Παλιά γλέντια στο Ρέθυμνο που ενέπνευσαν ποιητές και χρονογράφους

Πολλά από αυτά μας περιγράφει ο βάρδος Γιώργης Καλομενόπουλος

Ανέκαθεν οι Ρεθεμνιώτες «έκλεβαν» μια του χάρου. Όταν εύρισκαν ευκαιρία αναζητούσαν τη λύρα για να διώξουν τις αρνητικές σκέψεις. Προσάναμμα στο γλέντι που ξεκινούσαν είχαν πάντα το αστείρευτο κέφι ορισμένων που ήταν η «ψυχή» της παρέας.

Όπως και να κυλούσε η μέρα βρίσκανε τον καιρό με την παρέα να διώχνουν την κακοκεφιά.

Στ’ Αμαριανού το μαγαζί-πατέρα, ώρα σου καλή!

μοσκομυρίζει καπαμάς και ευωδιάζει βούπα

κι αυτός στην πόρτα καρτερεί το πέρασμα του Καυγαλή

να γνέψει ο ένας τ’ αλλουνού να πιούν από μια κούπα.

Ο μεγάλος βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος αναφέρεται συχνά στα γλέντια αυτά. Και κατονομάζει τους μεγάλους γλεντζέδες της εποχής, Χασές, Καούνης, Γοβατζης, Τίτος Ζακάκης, Δερμιτζής, Καφάτος, Πενθερούδης, ο Μανουσάκης κι ο Άστρινός, Καλομενόπουλος Γιαννιός, Κούνουπας και Σκουλούδης.

Από τους σημαντικότερους γλεντζέδες στη συνέχεια ο Θεμιστοκλής Βαλαρής αυτή η μεγάλη μορφή του, που χωρίς να προδώσει ποτέ το επιχειρηματικό πνεύμα που τον χαρακτήριζε, ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του η «ψυχή» κάθε συντροφιάς. Έδινε ζωή, σκόρπιζε το μήνυμα της πραγματικής ευτυχίας, ξεσηκώνοντας τις παρέες. Οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής του συμμετείχαν στα ανεπανάληπτα γλέντια στ’ αρχοντικό του κυρίως στο Ατσιπόπουλο. Κι όλα με σύνεση και μέτρο. Ακόμα κι όταν βρισκόταν στο τσακίρ κέφι. Οικογενειακή ατμόσφαιρα, γευστικότατοι μεζέδες και άφθονο κρασί έκαναν εκείνα τα γλέντια ανεπανάληπτα.

Περίφημοι για τα γλέντια τους ήταν οι Περβολιανοί.

Εκτός από το δάσκαλο Δημήτρη Βιβυλάκη, που αναφέρεται στα γλέντια αυτά στο βιβλίο του «Περιβόλια στο γύρισμα του χρόνου» ο Γιάννης Δογάνης εξασφάλισε πολύτιμα ιστορικά στοιχεία μιλώντας με τον αξέχαστο Μανούσο Μανουσάκη (ΠαπαΜανούσο) έναν από τους τέσσερις διασωθέντες από την εκτέλεση στην άμμο των Μισσιρίων τον Μάιο του 1941.

Και από τη συνέντευξη αυτή του κ. Δογάνη μαθαίνουμε πως οι περίφημοι γλεντζέδες της δεκαετίας του 20 ήταν ο Μανόλης Λαγός που έπαιζε λύρα, Γιώργης Πωλιός που έπαιζε λαγούτο και οι Κωστής Σκανδάλης, Αλέκος Χαριτάκης. Μήτσος Μιχελιδάκης, Γιώργης Γαγάνης από το Ατσιπόπουλο και φυσικά ο Γιώργης Καλομενόπουλος.

Από δικές μου σημειώσεις όταν άκουγα παλιούς Περβολιανούς μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ήταν σύνηθες φαινόμενο μια παρέα να κάνει μεταμεσονύκτιες επισκέψεις στα σπίτια, όπου η νοικοκυρά όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε αλλά έσπευδε να σφάξει μια κότα για να περιποιηθεί τους απροσδόκητους επισκέπτες.

Όλα αυτά ήρθαν στο νου με αφορμή ένα εξαιρετικό αφήγημα που βρήκαμε το πρωί στο mail μας από τον Κωστή Καλλέργη τον περίφημο Κ.Ι.Γ.Κ.

