ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΠΗΛΑΙΟ

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Τον μπάρμπα Νικόλα τον Μεσχίνη λίγοι τον ξέρουν στην πόλη μας.
Αυτούς τους λίγους όμως, αν τους ρωτήσης, δεν θ’ ακούσης γι’ αυτόν
πικρό λόγο, ούτε και κατηγορία.
Γιατί ο μπάρμπα Νίκος έφθασε στη δύση της ζωής του, παραμένοντας
ένας καλός και τίμιος άνθρωπος που ποτέ δεν παραβάρυνε κανέναν.
Ένας απλός άνθρωπος που ίσως ποτέ να μη γραφόταν γι’ αυτόν κάτι σ’
εφημερίδα έτσι φιλήσυχα που ζει.
Όμως τούτες τις γιορτινές μέρες κι ιδιαίτερα τώρα που ετοιμαζόμαστε
να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά, σ’ ένα ζεστό σπιτικό με την
παρουσία φίλων και συγγενών, η περίπτωση του μπάρμπα Νικόλα,
δίνει σ’ ένα δημοσιογράφο την ιδέα ενός πολύ πρωτότυπου
πρωτοχρονιάτικου ρεπορτάζ, αφού ο συμπαθής αυτός γεροντάκος επί
25 ολόκληρα χρόνια περνά την Πρωτοχρονιά μα κι όλες τις μέρες του
χρόνου σ’ ένα μικρό σπήλαιο πάνω από τα Ψυγεία της Ε.Γ.Σ. Ρεθύμνης.
Το σπήλαιο αυτό που δεν ξέρει το χάδι του ήλιου στο εσωτερικό του και
με κάθε βροχή πλημμυρίζει, αποτελεί όλα αυτά τα χρόνια το σπιτικό
του μπάρμπα Νικόλα.
Όσο ασήμαντο όμως κι αν είναι, ο γεροντάκος το περιποιήθηκε όσο
καλύτερα μπορούσε. Με χαρτόνια του έφτειαξε χωρίσματα, έτσι ώστε
να χωρούν σε μια γωνια΄και τα λίγα ζώα που έχει. Στο άνοιγμα δε της
σπηλιάς φρόντισε να βάλη μια χαρτονένια πόρτα με ξύλα γύρω γύρω.
Ασφαλώς όμως θα σας γεννήθηκε η απορία πως ο άνθρωπος αυτός
εξακολουθεί στην τόσο εξελιγμένη εποχή μας να μένη σ’ ένα σπήλαιο κι
ακόμα από πού κρατά και ποιος είναι.

Αν τον ρωτήσης για όλα αυτά, το καλοσυνάτο του πρόσωπο που η
βιοπάλη το έχει χαράξει αλύπητα, θα συννεφιάση, γιατί οι μνήμες που
ζητάμε να μας εξιστορήση είναι γεμάτες πίκρα κι ατέλειωτο αγώνα.
Το πρώτο φως της ζωής του ο μπάρμπα Μεσχίνης το αντίκρυσε στις
Φώκιες της Μικράς Ασίας.
Όποτε θα γυρίση νοερά σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, εκεί
στην χαμένη πατρίδα, δεν έχει να θυμηθή παρά τα φοβισμένα
πρόσωπα των γύρω του, τη φοβέρα του Τούρκου που θέριζε με το
μαχαίρι του ανυπεράσπιστες ζωές έναν πατέρα που προσπαθούσε με
κάθε τρόπο να δώση θάρρος στην οικογένειά του, μέχρι που τον
σκότωσαν οι Τσέτες, και μετά τον άδικο ξερριζωμό, τα πρόσωπα που
έκλαιγαν μέσα στη βάρκα που τους μετέφερε μακρά από την πατρίδα,
που από τη μια στιγμή στην άλλη μεταβλήθηκε σε κόλαση φωτιάς και
τέλος τις ήρεμες ακτές της Μυτιλήνης, που τους πρόσφερε άσυλο στην
καταπράσινη αγκαλιά της.
Όμως κάποτε τα πράγματα ησύχασαν κι ο Νικόλας ξαναγύρισε στις
Φώκιες με όσους συγγενείς του απόμειναν.
Πριν όμως προλάβη να πάρη, την γλυκειά αυτή επιστροφή, άρχισε ο
δεύτερος διωγμός πιο σκληρός από τον πρώτο. Ξανά η Μυτιλήνη
δέχτηκε το μικρό προσφυγόπουλο και πολύ αργότερα το Ρέθυμνο.
Έτσι όπως τα ξαναθυμάται, όλα αυτά καθισμένος απέναντι μας, το
πρόσωπό του σκοτεινιά ζει από θλίψη. Καταλαβαίνοντας πως πρέπει να
του αποσπάσουμε την σκέψη από κει, τον ρωτάμε πώς βρέθηκε στη
σπηλιά.
– Στην αρχή μας λέει πήγα να μείνω στη σπηλιά μέχρι να βρω κάτι
καλύτερο. Όμως από δω πάνω αγναντεύοντας τη θάλασσα,
θαρρούσα κάθε στιγμή πως θα ξεπροβάλλουν τ’ ακρογιάλια της
γης που άφησα πριν τόσα χρόνια. Η σκέψη αυτή μούδινε το
κουράγιο ν’ αντέξω τον ξερριζωμό. Τώρα πια συνήθισα και δεν
θέλω να φύγω από δω.
– Πώς ζεις μπάρμπα Νίκο; Με τι πόρους;

