Μάρκος Αβάτζος

του Στάθη Γαγάνη

 

 

Ο Μάρκος Αβάτζος γεννήθηκε το 1876 στο Ατσιπόπουλο. Έλαβε μέρος στις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις (1895, 1897), στο κίνημα του Θερίσου (1905) και στην εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους (1913). Ο Μάρκος Αβάτζος, που όλη του τη ζωή την είχε αφιερωμένη στην πατρίδα, θα απουσίαζε από τη μάχη της Κρήτης (Μάης 1941), μόνο αν ήταν πεθαμένος. Ήταν 65 ετών, καταβεβλημένος από τα βάσανα, αλλά παρών στα Περβόλια Ρεθύμνης, όταν έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές. Την επόμενη χρονιά πέθανε. Πιθανώς δεν άντεξε να βλέπει την Κρήτη ξανά σκλαβωμένη.

Κρητική Χωροφυλακή

Το 1899 (επί Κρητικής Πολιτείας), αποφασίστηκε η οργάνωση Σώματος Χωροφυλακής παρομοίου με αυτό των Ιταλών καραμπινιέρων, που, εκείνη την εποχή, εθεωρείτο από τα καλύτερα Σώματα Χωροφυλακής στην Ευρώπη. Ο λοχαγός των καραμπινιέρων Federico Craven, διορίστηκε διοικητής και οργανωτής της Κρητικής Χωροφυλακής. Οι νέοι της Κρήτης, εμπνεόμενοι από φιλοπατρία κυρίως, έσπευσαν να καταταγούν στο μοναδικό αυτό Σώμα της Κρητικής Πολιτείας, το οποίο είχε και στρατιωτικά καθήκοντα. Η κατάταξη σ’ αυτό, εθεωρείτο προσφορά στο έθνος, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό και κανείς δε σκεφτόταν να το θεωρήσει επάγγελμα. Έτσι το επίπεδο των καταταχθέντων ήταν υψηλό. Την περίοδο αυτή κατατάχτηκε στη χωροφυλακή και ο Μάρκος Αβάτζος.

Στα γεγονότα του Θερίσου (1905), η Κρητική Χωροφυλακή παρέμεινε πιστή στον Πρίγκιπα Γεώργιο και μάλιστα οι επιθέσεις εναντίον της υπαγόταν στη δικαιοδοσία των διεθνών στρατοδικείων. Αυτό δεν εμπόδισε το Μάρκο Αβάτζο, επικεφαλής του σταθμού Χωροφυλακής του Ασκύφου, να κλειδώσει το σταθμό και μαζί με τους Χωροφύλακές του να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των επαναστατών. Συμμετείχε σε όλα τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο δυτικό Ρέθυμνο κατά τη διάρκεια του κινήματος. Γι’ αυτό το λόγο τιμωρήθηκε για λιποταξία και συνομωσία με 20 χρόνια ειρκτή. Αργότερα δόθηκε χάρη.

Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών αγώνων, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στην αστυνόμευση της Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή της, διέταξε από τις 24 Οκτωβρίου (πριν ακόμη απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη) τη μεταφορά της Κρητικής Χωροφυλακής εκεί. Σταδιακά όλη η δύναμη της Κρητικής Χωροφυλακής μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε το τιτάνιο έργο της αστυνόμευσης. Εκεί ήταν και ο Αβάτζος που δοξάστηκε (όπως μας πληροφορεί η ζωντανή παράδοση) στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια του 2ου Βαλκανικού πολέμου.

