Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΡΟΔΑΚΙΝΟΥ

 

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

11 ΙΟΥΛΙΟΥ 1930

 

ΟΤΑΝ Η ΚΡΗΤΗ ΗΤΟ ΥΠΟ ΦΛΟΓΕΣ ΖΩΣΜΈΝΗ

 

 

Ξεφυλλίζοντας κάτι παλιές εφημερίδες κιτρινισμένες  απο. το διάβα του πανδαμάτορος όπου το περιεχόμενόν τους μεταφέρει άθελά του νου και τη φαντασία στους χρόνους του παλαιού καιρού κατά τους οποίους δεν υπήρχεν ο σημερινός διηνεκής υανός προς την ανθρώπινη διάνοια αλλά ούτε και η ακατάσχετος ροπή μας προς τον ψευδοπολιτισμό, βρήκα ένα μεγάλου ηρωισμού και τόλμης ιστορικόν ανέκδοτο αναφερόμενο στο χωριό του Αγίου Βασιλείου Ροδάκινο. Φαίνεται δε ότι δεν υπάρχει ουδέ μια αμφιβολία ότι συνέβη εις την πραγματικότητα αφού άλλωστε τον κρήμνόν εκείνο, το μέρος όπου συνέβη το ηρωικόν κατόρθωμα το γνωρίζουν τώρα ολοι οι Ροδακινιώτες. Το ιστορικόν αυτό ανέκδοτον έχει δημοσιευθή το 1909 εις την Αλήθειαν των Αθηνών από κάποιος Στ. Μάτισσον και είναι Arrange  εκ της ανεκτιμήτου συλλογής και περιφήμου δια τας λαογραφικάς  συλλογάς του μακαρίτου συμπολίτου μας Παύλου Βλαστού Φρονούμεν λοιπον ότι δε θα είναι άσκοπον να το παραθέσωμεν όπως εχει επι τη ευκαιρία του τοπικού εορτασμού της εκατονταετηρίδος μας στην εύανδρο επαρχία του Αγίου Βασιλείου ας μας επιτραπή να ανοίξωμε μια μικρή παρένθεση και να πούμε ότι μια ιστορική και θρυλική μάχη που εδόθη εις την θεσιν Αγίου Αντωνίου η Πευκιά χαλαρά ευρισκομένη πλησίον Ροδακίνου και κατά την οποίαν ο Ρεσίτ Πασσάς το 1866 έπαθε οικτράν ήτταν από τους κατοίκους του Ροδακίνου των Σελλιών και τινών Σφακιανών και η οποία του εστοίχισε και τη ζωήν, την εξεμεταλεύθησαν οι Χανιώτες και τη περιέλαβον εις το πρόγραμμα του τοπικού τοπικού των εορτασμού της εκατονταετηρίδος κακώς εννοείται και ημείς δυστυχώς λίγο έλειψε να την αγνοήσωμεν και να μην τη συμπεριλάβωμεν εις το πρόγραμμα του εορτασμού μας την θρυλική εκείνην μάχην η οποία έδωσε  κρότον εις την Μεγαλόνησο μας.  Και δημοσιεύει η «Αλήθεια» ως εξής, το ιστορικόν εκείνο ανέκδοτο.

