Ευάγγελος Τσουρλάκης: Ένας αυτοδημιούργητος άρχοντας του τόπου

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
 
Στις πιο δύσκολες εποχές που το Ρέθυμνο στέναζε στα βρόχια της απόλυτης ένδειας, κάποιοι άνθρωποι, κυρίως στα Περιβόλια, είχαν σταθερό μεροκάματο κι όταν καλοκαίριαζε και κλείνανε τα σχολεία μπορούσαν να πάρουν και τα παιδιά τους να «μη γυρίζουν στους δρόμους» να βγάζουν κι ένα χαρτζιλίκι.
Ήταν οι εργαζόμενοι στη βιοτεχνία Τσουρλάκη.
Από τους προύχοντες του τόπου ο Ευάγγελος Τσουρλάκης, από τους πρωτεργάτες της οικονομικής ζωής.
Ο πατέρας του Στυλιανός, όπως μας αφηγείται ο εκλεκτός συμπολίτης κ. Βασίλης Παπαβασιλείου, είχε φύγει από τον Άγιο Κωνσταντίνο και εγκαταστάθηκε στα Φραντζεσκιανά Μετόχια. Εκεί δημιούργησε οικογένεια αποτελούμενη από τρία αγόρια, τον Κωνσταντίνο που ήταν δάσκαλος, τον Μανόλη που ασχολήθηκε με το εμπόριο, τον Ευάγγελο που παρουσιάζουμε σήμερα και μια θυγατέρα τη Μαρία. Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, ενεργός πολίτης που είχε διατελέσει και πρόεδρος κοινότητας. Ήταν όμως δύσκολοι καιροί.
Σκληρή η μάχη για την επιβίωση. Ο Ευάγγελος πολέμιος της μιζέριας και της ηττοπάθειας, δεν κάθισε για πολύ με σταυρωμένα χέρια. Κατάφερε να προσληφθεί από τον Καλογέννητο, τον Ρεθύμνιο προμηθευτή των Ρωσσικών δυνάμεων που κατείχαν τότε το Ρέθυμνο ως προστάτιδα δύναμη. Η προθυμία του και ο έντιμος χαρακτήρα του ενθουσίασαν τον εργοδότη του, που σύντομα του έδωσε περισσότερες αρμοδιότητες. Έφθασε επάξια να είναι αποθηκάριος.
Ο Ευάγγελος, φαινόμενο τεχνοκράτη για την εποχή του, έδειχνε πως έβλεπε δεκαετίες μπροστά. Μισούσε την προχειρότητα, την ανοργανωσιά. Κι ήταν φυσικό να αποτελέσει υπάλληλο -«διαμάντι» για τον Καλογέννητο, όπως του τόνιζαν και οι γνωστοί του. Αν και νέος ο Τσουρλάκης πρόσεχε τα χρήματα που έπαιρνε. Κάλυπτε τις ανάγκες του και κρατούσε ένα μέρος για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ήθελε να κάνει μια δική του δουλειά. Στην αρχή συνεταιρίστηκε με μια εταιρία και το 1925 πανέτοιμος πια, με σχέδιο και όραμα δημιούργησε τη δική του βιοτεχνία κεραμικών.
 
Με έργα της δικής του έμπνευσης
Δεν πέρασε πολύς καιρός και παρουσίασε τη δική του πρόταση στον τομέα των οικοδομικών υλικών. Έδωσε φόρμα και σχήμα στο τούβλο χρησιμοποιώντας πρωτόλεια μέσα αφού δεν υπήρχαν τα σημερινά μηχανήματα. Γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού. Η ποιότητα έγινε το έμβλημά του. Κι όλο πάλευε για το καλύτερο. Νέα καλούπια, δοκιμές, χαρές, απογοητεύσεις, είχε δοθεί ολόψυχα στο αντικείμενό του όπως το συνήθιζε. Σαν όνομα στην αγορά ήταν πρότυπο εντιμότητας και συνέπειας. Δεύτερη κουβέντα με τον πελάτη δεν είχε. Ο λόγος του ήταν και συμβόλαιο. Οι παραγγελίες στην ώρα τους. Κι ο καιρός περνούσε.
 
