Αφιέρωμα στο Γερακάρι

Στους χρόνους της δεύτερης Βυζαντινής περιόδου (961-1204) είναι όπωσδήποτε ανθηρός οικισμος. Τούτο δεν συνάγεται μόνο από τη γενικώς παραδεκτή άποψη της βυζαντινής προελεύσεως του τοπωνυμίου αλλα κυρίως από το πλήθος των «ναών» και «ναισκων» της βυζαντινής εποχής ή με βυζαντινές τοιχογραφίες που είναι διάσπαρτοι στη Γερακαριανό – Γουργουθιανή περιφέρεια και στην περιφέρεια των κοντινών χωριών Ελενών και Μεσσονησίων, «Βεβαίως κατά τη Βυζαντινήν εποχήν ήτο ιδρυμένον (το χωριό Γερακάρης). Το πλήθος ναϊσκων σωζομένων εις ερείπια με τοιχογραφίας και εντός και εκτός χωρίου, μαρτυρεί τούτο.
Η δι’ όπτων δεν πλίνθων (βισάλων ) οικοδομή τίνω εκ τουτων και ο τρούλος ενός, ακέραιος σωζόμενος, (του Αγίου Ιωάννη του Φώτη), ενισχύει την ανωτέρω γνώμην. Παρά τον ναόν δε τούτον είναι καταφανή πλείστα ερείπια τοιχών δηλωτικά αναμφισβητήτως βυζαντινού οικισμού».
Ο Ναός του Αγ. Ιωάννη στη θέση «Φώτη», δύο χιλ. μετά το Γερακάρη δίπλα στο αμαξωτό δρόμο, θεωρείται από τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά αρχαιολογικά αρχιτεκτονικά και ιστορικά μνημεία και από τους παλαιότερους βυζαντινούς ναούς της Κρήτης. Οι τοιχογραφίες, αντιπροσωπευτικές της τέχνης του ΙΒ΄ αιώνα στην Κρήτη, χαρακτηρίζονται αρχαϊκές, πολύ παράξενες και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Ο Gerola τις τοποθετεί στις αρχές του 13ου αιώνα.
«Μας μεταφέρουν – γράφει – σ’ έναν κοσμο φανταστικό και χιμαιρικό, εν΄ςο τοπίου αλλόκοτου, με μορφές ακόμα πιο αλλόκοτε – Monumenti , II
Στους Μεταγενέστερους χρόνους της Ενετικής εποχής (1203 -1669) παραμένει από τα μεγάλ και σπουδαία χωριά της επαρχίας. Μνημονεύεται στα Ενετικά έγγραφα του Barozzi 1577. Castrofilaca1583 (ανέκδοτα) και στην έκθεση Basilicata 1630. Στον Καστροφύλακα αναφέρεται το 1583 με 484 κατοίκους.
Και στη μακρά τούτη περίοδο της Ενετοκρατίας τα γνωστά στοιχεία είναι πολύ φτωχά. Μια καμπάνα Βενετσιάνικη που σώζεται τοποθετημένη στο καμπαναριό της καινούριας εκκλησίας (Παναγίας) με χρονολογία 1618 και ανάγλυφες παραστάσεις Αγίων «ωραιοποιεί» την ενετική τυραννία επί 465 χρόνια.
Περισσότερες είναι οπωσδήποτε οι πληροφορίες για τους χρόνους της Τουρκοκρατίας (1645- 1669ξ – 1899). Στους χρόνους αυτούς θεωρείται «στρατηγικής σπουδαιότητος ου τα τυχούσης, άτε ευρισκόμενος επί της διόδου των εκ Μεσσαράς προς τα Δυτικάς επαρχίας μεταβαινόντων». Ενεκα της στρατηγικής αυτής σπουδαιότητος του χώρου, είναι έδρα και εξελίσσεται σε κέντρο Τούρκων γενιτσάρων και σπέχηδων τσιφλικούχων «οίτινες και έπηξαν την καλίαν αυτών εις την θαυμασιωτέραν του χωρίου θέσιν – Μεσοχώρι- , δεσπόζουσαν των εναπομείνασων χριστιανών καλυβών υπερβάλλουσαν δεν υπο πάσαν έποψιν, και εν ώρα συρράξεως προς τους Χριστιανούς απροσπέλαστον’. Σε παρακείμενη επίσης θαυμάσια θέση, «επί υψώματος χθαμάλου λοφώδους» μπροστά στον «αμφιλαφή» πλάτανο που κοσμεί και σήμερα την ευρύχωρη αυλή του δημοτικού σχολείου, ο τοιχογραφημένος ναός του Αγίου Στεφάνου «εκμουσουλμανίζεται» και γίνεται ο τόπος προσκυνήματος των Μωαμεθανών, το τζαμί, «ο επί αιώνας κρατήρ ο εξευρευγόμενος κατά καιρούς την λάβαν της σφαγής και του ολέθρου και την σποδόν της ατιμώσεως και εξαφανισμού κατά των περιοικούντων ραγιάδων». Εδώ έχουν τα κτήματά τους οι διάσημοι για τα ανομήματα και τις βιαιοπραγίες τους Τούρκοι, Δρουβαλίδες, Ατζαράδες, Κακάλιδες, Φεγγάριδες, Σικλάριδες και άλλοι. Σε κάτι τέτοιους έχουν παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο για λογους «προσωπικής ανδρείας’ (τεμπλικάτ), μετόχια και σε άλλες επαρχίες. Όπως λ.χ στο Γενίτσαρο Χατζή Αλή Τσαούς το μετόχι «Χαλέπα εις θέσιν Αη Γιάννης Αλωτός εκείθεν των χωρίων Δρυμίσκου και Κεραμέ της επαρχίας Αγίου Βασιλείου».
Από την Ιστορία και τα σωζόμενα από την παράδοση, οι Τούρκοι γενίτσαροι και εσπέχηδεςν του Γερακάρη και κοντρά σ’ αυτούς πολλοί «ρέμπελοι» έχουν καταντήσει το φόβητρο της επαρχίας και καταλαγιάζουν μόνσο στη γιορτή του Αη Γιώργη. Ξεπερνούν κατά καιρούς σε δύναμη τους τρακόσουν άντρες και ενισχύουν στις δύσκολες περιστάσεις τα άλλα τουρκικά κέντρα της επαρχίας ( Γένας και Αμπαδιάς) και τους Τούρκους της φρουράς του Ρεθύμνου. Επίσης έχουν συμμετοχή στη δολοφονία του Επισκόπου Λάμπης Μεθοδίου Σιλιγάρδου, στο Νεύς Αμάρι (1795) μέσα στην εκκλησία της Παναγίας (Εισοδίων) και στην καταστροφή του Μοναστηρίου της Καλόειδαινας στο Ανω Μέρος , τους πρώτους χρόνους (1823) της Ελληνικής επαναστάσεως.
θα έλεγε κανείς ότι οι χριστιανοί περνούς χαλεπούς καιρούς «συνοικούντες» με ιδιαιτέρως αιμοχαρείς Τούρκους, που έχουν μεταβάλλει το χωριό σε κέντρο θηριωδίας και ωμότητας. Και δεν μπορεί από τα όσα προηγήθηκαν παρά να είναι τούτο αληθές. Η γραπτή και προφορική παράδοση μας πληροφορεί, ότι πολλοί εδώ στα «αιθερογείτονα όρη» έχουν πέσει για την τιμή και τα χώματα τους και πολλές φορές σ’ αυτούς τους μαύρους χρόνους της στυγερής δουλειάς και της αδυσώπητης τυραννίας οι ιερείς μας έχουν κρεουργηθεί και οι «καλύβες»των ραγιάδων έχουν δοθεί στη φωτιά προς τέρψη του αλαζονικού βλέμματος και του ελαχίστου Τούρκου.
Παρά τα προηγούμενα πολύ νωρίς φαίνεται, οι απωθημένοι στα κακοχώραφα και στις χαλέπες χριστιανοί, αμφισβητούν την παντοδυναμία των γενίτσαρων. Η γραπτή παράδοση διασώζει Καπετάνιους πρις από το 1821 και Γερακαριανοί πολεμιστές σημειώνουν αξιόλογη δράση με την έναρξη της Ελληνικής επαναστάσεως. Κατόπιν αυτών ευσταθεί φρονούμε η άποψη ότι ένα από τα δώδεκα «σώματα» με τις αντίστοιχες σημαίες (μπαϊράκια») που διαθέτει η επαρχία Αμαρίου, στους πρώτους χρόνους του ξεσηκωμού των Ελλήνων (1821) και από τις οποίες καμια δεν έχει διασωθεί , ανήκει στου Γερακάρη Με την έναρξη

