Καθηγητής και μαθητής αντίκρισαν το ίδιο εκτελεστικό απόσπασμα

ΠΩΣ ΒΙΩΣΑΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΤΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ

-Και η συγκλονιστική μαρτυρία μιας δασκάλας

Οι διακοπές έφεραν στο Γερακάρι εκείνο τον Αύγουστο του 1944 καθηγητή και μαθητή Γιωργος Τουρνάκης ο καθηγητής, Γιώργος Μαρνιέρος ο μαθητής.

Στο σχολείο κάθονταν απέναντι. Ένας στην έδρα κι ο άλλος στο θρανίο. Στις 22 Αυγούστου βρέθηκαν και οι δυο αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα. Μια ακόμα τραγική σύμπτωση που ξεχωρίζει στο πολυσέλιδο κεφάλαιο των Ολοκαυτωμάτων του Κέντρους. Τιμώντας τη μνήμη των δυο αυτών νεκρών παραθέτουμε αποσπάσματα από την ομιλία του αείμνηστου Λυκειάρχη και Συγγραφέα Χρίστου Μακρή στη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στη αίθουσα της Περιηγητικής Λέσχης στις 20-5-1994 και περιέχεται σε αναμνηστικό αφιέρωμα του περιοδικού «Κουρήτης» (Παράρτημα Αρ.1) Αθήνα 1995.

Γεώργιος Κ. Τουρνάκης

Ο Γεώργιος Τουρνάκης, γιος δασκάλου, γεννήθηκε στο Πετροχώρι το 1903, όπου και παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού. Το 1922 τελειώνει το Γυμνάσιο Ρεθύμνου και εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύσσεται πτυχιούχος το 1931, υπηρετώντας ενδιαμέσως την στρατιωτική του θητεία και εργαζόμενος στο τελωνείο του Πειραιά. Εργάζεται κατόπιν ως φροντιστής στο Ρέθυμνο και το 1934 διορίζεται στο Γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης, από όπου μετατίθεται και υπηρετεί στα Γυμνάσια Αρρένων και Θηλέων Ρεθύμνου. Ο πρόωρος θάνατός του μάλιστα τον βρίσκει να προσφέρει πρόσθετες εθελοντικές υπηρεσίες ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνου. Από το γάμο του με την Κλεοπάτρα Γενεράλη απόκτησε τρία παιδιά. Τον γνωστότατο στην κοινωνία μας Κώστα Τουρνάκη, εκπαιδευτικό, τον Νίκο, τραπεζικό και αργότερα έμπορο, και την Μαρία, μαθηματικό. Δυστυχώς ο άδικος και αδόκητος θάνατός του, δεν του επέτρεψε να απολαύσει τις ηδονές, που δοκιμάζει ο γονιός, όταν τα παιδιά του προκόβουν. Ο Γεώργιος Τουρνάκης ήταν προικισμένος από την ίδια η φύση με τα χαρίσματα του αληθινού ανθρώπου κι του χαρισματικού εκπαιδευτικού, σπάνιες αρετές, που δεν αποκτούνται με τη μόρφωση, που αναδεικνύονται όμως και αποδίδουν εκτάκτως αγαθά αποτελέσματα, όταν και η μόρφωση, με τη σωστή της έννοια, προστεθεί σε εκείνες. Οπλισμένος με γερή επιστημονική συγκρότηση και εξαιρετική διδακτική δεξιοτεχνία ήταν δάσκαλος λαμπρός και συναρπαστικός, όπως δηλώνουν οι καλύτεροι κριτές που είναι οι μαθητές. Εξάλλου, η καθαυτή ανθρώπινη πλευρά του με το υγιές παιδαγωγικό της ένστικτο και μαζί με την επαρκή παιδαγωγική του κατάρτιση, του έδιδε την ηθική δύναμη και τον ενέπνεε την επιτυχή αντιμετώπιση των δύσκολων και αδύνατων μαθητών, που πότε πότε με ευκολία καταδικάζομε, και των έδιδε κουράγιο και δύναμη. Έχει ακουστεί από πολλούς μαθητές της εποχής του, ότι «αν έλειπεν ο Τουρνάκης δεν θα είχα τελειώσει το Γυμνάσιο». Καταρτισμένος, ήρεμος, μετρημένος και αυτοκυριαρχημένος, φιλοπροσήγορος και ευπροσήγορος, κατά τον αρχαίο ρήτορα που ο ίδιος εδίδασκε, ήταν επόμενο να αγαπηθεί θερμά από τους μαθητές του και κατ’ επέκταση από τους γονείς των και να εκτιμηθεί από τους συναδέλφους του και από την κοινωνία. Όταν συνέβη να ασθενήσει βαριά τον χειμώνα του 1942-43, τότε είναι που έγινε καταφανής η καθολική αγάπη και εκτίμηση των μαθητών και συναδέλφων του, των γονέων των μαθητών και της Ρεθεμνιακής κοινωνίας ολόκληρης. Αγάπη και εκτίμηση που εξεδηλώνοντο με έργα και όχι με λόγια. Επιθυμώ, εξάλλου, να υπογραμμίσω μία πράξη του τιμώμενου σήμερα εκπαιδευτικού, γιατί δείχνει την προορατικότητά του και την ευρύτερη πολιτιστική του συνείδηση και συναίσθηση ευθύνης. Ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνης, ευθύς ως εκηρύχθη ο πόλεμος, εσυσκεύασε τα εκθέματα του Μουσείου Ρεθύμνου, σχεδόν όλα και ιδίως όσα είχαν ιδιαίτερη αξία, και τα απόκρυψε μέσα ση γη, «τα ‘θαψε». Το Ρέθυμνο του είναι ευγνώμον για την πρόνοιά του και η πολιτιστική Ιστορία της πόλης μας βέβαια και δεν τη λησμονεί. Η ύπουλη και δολοφονική εκτέλεσή του άφησε ένα κενό και αναναπλήρωτο για την οικογένειά του, παράδειγμα δε και υποθήκες για τον Εκπαιδευτικό κόσμο.