Ας το μοιραστούμε γιατί είναι αυθεντικό κι όπως πάντα σπαρταριστό από τη χαρισματική πέννα του εκλεκτού μας συμπολίτη λογοτέχνη.

Η καντάδα άλλων εποχών

Ψεύτη ντουνιά σε γλέντησα!! Κι ακόμη σε γλεντίζω.

Κι όσα κι αν έχεις βάσανα. Ορθός τα νταγιαντίζω.

Η καντάδα πού συνήθως γινόταν πρωινές ώρες δεν είχε στόχο υποχρεωτικά την κατάκτηση της καρδιάς κάποιας συγκεκριμένης κοπέλας. Συνήθως καμιάς. Ήταν ένα ξέσπασμα μερακλήδων μεθυστικό. Στην κυριολεξία.

Ήταν υποχρεωτική νυχτερινή μουσική πορεία μετά από κρασοκατάνυξη.

Δεν σταματούσαμε σ’ ένα χωριό αλλά γυρνούσαμε τρία τέσσερα χωριά την ίδια νύχτα με τα πόδια.

Κυρίως πειράζαμε φίλους και γνωστούς για να τους δοκιμάσουμε στην αντοχή τους στην κρεβατομουρμούρα ….

Χαρακτηριστική μαντινάδα.

Ακόμη δεν τον εύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις;

Να μας σε βάλεις μια ρακί. Κι ύστερα να σφαλίξεις;

Οι καντάδες ήταν πολύ ωραίες, όταν είχες γλυκόλαλους τραγουδιστές.

Εμείς είχαμε την τύχη να χουμε φίλο το γλυκόλαλο λαουτιέρη Γιάννη Ζυμβραγουδάκη από την Αγ. Παρασκευή.

Πολλές φορές τον ενοχλήσαμε βραδιάτικα και πάντα μας υποδεχότανε με χαμόγελο, έτοιμος να μας ακολουθήσει στην νυχτερινή μουσική μας περιπλάνηση με το λαούτο.

Έχετε ακούσει νυχτερινό λαούτο;

Από το γλυκό παίξιμο του Γιάννη Ζυμβραγουδάκη και το γλυκύτατο τραγούδι του κατέβαιναν και χόρευαν και τραγουδούσαν κι οι Αγγέλοι μαζί μας….

Ο Γιάννης ήξερε τον σκοπό και το τραγούδι που επίμονα ζητούσα κι εγώ τον συνόδευα ταπεινά με ότι όργανα θεωρούσα κατάλληλο για την ημέρα. Άλλοτε μπουζούκι… άλλοτε μαντολίνο. «Γιάννη ξέρεις …Στο πρώτο βήμα της ζωής …πάμε!!!!».

Ήταν ευτυχία και για τον φίλο κι όλη την οικογένεια να πάνε κανταδόροι στο σπίτι και ήταν στοίχημα φιλίας η καλή υποδοχή στις πέντε τα ξημερώματα…. που η σύζυγος θα έπρεπε επί τόπου να σφάξει όρθα ή κουνέλι…. για την συνέχιση της παρέας και φυσικά να χαμογελά!!

Αμέτρητες φορές άνοιξε στην Πηγή η πόρτα του σπουδαίου μερακλή της Πηγής, του ΜεταξοΓιώργη που με την αγαπημένη σύζυγό του, Νικολέττα τση Μύγιαινας, μας καλοδέχτηκαν ξημερώματα και μας περιποιήθηκαν ξημερώματα, επιστρέφοντες εμείς ευθυμούντες από ολονύκτια κανταδόρικη περιπλάνηση της ακτίνας τριών χιλιομέτρων από την Λούτρα, που φυσικά ήταν το επίκεντρο λόγω των γλεντιστάδων της, όπως το γλυκόλαλο Γιαννιώ το Τουτουντζιδάκη, που άμα μεράκλωνε σπούσε τα ποτηράκια της ρακής στην κεφαλή του και φυσικά τρέχανε τα αίματα πλημμύρα.

Και ο αγαπητός μας φίλος συνεχίζει με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αφήγηση το επιφανούς δικονομολόγου Μανόλη Γιαννακάκη που αναφέρεται στην Πηγή του 1973.