Για την παρουσία των Κρητών Χωροφυλάκων στη Θεσσαλονίκη οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν λίβελους γι’ αυτούς και την Κρήτη. Η Γαλλική «L’ illustration», ανέφερε: «…Κάτι άλλο προσελκύει κατά διαστήματα την προσοχή του πλήθους. Η διέλευσις μιας περιπόλου Κρητών χωροφυλάκων, με την εθνικήν των στολήν, μπότες, σαλβάρι, μικρόν χιτώνιον και ίσιον σκούφον (τόκα) τολμηρώς τοποθετημένον προς τα πλάγια επί της κεφαλής. Είναι ωραίοι άνδρες, μελαχρινοί, υψηλοί με βάδισμα σταθερόν… Η υπερηφάνεια φωτίζει τα μέτωπά των. Οποίον όνειρον δεν ζουν άλλωστε, αυτοί οι οποίοι επί τόσον μακρόν διάστημα υπήρξαν τα παίγνια των Τούρκων εις το δυστυχισμένον νησί των, με το να βλέπουν σήμερον ότι είναι επιφορτισμένοι να κρατούν την τάξιν εντός της Θεσσαλονίκης, την οποίαν απέσπασαν από τους Τούρκους και η οποία κατοικείται ακόμη από τόσους εκ των παλαιών κατακτητών της, οι οποίοι οφείλουν τώρα να τους υπακούουν! Η παρουσία αυτής της χωροφυλακής, η οποία δεν αστειεύεται, θα ησυχάση ίσως ολίγον τους βουλγάρους στρατιώτας, οι οποίοι καθ’ εσπέραν μεθούν υπερβολικώς και κατόπιν δημιουργούν σκάνδαλα από παντού όπου διέρχονται». Η «ΠΡΩΙΝΗ» Θεσσαλονίκης τόνιζε: «Οι Κρήτες Χωροφύλακες επιβάλλουσιν εξ ίσου το κράτος του Νόμου και εις τους πολίτας και εις τους αντάρτας και εις τους στρατιώτας, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, όλοι τους υπακούουν, εις όλους επιβάλλονται, διότι όλοι τούς σέβονται και τους φοβούνται». Η «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ» Θεσσαλονίκης επεσήμαινε: «Ο Κρης χωροφύλαξ, ανήρ του καθήκοντος, πειθαρχικός και αξιοπρεπής, κατόρθωσε από τας πρώτας ημέρας να επιβληθεί… Τοιουτοτρόπως εντός ολίγου καιρού η Θεσσαλονίκη είχε το ευτύχημα να γνωρίση ησυχίαν και τάξιν, την οποίαν κατά τα τελευταία της τουρκοκρατίας έτη ουδέ καν να ονειρευθεί ηδύνατο… Τι άνδρες, τι λεβέντες, τι παλικάρια, τι ωραίοι και ευσταλείς και ακλόνητοι αυτοί οι Κρήτες χωροφύλακες… Δεν υπάρχει χώμα εις τον κόσμον να παράγει άνδρας καλλίονας και ανδρειωτέρους των Κρητών…». Ο «ΧΡΟΝΟΣ», του Κ. Χαιρόπουλου παρατηρούσε: «θαυμάσιοι εις παράστημα, εις πειθαρχίαν, εις οργάνωσιν, όλοι διαλεκτοί, με το σοβαρόν ύφος Αμερικανών ή Άγγλων αστυνομικών, περιέρχονται κατά περιπολίας, εμπνέοντες τον σεβασμόν εις τους πολίτας πάσης εθνικότητος. Γυμνασμένοι στρατιωτικώς, ρωμαλέοι εκ φύσεως, γενναίοι εκ χαρακτήρος, ισχυροί εξ ασκήσεως, αποτελούν μίαν δύναμιν, η οποία δεν υποχωρεί ενώπιον κανενός εμποδίου». Ο «ΧΡΟΝΟΣ» της Μόσχας σχολίαζε: «Δυστυχώς δεν έχουσιν όλα τα Κράτη, τους γενναίους και πειθαρχικούς άνδρας της Κρήτης, δια να καταρτίσωσι Χωροφυλακήν».

Στο καφενείο του Σκανταλονικολή

Στο καφενείο του Σκανταλονικολή μπαίνει μιαν απογευματινή, περί το 1930, ο καπετάν Μάρκος και βλέπει τους θαμώνες να πίνουνε τον καφέ ή τη ρακή τους και «να έχουν το πόδι τους απάνω σ’  άλλο». Ανάμεσα στους θαμώνες και ο Σπανός (Γιώργης Γαγάνης με τ’ όνομα). Δεν του άρεσε το θέαμα του καπετάν Μάρκου και διατάζει: «Όλοι κάτω το πόδι σας, μόνο εσύ (και δείχνει το Σπανό) να μην το κατεβάσεις».

Το Σπανό τον ξεχώριζε ο Μάρκος, γιατί την εποχή των Βαλκανικών αγώνων, είχε πουλήσει ένα χωράφι (στην περιοχή Τζίγκουνα), είχε αγοράσει ένα τουφέκι και πήγε εθελοντής με καμιά 25ριά Ατσιπουλιανούς στην Ήπειρο, υπό τον Αριστοτέλη Κόρακα. Μόνο ο Σπανός είχε το δικαίωμα απ’ όλους τους θαμώνες, κατά τη γνώμη του Μάρκο, «να έχει το πόδι του απάνω σ’ άλλο», να πίνει τον καφέ του και να καμαρώνει που η πατρίδα του είναι και μεγάλη και ελεύθερη.