Γεώργιος Αποστόλου Μαρνιέρος

Αν όμως για τον δάσκαλο καθηγητή είχαμε συγκεκριμένα γεγονότα για να διαγράψομε την άξια προσωπικότητά του, ποια λόγια και ποια συναισθήματα και ποιες κρίσεις είναι δυνατόν ν’ αποδώσουν την εικόνα αγαπημένου φίλου και αγαπημένου συμμαθητή, που ο αχόρταγος θάνατος ανάρπασε από την αγκαλιά της στοργικής του μάνας και από την αλησμόνητη μαθητική συντροφιά των τρομακτικών κατοχικών χρόνων και μάλιστα πριν ηλικίας και γονέων πρότερον; Ποιος λόγος και ποια ποίηση ή ποιος ζωγραφικός χρωστήρας μπορεί ν’ αποδώσει τους θείους ιμέρους, τα όνειρα και τα οράματα, όταν ροδίζει η εφηβική αφύπνιση, τότε που σώμα και ψυχή και πνεύμα αναταράσσονται από την υπερκόσμια Δύναμη της Δημιουργίας;

Ο Γιώργης Μαρνιέρος, γιος πρωτότοκος του απότακτου κατά το κίνημα του 35 αξιωματικού της Χωροφυλακής Αποστόλου Μαρνιέρου και της Αθηνάς, κόρης του Παπά-Νικολή Γενεράλη, οπλαρχηγού στην Κρητική Επανάσταση του 1896, γεννήθηκε στο Γερακάρι, όπου παρακολούθησε μέχρι και την Τετάρτη τάξη το Δημοτικό. Εισάγεται ύστερα και με καλή σειρά στο τότε Οκτατάξιο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, όπου δεν αργεί να διακριθεί για το ήθος και την επίδοσή του στα μαθήματα και να βρεθεί κατά το νόμο της φυσικής επιλογής στην πρωτοπορία της τάξης μας. Συνέπιπταν μάλιστα τα σωματικά και ηθικά και πνευματικά προσόντα του κατά την σπάνια και χαρισματική συγκρότηση του καλού καγαθού. Από τους πιο ψηλούς συμμαθητές μας με συμμετρικό σύνολο, δηλαδή αθλητικό, μελαχρινός, με ελαφρώς επίμηκες τριγωνικό πρόσωπο, φαρδύ αλλά όχι υψηλό μέτωπο, με βηματισμό σταθερό και ανοικτό. Χωρίς να λέει λέξη, δεν ήταν ευχαριστημένος -και ποιος ήταν- γιατί τότε μας κούρευαν σύρριζα -ήταν δα και το σχολείο γεμάτο ψείρες και σαπούνι που να βρεις- και μόλις τα μαλλιά του μεγάλωναν -και όλων μας- τα ‘κανε χωρίστρα απ’ αριστερά. Ευσταλής και ευειδής παρουσίαζε στις κινήσεις και ο βάδισμά του μια ανάλαφρη παρακολουθητική μυική σύσπαση ολοκλήρου του σώματός του, προσθέτοντας την εντύπωση της χάρης και της επιβολής στο ωραίο παράστημα. Αν και μεταξύ των πρώτων της τάξης ουδέποτε και εις ουδεμία περίπτωση κατελήφθη επαιρόμενος, πλην χωρίς μίσος δια τους επηρμένους.