Οτε κατά τον Ιούνιον του 1823 τα Κρητικά όπλα εθριάμβευον εις την Τουρκοκρατούμενη και υπο των αιμοβόρων Γιαννιτζάρων κατατυραννισμένη Κρητην και οι επαναστάται ειχον εγκλείσει τους Οθωμανούς των επαρχιών της Μεγαλονήσου εις τα φρούρια των πόλεων, οι Τουρκοκρήτες εζήτησαν κατεσπευσμένως βοήθειαν από τον Σατράπην της Αιγύπτου περιβόητον Μεχμέτ Αλή Πασσάν. Ουτος απέστειλεν τότε εις την Κρήτην τον αιμοδηψή Αλβανόν  Χουσεϊν Μπέη διότι ο Αλβανός την καταγωγήν ήτο και ο Σατράπης. Φθάσας λοιπόν ο Χουσεϊν Πασσάς της Αιγύπτου εις τον Ηράκλειον της Κρήτης (Χάνδακα επωνομαζόμενον την εποχή εκείνην δι’ο και καλείται υπο των Γάλλων Candie) με στόλον 50 πλοίων και στρατόν12.000 καλώς γεγυμνασμένων  μισηρλήδων (από το Μησήρι όπως καλείται Τουρκιστί η Αίγυπτος) απεβιβάσθη μετα του τακτικού στρατού του αποτελούμενου εκ πεζών και ιππέων και συμπαραλαβών μεθ’ εαυτού και τους Τουρκοκρήτας του Ηρακλείου, οιτινες εχρησίμευον και ως οδηγοί του καθόσον ως εντόπιοι εγνώριζον καλώς τους τόπους και τα επικαίρους θέσεις, εξεστράτευσεν εις την Αγίαν Βαρβάραν του Μονοφατσίου όπου και εστρατοπέδευσεν.  Εκείθεν δε εξεχύθη ως ορμητικός χείμαρρός εις την Μεσσαράν και Πυργιώτισσαν, ανήλθεν εις την Αμπαδιάν και εισώρμησεν εις την επαρχίαν Αμαρίου, έπειτα εις την επαρχίαν του Αγίου Βασιλείου προσχωρήσας μέχρι του Αποκορώνου. Καθ’ οδόν εξήνδραπόδισε υπέρ 3.000 γυναικοπαίδων , εδίωξε και ελεηλάτησε την ύπαιθρονχώραν ερήμωσε πάτα τα χωρία δι ων διήλθε περνών τα πάντα δια πυρός και σιδήρου. Οι κάτοικοι των διαρπαζομένων χωρίων απαξιούντες να υποταχθώσιν εις αυτόν και καταστώσιν αιχμάλωτοι του κατέφευγον εις τα ηψηλά βουνά, και τους αποκρήμνους  βράχους τα σκοτεινά σπήλαια και τα λαβυρινθώδη κρησφύγετα. Δέκα πέντε γυναίκες με τα των παιδιών των εκ του χωρίου Ροδακίνου της επαρχίας Αγίου Βασιλείου αναρριχηθείσαι επρόλαβον και εισήλθον εις εν απόκεντρον και εφ’ υψηλού βουνού κείμενο σπηλαιο  όπως σωθώσιν από τα άγρια και αιμοδιψή θηρία τα οσφραινόμενον την οσμήν του ανθρώπου ως οι κύνες την αποβολήν (Κόπρου) των λαγών.

Εκει τας ανεκάλυψαν οι Τούρκοι και διέταξαν ένα Άραβα να εισβάλει εις το σπήλαιον και τους εκβάλη εκ της κρύπτης των διοτι αυτοί δεν ετόλμων να εισέλθωσιν μήπως κρύπτονται εντός του σπηλαίου οπλισμένοι επαναστάται και τους φονεύσουν.

Ενώ ο Αραψ ανερριχάτο, εις στο σπήλαιον εξεπυρσοκρότησε το όπλον του και τον επλήγωσεν εις τον πόδα αποκόψαν τους δυο εκ των δακτύλων του. Αλλα βιαζόμενος υπο των Αλβανών ανήλθεν εις το σπήλαιον και ευρώ εντός αυτού  τα γυναίκας υπεσχέθη εις αυτάς ότι θα των χαρισθή η ζωή εάν παραδοθούναιτινες τέλος και παρεδόθησαν.  Παραλαβόντες ταύτας οι Αλβανοί τας έδεσαν διασχοινιού εκτός των τέκνων των τα οποία τας παρηκολούθουν ελεύθερα και λελυμένα. Παραδόσαντες ταύτας εις τον Αραβα τον διέταξαν να τας μεταφέρει εις την πολιν της Ρεθύμνης και εκει να τας φυλάττη ασφαλώς μέχρις ότου τα στρατεύματα φέρουν εις πέρας την φθοροποιόν εκδρομήν των, θεραπευθή δε και ο Αράπης. Ο ‘Αραψ αιμορραγών και χωλαίνων εκράττει σφικτά δια των χειρών του τας άκρας των σχοινιών και οδήγει το κοπάδι του προς το φρούριον της Ρεθύμνης. Αλλ’ άφθονον αίμα έρρεεν εκ της πληγής του και πόνοι δρυμείς βασάνιζον τα παμέλαν και κατεσκληκός σαρκίον του και εχώλαινεναπελπιστικώς μη δυνάμενος να εκγαταλείψει εν μέση οδώ την αιχμάλωτον συνωδείαν του. Μια όμως εκ των γυναικών η Μαρίνα ρωμαλαία και εύσωμος ανδρογυναίκα, ευσπλαγνισθείσα εκ βάθους καρδίας τον δεινώς πάσχοντα Αραβα αφού απομακρύνθησαν πολύ των Τουρκικών αποσπασμάτων ατιναδιηυθύνοντα προς άλλας επαρχίας, στρατεφθείσα προς αυτόν του είπε με γλυκύφθογγον φωνήν.

«Κακομοίρη Αράπη σκλάβος και συ σκλάβες κι εμείς. Λυπούμεθα να σε βλέπωμεν να υποφέρεις και να άλγης απελπιστικώς. Το αίμα σου ρέει ποταμηδόν στη στράτα και μέχρις όπου φθάσωμεν στο Ρέθεμνος θα χυθή όλο στο δρόμο και θα αποθάνεις δυστυχή.