Άκληρος και ο Σπανός και χωρίς καμιά πρόνοια από το ελληνικό κράτος στα ύστερά του.

(Την παραπάνω ιστορία την έχει διηγηθεί ο Ελευθέριος Νικολάου Σκανδάλης, που ήταν παρών. Διαδραματίστηκε στο καφενείο του πατέρα του. Εγώ την άκουσα από δεύτερο χέρι.)

Προτάθηκε στο παρελθόν η οδός που εφάπτεται στο χωράφι που πούλησε ο Σπανός, για να αγοράσει το όπλο, να ονομαστεί «οδός Σπανού», αλλά η πρόταση απορρίφθηκε. Αργότερα ονομάστηκε «οδός Γεννηματά».

Στη μάχη της Κρήτης

Μάης του 1941 και η μάχη της Κρήτης σε εξέλιξη. Ήταν μουχλιασμένα και στο καφενείο του Σάββα του Λιονή δυο Εγγλέζοι έπιναν ρακές στον πάγκο. Από τον Αϊ Λευτέρη φάνηκε ένα γεροντάκι να ανεβαίνει και να τραβά το γαϊδουράκι του, φορτωμένο δυο γκαζοντενεκέδες, σκεπασμένους με μια παλιοσακκούλα και στη μέση μιαν αγκαλέ τουφέκια. Στο λαιμό του κρεμόταν μια αρματιά γερμανικά αυτιά. Ήταν ο Αβατζος, που ερχόταν από τα Περβόλια. (Τα αυτιά των σκοτωμένων, περασμένα σε κλωστή ήταν παλιό συνήθειο -από την εποχή της τουρκοκρατίας, ίσως και παλαιότερα. Ο σουλτάνος αποζημίωνε χρηματικά τους καλούς πολεμιστές. Δεν έλειπαν βέβαια τα ψέματα, για να είναι μεγαλύτερα τα χρηματικά ανταλλάγματα. Για να αποφευχθούν τα ψέματα, τα ανταλλάγματα πήγαιναν με το «κεφάλι». Τα κεφάλια όμως μέχρι να πάνε στην πόλη αλλοιώνονταν, με τα προφανή επακόλουθα. Γι’ αυτό αντικατέστησε τα ολόκληρα κεφάλια, με τα αυτιά.)

Περνώντας από του Λιονή είδε τους Εγγλέζους. Έδεσε το γάιδαρο στη δεματαρέ που ήτανε στον τοίχο και μπήκε στο καφενείο. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Αρχίνισε τους Εγγλέζους  στα εγγλέζικα: «η πατρίδα σας, σας έστειλε εδώ να είσαστε στη μάχη και όχι να μπεκροπίνετε στα καφενεία» φαινόταν να τους έλεγε και βγήκε από το μαγαζί. Ξεσκέπασε τους ντενεκέδες, έβαλε μέσα τα χέρια του, έβγαλε δυο γερμανικές κεφαλές και τις τοποθέτησε στο τεζιάκι. Πίτα στο μεθύσι οι εγγλέζοι κάνανε «εις υγεία», χτυπώντας τα ποτήρια τους στο κούτελο τω γερμανικών κεφαλών.

Και ο Μάρκος συνέχισε να «χαλιμπουρδίζει» στα εγγλέζικα, όπως μου αφηγήθηκε ο Μίμης ο Λιονής που 15χρονος βοηθούσε το θείο του, το Σάββα, στο καφενείο και ταυτόχρονα μάθαινε να πίνει και τη ρακή.

Η αμνηστία από τους Γερμανούς

Αφού τέλειωσε η μάχη της Κρήτης και η Γερμανική κατοχή εδραιώθηκε, οι καταχτητές αποφάσισαν να δώσουν αμνηστία στους αντάρτες. Πέταξαν προκηρύξεις με τα αεροπλάνα και καλούσαν αυτούς που γυρνούσαν στα βουνά να παραδοθούν. Ο Αβάτζος εμφανίστηκε στου Νταμπάκη το πηγάδι με το μπιστόλι στη μέση και κατέβαινε προς το Ατσιπόπουλο. Μια διμοιρία Γερμανοί τον περίμενε απέναντι από του Λευτεράκη το καφενείο, στην πλατεία (σημερινό ηρώο). Ο αρχηγός διέταξε «παρουσιάστε» και χαιρέτησε στρατιωτικά τον καπετάνιο. Του ζήτησε να του δώσει το πιστόλι του. Αφού το πήρε, του έβγαλε τη γεμιστήρα και του γύρισε το πιστόλι.