Ολιγόλογος, όσον οι πραγματικά ώριμοι και οι πραγματικά σοβαροί, διατύπωσε τις σκέψεις και τις αντιρρήσεις του χωρίς πρόκληση ή εριστικότητα. Μιλούσε λιτά και κοφτά, σχεδόν κατηγορηματικά, και όσα έλεγε εχρωματίζοντο από το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, που τον έκανε ελκυστικότερο. Όταν ένας Καθηγητής της Γυμναστικής, διαβάζοντας τον κατάλογο, στάθηκε στο όνομά του και του είπε ότι, αν αλλάξει ένα-δυο γράμματα, στο επίθετό του, θα είχαν το ίδιο επίθετο, τότε ο Γιώργης, το Μαρνιεράκι, απάντησε ήρεμα «Καλό είναι, Κύριε, και το δικό μου». Ο δωριέας έφηβος είχεν έμφυτο το λακωνίζειν. Και όταν ήλθεν η αποφράδα της 22 Αυγούστου του 44 και η μάνα του έφερε τα πάνω κάτω για να τον ντύσει γυναίκα, μήπως και σωθεί, η απάντηση του ήταν: -Δε γκξεγιβεντίζομαι-. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, και η μοιραία, που χάλασε χατίρι της μάνας του. Άθελά του θυμάται κανείς τον γενναίο αρχαίο σοφό, που μπροστά στο δικαστήριο εδήλωνεν ότι ούτε αλυσίδες ούτε θάνατο πρέπει κανείς να φοβάται παρά μόνο την εντροπή. Έτσι αποχωρήσαν το πολυαγάπητο Μαρνιεράκι και με ακαριαίο ενδιάμεσο σταθμό την βοή του θανάτου προσήλθε στον Άδη, έχον απολογήσασθαι τοις εκεί άρχουσιν. Και μας άφησε δύο πράγματα: Την φωτεινή εικόνα του εξιδανικευμένου εφήβου και το ατρύγητο ποτήρι της πίκας, που η μάνα του πίνει για πεντηκοστό χρόνο εφέτος.

Γεώργιος Κων/νου Αγγελάκης, δάσκαλος

Ένας ακόμα ηρωικός νεκρός από την εκπαιδευτική κοινότητα και ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Αγγελάκης.

Γράφει γι’ αυτόν ο συνάδελφός του και συγχωριανός του Κ. Ταταρακης.

Ο δάσκαλος Γεώργιος Κων/νου Αγγελάκης που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944, γεννήθηκε στο Γερακάρι το έτος 1912. Ο Πατέρας του ήταν ιερέας. Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του έμαθε τα πρώτα γράμματα. Φοίτησε στο γυμνάσιο Ρεθύμνου και έλαβε απολυτήριο με άριστα.

Γράφτηκε στην ιερατική σχολή Χανίων και πήρε πτυχίο ιεροδιδασκάλου. Πήγε στρατιώτης και υπηρέτησε ως γραφέας στο στρατολογικό γραφείου Ρεθύμνου. Διορίσθηκε δάσκαλος στις Καρίνες. Υπηρέτησε και στο σχολείο της Πατσού. Κατά τα τελευταία χρόνια της κατοχής 1942-44 μετατέθηκε στο σχολείο των Ελενών. Όταν δολοφονήθηκε είχε συνολική σχολική υπηρεσία 12 έτη.

Υπήρξε σπουδαίο στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης σε όλη την περίοδο της κατοχής, γι’ αυτό και καταδιώκετo από τους Γερμανούς. Τα ξημερώματα της 22ας Αυγούστου 1944 ειδοποιήθηκε για την άφιξη των Γερμανών στο χωριό. Σηκώθηκε αμέσως και έφυγε προς το χωριό Μεσονήσια. Όταν όμως έφτανε στη «Χαλέπα» συνελήφθη από τους φρουρούς Γερμανούς και οδηγήθηκε και κλείστηκε στο σπίτι των μελλοθάνατων. Το απόγευμα της ίδιας μέρας εκτελέσθηκε μαζί με 48 παλληκάρια.