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΑΡΗ
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 8Η ΜΕΡΑ

Ξέγνοιαστος, φρέσκος και ξεκούραστος ετοιμαζόταν ο ήλιος να ξεπεταχτεί απ’ την κορφή του Ψηλορείτη. Υστερα, όπως κάθε μέρα λογάριαζε να πάρει το συνηθισμένο κατά το Κέδρος δρόμο του, διώχνοντας τον φόβο της νύχτας και σκορπώντας τη χαρά της ζωής στη χιλιοβασανισμένη γη.

Ασυγκίνητος από τ’ ανθρώπινα! Χώρες και θάλασσες κάθε μέρα βλέπουν τα μάτια του. Τις αντιπερνά. Δρόμο μαθές έχει κάνει πολύ και δεν τον βολεύει να σπαταλά εδώ κι εκεί άσκοπα τον καιρό του. Αντίθετα, σκυφτός, σκυθρωπός και φοβισμένος ανέβαινε από τα νοτικά, διστακτικά ο πρωινός διαβάτης κατά το χωριό,
Κοντοστεκόταν με προσοχή σε κάθε θόρυβο, αφουγκραζόταν, κατόπιν προχωρούσε ακολουθώντας, όσο μπορούσε τα πιο απόμερα κι ερημικά μονοπάτια. Πίεζε τον εαυτό του να παραδεχτεί πως δε θα συναντούσε στο χωριό αυτά που η ξαναμένη φαντασία του έφερνε στο μυαλό. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει τίποτα κακό στο φιλόξενο νοικοκυροχώρι.
Οσο όμως προχωρούσε, άσκημα μηνύματα έβλεπα τα μάτια του. Τα νερά, που άλλες μέρες τόση ζωή δίνανε στο χωριό, είχανε κόψει τις ΄δεσες τους και κατρακυλούσαν ελεύθερα στους δρόμους, στα χωράφια και τις ρεματιές. Περάσματα δικά τους είχαν ανοίξει και το παλιό γνώριμο κελάρισμά τους, έμοιαζε τώρα με θρήνο, αντάρα που σου πάγωνε το αίμα. Τα ζωντανά, όσα είχαν μείνει, αδέσποτα κα τρομαγμένα κρυβόταν πίσω από τις με ξερολιθιές μάντρες μάντρες των περβολιών, στις φυλλωσιές και κάτω από τα δέντρα περιμένοντας άδικα τ’ αφεντικά τους να τα προστατέψουν.
Ένα κόμπο ένιωθε στο λαιμό να τον πνίγει κι ένα σφίξιμο στο στήθος δυσκόλευε την αναπνοή του, καθώς προχωρούσε κι αντίκρυζε τα πρώτα σπίτια. Καπνίζανε! Χάσκανε τα πορτοπαράθυρα τους κι οι γκρεμισμένοι τόιχοι τους αφήνανε να φαίνεται το εσωτερικό τους σ’ όλη την τραγικότητά του. Χαλάσματα, πέτρες, χώματα και ξύλα μοιάζανε με τάφους που ανοιξαν ξαφνικά και πετάχτηκαν οι νεκροί! Μερικές κότες πετώντας από τοίχο σε τοίχο, κακαρίζοντας τρομαγμένες τον πλησίασαν, πράγμα παράξενο, λες κι αποζητούσαν την ανθρώπινη συντροφιά του. Ψάχνανε κι αυτές γι’ ανθρώπους. Ψάχνανε να βρουνν τις φωλιές τους ν’ αποθέσουν τ’ αυγά που τις βάραιναν.
Κι ο ξένος προχωρούσε με την ψυχή στο στόμα, γιατί δεν έβλεπε ανθρώπους πουθενά. Εφυγαν όλοι, εγκατέλειψαν το χωριό. Ρήμαξε ο τόπος. Καταστράφηκε. Εγινε αφιλόξενο, εχθρικό στη νεκρική σιωπή του. Οι άνθρωποι του χαθήκανε ξαφνικά. Τους πήρε το κακό αερικό, βρυκολάκιασαν. Ένα σκυλί πιο πάνω ακούγοντας τα βήματά τους, ανασήκωσε το κεφάλι του, τον είδε και του κούνησε φιλιά και θλιμένα την ουρά του. Το πλησίασε. Μπροστά του αντίκρυσε τ’ αφεντικό του ξαπλωμένο μπρούμητα, καταμεσίς στο δρόμο, μ’ απλωμένα τα πόδια και το δεξί του χέρι στο κεφάλι, σαν να θελε να το προστατέψει. Ένα μικρό αυλάκι αίμα που ξεκινούσε από το στήθος τους είχε ξεραθεί λίγο πιο κάτω στο χώμα. Το σκυλί κουρνιασμένο δίπλα του περίμενε ανήσυχο να ξυπνήσει. Απελπισμένα, μ’ ανθρώπινο το βλέμμα του παρακολουθούσε τον ξένο ν’ αποκρύνεται. Έκανε να τον ακολουθήσει μα μετάνοιωσε και γύρισε ξανά στο άψυχο κορμί τ’ αφεντικού του. Κοντοστάθηκε κι ο ξένος συγκινημένος από την αφοσίωση του σκυλιού. Του χάϊδεψε το κεφάλι και με βαριά από την πίκρα καρδιά ψιθύρισε: «πάει κι ο Γερακάρης» και συνέχισε το δρόμο του.
Σιωπηλές οι γειτονιές. Στάχτες και συντρίμια ιστορούσαν το δράμα τους. Μα που να πήγαν οι άνδρες με το βλοσυρό καλοσυνάτο βλέμμα και το περήφανο μουστάκι; Που να’ ναι οι γυναίκες με το γλυκοπρόσχαρο χαμόγελο και που να πήγαν τα παιδιά; Τούρθε να βάλλει τις φωνές, να κλάψει, μα όλα πνίγηκαν μέσα του μ’ αυτά π’ αντίκρυσαν τα μάτια του. Δεν πίστευε στο φώς τους. Κάποιο παιχνίδι άσκημο του’ παιζαν συνωμοτικά με το μυαλό του.
Οι Γερακαριανοί άψυχα κορμιά πια, καταματωμένα, ανάκατα ριμαγμένα το ένα μετά το άλλο, στριμωγμένα και μισοσκεπασμένα από τα χαλάσματα του σπιτιού, βρισκόταν ξαφνικά μπροστά του. Χέρια δεμένα, ζευγαρωμένα στο θάνατο, ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τ’ άψυχα κορμια, που κοίτουνταν στα πιο απίθανες στάσεις, μ’ αποτυπωμένη τη φρίκη των τελευταίων στιγμών στα καταματωμένα πρόσωπά των.
Δυσωδία αβάστακτη από σάρκες που σάπιζαν και από πηγμένα αίματα γέμιζαν τον καλοκαιρινό αέρα τριγύρω. Πιο εκεί σωρός οι κάλυκες μαρτυρούσαν το μακελιό που’ χε γίνει. Δίπλα τους ένα Γερμανικό ξεχασμένο κράνος και μια ζώνη, εδειχναν την ταυτότητα των αδίστακτων φονιάδων. Ζαλισμένος από ό, τι έβλεπε, ανίκανος να σταθεί στα πόδια του ακούμπησε στο μισογκρεμισμένο τοίχο να συνέλθει. Εκανε το σταυρό του και προχώρησε κατά την ανηφοριά. Ακριβό το τίμημα της λευτεριάς για το Γερακάρη, σκεφτόταν. Καταστράφηκε κι άλλες φορές, μα όχι έτσι. Μπόρεσε τότε ν’ αναστηθεί καλλίτερος. Τώρα όμως, το τωρινό ξεθεμέλιωμα , ο ξολοθρεμός των ανθρώπων σημάδεψε, το μοιραίο τέλος. Πάει και το Γερακάρη.. Με βουρκωμένα μάτια συνέχισε το δρόμο του. Ο Γεροπλάτανος πιο πάνω, στο ύψωμα, ο Αγιος Στέφανος, το Σχολείο, χαλάσματα κι αυτά, αποκαϊδια.. σαν γκρεμίστηκε κι ο Αγιος Στέφανος, που κι από των Τούρκων τη μανία γλύτωσε, τέλεψε ο Γερακάρης.