Επίταξη γιατί δεν συνεργάστηκε
Ήρθε η πτώση των αλεξιπτωτιστών και η κατάληψη του νησιού από τους ναζί. Από τις πρώτες μέρες οι Γερμανοί προσπάθησαν να τον φέρουν με τα νερά τους. Αγέρωχος εκείνος τους αντιμετώπισε με δύναμη και μεγαλείο. Καλύτερα να πεινούσε κι αυτός κι η οικογένειά του παρά να τους κάνει και συνέταιρους. Το τίμημα ήταν βαρύ. Τον διέταξαν, χωρίς οίκτο, να εγκαταλείψει, στη στιγμή, το χώρο του μόχθου του και να παραχωρήσει την βιοτεχνία του σε κάποιους επιχειρηματίες, από το Ηράκλειο, με χαλαρή, περισσότερο από ότι έπρεπε την εθνική τους συνείδηση.
Εκείνος προτίμησε την επίταξη από την παράδοση άνευ όρων. Δεν θα χανόταν κι ούτε θα πεινούσαν τα παιδιά του. Ο Θεός ήταν μεγάλος.
Διατήρησε όμως σε όλη τη διάρκεια της κατοχής τον αγέρωχο χαρακτήρα του και τον άκρατο πατριωτισμό του. Στάθηκε αντάξιος των προγόνων του.
 
Ατρόμητος και μπροστά στην κάνη
Ένα βράδυ χτύπησε την πόρτα του ένας Γερμανός στρατιώτης. Φαινόταν τύφλα στο μεθύσι.
Έβγαλε περίστροφο και ζήτησε από τον Ευάγγελο να του δώσει το Στέλιο του, το μεγάλο του γιο, να τον οδηγήσει στην έδρα του γιατί είχε χαθεί. Ο Ευάγγελος παρά το προτεταμένο όπλο του Γερμανού δεν δείλιασε. Αντίθετα, γεμάτος οργή, πλησίασε, αποφασιστικά, τον προκλητικό εισβολέα και τον πέταξε κυριολεκτικά, έξω από το σπίτι. Είχε πάντα αυτή τη γενναιότητα να μην ανέχεται καταστάσεις όποιο κι αν ήταν το τίμημα.
Οι Γερμανοί ακόμα και στην αποχώρησή τους φρόντισαν να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες καταστροφές μπορούσαν. Όταν ο Ευάγγελος Τσουρλάκης μπήκε στο χώρο που είχε δημιουργήσει με τόσο αγώνα και θυσίες βρήκε ρημάδια. Κι όμως δεν το έβαλε κάτω. Με απέραντη υπομονή ξεκίνησε πάλι από την αρχή. Η έμπνευση για νέες δημιουργίες δεν τον είχε εγκαταλείψει. Και ξαναγύρισε στις παλιές καλές μέρες. Εργατικός καθώς ήταν δεν άφηνε τον καιρό να περνά χωρίς αποτέλεσμα. Παράλληλα με τα τούβλα έκανε εμπόριο λαδιού, χαρουπιού και ξυλείας. Έτσι είχε πάντα τη δυνατότητα να κάνει το κουμάντο του σαν επιχειρηματίας, χωρίς να χρειαστεί ξένες πλάτες να στηριχθεί, χωρίς να λαμβάνει ρίσκα επικίνδυνα για την ευστάθειά του στην τοπική αγορά.
Είχε έτσι αποκτήσει μια σημαίνουσα θέση στον επιχειρηματικό κόσμο της εποχής.
Η βιοτεχνία του έδινε ψωμί σε περισσότερες από σαράντα, σαράντα πέντε οικογένειες που είχαν τα χρήματα στην ώρα τους κι όχι μόνο.
Ο πεθερός μου Δημήτρης Λαδιάς που διετέλεσε αρχιεργάτης του Τσουρλάκη, από τότε που ήρθα στο Ρέθυμνο μου μιλούσε με απέραντη αγάπη και σεβασμό στον κουμπάρο του. Γιατί ο εργοδότης του τον είχε στεφανώσει. Και δεν ήταν ο μόνος. Ο Ευάγγελος Τσουρλάκης αντιμετώπιζε σαν οικογένεια τους εργάτες του. Πάντρευε ζευγάρια, βάφτιζε τα παιδιά τους, πρώτος συμμετείχε στη χαρά τους και δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό τους στη ανάγκη τους. Κανέναν δεν αδίκησε ποτέ. Κι αν ήταν κάποιες φορές αυστηρός μαζί τους για καλό το έκανε. Ήθελε να τους μυήσει -κυρίως τους νέους- στην έννοια της συνέπειας. Για να προχωρούν σωστά στη ζωή τους.

