτη *
Πόσα ωραία ακούσαμε , και σιγοτραγουδήσαμε.
Συχνά, μια λέξη μπορεί να κρύβει μια ολόκληρη ιστορία.
Προφανώς οι κατακτητές Ενετοί δεν άφησαν μόνο
αξιοπρόσεχτα κτίρια στην αγαπημένη μας πολιτεία.
Είναι ωραίο κι ωφέλιμο κάθε τι που δίνει χαρά, όπως η
έκφραση συναισθημάτων μέσω της μουσικής και του
τραγουδιού.
Την εποχή που μεγάλωνα κι άρχιζα να φτιάχνω τις δικές
μου εικόνες , ήμουν πολύ τυχερή ,όπως και πολλά παιδιά
εκείνων των χρόνων .
Ακούγαμε ιστορίες, αναμνήσεις, παραμύθια από τους
μεγαλύτερους στις βεγγέρες του χειμώνα , αλλά και στις
φεγγαράδες του καλοκαιριού στα κατώφλια της παλιάς
μας πόλης.
Και με τη γόνιμη παιδική φαντασία ,ταξιδεύαμε σε ζωές
άλλων εποχών ,σα να τις ζούσαμε και εμείς.
Έτσι λοιπόν σήμερα, θα μοιραστώ μαζί σας, μια όμορφη
ιστορία της δεκαετίας του 50, στη μικρή μας πολιτεία,
όπως μου τη διηγήθηκαν οι δικοί μου.
Δύσκολα χρόνια , ο τόπος αναστέναζε τον καημό του και η
καλή συντροφιά ήταν μεγάλη δύναμη.
Οι άνθρωποι τότε μοιραζόταν στιγμές ,μ’ έναν απλό
τρόπο ,και τις έκαναν μικρές ή μεγάλες γιορτές.
Μια ωραία συνήθεια ήταν κι ο περίπατος τα
Σαββατοκύριακα που άρχιζε νωρίς , με τον ήλιο ακόμη
ψηλά.
Βόλτες πάνω κάτω, στην Κουντουριώτου , στη συνέχεια
στην Αρκαδίου και τα καλοκαιρινά δειλινά στην
Προκυμαία. Προκυμαία τότε, αφού το κύμα έφτανε μέχρι
την άκρη του δρόμου.
Εκεί και στα γρήγορα αποφασιζόταν η βραδινή
διασκέδαση και η συνέχειά της.
Οι Ρεθεμνιώτες ήταν γλεντζέδες κι ας είχαν ελάχιστα
επάνω στο τραπέζι.
Χόρευαν κι ας ήταν κατάκοποι.
Η παρέα που θα σας περιγράφω , είχε το προνόμιο να
έχει σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστάδες.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης με τον αδελφό του Βαγγέλη, ο
Μπάμπης Πραματευτάκης, ο Νίκος Περπυράκης, ο
Κώστας Τουρνάκης , ο Αλέκος Αλεξίου, ο Κώστας Καννάς
, ο Τάσος Θεοδωράκης, ο Αντώνης Γιαχακόπουλος -κι
άλλοι που δυστυχώς δεν έχω συγκρατήσει τα ονόματά
τους – , πρωτοστατούσαν με τις μελωδίες τους και
ξεσήκωναν όλους.
Σ’ εκείνες τις βόλτες όσοι τους γνώριζαν , τους ρωτούσαν
αν θα κάνουν καντάδες ζητώντας να περάσουν κι από τα
σπίτια τους.
Στη συντροφιά συμμετείχαν και κορίτσια που τα
συνόδευαν πάντα στενοί συγγενείς αφού οι καιροί ήταν
εξαιρετικά αυστηροί!!
Όλα μοιρασμένα, ρεφενέ και το κρασί και τα κεφτεδάκια
με μπόλικο ψωμί κι έτοιμο το γλέντι χωρίς πολλά πολλά
στο πιο μεγάλο σπίτι της παρέας.
Η καλή διάθεση και το μεράκι δεν αργούσαν να γίνουν
τραγούδι και χορός!
Φωτιά έπαιρναν τα παλιά σανίδια και τα πελέκια είχαν
μάθει πια όλα τα τραγούδια.
Νέοι με τη ζωή μπροστά τους και παλαιότεροι με την
εμπειρία πάνω σε κάθε ρυτίδα, έσμιγαν με κέφι!
Γλέντι να δείτε , πειράγματα και καλαμπούρια και γέλια !
Όταν η χαρά δε χωρούσε μέσα στο σπίτι , η παρέα άρχιζε
να κατεβαίνει τη σκάλα και να ξεχύνεται στα στενά για
καντάδες ,κάτω από κλειστά παράθυρα , με τον έρωτα να
ξαγρυπνά και να ονειρεύεται…
Φανταστείτε το, φτιάξτε τη δική σας εικόνα .
Μπορεί να αλλάζουν όλα , όμως τα συναισθήματα
παραμένουν ίδια παντού και πάντα.
Νυσταγμένη , μισοσκότεινη η πολιτεία κοιμάται , με τα
σπίτια της αγκαλιασμένα σφιχτά . Μοσχομύριζαν τα
γιασεμιά, οι γαρυφαλιές, οι βασιλικοί.