Όταν με τον καιρό, στο διάβα του χρόνου, ξεχαστούν οι πόνοι και γιατρευτούν οι πληγές,, οι δρομολάτες σαν περνούν απ’ εδώ θα λένε χωρίς να σταματούν: «Του Γερακάρη θαρρώ είναι τουτα τα ολοκαυτώματα» αυτό του τυλιγάδιζε ο νους του στα χαλάσματα. Έψαχνε, κλωτσούσε ασυναίσθητα τις σωριασμένες πέτρες της εκκλησίας και του σχολείου. Ζητούσε κάτι να βρει χωρίς να ξέρει τι. Ίσως κάτι για να το πάρει ενθύμιο και φυλακτό στο δρόμο του, μια και δεν θα περνούσε ξανά από το αφανισμένο Γερακάρη. Ετοιμαζόταν να φύγει απογοητευμένος, μια και δεν εύρισκε τίποτα , όταν είδε κάτι χαρτιά μισοσκισμένα από τα χώματα να παίζουν με το αγέρι που φυσούσε. Τα γράμματα τους χοροπηδούσαν στα δακρυσμένα μάτια του. «κατάλογος των μαθητών της 1ης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου Γερακάρι, σχολικού έτους 1944-45», έλεγαν. Από κάτω ακολουθούσαν τα ονόματα των παιδιών.
Αναστέναξε μ’ ανακούφιση. Αυτά είναι ο σπόρος, σκέφθηκε, που δεν θ’ αφήσουν να χαθεί ο Γερακάρης. Αυτά θα τον ξαναστεριώσουν καλλίτερα από πρώτα. Κι όταν με τον καιρό ξανάρθουν καλές μέρες, θα σέρνουν το χορό της ζωής και θα παντρεύονται νιοι και νιες ριζόνοντας στου Γερακάρι.
Όλα τούτα σκεφτόταν καθώς έβαζε τα χαρτιά στον κόρφο του και μ’ αλαφρωμένη την καρδιά συνέχιζε το δρόμο του, γιατι δε θα χάνονταν ο Γερακάρης.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

Πηγή: «Η ολοκάυτωση του Κέντρους- Αφιέρωμα» Σπ. Μαρνιέρου
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΓΕΡΑΚΑΡΗ

Μόλις έφταναν τα γυναικόπαιδα στις Ελένες ήρθαν στο σπίτι Γκεσταμπήτες και μας είπαν να ομολογήσουμε τι ξέρουμε για να σωθούμε. Κανείς όμως δεν είπε τίποτα, αλλα όλοι με μια φωνή είπαν δεν ξέρουμε, δεν είδαμε τίποτα και μας λένε ότι όλοι θα τουφεκισθήτε για να πληρώσετε ό,τι έχε κάνει εναντίον των Αρχών της Κατοχής. Ανταλλάξαμε τον τελευταίο χαιρετισμό και ψάλλαμε τον Εθνικόν Υμνον. Μετα οδηγούντο εις παραπλήσιο σπίτι και αντίκρυζαν τα στόμια των Γερμανικών ταχυβόλων. (Απόσπασμα από χειρόγραφη έκθεση του Μανώλη Κουτάκι, για την καταστροφή των χωριών, του Κέντρους. Στο σπίτι το Νίκου Τζωρτζάκη, απομονώθηκαν οι Μελλοθάνατοι. Πέρασε κι αυτός ανεξέλεγκτος μαζί τους και μόλις άρχισαν οι εκτελέσεις κρύφτηκε στην καπνοδόχο του σπιτιού του και διασώθηκε).

Σπύρος Απ. Μαρνιέρος
Πηγή: «Η ολοκαύτωση του Κέντρους – Αφιέρωμα» Σπ. Μαρνιέρου.