Την επομένη του Πάσχα έτους 1973, ήτοι την 30 Απριλίου 1973, (Δευτέρα της Διακαινησίμου) και περί ώρα 23.00 είχα επιστρέψει στην Πηγή από το Ρέθυμνο οδηγώντας το πρώτο μου αυτοκίνητο μάρκας Volkswagen.

Τα καφενεία της Πηγής ήταν κλειστά, πλην του καφενείου του Τσαγκάρη.

Όταν περνούσα από το καφενείο, κάποια παρέα που καθότανε έξω απ’ αυτό στον υπερυψωμένο από το έδαφος ασκεπή χώρο του με εκάλεσε να σταματήσω να πιω καφέ.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο προσωρινά στο δρόμο απέναντι από το παντοπωλείο του Αλκιβιάδη (δεν περνούσε κανένα αυτοκίνητο) κατέβηκα και κάθισα στην παρέα τους.

Σε λίγα λεπτά ακούσθηκαν τραγούδια από παρέα που ερχότανε (πεζή από το Άδελε, με συνοδεία μπουζουκιού.

Είδαν προφανώς φως στο πιο πάνω καφενείο, το οποίο ήξεραν και έστριψαν αριστερά και ήλθαν προς εμάς.

Η παρέα αυτή αποτελείτο από γνωστά φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, που ήταν: 1) Κωστής Καλλέργης (που έπαιζε το μπουζούκι), 2) Κωστής Περακάκης, 3) Ιωάννης Τουτουντζιδάκης, όλοι από την Λούτρα (το επόμενο χωριό από την Πηγή) και 4) ο εξάδελφός μου Παντελής Ιακ. Μαθιουδάκης από το Άδελε. Δεν ενθυμούμαι αν ήταν κανείς άλλος.

Τους καλέσαμε να κάτσουν. Κάθισαν. Τους κεράσαμε. Ήπιαν τσικουδιές. Ήταν ήδη πιωμένοι, πολύ στο κέφι και συμμετείχαμε στην συνέχεια κι εμείς στο τραγούδι με την συνοδεία του μπουζουκιού.

Μετά από λίγα λεπτά λέει ο Κωστής ο Καλλέργης ή ο Περακάκης (δεν ενθυμούμαι ποιος) «άντεστε να πάμε στη Λούτρα». Χωρίς δεύτερη κουβέντα μπαίνομε στο αυτοκίνητό μου, στο οποίο επιβιβάσθηκε και ο νεαρός καφετζής του πιο πάνω καφενείου Νίκος Π. Κουλούρης (σύνολο 6 άτομα) και μεταβήκαμε στην Λούτρα.

Όταν φθάσαμε (στην Λούτρα) ήταν γύρω στα μεσάνυχτα και αναζητούσαμε καφενείο ανοιχτό να μας φιλοξενήσει.

Με μεγάλη μας ικανοποίηση διαπιστώσαμε ότι το μοναδικό καφενείο που ήταν ανοιχτό, αλλά ουδείς πελάτης υπήρχε, λόγω του προχωρημένου της ώρας, ήταν του Μανώλη (Μαχαίρα), ο οποίος μας είπε ότι έκλεινε. Όμως ήταν άνθρωπος της παρέας και καλοσυνάτος, εχάρηκε που μας είδε και με χαμόγελο μας διαβεβαίωσε ότι για χάρη μας δεν θα κλείσει και να καθίσουμε.

Καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι. Στην μέση ο Κωστής Καλλέργης, ως οργανοπαίχτης άρχισε να παίζει το μπουζούκι του, ενώ εμείς τραγουδούσαμε, διαδεχόμενοι ο ένας τον άλλο στις μαντινάδες και παράλληλα ο καφετζής έφερε κρασί και άρχισε να τηγανίζει μεζέδες συνοδευτικές του κρασιού.

Όλοι μας, τρώγαμε, πίναμε συνέχεια και τραγουδούσαμε μαντινάδες χωρίς διακοπή όλη τη νύχτα.

Κάποια στιγμή, ύστερα από αρκετές ώρες συνεχές φαγοπότι, είχε τελειώσει όλο το κρασί που είχε στο μαγαζί του ο καφετζής και τότε φεύγει ο Κωστής ο Περακάκης και επιστρέφει με μια νταμιτζάνα γεμάτη κόκκινο κρασί, που πήρε από το πατρικό του σπίτι.