Ησυχία και ένα περιμένω πίσω από τις γρίλιες .
Και ξάφνου μελωδίες ψιθυριστές , γεμάτες νοσταλγία και
κρυμμένη αγάπη.
Να λένε για τα χρόνια που πήγαν χαμένα, για τα μαλλάκια
στο νοτιά, για μια γιορτή , για κάποιον φίλο που έφυγε.
Αλλά καμιά φορά και μια δεικτική υπενθύμιση ή σατιρική
αφού τα αστεία ήταν πάντα έτοιμα!
Τι νύχτες αξημέρωτες!
Εκείνοι που γνώριζαν , τους περίμεναν χειροκροτώντας
στα μπαλκόνια και στα κατώφλια με το ανάλογο κέρασμα
φυσικά κι ας ήταν μεσονύχτι.
Συχνά οι παρέες -ειδικά τις σχολάδες – ξεκινούσαν από
διαφορετικές γειτονιές.
Άλλοι με το ρομαντισμό κι άλλοι με την παράδοση .
Ήταν ένα σύνολο αξιοζήλευτο.
Κι αν κάποια συντροφιά κατηφόριζε το Μασταμπά , τότε
άκουγες τραγούδια μικρασιάτικα , παραπονεμένα, που
μπέρδευαν στις νότες τους την ελπίδα και τον καημό.
Κι ήταν μοναδικές στιγμές σαν συναντιόταν κι απαντούσε
η μια παρέα στην άλλη με το δικό της τρόπο.
Ωχ! Ήταν κι ο τοποθέτης Αστυνομικός έξω από τη Λότζια ,
Μουσείο το λέγανε τότε!
Πιο σιγά τους έδειχνε με τα χέρια.
Παραφωνία θα σκεφτείτε, όμως όχι . Ποιος αντιστέκεται
στη χαρά και στην ευγενική της έκφραση;
«Εμείς πάντα τραγουδούσαμε ήσυχα , μελωδικά , με τις
νότες, δε φωνάζαμε»
Όπως μου είπε μόλις χθες η μητέρα μου και ο κύριος
Μπάμπης Πραματευτάκης .
Οι ώρες κυλούσαν , οι παρέες αραίωναν .
Οι τραγουδιστάδες πετούσαν ένα « καλό ξημέρωμα» και
συνέχιζαν στα δροσερά τους μαξιλάρια ένα διαφορετικό
τραγούδι.
Τα χρόνια περνούσαν , οι νέοι μεγάλωναν , έμειναν λίγοι
οι κανταδόροι.
Όμως έμειναν τα τραγούδια να τα σιγοτραγουδούν μέσα
στα σπίτια στις γιορτάδες ,κι άλλες φορές συντροφιά με το
ραδιόφωνο.
Άκουγαν οι νεότεροι και μάθαιναν.
Η δεκαετία του 60 έφερε νέες μελωδίες ενώ το νέο κύμα
τραγούδησε αλλιώς τον έρωτα.
Οι καντάδες ολοένα σπάνιζαν και κάποια στιγμή και εξ’
ανάγκης, σώπασαν οριστικά.
Στην επόμενη δεκαετία όλα άρχισαν να ανεβάζουν ένταση
ακόμη και στη μουσική.
Ξεσκέπαζαν , λες με το τραγούδι ,κρυμμένες
επαναστάσεις !
Όλοι τραγουδούσαν δυνατά για να πάνε τη ζωή τους
παραπέρα.
Έγινε κι ο έρωτας επαναστάτης !
Προχωρούσαν τα χρόνια και η αχλή του χρόνου σκέπασε
εκείνη τη ρομαντική συνήθεια και ξεχάστηκε.
Ο κύκλος φάνηκε να κλείνει .
Όμως η επιστροφή του Καρναβαλιού στην πόλη ,έφερε κι
όλες τις νοσταλγικές συνήθειες.
Οι Ρεθεμνιώτες τα θυμηθήκαμε όλα , και εκείνα που
είχαμε ζήσει ,αλλά και εκείνα που είχαμε ακούσει και μας
μάγευαν.
Έτσι η παλιά μας πόλη άκουσε ξανά στις ρούγιες και στα
στενά της, τραγούδια παλιά αλλά πάντα αγαπημένα .
Μεγάλοι και παιδιά γίναμε μια μεγάλη παρέα και
συνεχίσαμε ακριβώς από εκεί που είχαν σταματήσει
κάποτε .
Μπορεί διαφορετικά ,όλα πια ήταν φωτισμένα .
Όμως, ανάσανε ξανά η λησμονημένη συνήθεια κι έγινε ο
πιο αγαπησιάρικος θεσμός της δικής μας Αποκριάς .
Οι καντάδες πρόσθεσαν ένα σημαντικό παρόν στο
Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι συμβάλλοντας ώστε να γίνει
μοναδικά ξεχωριστό.
- H Ομιλία ήταν στο πλαίσιο εκδήλωσης του ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΚΑΡΠΟΥ ( Φεβρουάριος 2023) με τίτλο « Οι καντάδες στον τόπο μας» στη διάρκεια της οποίας τιμήθηκε ο Ανδρέας Πλαίτης