ΓΕΡΑΚΑΡΙ, ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ 1944

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Αύγουστο, όταν δεκαεξάχρονο αγόρι τότε γευόμουν την πρωινή δροσιά του χωριού μου (Γέννα) όπου συνήθιζα να περνώ τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Η ώρα θα’ ταν 8 το πρωί και ο θόρυβος άγριου ποδοβολητού ετάραξε τη γαλήνη του πρωινού Ρεμβασμού. Πριν καταλάβω τι ακριβώς συναίβεναι, βαρειά οπλισμένο Γερμανικό απόσπασμα ώρμησε στην αυλή του σπιτιού που καθόμουνα με τη μάνα και τον πατέρα μου. Με ακατανόητες για μένα φράσεις και με νοήματα μου έδωσαν να καταλάβω πως έπρεπε να τους ακολουθήσω. Οι έντονες αντιδράσεις της μάνας και του πατέρα δεν είχαν βέβαια κανένα αποτέλεσμα.
Ετσι, βρέθηκαν σε λίγο μαζί με άλλους κατοίκους των γύρω χωριών να φορτώνουμε στα γαϊδουράκια πυρομαχικά και να τα μεταφέρουμε από το Μέρωνα στο Γερακάρι, τις Βρύσσες και το Ανω Μέρος.
Ήταν μέσα που σε λίγο θα χρησιμοποιούνταν για τη βάρβαρη καταστροφή. Ως την ώρα που φθάσαμε στο Γερακάρι δεν γνώριζα τίποτα για την αποτρόπαιη επιχείρηση, ούτε για το σκοπό που με πήραν μου είχαν πει τίποτα. Για όλα αυτά έμελλε, αλίμονο, να ενημερωθώ ζώντας τα ίδια τα γεγονότα, στο Γερακάρι κυρίως και τις Βρύσσες. Γεγονότα που καταγράφηκαν στον ψυχικό μου κόσμο σαν η πρώτη και η πιο μεγάλη τραυματική εμπειρία της ζωής μου.
Τα μάτια μου σκοτείνιασαν από αυτό που αντίκρυσαν όταν, με τη συνοδεία πάντα οπλισμένου Γερμανού, έφθασα στο Γερακάρι. Το Θέαμα ήταν ανατριχιαστικό.
Όλα τα σπίτια λεηλατημένα με πόρτες σπασμένες και ορθάνοιχτες και το βιος των άτυχων κατοίκων πεταμένο στους δρόμους, έδιναν σαφή την εικόνα πρωτοφανούς καταστροφής. Μια καταστροφής που μόλις είχε αρχίσει και έμελλε δυστυχώς να ολοκληρωθεί με τις εκτελλέσεςι και τςι πυρπολήσεις που ακολούθησαν. Βαθειά και ανεπούλωτα τραύματα προκάλεσαν στην παιδική τότε ψυχή μου όσα τη μέρα εκείνη έζησα. Οι σωροί των σκορπισμένων στοςυ δρόμους καρπών, τα έπιπλα και τα προικιά από πολύχρωμες πατανίες και κηλίμια μαζί με τα λάδια και τα κρασιά που έτρεχαν ποτάμια απ’ τα σπασμένα πιθάρια και πλημμύριζαν τα σοκάκια και τις πλατείες του χωριού συνέθεταν μια εικόνα πρωτοφανούς σε μένος και αγριότητα καταστροφής.
Απελπισμένοι και αλλόφρονες οι κάτοικοι που είχαν εξαιρεθεί από την εκτέλεση, οδηγούνταν με τη βία στα τελευταία Γερμανικά καμιόνια που θα μετέφεραν στις φυλακές και τα σύρματα. Και τέλος, το θλιβερό θέαμα των αδέσποτων ζώων, από κατσίκες, πρόβατα και βόδια, που στερημένα από τ’ αφεντικά τους τριγύριζαν στα χωράφια μ’ ένα βέλασμα σπαρακτικό και πένθιμο, που έφτανε στ’ αυτιά σαν κραυγή ανείπωτου θρήνου για τη μεγάλη συμφορά.
Στις Βρύσες με συνετάραξε η άγρια σκηνή ενός Γερμανού, που με την μπότα του ελάκτισε την κεφαλή ενός κρατούμενου που πρόβαλε από τον κούμον, που μαζί με άλλους τον φύλαγαν μέχρι την ώρα της εκτέλεσης. Ηταν τόσο βίαιο το λάκτισμα, που θα συνέτριψε ασφαλώς το κεφάλι του. Σκληρή ομολογώ για την εφηβική μου ψυχή αυτή η εμπειρία. Πολύτιμη όμως γιατί υπήρξε το πρώτο ίσως ερέθισμα για μένα, ώστε να συνειδητοποιήσω, τι ακριβώς σημαίνει σκλαβιά. Ως την ημέρα εκείνη η γνώση μου πάνω στο θέμα ήταν θολή. Τότε κατάλαβα πως, το να διδάσκεσαι μια ζωή την αγάπη για ελευθερία δεν γιγανώντει τόσο το πάθος σου γιαυτήν, όσο η βίωση ενός μόνο περιστατικού από δεινά της σκλαβιάς. Ηταν πράγματι για μένα μια πολύ σκληρή εμπειρία ολόκληρο το χρονικό εκείνου του πρωινού. Μια εμπειρία κορυφώθηκε στη θέα της ναζιστικής μπότας, που με βία συνέτριψε το κεφάλι του σκλαβωμένου, που πρόβαλε από τον σκοτεινό χαμόσταυλο, μόνο και μόνο γιατί λαχτάρισε λίγο φως.
Περίεργα και πρωτόγνωρα, ήταν αλήθεια, τα συναισθήματα που δοκίμασα εκείνη την ημέρα. Δεν ένοιωσα φόβο όταν οι Γερμανοί με έπαιρναν το πρωί από το σπίτι μου. Όχι βέβαια από γενναιότητα, αλλά από άγνοια των κινδύνων και των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν. Αρκετή περιέργεια και κάποια ίσως κρυφή ικανοποίηση που επιτέλους λογιζόμουν κι εγώ μεταξύ των μεγάλων ( σε ηλικία βέβαια), ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματά μου. Όμως, τα γεγονότα που ακολούθησαν με έκαναν να αισθανθώ πως κάτι καινούριο ξύπναγε μέσα μου. Στην αρχή ήταν το παράπονο του αδύνατου, για το άδικο κτύπημα του ισχυρού και μετά η αγανάκτηση για την ανημποριά προς αντίδραση και την έλλειψη κάθε μηχανισμού προστασίας. Ετσι, άρχισε να φουντώνει μέσα μου το μίσος για τη βία σαν φυτρο της αγάπης για την ελευθερία. Υπέφερα θυμάμαι και θα’ ταν έκδηλο στην έκφαση του προσώπου μου το δράμα που ζούσα αυτήν την ώρα, ώστε να προκαλέσω την προσοχή του Γερμανού της συνοδείας, που με ένα όχι και τόσο θωπευτικό ράπισμα θέλησε να συνεφέρει από το λήθαργο.
Με ανώριμη ψυχοσύνθεση και θολωμένη σκέψη αγωνιζόμουν μάταια να συνειδητοποιήσω τη σημασία των γεγονότων. Ήθελα πάρα πολύ να αντιδράσω σ’όλα αυτά, που η επαναστατημένη συνείδησή μου καταδίκαζε, αλλά δεν μπορούσα να βρω το σωστό τρόπο. Για μια στιγμή συνέλαβα την ιδέα πως δεν μπορούσα πια απαθής και άβουλος να οδηγώ το γαϊδουράκι με το φορτίο της καταστροφής. Έπρεπε να προσπαθήσω να φύγω, να βγάλω τον εαυτό μου έξω από όλη αυτήν την διαδικασία της βάρβαρης επιδρομής. Και το έκαμα στην πρώτην ευκαιρία, χωρίς ούτε για μια στιγμή να υπολογίσω τον κίνδυνο μιας τέτοιας απόπειρας. Σε κάποια στροφή της διαδρομής από τον Μέρωνα στο Γερακάρη και καθώς είχα ξεφύγει από την μέση επίβλεψη του Γερμανού που μας συνόδευε, βγήκα από τον δρόμο και συγκεντρώνοντας όσες δυνάμεις διέθετα, ξεχύθηκα τρέχοντας προς τα χωράφια σαν κυνηγημένο ελάφι, με κατεύθυνση το χωριό μου. Λίγη ώρα αργότερα απολάμβανα λεύτερος το βαθύ ίσκιο των πλατανιών στην άγρια τοποθεσία «διχάλα» λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γέννα, όπου συνηθίζαμε να καταφεύγουμε τις νύκτες ΄ταν υπήρχαν πληροφορίες για τα Γερμανικά Μπλόκα. Εκείνη την ημέρα είχα ξυπνήσει παιδί και το βράδυ κοιμήθηκα άντρας. Μια μονό μέρα στάθηκε αρκετή να διδαχτώ ο,τι δεν είχα μάθει σ’ ολόκληρη μέχρι τότε ζωή μου.
Ποια θα ήταν η τύχη μου να δεν έφευγα δεν μπορώ να ξέρω, μια και η ιδέα της αντίστασης είχε ήδη φωλιάσει μέσα μου. Στον πίνακα όμως των εκτελεσθέντων περιλαμβάνεται σήμερα ο παιδικός φίλος και συμμαθητής μου ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΝΙΕΡΟΣ, πράγμα που δείχνει πως των επιδρομέων δεν υπήρχε ηθικό όριο ή δισταγμός. Στην ιερή μορφή του παιδικού φίλου, που δεν μπορούσε ν’ αποφύγει την τραγική μοίρα του και όλων των αδικοχαμένων παληκαριών της επαρχίας, στρέφω ευλαβικά τη σκέψη, τιμώντας τη μνήμη των.