Εκεί στο απόκρυμνο μέρος που θα περάσωμε φυτρώνει στα γκρεμνά ένα χόρτο ένα πολύτιμο για τας πληγάς βότανο που γνωρίζω. Τωρα όπου θα φθάσωμεν στον κρημνό θα κόψω από αυτό θα σου μπλαστρώσω μ’ αυτό τη πληγή, θα σου σταματήσει αμέσως το αίμα και θα σου παύση τους πόνους κακομοίρη.

  • Ραμπή (θεέ μου) και κάμε το! Αλήθεια λες ως έχει βότανα ο γκρεμνός;
  • Έχει του επαναλαμβάνει η Μαρίνα εγώ θα σου το βρώ. Αφού έφθασαν εις το μέσον του φαραγγιού η Μαρίνα του έδειξεν εις τον κρημνόν την θέσιν όπου φύεται το βότανον. Ο Αραψέλυσε αμέσως την Μαρίνα τη γιάτρισσά του έδεσε τα δύο άκρα των σχοινιών στερεά εις ένα κλάδον δέντρου ευρισκομένου εις τους αποτόμους και απορρώγας βράχους της φάραγγος και συνόδευσε τον θηλυκόΑσκληπιάδην του προς το μέρος του Κρημνού. Η λοιπή συνοδεία των αιχμαλότων εφώναξε χαμηλοφώνως προς της Μαρίνα να προσέχει από τον πανούργονΑραβα με την κρημνίση. Αλλ’ η Μαρίνα ήθελε δυο σαν τον Αράπη πάσχοντα δεινώς από τους πόνους καιθα ηδύνατο να τον εκσφενδονίσει ως σκαμνίον εις το βάθος της αβύσσου αλλα δεν το εκαμε την στιγμήν εκείνην αλλα ανεζήτει μετα προσοχής το βότανον. Η κυρά Μαρίνα επι των απορρόγων πλευρών του κρημνού και εύρεν το βότανον το οποίο παρέδωσεν εις τον ανυπόμονον Αραβα. Αλλα δεν έκοψε όσο ήτο επαρκές μέχρις οτου φθάσωσιν εις την πολιν. Ανέβη λοιπον από του ύψους εις το οποίον ίστατο και λέγει εις τον Αράπην:
  • -Κατέβα κι εσύ κάτω κι ίσως με τα μακρέ σου χέρια φθάσει στους κλάδους και κόψης πολύ βότανο.

Αλλ’ η Μαρίνα αρπάζει αστραπιαίως δι των στιβαρών χειρών της ένα εξέχοντα ριζικόν βράχον ωθεί δια των ποδων ισχυρώς τον Μαύρον προς το βάθος του κρημνού  ρίπτων επάνω του τον βράχον και τον κατρακυλά μετα δυνάμεως ακαταμαχήτους προς τας σχισμάς των  βράχων όπου η κεφαλή του γίνεται θρύψαλα και εκπνέει ως τόπου εκβάλλων γοεράς κραυγάς που έκαμαν να αντιλαλήσει το φαράγγι επικαλούμενος το έλεος του Αλλάχ.  Η ατρόμητος Μαρίνα αναρριχώμενη  πλησιάζει παλιν τους συναιχμαλώτους της κάμνει ευλαβώς τον σταυρόν της ανακράζουσα.

«Ο Θεός μας έσωσεν εκρημνίσθη ο Αράπης και να γυρίσωμεν γλήγορα στο χωρίο»!

Λύει τα συγχωρίους της τινες ενόμιζον ότι ενειρεύοντο. Τας οδήγησε εις μια χαράδραν εως να νυχτώσει έπειτα δια τινος βατού μονοπατιού κατέρχεται με’ άλλης τινός προς το βάθος της φάραγγος ευρίσκον το όπλον του Αράπη κείμενο ολίγα βήματα από το πτώμα που ήτο αγνώριστο κατακομματιασμένο. Του αφαιρούν τα πιστόλια του και τα μαχαίρια του και κατά το διάστημα της νυκτός επανήλθον εις το χωριό του όπου εμαθον ότι οι Τούρκοι ανεχώρησαν δι’ αλληνεπαρχίαν. Έκτοτε η Μαρίνα επωνομάζετο  «Μαρίνα η καπετάνισσα του Ροδακίνου» και ολοι την προσεφώνουν καθ’ οδόν  «Γεια σου Καπετάνισσα! Να μας ζήσεις Καπετάνισσα»!

Κ. Αμάραντος

Αφήστε μια απάντηση