«Έκλεβε και μια του χάρου…»
Από το Αρχείο Γιώργου Σταράκη

Μπορεί να τον εύρισκε η μία νύχτα με την άλλη στη δουλειά αλλά τα Σάββατα ήξερε να διασκεδάζει. Τα παιδιά του μεγάλωσαν σ’ ένα σπίτι ανοικτό όπου εύρισκαν αρχοντική φιλοξενία από τον προύχοντα του τόπου μέχρι τον απλό εργάτη. Στο αρχοντικό του έκανε τα περίφημα γλεντάκια του. Όλα γινόντουσαν με μέτρο. Κι όλοι περνούσαν καλά.

Πολύτιμη παρουσία δίπλα του η γυναίκα του Αρτεμισία το γένος Σταράκη από τα Περιβόλια. Μια πραγματική αρχόντισσα. Εκτός από άριστη οικοδέσποινα και νοικοκυρά, εκτός από μια τρυφερή σύζυγος και μητέρα υπήρξε κι ένας συγκροτημένος άνθρωπος, ένας ακλόνητος βράχος που δεχόταν με θάρρος τους κυματισμούς και τις τρικυμίες της ζωής. Στάθηκε δίπλα του όπως άξιζε σε μια τόσο σημαντική προσωπικότητα όπως αυτός.
Ο Ευάγγελος Τσουρλάκης έβαζε πάντα τον πήχη ψηλά αλλά χωρίς να παραλείψει να υποστηρίξει την προσπάθειά του με κάθε κόστος. Όταν λειτουργούσαν μόνο λάμπες για φωτισμό ο Τσουρλάκης είχε εξασφαλίσει ενέργεια για να κάνει καλύτερα τη δουλειά του. Είχε από τους ελάχιστους στην εποχή του τηλέφωνο και δεν δίστασε να εξασφαλίσει και νερό με δραχμοβόρα γεώτρηση. Επιβεβαίωνε διαρκώς ότι έβλεπε πολύ μπροστά για τον καιρό του. Κι αυτή η αρετή του γινόταν ευλογία για τον τόπο του. Ήταν από τους παράγοντες -μετρημένους στα δάκτυλα της μιας χειρός- που επένδυε στο Ρέθυμνο και στήριζε την τοπική οικονομία.
Ευτύχησε να δει στα παιδιά του αυτό που ονειρευόταν πάντα. Όραμα και διάθεση να προχωρήσουν παρακάτω. Ήταν κι αυτά φιλόπονα παρά την οικονομική άνεση που είχαν για την εποχή, αναζητούσαν ευκαιρίες για ν’ αναπτύξουν τις δικές τους επιχειρηματικές ικανότητες, σέβονταν το χρήμα και τον κόπο, τιμούσαν τις παραδόσεις του νησιού.
 
Μέχρι και τοπωνύμιο
Γεγονός είναι ότι το όνομα Τσουρλάκη σημάδεψε ολόκληρη εποχή. Γιατί με σκληρή προσωπική εργασία είχαν καταφέρει να απλώσουν το βιος τους αξιοποιώντας μια ολόκληρη περιοχή.
Υπάρχει και τοπωνύμιο που χαρισματικά περιγράφει ο σπουδαίος μας λόγιος, συγγραφέας και ερευνητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, φιλόλογος, θεολόγος σε μια ακόμα σημαντική του έρευνα. Αναφέρει σχετικά:
«Παπούρα τού Τσουρλάκη, η (στη bαπούρα τού Τσουρλάκη) [θέση].
Η περιοχή μεταξύ των σεπεριών και τού αμαξιτού δρόμου προς Περιβόλια – Πλατανιά, αμέσως πριν από τού Κόρακα την Καμάρα. Πρόκειται για παπούρα (=μικρός λοφίσκος), την εποχή εκείνη, που την θυμάμαι (μικρό παιδί στην δεκαετία του πενήντα), να κόβεται απότομα, με πολλές κατολισθήσεις, λόγω της απόλυτα χωματώδους σύστασής της, πάνω ακριβώς από τον Κόρακα ποταμό. Πρώτος ιδιοκτήτης (1925) της παπούρας υπήρξε ο Ευάγγελος Τσουρλάκης (ακούγεται και με συντόμευση ως Παπούρα τού Τσουρλή). Στη γερμανική κατοχή ήταν πολυβολείο των Γερμανών, όπου είχαν κατασκευάσει τρεις πούγκες (= υπόγεια πολυβολεία), τα οποία είχαν καμουφλαριστεί, με χώμα και φυτά αθανάτων, ώστε τίποτε να μην φανερώνει την εκεί ύπαρξη ολόκληρης «πολεμικής βάσης». Στη θέση της παπούρας σήμερα έχει ανεγερθεί το Ξενοδοχείο «Θεά Άρτεμις» και στην απέναντι μεριά του δρόμου υπάρχει το θαυμάσιο νεοκλασικό του ίδιου ιδιοκτήτη, κληρονομιά σήμερα των αδελφών Τσουρλάκη. Στα αμέσως επόμενα (νοτίως) υψώματα υπήρχε η γνωστή τουβλοποιία Τσουρλάκη, που λειτούργησε, το πρώτον, το έτος 1925 και το έτος 1973 μεταφέρθηκε λίγο ψηλότερα και έγινε βιομηχανία, μέχρι το έτος 1995 που έπαυσε να λειτουργεί.
Παπούρα (η), παπούρι (το) και πάπουρο (το) και στον πληθ. παπούρες (στσι), παπούρια (στα)= τοποθεσία με ευρύ ορίζοντα, ύψωμα. Υποκορ. παπουράκι, το.
 