ΗΛΙΑΣ ΔΡΕΤΟΥΛΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΟΥΡ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

1. Πηγή: Εφημ. «Κρητική Επιθεώρησις» φ. 114644 29.8.1984
2. «Η ολοκαύτωση του Κέντρους – Αφιέρωμα» – Σπύρου Μαρνιέρου

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΑΡΗ
Το χρονικό της ομηρίας μας

Το πρωί στις 22 Αυγούστου του 44 μας ξύπνησαν ο θόρυβος από τις μπότες των γερμανών και οι φωνές τους που μας καλούσαν να βγούμε στην πλατεία του χωριού. Ο Γερακάρης είχε κυκλωθεί από τα μαύρα χαράματα και ελάχιστοι κατάφεραν να ξεφύγουν από το στενό μπλόκο.
Στο σπίτι μας είμαστε η μάνα μας Ελένη, χήρα Αστρινού Αγγελάκη, ο αδελφός μου Νίκος 28 ετών, ο Φραγκιάς 18 ετών η μικρή μου αδελφή Βασιλική και εγώ. Ο Νίκος είχε γυρίσει το προηγούμενο βράδυ από μια βάφτιση που είχαν κάνει στο Γεράνι, έξω από Ρέθυμνο, και ο Φραγκιάς που αρχικά είχε κοιμηθεί στο βουνό όμως ξύπνησε δυο φορές μέσα στη νύχτα και τελικά πήρε τη μοιραία απόφαση να κατέβει στο χωριό για να κάνει τον τελευταίο ύπνο του.
Φθάσαμε στην πλατεία που ήταν στημένα σειρά τα πολυβόλα. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν συμβεί τέτοια κινητοποίηση των κατακτητών, που συνήθως όταν κύκλωναν το χωριό ήθελαν να πάρουν άνδρες για να δουλέψουν σε καταναγκαστικά έργα κυρίως σε στρατιωτικά εργοτάξια, στα οποία είχαν υποχρεώσει να εργαστεί και τον πατέρα μου! Εκεί μας είπαν ότι θα καταστρέψουν το χωριό, γιατί το πέρασμα των απαγωγέων κομάντος με τον στρατηγό Κράιπε βεβαίωνε την συνεργασία μας με την αντίσταση. Μας υπέδειξαν να επιστρέψουμε στα σπίτια, να βγάλουμε έπιπλα και γεννήματα στους δρόμους και βαστώντας ότι μπορούμε στο χέρι να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία του χωριού το αργότερο ως τις δώδεκα το μεσημέρι.
Μα αυτά που συνέβησαν το πρωινό της 22ας Αυγούστου ξεπερνούσαν τα συνηθισμένα και αυτό μας δημιουργούσε ιδιαίτερη ανησυχία και ένα φόβο που φώλιαζε στα φυλλοκάρδια μας. Και δεν είχαμε άδικο διότι μετά από λίγο έσυραν εκεί μπροστά μας δύο δεκαεξάχρονα παλικάρια τον Μανώλη Κων. Γιαννακουδάκη και τον Στρατή Εμμ. Στρατιδάκη και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Τα άτυχα παιδιά είχαν ένα πιστόλι, και πήγαν να το πετάξουν στους βάτους προς την πέρα βρύση, αριστερά από το σπίτι του δασκάλου Αλέξανδρου Κοκονά. Μα το πιστόλι πέφτοντας χτύπησε σε πέτρες και οι γερμανοί που ήταν κοντά άκουσαν το θόρυβο, βρήκαν το πειστήριο του εγκλήματος και εκεί μπροστά στα μάτια όλων μας τους εκτέλεσαν με μια πιστολιά στο κεφάλι. Αυτή τη τύχη θα είχαν, λίγες ώρες αργότερα, οι πατεράδες και τ’ αδέλφια μας.
Μετά μας οδήγησαν στο αλώνι του Τίτο2. Εκεί μας ξεχώρισαν άνδρες, γυναίκες με παιδιά έως δέκα πέντε χρονών και πιο πέρα οι κοπέλες από την κάτω μεριά τ’ αλωνιού για μην μπορούμε να αναμειχθούμε με τις μεγαλύτερες γυναίκες. Θυμούμαι τις σκηνές που ξετυλίχθηκαν όταν ξεχώριζαν τους άνδρες και ανάμεσά τους επήραν τον πρώτο μου εξάδελφο Γεώργιο Αγγελάκη, δάσκαλο. Την ίδια στιγμή ο θείος μου παπά-Κωστής Αγγελάκης απευθύνθηκε στους γερμανούς ζητώντας ν’ αφήσουν το δάσκαλο και να πάρουν στη θέση του τον ίδιο. Μάταια όμως. Λίγο πιο πέρα ανάμεσα στους απομονωμένους άνδρες σιγόκλαιγε ο δεκαεπτάχρονος Γιάννης του θείου μου Νικολή Κουτελιδάκη, αδελφού της μητέρας και την ίδια ώρα από δίπλα του τον ενθάρρυνε ο μικρός μου αδελφός Φραγκιάς λέγοντάς του «Γιάννη, δεν κλαίνε μωρέ οι άντρες». Όλα αυτά γινόντουσαν σε μικρή απόσταση και μέσα στη νεκρική σιωπή της εκφώνησης ων ονομάτων των προγραμμένων και όσων επέλεγαν συμπληρωματικά για να ικανοποιήσουν την αχόρταγη εκδικητικότητά τους για την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε3 που τον πέρασαν οι απαγωγείς από τις ορεινές περιοχές του χωριού και μετά τον οδήγησαν στα νότια παράλια του νησιού με τελικό προορισμό την Αίγυπτο.
Το μεσημέρι προχωρούσε και θα ήταν γύρω στη μία ώρα όταν μας ανέβασαν στα φορτηγά. Μπορεί να ήμασταν 25 έως 30 νέες από το χωριό από δεκαπέντε έως είκοσι πέντε χρονών, δηλαδή όσες δεν κρατάγαμε μωρά στην αγκαλιά. Καταλαβαίναμε ότι εμάς θα μας πήγαιναν φυλακή, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε και ότι το χωριό και η ζωή μας δεν θα ήταν ποτέ όπως το τελευταίο βράδυ, ούτε μπορούσε ο νους μας να βάλει τι θα γινόταν με μας ή τους γονείς και τ’ αδέλφια που αφήναμε πίσω μας.
Τα φορτηγά ξεκίνησαν πάνω στο χωματένιο δρόμο συνοδευόμενα από μοτοσυκλετιστές και φρουρά πάνω σε κάθε καμιόνι με ομήρους άνδρες ή γυναίκες και πήραν κατεύθυνση προς τις Ελένες.
Λίγο αργότερα από μας ξεκίνησε η βουβή πομπή, των μανάδων μας με τα μικρά στην αγκαλιά ή απ’ το χέρι και από δίπλα τους παππούδες ή τους γέρους θείους μας, που πήρε το δρόμο της προσφυγιάς στα γύρω χωριά, ζητώντας καταφύγιο όπου είχε συγγενείς η κάθε οικογένεια. Η μητέρα μου Ελένη Αγγελάκη με την αδελφή μου Βασιλική, ένδεκα χρονών, ήταν σ’ αυτή την πομπή αφήνοντας πίσω τα αδέλφια μας Νίκο και Φραγκιά Αγγελάκη που δεν τους ξαναείδαμε ποτέ. Η μητέρα και η αδελφή μου βρήκαν ολιγοήμερο καταφύγιο στο Μέρωνα είχαμε συγγενείς από τους Σημαντήρηδες και τους Μοσχονάδες, αφού η αδελφή της γιαγιάς μου4 είχε παντρευτεί με Μοσχονά.