Συνεχίσθηκε το γλέντι και λίγο πριν ξημερώσει όλο το κρασί που είχε φέρει ο Κωστής ο Περακάκης είχε καταναλωθεί.

Αμέσως λέει ο Καλλέργης «αντέστε να πάμε στο σπίτι».

Εγώ έφερα προς στιγμήν αντιρρήσεις συνιστάμενες στο ότι η ώρα ήταν ακατάλληλη και θ’ ανησυχούσαμε τους γονείς του. Εκάμφθηκαν οι αντιρρήσεις μου όταν με διαβεβαίωσε ότι οι γονείς του όχι μόνο δεν θα δυσαρεστούντο, αλλ’ απεναντίας θα ευχαριστούντο και μάλιστα πολύ.

Πήγαμε στο σπίτι του Καλλέργη που ήταν λίγο πιο πάνω από το καφενείο που γλεντούσαμε.

Οι γονείς του κοιμόντουσαν. Όμως αμέσως με το που μπήκαμε, όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκαν, αλλά σηκώθηκαν αμέσως από το κρεβάτι τους και μας υποδέχθηκαν με τόση ειλικρινή και ιδιαίτερα εμφανή ευχαρίστηση που η μητέρα του Κωστή έσπευσε και έσφαξε μιαν όρνιθα, την οποία στην συνέχεια έβρασε και ενώ ξημέρωνε τρώγαμε την όρνιθα, πίναμε κρασί κι ετραγουδούσαμε συμμετέχοντας στην παρέα με τον άνδρα της γνωστό μαντιναδολόγο και γλεντζέ Γεώργιο Καλλέργη.

Κάποιος στην συνέχεια κατέβηκε στον δρόμο, έκοψε λουλούδια από τον κήπο του Καλλέργη και εστόλισε το αυτοκίνητο, (ξημέρωνε Πρωτομαγιά, Τρίτη της Διακαινησίμου), ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζαμε το πιοτό και το τραγούδι και στη συνέχεια, είχε πια ξημερώσει, βγήκαμε στο ταρατσάκι και χορεύαμε.

Είμαστε, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, όλοι μεθυσμένοι, «φέσι», κατά το κοινώς λεγόμενο, με την ολονύχτια συνεχή οινοποσία, αλλά χωρίς καμιά παρεκτροπή.

Κάποια στιγμή λέει ο Κωστής ο Περακάκης, «πάμε στις Λαμπιώτες στου γαμπρού μου»!!

Όλοι, πλην του Νίκου του Κουλούρη, ο οποίος έπρεπε «ν’ ανοίξει το μαγαζί», (καφενείο) του αποδεχθήκαμε ευχαρίστως την πρόταση, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και, αφού αφήσαμε περνώντας από την Πηγή τον Κουλούρη, συνεχίσαμε μέσω Πλατανιά ακολουθώντας τον δύσκολο, με πολλές στροφές και ανωμαλίες (σαμαράκια) Αμαριώτικο δρόμο και φθάσαμε στις Λαμπιώτες, όπου οι συμπέθεροι του Κωστή Περακάκη μας υποδέχθηκαν με ανυπόκριτη χαρά και αρχίσαμε νέο φαγοπότι με μπριζόλες από μωρογούρουνο νοστιμότατο που συνεχώς τηγάνιζε η μητέρα του γαμπρού του συνοδεία πάντοτε θαυμάσιου κόκκινου κρασιού που δεν σταματήσαμε να πίνομε τραγουδώντας όπως και πριν με την συνοδεία του μπουζουκιού που έπαιζε συνεχώς ο ακούραστος Κωστής Καλλέργης (ΚΙΓΚ).

Μετά το μεσημέρι (απόγευμα) ξεκινήσαμε επιστρέφοντες με τραγούδια και κάνοντας το αυτοκίνητο να «χορεύει».

Επιστρέψαμε αβλαβείς στον προορισμό μας. Εγώ μόνο ξέρω με πόση προσπάθεια τα κατάφερα, παρ’ όλο που ήμουν, όπως γίνεται εύκολα, μεθυσμένος από την συνεχή οινοποσία και έλλειψη ύπνου ….ελέγχοντας όμως την κατάσταση».

Εγώ λοιπόν τη γλέντισα με πάθος την ψυχή μου

Κι ό,τι κι αν εξεχάρτζισα… είναι δουλειά δική μου.