Το Μάιο του 1945 παραδόθηκε στις αδελφές του του υπ’ αριθ. R/2 πιστοποιητικό πατριώτου δια του ο οποίο ο Στρατάρχης Αλεξάντερ τον ευχαριστούσε «Εν ονόματι των Κυβερνήσεων και Λαών των Ηνωμένων Εθνών για τας υπηρεσίας τας οποίας προσέφερεν εις τον Αγώνα για την ελευθερίαν».

Άξια σημειώσεως είναι τα λόγια που είπε στον πατέρα του όταν εκείνος παρακάλεσε τους Γερμανούς να κρατήσουν αυτόν και να αφήσουν το παιδί του, γιατί δεν έχει άλλο. «Πατέρα μη στεναχωριέσαι. Μια μέρα θα πεθαίναμε. Έτυχε αυτή η μέρα να είναι η σημερινή. Στους άλλους κρατούμενους έδινε θάρρος και τους έλεγε: «ο Θάνατος για την πατρίδα, θάνατος δεν είναι, μαθετέ το από μένα, το δάσκαλο».

Μαρτυρία Καλλιόπης Παττακού – Κάψιμο των χωριών του Κέδρους

Μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία γυναίκας εκπαιδευτικού της Καλλιόπης Παττακού Σαριδάκη για τα τραγικά γεγονότα στο Άνω Μέρος στις 22 Αυγούστου 1944. Μας εστάλη από το αρχείο της κας Αγάπης Παττακού για την «Κιβωτό Μνήμης» και την ευχαριστούμε.

Η Καλλιόπη με το σύζυγό της Θεοχάρη Σαριδακη (Παύλο Κεδραίο) που υπήρξε από τους στυλοβάτες της πολιτιστικής ζωής του Ρεθύμνου και από τους γλαφυρότερους αρθρογράφους των γεγονότων της 22 Αυγούστου 1944 στο Αμαριώτικο Κέντρος.

«Το ξύπνημά μας της 22ας Αυγούστου, ήρθε με τα γαυγίσματα των σκυλιών που προαισθάνονταν το κακό. Για αυτό, όταν στις 6.00 π.μ., οι Γερμανοί χτύπησαν τις πόρτες μας ουρλιάζοντας, να συγκεντρωθούμε όλοι στο σχολείο, είχαν ήδη σκοτώσει ή πυροβολήσει τα περισσότερα για να πάψουν να αλυχτούν.

Βρισκόμουν στο χωριό λόγω θερινών διακοπών των Γυμνασίων. Όλες οι οικογένειες ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο Σχολείο, όπου μάθαμε ότι θα κάψουν το χωριό. Εκεί οι κατακτητές, χώρισαν στην μια αίθουσα τους νέους άνδρες και παιδιά άνω των 12 ετών, και στην άλλη τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Στην συνέχεια ένας Γερμανός αξιωματικός ονόματι Luis γνωστός μου από τα μαθήματα Γερμανικών που μας έκανε στο Γυμνάσιο, μας έδωσε εντολή να γυρίσουμε στα σπίτια μας και να πάρομε ότι μπορούμε να σηκώσαμε, γιατί τα σπίτια θα καταστραφούν. Η μητέρα μου σκέφτηκε και πήρε 1 σακί ψωμί και κουβέρτες. Πίσω στο σχολείο, έγινε διαχωρισμός των Ομήρων: εφήβων κοριτσιών και ηλικιωμένων. Στα 10 έφηβα κορίτσια ήμουν εγώ, η αδελφή μου Αρτεμισία Πιττακού, οι ξαδέλφες μου Κακιώ Κυριακάκη, Αργυρή Μαθιουδάκη, Αγγέλα Μαθιουδάκη, και Ελένη Λεμονάκη, Ευανθία Φραγκουδάκη, Μαρία Κουγιτάκη, ένα κορίτσι από τις Δρυγιές, και μια άγνωστη φιλοξενούμενη στον Καπαρό. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα, μπροστά εμείς και οι υπόλοιποι πίσω μας, φρουρούμενοι από οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες, μέσα στο λιοπύρι, ξυπόλυτα παιδιά, εξαθλιωμένοι, χωρίς φαγητό με λίγο νερό που μας έφερναν κάπου κάπου. Περάσαμε τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, και φτάσαμε στο Γερακάρι. Εκεί είδαμε τον πρώτο σκοτωμένο στην άκρη του δρόμου! Μετά προχωρήσαμε στις Ελένες. Στη συνέχεια στρατοπεδεύσαμε σε ένα αμπέλι στον Μέρωνα, όπου κοιμηθήκαμε, τρόπος του λέγειν, αφού με τους φακούς έψαχναν κάποιον και μας ξυπνούσαν. Το πρωί, μας άφησαν να περιμένουμε να έλθουν τα αυτοκίνητα φορτηγά, με τα λάφυρα, από τους μαγατζέδες των σπιτιών μας που πήραν πριν τα κάψουν. Εμάς τους Ομήρους, μα έβαλαν πάνω από τα σακιά με τα στάρια και τα άλλα λεηλατημένα προϊόντας μας, με προορισμό το Ρέθυμνο. Τους υπόλοιπους τους άφησαν να πάνε όπου ήθελαν. Η οικογένεια μου πήγε στην Πατσό, μαζί με πολλοίς άλλους Ανωμεριανούς. Οι δικοί μου φιλοξενηθήκαν στην οικογένειας Προκοπάκη (στου Προκόπη), κλαίγοντας για την άγνωστη τύχη μας.