Κάπως έτσι έγινε και με τον καπετάν Μιχάλη Κόρακα, σε  μια κρητική επανάσταση. Με τη λήξη της επανάστασης, οι Τούρκοι έδωσαν αμνηστία στους επαναστάτες. Στον Κόρακα μαζί με την αμνηστία έδωκαν και το δικαίωμα να μπαίνει στο Ηράκλειο κρατώντας και τα άρματά του. Και η κρητική μούσα τραγούδησε:

«Αφήστε τονε να περνά από τω Χανιώ την πόρτα

και να φορεί και τ’ άρματα όπως τα φόριε πρώτα».

Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους, οι Κρητικοί δεν παρέλειψαν βέβαια να ανεγείρουν τον ανδριάντα του Κόρακα στην είσοδο του Ηρακλείου, στω Χανιώ την πόρτα. Το ίδιο και οι σύγχρονοι Ατσιπουλιανοί, έδωσαν το όνομα «Μάρκος Αβάτζος» στο κομμάτι της παλαιάς εθνικής οδού που είναι στην περιοχή Βιολί Χαράκι. Ας ελπίσουμε πως κάποια στιγμή θα προχωρήσουν και στην κατασκευή της προτομής του που θα στηθεί ή κάπου στην ομώνυμη οδό ή δίπλα στην προτομή του Χαράλαμπου Λιανδρή στον πολιτιστικό σύλλογο.

Και αυτή την ιστορία την άκουσα από το Μίμη το Λιονή.

Ο ενταφιασμός του

Μέσα στην κατοχή πέθανε ο Μάρκος. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στο σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου στη Ζουρίδα (ακόμα και σήμερα ακούγεται ως «ο σπήλιος τ’ Αβάτζου»), κάτι που δεν ήταν εφικτό. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Ατσιποπούλου, παρουσία Γερμανικής διμοιρίας. Πριν την ταφή ο Γερμανός αξιωματικός πλησίασε το φέρετρο, πήρε το μπιστόλι από το νεκρό και έδωσε διαταγή να τον αποχαιρετήσουν με πυροβολισμούς. Αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε τάφο στον Κουμπέ, δίπλα στο μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού.

Και αυτή την ιστορία την άκουσα από το Μίμη το Λιονή.

Ένας επικήδειος

Ο καπετάν Μάρκος εκφωνούσε και επικήδειους. Κατάφερα να βρω το λόγο που εκφώνησε στο νεκρό του οπλαρχηγού Στυλιανού Γαλερού από το Καλονύχτι. Τον παραθέτω αυτούσιο:

«Τετιμημένε νεκρέ οπλαρχηγέ Στυλιανέ Γαλερέ.

Αιφνιδίως ο χάρος σε επάλαισε και σε ενίκησε. Και ποιος τον νικά και ποιος θα τον νικήσει αυτόν; Κανείς!

Δεν ήσαν εχθροί Βούλγαροι ή Τούρκοι. Αν επάλευες κατ’ αυτών δεν τους εφοβείσο. Θα τους ενικούσες, θα τους εφόνευες, θα τους έτρεπες εις φυγήν και οπίσω των δεν θα ετηρούσαν και αψηφούσες τον χάροντα. Έτσι ηγωνίζεσο, έτσι ήσαν τα άθλα σου.

Οι αγωνιστές του νομού Ρεθύμνης καυχώνται και υπερηφανεύονται δια τους αγώνες σου, δια τα ηρωικά σου κατορθώματα. Και πού δεν είναι ακουστά τα άθλα και οι ηρωισμοί σου αείμνηστε Στυλιανέ Γαλερέ; Εις τους Κρητικούς αγώνας; Εις τους Μακεδονικούς; Εις τους Ηπειρωτικούς; Εις την Θεσσαλονίκην και αλλαχού;

Άφησες δείγματα του πατριωτισμού σου διά την νεολαίαν. Αυτά θα καυχηθείς εις τους εν τω άδη αγωνιστάς και συναγωνιστάς !!!

Πες των πως η Ελλάς ζει ελευθέρα και από την Κρήτην να πάει στην Μακεδονίαν νάρθει στην Ήπειρον κυματίζει η Ελληνική σημαία της Ελευθερίας την οποίαν ετίμησες.