Στις Ελένες περνώντας ο λίγος κόσμος του μικρού χωριού μας χαιρετούσε με βουρκωμένα μάτια κάτω από τα βλοσυρά βλέμματα των ναζιστών που μας συνόδευαν.
Λίγα χιλιόμετρα μετά φθάσαμε στο επόμενο χωριό το Μέρωνα όπου και σταματήσαμε για λίγο. Εκεί ο κόσμος του χωριού έτρεξε κοντά στα φορτηγά και προσπαθούσε να μας κρατεί κάτι φαγώσιμο, μα η φρουρά δεν άφησε ούτε νερό να μας δώσουν. Μετά τα φορτηγά ξεκίνησαν και περνώντας όλη τη διαδρομή από Αποστόλους, Πρασσές, Περβόλια φθάσαμε στη Χώρα 5 τ’ απόγευμα της ίδιας μέρας και μας οδήγησαν στη Φορτέτζα όπου θα ζήσαμε ούσαμε φυλακισμένες για άγνωστο χρόνο.
Την άλλη μέρα οι γερμανοί μας έντυσαν με τα ρούχα της φυλακής δηλαδή μια μπλε ρόμπα και έδωσαν στην κάθε μια μας ένα πιρούνι και ένα πήλινο πιατάκι για να βάζουμε το συσσίτιο που μας μοίραζαν. Δύο μέρες μετά με επισκέφθηκε στη φυλακή ο αδελφός μου Γεώργιος Αγγελάκης που υπηρετούσε ως Ενωμοτάρχης στη Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρεθύμνης. Μου έφερε δύο κουβέρτες και δύο μαξιλάρια που τα έδωσε με κοφτά λόγια και το πηλίκο του κατεβασμένο έτσι που να μη βλέπω τα μάτια του και έφυγε αμέσως συνοδευόμενος από φρουρό. Ότι μου έφερε τα μοιράστηκα με την Ελένη του Κασελά6 και άλλες συγκρατούμενες εξαδέλφες και φίλες από το χωριό μου. Ανάμεσα στις συγκρατούμενες θυμάμαι τις πρώτες εξαδέλφες του Στέλλα Νικ. Κουτελιδάκη, τη Δήμητρα παπά-Κωστή Αγγελάκη, τη Χρυσή του Ξέκαλου, τη Χρυσούλα Ιωαν. Κουτελιδάκη, τη Στελιανή και Αμαλία παπά-Νικολή Γενεράλη, τη Στελιανή Τζωρτζάκη, μα τώρα πια η ηλικία και ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να τα θυμάμαι όλα. Αλλά ο αριθμός από τις κρατούμενες μπορεί να είχε ξεπεράσει τις εκατό, είχε αυξηθεί με κοπέλες που είχαν συλλάβει από τα άλλα χωριά7 της επαρχίας Αμαρίου που κατέστρεψαν εκείνη την ημέρα στις 22 Αυγούστου 1944.
Νέα δεν είχαμε για την τύχη των δικών μας και ψηλά από τα παραθύρια της Φορτέτζας βλέπαμε κάτω στο δρόμο κάπου-κάπου συγγενείς ή γνωστούς που τους χαιρετούσαμε με τα χέρια και αυτοί χωρίς να μας αναγνωρίζουν φώναζαν γενικώς «καλά είναι όλοι» θέλοντας να παρηγορήσουν τη δυστυχία μας με ένα συμβατικό ψέμα.
Σε άλλο σημείο της Φορτέτζας ήταν η πτέρυγα των κρατουμένων ανδρών που έφεραν από το χωριό μου και τα γύρω χωριά, ή από παλαιότερες συλλήψεις. Ανάμεσά τους ήταν ο νονός μου Στεφανής παπά-Νικολή Γενεράλης. Εκεί είχαν κρατούμενο και τον Γιάννη Ταταράκη, γυιο του Δημήτρη Ταταράκη, προέδρου του χωριού. Μετά την ανάκριση τον εκτέλεσαν και τον έχωσαν στον τάφο που τον είχαν υποχρεώσει να ανοίξει μόνος του.
Μέσα στη φυλακή οι μέρες και οι νύχτες ήταν δύσκολες και ατέλειωτες με αγωνία και αβεβαιότητα. Προσπαθούσαμε να δώσει η μια στην άλλη κουράγιο και όταν μας έβγαζαν για λίγο έξω από τα κελιά προσπαθούσαμε να δούμε σε πια κατεύθυνση είναι τα απότομα βράχια του φρουρίου που παλιότερα τα βλέπαμε από την έξω μεριά στον κυριακάτικο περίπατο, μα τώρα είμαστε από μέσα. Το φαΐ βέβαια που μας έδιναν οι γερμανοί ήταν πανάθλιο, ξεπλύματα από τα δικά τους φαγητά. Θυμάμαι ότι μια φορά η φρουρά έφερε μια λαϊκή ορχήστρα να παίξει, λέει, μουσική, μα εμείς αρνηθήκαμε να πάμε στο χώρο που είχαν ορίσει και κλειστήκαμε στα κελιά και ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο.
Όσο και αν δεν είχαμε νέα, διάφοροι ψίθυροι έφθαναν στα αυτιά μας και από τα προηγούμενα ακούσματά είχαμε την βεβαιότητα ότι θα μας ετοίμαζαν για αποστολή στη Γερμανία και γ’ αυτό κάναμε διάφορες σκέψεις πώς να αντιδράσουμε. Θυμηθήκαμε όσα μας είχαν μάθει ο δάσκαλός μας Αλέξανδρος Κοκονάς (1889-1969) και οι δασκάλες μας Ελένη Ριτσάτου και Γεωργία Φραδέλου, για τις Σουλιώτισσες και αποφασίσαμε στην ανάγκη να χορέψουμε το δικό μας Ζάλογγο πέφτοντας από τα βράχια του φρουρίου, παρά να μας μεταφέρουν στη Γερμανία.
Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη ότι η ομηρία μας στη Φορτέτζα δεν άφησε αδιάφορους τους Ρεθεμνιώτες που με το Σύλλογο Κυριών και την Επιτροπή γιατρών και δικηγόρων και άλλων ανθρωπιστικών συλλόγων προσπάθησαν να απαλύνουν το πόνο και τη δυστυχία μας. Μας έφερναν όποτε άφηναν οι Γερμανοί τρόφιμα και ρουχισμό.
Οι μέρες περνούσαν και οι μάχες που γινόντουσαν στα διάφορα μέτωπα είχαν αλλάξει πλέον την πορεία του πολέμου και είναι δύσκολο να μάθει κανείς τι οδήγησε τους Γερμανούς στην απόφαση να μας απελευθερώνουν, ίσως και να μην μπορούσαν να μας μεταφέρουν πλέον στη Γερμανία, λίγες λίγες. Έτσι μετά από εγκλεισμό δύο εβδομάδων και κάτω από άγνωστες συνθήκες οι Γερμανοί άρχισαν να μας ελευθερώνουν λίγες-λίγες. Εγώ θυμάμαι πως διάβηκα την πόρτα της Φορτέτζας στις 11 Σεπτεμβρίου βαδίζοντας προς την ελευθερία και τη δυστυχία. Μα τι ελευθερία που το νησί ήταν ακόμα γεμάτο από στρατεύματα των κατακτητών. Σέρνοντας τα βήματά μου έξω από την φυλακή λίγο πιο πέρα συνάντησα τη γυναίκα ενός συγχωριανού μου του Γιάννη Κοκονά που άρχισα να την ρωτάω επίμονα τι έγιναν τα αδέλφια μου κι αυτή μου είπε με σφιγμένη την καρδιά «καλύτερα να τα μάθεις από άλλους». Αυτό μου ήταν αρκετό, άρχισα να τρέμω σύγκορμη και να χάνω τη γη από τα πόδια μου. Την ίδια ώρα η Επιτροπή που κατευθυνόταν στην Φορτέτζα με παρέλαβε και σταματήσαμε σε ένα καφενείο όπου μου προσέφεραν καφέ. Από την ταραχή μου κρατούσα το φλιτζάνι του καφέ με τα δυο μου χέρια και ήπια δυο γουλιές χωρίς γεύση.