– Παίρνω σύνταξη γιατί δούλεψα χρόνια στα νταμάρια. Δεν μου
λείπει τίποτα. Έχω και μια μικρή περιουσία στο Χρωμοναστήρι.
– Στη σπηλιά ζεις μοναχός σου;
Στην ερώτηση αυτή τα μάτια του σαν να νότισαν.
– Όχι παιδί μου απαντά. Όλα αυτά τα χρόνια μου κρατούσε
συντροφιά μια γριά θεία μου.
– Σου κρατούσε; Δηλαδή τώρα δεν είναι πια μαζί σου;
– Πέθανε. Πάνε δέκα μέρες τώρα.
Σκουπίζει τα μάτια του και συνεχίζει:
– Άγια γυναίκα παιδί μου. Σκέψου πως πέθανε κάνοντας το σταυρό
της. Και νοικοκυρά . Ότι έβλεπαν τα μάτια της έκαναν τα χέρια
της. Μ’ αυτά που έφτειαχνε μάλιστα έβγαζε τα πρώτα χρόνια κάτι
της.
Δείχνει συντετριμμένος από τον θάνατο της γριούλας.
– Έχεις άλλους συγγενείς μπάρμπα Νίκο;
– Έχω έναν αδελφό κι ανήψια. Όποτε σμίξουμε με ρωτούνε, πότε θ’
αφήσω πια αυτή τη σπηλιά. Μα δεν ξέρω τι να τους πω. Ναι το
βλέπω πως δεν περνάς καλή ζωή σε μια σπηλιά. Αλλά εγώ
συνήθισα πια. Θαρρώ πως θα κρουφτώ. Καλά είμαι εδώ. Βλέπω
τη θάλασσα, θυμάμαι την πατρίδα και παρηγοριέμαι. Που θα τα
βρω όλα αυτά αλλού;
Λέγοντας την τελευταία του φράση ρίχνει μια ματιά προς τη θάλασσα,
λες και θέλει με το βλέμμα του ν’ αγκαλιάση όλη εκείνη τη γαλάζια
απεραντοσύνη.
Είναι απόγευμα. Από το δρόμο φτάνουν στ’ αυτιά μας παιδιάστικες
φωνές που ψάλλουν.
<<Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά,
ψηλή μου δενδρολιβανιά…>>

Τα κάλαντα μας κάνουν να θυμηθούμε ξαφνικά πως ένας ακόμη χρόνος
θάρθη να βρη τον γέρο Νικόλα, στην κρύα αυτή σπηλιά, κι
ανατριχιάζουμε.
Μ’ αυτός δεν δείχνει να νοιάζεται. Ίσα ίσα ακούγοντας τα παιδιά
φαίνεται ολότελα δοσμένος στ’ ονειροπόλημα του.
Τον κοιτάζουμε έτσι καθισμένο στο βράχο, με το κεφάλι, γυρισμένο
στην θάλασσα κι άθελά μας, σ’ αυτόν τον υψηλόσωμο γεροδεμένο
μπάρμπα Νικόλα με το κάτασπρο αλλά λεβέντικο στριμμένο μουστάκι,
θαρρούμε πως βλέπουμε έναν άλλο Οδυσσέα, που θυσιάζει
ευχαρίστως τη χλιδή της Καλυψούς, αρκεί από εκείνο το ταπεινό
σπήλαιο να βλέπη με τα μάτια της φαντασίας του ν’ ανεβαίνη καπνός
από τις καμινάδες των σπιτιών μιας πατρίδας που έχει χαθεί πια
οριστικά.

ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1977

Αφήστε μια απάντηση