Χαιρετίσματα εις τους αγωνιστάς μας, εις τον Αποστόλην Γερανιώτην, εις τον Μπίρην, τον Σιρβερήν, εις τον Λιανδρήν και τον Τσίχλην, τον Κουτσούρην, τον Σκορδίλην, εις τον Αποστόλην τον Γαλιανόν, εις εκείνον από την Αργυρούπολην τον Φασούλην, εις τον παπά Ασηγωνιώτην, εις τον Γαροφαλήν, εις πολλούς που δεν γνωρίζω εκειδά θα τους εύρεις όλους με λιβανωτά.

Κρύψε των μη των πεις τα χάλια μας και λυπηθεί η ψυχή των. Μην των είπεις πως οι αγωνισταί παραγκωνίζονται, ειπέ των πως των εμοίρασαν τας τουρκικάς περιουσίας και ζουν ανέτως και πλούσια και καλά, αυτοί εδώ και τα ορφανά και αι χήραι των αγωνιστών, και πως πεινούν, και πως δυστυχούν μην των είπεις και λυπηθεί η ψυχή των. Και έστω, ας είναι ορφανά σαν εκείνο ναι το ορφανό και εκείνη ναι την χήρα (δεικνύων του νεκρού το παιδάκι και την χήρα σύζυγόν του) είναι τέτοια ορφανά και χήραι των αγωνιστών εις το ελεύθερον κράτος και αι κρατικαί υπηρεσίαι δεν εμερίμνησαν δι’ αυτά.

Αιωνία σου η μνήμη. Γην ελαφράν».

«Μεγάλο παλικάρι»

Το Φλεβάρη του 1997 βρέθηκα σ’ ένα καφενείο στο Ηράκλειο. Εκεί, κάποια στιγμή, ένας γέρος σαν εκατό χρονών με ρώτησε ποιος είμαι και από πού είμαι. Όταν του απάντησα ότι είμαι από το Ατσιπόπουλο, ενθουσιάστηκε και μου είπε: «Από τ’ Ατσιπόπουλο; Εκεί υπηρέτησα χωροφύλακας πριν τον τελευταίο πόλεμο. Είχατε ένα χωριανό, αξιωματικό της χωροφυλακής, μεγάλο παλληκάρι, Αβατζομάρκο τον λέγανε. Είχαμε πρωτοέρθει στο χωριό  σου εγώ και άλλος ένας (μου είπε τ’ όνομά του, αλλά δεν το θυμάμαι). Εγώ είμαι από το Μελιδόνι τ’ Αποκορώνου. Τον συναντήσαμε τυχαία τον καπετάν Μάρκο και τυχαία του κάναμε σωματική έρευνα. Του βρήκαμε ένα περίστροφο και του το πήραμε. Δεν τον γνωρίζαμε. Την άλλη μέρα κατέβηκε στη χώρα, στη διοίκηση, και έκανε παράπονα. «Ποια ‘ναι κείνα τα κοπέλια που ξαρματώσανε το Μάρκο;» φαίνεται να ρώτησε. Όταν είπαμε ότι δεν τον ξέραμε, μας απάντησαν ότι έπρεπε να τον ξέρουμε. Και τελικά μας έκαναν δυσμενή μετάθεση. Τον άλλο τον στείλανε σ’ ένα νησί και μένα στο Ηράκλειο. Και σωθήκαμε κι οι δυο. Ο Θεός να του συγχωρέσει. Όταν μάθαμε ποιος ήταν δεν του κρατήσαμε καθόλου κακία. Ο Θεός να του συγχωρέσει άλλη μια φορά. Ήταν, όπως μάθαμε, μεγάλο παλικάρι. Εγώ ‘ρθα στο Ηράκλειο και σώθηκα».

Στη Θεσσαλονίκη. Το 1913

Έλεγα αυτήν εδώ την ιστορία να μην την αναφέρω, γιατί, αν και είναι η καλύτερη, είναι γνωστή. Όμως, ενώ είχα απογράψει αυτό εδώ το σημείωμα-αφιέρωμα στον πατριώτη Ατσιπουλιανό (που και αυτός όπως και άλλοι δεν άφησε ούτε περιουσία ούτε απογόνους, γιατί τη ζωή του την είχε αφιερώσει στην πατρίδα του), κάτι βρήκα τυχαία στο διαδίκτυο που μου άλλαξε γνώμη.