Μετά πήρα το δρόμο και πήγα στο σπίτι της θείας μου Μαρίας Νενεδάκη. Εκεί συνάντησα τη μητέρα μου και την αδελφή μου Βασιλική όπου είχαν φθάσει στο Ρέθυμνο από ημέρες, κάνοντας τη διαδρομή με τα πόδια, μαζί με άλλες χαροκαμένες μανάδες με τα παιδιά και τους ανήμπορους γερόντους, που ζητούσαν καταφύγιο σε συγγενικές οικογένειες. Στης θείας μου το σπίτι έμαθα όλη την πικρή αλήθεια της καταστροφής του χωριού και της εκτέλεσης των αδελφών μου Νίκου και Φραγκίσκου και όλων των συγγενών που είχαν ξεχωρίσει οι Γερμανοί. Στης θείας μου μείναμε λίγες μέρες και τα ξαδέλφια μας Γιώργης, Ανδρέας η Βαγγελιώ προσπαθούσαν να γλυκάνουν τον πόνο μας. Μετά πήγαμε με λεωφορείο στο Αμάρι και μείναμε για λίγες μέρες στο σπίτι του θείου μου του Μπέη δηλαδή του Κωστή Φωτάκη, που συγγενεύαμε από τη γιαγιά μου την Αμαριανή, Αμαλία Βενιέρη.
Η αγάπη και φιλοξενία των συγγενών μας στο Αμάρι δεν μπορούσε όμως να σβήσει την αγωνία μας για το τι απέγιναν οι σκοτωμένοι μας. Έτσι ξεκινήσαμε ένα πρωινό η μητέρα μου, εγώ και με παρέα την Πόπη Γεωργουλάκη και τη Νίκη Φωτάκη, κόρη του Κωστή του Μπέη φύγαμε με τα πόδια για το χωριό ακολουθώντας το δρόμο από την Ελενιανή Χαλέπα. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό η καρδιά μας σφιγγόταν πιο πολύ και όταν φθάσαμε στο έμπα του χωριού συναντήσαμε το θείο μου Σταυράκι Κουτελιδάκη, πρώτο εξάδελφο της μητέρας μας, που της είπε «μη πας κακομοίρα μου, επήγα και εγώ φώναξα τα παιδιά μου Γιάννη, Βασίλη, Παναγιώτη μα δεν επήρα απάντηση». Μα η μάνα μου δεν κρατιόταν. Επήγαμε κατ’ ευθείαν στον τόπο όπου εκτέλεσαν τα αδέλφια μας και τους θείους μας. Το σπίτι του Σιραγαντώνη, που μέσα σ’ αυτό τους εκτελούσαν, ήταν καμένο και ανατιναγμένο και κάτω από τα χαλάσματά του βρίσκονταν τα άψυχα κορμιά των αγαπημένων μας. Μπροστά στο θέαμα αυτό η μάνα μας δεν άντεξε και έβγαλε κραυγή μεγάλη8 μέσα από τα βάθη της ματωμένης καρδιάς της και αποκαμωμένη σωριάστηκε κατά γης. Σα συνήλθε σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι που είχε γίνει ο τάφος των δικών μας και εκεί απευθυνόμενη στα νεκρά παιδιά της τους είπε «χαλάλι για την πατρίδα σκοτωθήκατε τιμημένοι». Ύστερα πριν μπει το απόγευμα η ίδια σιωπηλή συνοδεία άφησε το κατεστραμμένο χωριό και πήρε το δρόμο του γυρισμού στο Αμάρι.
Πριν φτάσει το τέλος του Σεπτέμβρη του 44, πήραμε την απόφαση να πάμε στο Μέρωνα όπου φιλόξενα μας προσέφερε ένα δωμάτιο η Παναγιωτίτσα Στρατιδάκη9, το γένος Χατζηδάκη. Η Παναγιωτίτσα θυμάμαι ότι πρόσφερε και άλλο δωμάτιο για μια άλλη οικογένεια από το Γερακάρη, μα δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν αυτή.
Στο φιλόξενο Μέρωνα μας βρήκε ο καιρός του σαρανταημέρου. Το μνημόσυνο διαβάστηκε στη Μονή Ασωμάτων όπου συγκεντρωθήκαμε όλοι οι χωριανοί και ο μπάρμπα Σταυράκης κρατούσε τη σημαία του χωριού. Το λόγο του μνημόσυνου εκφώνησε από στήθους ο αδελφός μου Γιώργης Αγγελάκης. Εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς την ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Ένας αμέτρητος κόσμος αποτελούμενος από μαυροφορεμένες μανάδες, χήρες, νέες κοπέλες και κορίτσια και τους άντρες με τα μαύρα κεφαλομάντηλα συμπλήρωναν το τραγικό σκηνικό που σκέπαζε τα χωριά του Κέδρους. Μετά το μνημόσυνο τα απομεινάρια της κάθε οικογένειας πήραμε το δρόμο της επιστροφής στα γύρω χωριά που είχαν ξεφύγει από την καταστροφική μανία των ναζιστών, όπου μας προσφερόταν φιλοξενία και συμπαράσταση από συγγενείς και φίλους. Σ’ αυτά τα σπίτια συνεχίσαμε τις φθινοπωρινές δουλειές, πάτημα σταφυλιών που τα φέρναμε από τις Κεφάλες, μεταφέραμε τις ελιές και βγάλαμε το λάδι της ορφανεμένης χρονιάς.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την καταστροφή γυρίσαμε, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί μας, στον τόπο μας. Τώρα είχαμε μείνει στο σπίτι τρεις γυναίκες, ο αδελφός μας Γιώργης, ενωμοτάρχης της χωροφυλακής και ο αδελφός μου Μανώλης γεωργοκτηνοτρόφος, που είχε γλιτώσει, γιατί βρισκόταν στο βουνό την αποφράδα ημέρα της καταστροφής και ο Χαρίλαος που βρισκόταν από χρόνια στην αδελφή του πατέρα μας στην Κεφαλονιά. Εκεί πάνω στα χαλάσματα προσπαθήσαμε και ξαναρχίσαμε τη ζωή γιατί έπρεπε να ζήσουμε και να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας.
Εξήντα χρόνια μετά την καταστροφή τα παιδιά μου ζήτησαν επίμονα να καταγράψουν τις αναμνήσεις μου από εκείνες τις μέρες και εγώ υπογράφω και επιβεβαιώνω τα όσα διηγήθηκα.