Έγραψε ιστορία
Γεγονός είναι ότι ο Ευάγγελος Τσουρλάκης έγραψε ιστορία που έχει περάσει μέσα από την προφορική παράδοση της καλής μαρτυρίας και στις επόμενες γενιές.
Πέθανε την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 1960 και ιδού τι έγραψε την επομένη η «Κρητική Επιθεώρηση» πάνω ακριβώς από το κηδειόσημο:
«Με αισθήματα ειλικρινής θλίψεως και βαθυτάτης οδύνης θα συνοδεύσει σήμερον η κοινωνία μας τον Ευάγγελο Τσουρλάκη εις την τελευταία του κατοικία. Ο αδόκητος θάνατός του κατελύπησε όλους τους συμπολίτες, διότι ο εκλιπών υπήρξεν εκ των πλέον εκλεκτών Ρεθυμνίων οι οποίοι εδημιούργησαν μιαν αξέχαστη εποχή και μια ωραία παράδοση και εγκαταλείπουν όχι μόνο μνήμη αγαθή αλλά και λαμπρό παράδειγμα ήθους, ανθρωπιάς και καλοσύνης τους μεταγενέστερους.
Εάν η σκληρά απώλεια ενός τόσο εκλεκτού ανθρώπου είναι δυνατόν να μετριασθή από την κοινήν αναγνώρισιν και εκτίμησιν προς τον εκλιπόντα δια τας αγαθάς του πράξεις, που απετέλεσαν πάντοτε την συνισταμένη του βίου τότε θα ηδυνάμεθα να τονίσωμεν ότι σν ο Ευάγγελος Τσουρλάκης απέθανε το παράδειγμά του ζει και θα ζη πάντοτε και θα μας μένει ως παρακαταθήκη δια να χρησιμεύει ως δίδαγμα δια μια ανωτέρα μορφή ζωής και ως δίδαγμα δι έκείνους που επιθυμούν να αυτοδημιουργηθούν δια τους μόχθου των και των ικανοτήτων των χωρίς να παραβιάσουν την συνείδησή των ή να απωλέσουν την ζωήν των Δια να γίνουν και αυτοί οι νέοι στυλοβάται μιας υγιούς και πολιτισμένης κοινωνίας ως η ιδική μας».
Ακόμα και για την κηδεία του που τελέστηκε με πάνδημη συμμετοχή υπάρχει ρεπορτάζ. Σύμφωνα με αυτό της νεκρώσιμης πομπής προηγείτο η Μουσική του δήμου και ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα, τα στέφανα, ο Ιερός Κλήρος, και η σορός του μεταστάντος σε πολυτελές φέρετρο που κρατούσαν φίλοι του. Η πομπή κατέληγε με τους οικείους και συγγενείς του και σειρά αυτοκινήτων. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό μας ναό.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος πέρασε σε άλλη διάσταση. Όπου κι αν βρίσκεται όμως η ψυχή του θα αγάλλεται. Κανένας δεν τον έχει ξεχάσει, οι απόγονοί του τίμησαν και ανέδειξαν το μόχθο του και το όνομα της οικογενείας εξακολουθεί να λάμπει στο τοπικό στερέωμα με την ίδια αίγλη που είχε όταν την συντηρούσε ο ίδιος με τόσο μόχθο και ιδρώτα. Μια απόλυτη δικαίωση που ο αξέχαστος Ευάγγελος Τσουρλάκης την άξιζε όσο ελάχιστοι.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ θερμά στους κ. κ. Γιώργο Τσουρλάκη και Βασίλη Παπαβασιλείου για τα στοιχεία που μου έδωσαν με τόση προθυμία ώστε να γίνει το δυνατόν πληρέστερο το αφιέρωμά μας αυτό.

Αφήστε μια απάντηση