Πάντα η γιαγιά μου μου έλεγε για τον Αβατζομάρκο και την ιστορία της Αγιάς Σοφιάς στη Θεσσαλονίκη. Για τον πατέρα της που έλαβε μέρος στις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις και στο κίνημα του Θερίσου, και, «αποφάουδο» πια παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία το 1912 και πέθανε το 1916 ως «αποφάουδο», δε μου είχε πει σχεδόν τίποτα. Για τον παππού της που τον σκοτώσανε οι Τούρκοι στην μεγάλη επανάσταση (του Αρκαδιού) δε μου είχε μιλήσει ποτέ, εντελώς ποτέ. Για τον προπάππου της, το Γιάννη το Σκορδύλη, τον καπετάνιο των Ατσιπουλιανών στην επανάσταση του 1821, δε μου είχε πει σχεδόν τίποτα.

Το 1984 βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη και πήγα προφανώς να δω την Αγία Σοφία, την εκκλησία του Αβάτζου, όπως την είχα στο μυαλό μου από τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου. Μπήκα και προσκύνησα. Ένας ιερέας βρισκόταν εκεί και του είπα την ιστορία που εκτυλίχθηκε το 1913 στον Ι.Ν. που είναι εφημέριος. Με έκπληξη αντιλήφθηκα πως δεν ήξερε τίποτα. Αισθάνθηκα πως από μέσα του έλεγε «τι λέει τώρα αυτό το τροζοκόπελο από την Κρήτη;». Ντράπηκα. «Τι ήθελα εγώ να λέω τις ιστορίες της γιαγιάς μου;» σκέφτηκα.

Έψαξα όσο μπορούσα σε βιβλία ελληνικής ιστορίας, αλλά δε βρήκα τίποτα για την ιστορία που, όπως μου είχε πει η γιαγιά μου, διαδραματίστηκε στην  Αγία Σοφία στη Θεσσαλονίκη. Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είμαι και ειδικός στις ιστορικές αναζητήσεις.

Η εφημερίδα «ΕΜΡΟΣ» (19/6/1913) αναφέρει: «…Οι Βούλγαροι, μόλις έβλεπον τας πρώτας απωλείας των ύψωνον λευκάς σημαίας και παρεδίδοντο. Εις την Αγίαν Σοφίαν ημύνοντο τριάκοντα βούλγαροι, προσεβλήθησαν δε μόνον υπό 15 Κρητών Χωροφυλάκων και πέντε ευζώνων. Το μεσονύκτιον μέρος της φρουράς παρεδώθη. Ελληνική δύναμις κατέλαβε τον περίβολον και ήρξατο πυροβολούσα κατά των παραθύρων. Καταφθάνει τότε μικρά ενίσχυσις χωροφυλάκων των μετόπισθεν. Οι Βούλγαροι προετοιμάσαντες ρήγμα επιχείρησαν έφοδον αιφνιδίαν. Οι Κρήτες και οι εύζωνοι αντεπεξήλθον δια των λογχών καταλαβόντες τον ναόν του Ιουστινιανού οριστικώς περί την δευτέραν μεταμεσονύκτιον ώραν…»

Η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (19/6/1913) αναφέρει: «…Εντός του ναού της Αγίας Σοφίας ήταν οχυρωμένοι 26 Βούλγαροι στρατιώται οι οποίοι ημύνοντο υπό τας οπάς του υψηλού μιναρέ του ναού τούτου και των παραθύρων, αλλ’ ότε κατώρθωσαν εκ του ανατολικού μέρους του ναού να εισέλθουν εντός του περιβόλου Κρήτες Χωροφύλακες, οι Βούλγαροι εκλείσθησαν εντός του ναού οπότε κατά την 10ην περίπου φονευθέντων υπό των ημετέρων εκ των παραθύρων τινών εξ αυτών ήρχισαν να παραδίδωνται …»

Τα ίδια περίπου αναφέρει και η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ». Αλλά ούτε η ιστορία του Ελληνικού έθνους  της εκδοτικής Αθηνών, ούτε η ιστορία των βαλκανικών αγώνων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν το όνομα Αβάτζος.

Τέλη Δεκεμβρίου 2009, ενώ έψαχνα στο διαδίκτυο για τον επίσκοπο Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, μπήκα σε προπαγανδιστική κατά της Ελλάδας Βουλγαρική σελίδα και διάβασα τα παρακάτω:

Την 24η Οκτωβρίου 1912, με διαταγή του  Βενιζέλου, μονάδες της Κρητικής χωροφυλακής (Cretan Gendarmerie) μεταφέρθηκαν εσπευσμένα από τα Χανιά στην Θεσσαλονίκη με το ατμόπλοιο Αρκαδία. Η μονάδα αποτελείτο από 150 χωροφύλακες που διοικούντο από 6 αξιωματικούς. Τις επόμενες εβδομάδες μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη το σύνολον σχεδόν της Κρητικής χωροφυλακής (2.500 άνδρες)  που περιλάμβανε και εφέδρους.