Το λέει και το παρακάτω προσωπικό μου εμβατήριο….

Εγώ ‘μαι απού τα παιζα τα όργανα με χίλια!

Μ’ αρχίζουν και μαραίνουνται, στα χέρια τα δαχτύλια.

Και τα μαλλιά ασπρίζουνε, κι ασημοκροταφίζουν

Κι οι πεθυμιές λιγαίνουνε …και κάνουν πώς κουφίζουν.

Όσα δε μού ‘κοψε ο γιατρός, θα μου τα κόψει η φύση,

Ξερό νερό θα μένει μπλιο, να πίνω από την βρύση.

Ρακί, κρασί στο στόμα μου, θα πίνω σε σταγόνες…

Και με τα μάτια τα αρνιά, θά τρών’ οι σιαγώνες.

Ταλίμια κάνω με το νου! Πού ‘σαι μπαντέρμη νιότη.

Πού χόρευγα κι επέτουνε Σούστα, Μαλεβυζιώτη.

Μπαίνουμε στην παράταση αλλά θα το παλέψω.

Θα φτάσω και στα πέναλτι κι όλα θα τ’ ανατρέψω.

Ποτές δε μού σφυρίξανε οφσαϊντ ως τα τώρα.

Κι από τα’ αποδυτήρια ….μπορώ να πάρω φόρα…

Ομορφομεγαλώνουμε… Δεν αδικογερνούμε.

Παλεύουμε τα βάσανα, και δεν τα προσπερνούμε.

Χρόνια πολλά συντάξιμα, εμάζωξα στη ράχη.

Μα ως την ύστατη στιγμή, ορθός θα δίνω μάχη.

Παλιές μνήμες

Η αφήγηση αυτή του καλού μας Κωστή με την ακούραστη έμπνευση μας έφερε στο νου παλιές μνήμες όπου πρωταγωνιστούσε ο αδελφός του ο αξέχαστος παπαΣτελής.

Κάποτε ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμά του για ένα δημοσιογραφικό θέμα. Κι όταν τελειώσαμε με αυτό βρεθήκαμε στη μέση μιας κεφάτης παρέας που από το πουθενά ξεκίνησε γλέντι. Χωρίς να το καταλάβουμε, ευτυχώς συμμετείχαμε οικογενειακώς στην αποστολή αυτή, βρεθήκαμε σε άλλο χωριό, όπου πριν καταλάβουμε τι συμβαίνει μας είχαν στρώσει άλλο τραπέζι. Και ξανά τραγούδι και χορός. Γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι. Τρώγαμε και πίναμε. Χορεύαμε και ξανά σε λίγο περνούσαμε άλλο κατώφλι ακολουθώντας τον παπα-Στελή.

Όταν πια είχαν εξουθενωθεί οι πάντες πλην του αξέχαστου ιερέα που έχουμε πάντα στο νου και στην καρδιά μας και γυρίζαμε ο καθένας στο αυτοκίνητό του για να επιστρέψουμε στην έδρα μας λέει ο παπα-Στελής.

– Μια στιγμή περνάμε από το σπίτι και φεύγετε.

Ούτε και πέρασε από το νου μας αυτό που μας περίμενε. Ένα τραπέζι γεμάτο καλούδια που πλέον δεν μας προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον και την παπαδιά να μας περιμένει χαμογελαστή και ακούραστη αν και φαινόταν πως είχε καταβάλει αρκετό κόπο αν κρίνουμε από τα πιάτα που γέμιζαν το τραπέζι.

Και καθίσαμε. Αν μπορούσαμε ας κάναμε αλλιώς. Ήταν τόσο αφοπλιστικό το χαμόγελο του παπα-Στελή. Και ποιος να του φέρει αντίρρηση. Πέρασαν βέβαια μέρες μέχρι να αποκατασταθεί το στομάχι μας μετά την υπέρβαση εκείνης της μέρας. Είχαμε όμως ζήσει ένα τέτοιο γλέντι που δεν το περιμέναμε. Και είχαμε γνωρίσει από κοντά την άλλη πλευρά της Κρήτης που ξέρει να γλεντά και απολαμβάνει τις χαρές της ζωής με ξεχείλισμα κεφιού και αγνής, ανεπιτήδευτης αγάπης.

Αφήστε μια απάντηση