Οι Όμηροι φτάσαμε την νύκτα στο Ρέθυμνο, και μάλιστα στο Φρούριο στην Φορτέτσα. Κοιμηθήκατε σε βρεγμένο πλακόστρωτο. Τη νύκτα ακούσαμε, τον πυροβολισμό της εκτέλεσης, κάτω από το κάστρο, του αδελφού του Παντελονόκωστα. Την επόμενη μας ξεχώρισαν. Τα 10 κορίτσια του Άνω Μέρους και τα 20 των Βρύσων μα έβαλαν στην εκκλησία του Κάστρου. Τα 50 κορίτσια του Γερακαριού σε ένα άλλο ερείπιο, κατάλυμα, και τους μεγάλης ηλικίας ομήρους πάνω από 50ετών, τους άφησαν σε υπαίθριο χώρο. Στις 20 ημέρες, απελευθέρωσα έμενα και την Κακιώ Κυριακάκη ως μικρότερες, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν κει 1 μήνα, μέχρι την κατάρρευση του Μετωπίου, το οποίο και τις/τους γλύτωσε. Οι πληροφορίες έλεγαν πως η τύχη μας θα ήταν: είτε η βύθιση, όποιου σκάφους μας επιβίβαζαν, στα ανοιχτά, για να μας πνίξουν, ή να καταλήξουμε στο Άουσβιτς!

Η αδελφή μου και εγώ φύγαμε, γεμάτες Ψώρα, και Τυφοειδή Πυρετό.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι, όταν οι γονείς μου έμαθαν ότι είμαστε στο Κάστρο, η μητέρα μου με τα δυο μικρή αγόρια αδέλφια μας Γιώργη 13 ετών και Ιάκωβο 11 ετών, ήρθαν στην είσοδο του Κάστρου, να μας δουν. Συμφωνήσαμε σαν σύνθημα ότι είμαστε ζωντανές να απλώναμε κάθε πρωί μια κόκκινη πατανία στα Τείχη.

Μετά την απελευθέρωσή μας, γυρίσαμε όλοι στο χωριό, όπου βρήκαμε το σπίτι ερείπια, ανατιναγμένο με δυναμίτη, λεηλατημένο, και το σκυλάκι μας που είχαν τραυματίσει το πρωί εκείνο, είχε γυρίσει και ήταν νεκρό, στα θεμέλια.

Σημειωτέον ότι το ίδιο βράδυ της 22ας εξετέλεσαν τους άνδρες ακόμα και 12χρονα αγόρια, σε όλα τα χωριά. Δεν υπάρχουν τάφοι, αλλά μόνο τα ονόματά τους, στις στήλες των Ηρώων των χωρίων, με τα αποκαΐδια που βρέθηκαν, στο χωνευτήριο.

Η οικογένειά μου, πρόσφυγες χωρίς στέγη, πήγαμε στο Χορδάκι, όπου φιλοξενηθήκαμε, όπως όπως, στους αδελφούς του πατέρα μου Γιώργη και Μανώλη Παττακούς, μέχρι να φτιάξουμε κατάλυμα στο Άνω Μέρος.

Το σπίτι ξαναχτίσθηκε αργότερα.

Άστεγοι, Όμηροι, και Πρόσφυγες, ξαναρχίσαμε την ζωή μας από το μηδέν. Πάλι καλά που δεν είχαμε άμεσα οικογενειακούς νεκρούς».

 

Πηγές:

Πολιτιστικό Ρέθυμνο – Ολοκαυτώματα

 

Αφήστε μια απάντηση