Οι περισσότεροι Κρήτες χωροφύλακες  παρέμειναν μόνιμα στην Μακεδονία και ενσωματώθηκαν στην ελληνική χωροφυλακή διατηρώντας την χαρακτηριστική τους στολή. Με τα χρόνια οι «Τζανταρμάδες«, όπως αποκλήθηκαν, απέκτησαν φήμη καταπιεστών σε βάρος του γηγενούς Βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Σχεδόν όλοι ήσαν πρώην ορεσείβιοι ληστοσυμμορίτες και κατάδικοι  που αμνηστεύθηκαν από τον Βενιζέλο.

Η παράξενη Ελληνοβουλγαρική συγκυριαρχία στη Θεσσαλονίκη, κράτησε οκτώ ολόκληρους μήνες.  Στις 17 Ιουνίου 1913 ξέσπασαν  οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ  Βουλγαρικού στρατού και  μικρού Ελληνικού προγεφυρώματος στην Νιγρίτα Σερρών. Ο  πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.

Το μεσημέρι της 17ης Ιουνίου ο Βούλγαρος στρατηγός Χεζαψίεφ αναχώρησε από τον σιδηροδρομικό σταθμό έπειτα από άκαρπες συνομιλίες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Ελληνας στρατηγός Κάλαρης διεβίβασε το εξής τελεσίγραφο στον λοχαγό Λαζάρωφ, υποδιοικητή του Βουλγαρικού στρατού που στάθμευε στην Θεσσαλονίκη:

«Επειδή ο Βουλγαρικός στρατός εξαπέλυσε εχθροπραξίες κατά ημετέρων μονάδων , έχω την τιμή να σας ζητήσω να εγκαταλείψετε την πόλη εντός μίας ώρας από λήψης της παρούσας. Ο οπλισμός σας οφείλει να παραδοθή στους ημέτερους αξιωματικούς με εξαίρεση τα ξίφη των αξιωματικών . Η μεταφορά σας θα γίνει   σιδηροδρομικώς  με πλήρη ασφάλεια πέραν της γραμμής μετώπου. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας υποχρεούμαι μετά λύπης να θεωρήσω τις μονάδες σας ως εχθρικές»

Όπως αναμενόταν, οι Βουλγαρικές δυνάμεις αγνόησαν το τελεσίγραφο και πήραν θέση μάχης. Η επίθεση των Ελληνικών δυνάμεων εξαπολύθηκε το απόγευμα της ίδιας ημέρας και κράτησε μέχρι το πρωί της επόμενης 18ης Ιουνίου 1913.

Η επιχείρηση ανατέθηκε αρχικά στην Κρητική χωροφυλακή που επιφορτίσθηκε με την εξουδετέρωση των μικρών Βουλγαρικών τμημάτων που ήσαν διάσπαρτα στην πόλη. Η 2η Μεραρχία ανέλαβε την εκκαθάριση των μεγαλύτερων μονάδων του Βουλγαρικού στρατού.

Τα Βουλγαρικά στρατιωτικά τμήματα συνολικής δύναμης 2.500 ανδρών υπό τον λοχαγό Lazarov, είχαν στρατωνισθή σε δεκάδες σημεία της πόλης. Μεταξύ των στρατιωτών υπήρχαν και  πολιτοφύλακες του σώματος εθελοντών Ροδόπης τους οποίους οι Ελληνες θεωρούσαν «κομιτατζήδες». Το Βουλγαρικό αρχηγείο εγκαταστάθηκε σε  μεγάλο κτίριο που ανήκε στον Εβραίο τραπεζίτη Samouel Mouson.

Ισχυρά Βουλγαρικά αποσπάσματα υπήρχαν στο τζαμί της Αγίας Σοφίας, στο τζαμί Ροτόντα, στο μέγαρο Δημοσίων υπαλλήλων, στο Τουρκικό σχολείο της οδού Κασσάνδρου, στην Ιωαννίδιο Σχολή, στο Βουλγαρικό προξενείο, στην Βουλγαρική τράπεζα και στο ταχυδρομείο που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου Grand Hotel ιδιοκτησίας του Βούλγαρου πολιτευτή Karabelev (Karabelev) από την Πλέβνα. Μικρότερα Βουλγαρικά αποσπάσματα υπήρχαν στον σιδηροδρομικό σταθμό καθώς και σε αρκετά κτίρια της οδού Χαμιντιέ (σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης).

Το απόγευμα της 17ης Ιουνίου 1913 στρατιώτες και Κρητικοί χωροφύλακες περικύκλωσαν το μέγαρο Δημοσίων υπαλλήλων και άρχισαν να πυροβολούν από τα γύρο κτίρια. Οι Βούλγαροι ανταπέδωσαν τα πυρά, ωστόσο μετά από μερικές ώρες αναγκάσθηκαν να παραδοθούν επειδή εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους. Το ίδιο συνέβη και στα υπόλοιπα κτίρια της οδού Χαμιντιέ στα οποία μετά από πολύωρη μάχη υψώθηκε η λευκή σημαία της παράδοσης.

Στο Τουρκικό σχολείο Ticaret Mectebi που βρισκόταν στην οδό Κασσάνδρου καθώς και στο Βουλγαρικό προξενείο είχαν οχυρωθή 100 περίπου Βούλγαροι πολιτοφύλακες. Το απόγευμα της 17ης Ιουνίου μία ομάδα χωροφυλάκων υπό τον υπενοματάρχη Εμμανουήλ Τσάκωνα, περικύκλωσαν το κτίριο και κάλεσαν τους Βούλγαρους να παραδοθούν. Όταν εκείνοι αρνήθηκαν ξέσπασε μάχη που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Η παράδοση  ήταν αναπόφευκτη μετά την εξάντληση των πυρομαχικών.

Οι Βούλγαροι που βρίσκοντο οχυρωμένοι στο ταχυδρομείο και την Βουλγαρική τράπεζα στο ξενοδοχείο  Grant Hotel αντιμετώπισαν μονάδες του τακτικού ελληνικού στρατού υπό τον υπολοχαγό Χατζηϊωάννου. Μετά από πολύωρη  αντίσταση κατέθεσαν τα όπλα.

Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η μάχη στον ναό της Αγίας Σοφίας στο κέντρο της πόλης. Ισχυρή μονάδα της Κρητικής χωροφυλακής υπό τον υπενοματάρχη Αβάτζο κύκλωσαν την εκκλησία που είχε μετατραπεί σε τζαμί. Κάποια στιγμή υψώθηκε σημαία παράδοσης  καθώς όμως οι χωροφύλακες πλησίασαν δέχθηκαν πυρά με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο εξ αυτών.

Ακολούθησε έφοδος των χωροφυλάκων  με εφ’ όπλου λόγχη. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι σημειώθηκαν επί τόπου εκτελέσεις δεκάδων Βούλγαρων με λογχισμό  ακόμα και μετά την παράδοσή τους.

Στον Ρωμαϊκό ναό της Ροτόντα που είχε μετατραπεί σε Μουσουλμανικό τέμενος, οι έλληνες στρατιώτες πυροβολούσαν επί ώρες από τις στέγες των γύρο κτιρίων εναντίον των Βουλγάρων που είχαν στρατοπεδεύσει σε σκηνές στον περίβολο του μνημείου. Η μάχη τερματίσθηκε τις πρωινές ώρες με την παράδοση του μικρού Βουλγαρικού αποσπάσματος.

Συνολικά 1.300 Βούλγαροι στρατιώτες και πολιτοφύλακες αιχμαλωτίσθηκαν στην διάρκεια των μαχών που κράτησαν μέχρι τις πρωϊνές ώρες της 18ης Ιουνίου 1913. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 17 αξιωματικοί. Οι απώλειες των συγκρούσεων σε νεκρούς ήσαν 100 Βούλγαροι και 40 Ελληνες. Περίπου 1.000 Βούλγαροι στρατιώτες διέφυγαν προς τις Βουλγαρικές οχυρώσεις της περιοχής Λαχανά. Τις επόμενες ημέρες οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν  με  ατμόπλοια  σε  φυλακές της Ελλάδας όπου παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι το τέλος του πολέμου κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.

Ο Θεός να σου συγχωρέσει και σένα καπετάν Μάρκο και της γιαγιάς μου που «δε μου έλεγε ιστορίες της φαντασίας της».

Αναδημοσίευση από την ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 

Αφήστε μια απάντηση