1. Αστρινός Φραγκ. Αγγελάκης, εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου 1943 την ώρα που πότιζε στο περβόλι του.
2. Ριτσάτος Τίτος
3. Οι κομάντος πέρασαν τον Στρατηγό από τις ορεινές περιοχές του Γερακάρη και κατευθύνθηκαν στα νότια παράλια του νησιού για να μεταφερθούν όλοι μαζί στην Αίγυπτο.
4. Η γιαγιά ήτο η Αμαλία Βενιέρη, από το Αμάρι, χήρα Κωνστ. Κουτελιδάκη.
5. Στο Ρέθυμνο
6. Ελένη Χαρ. Κουτελιδάκη.
7. Βρύσσες, Άνω Μέρος, Καρδάκι, Σμιλές.
8. Οι συγγενείς μας από τις Ελένες μας είπαν ότι ακούστηκε ως εκεί η πονεμένη της κραυγή και όσοι ρωτούσαν έπαιρναν την απάντηση «πρέπει πως είναι η Αστρινίνα στα χαλάσματα».
9. Ήταν το γένος Χατζηδάκη, θεία, του ορθοπεδικού Κωστή Χατζηδάκη, από τον πατέρα του.

Μαρία Χήρα Μιχ. Κοκονά
Πηγή: Εφημ. «Κρητική Επιθεώρηση» 25/8/2004

Πως εγλίτωσα από τσι Γερμανούς

Τα τρία πρώτα χρόνια της κατοχής οι περισσότεροι άντρες εξωμέναμε στην εξοχή, γιατί τακτικά ερχότανε οι Γερμανοί και επαίρνανε τρόφιμα και εργάτες αγγαρεία.
Το ’44 όμως είχανε χάσει σε όλα τα μέτωπα τον πόλεμο και εξοφοβηθήκαμε και κοιμούμαστε οι περισσότεροι μέσα στα χωριά.
Μια κοπέλα από τις Ελένες ήτανε διερμηνέας των Γερμανών και άκουσενε πως θα κάψουν τα χωριά του Κέντρους και μας ειδοποίησε με κάποιο Ελενιανό. Αλλά δυστυχώς δεν την πιστέψαμε και καθόμασταν όλοι εκτός μερικούς βοσκούς στα κοπάδια τους.
Και στσι 22 Αυγούστου ’44, ημέρα Τρίτη εξυπνήσαμε 6 το πρωί με μια ριπή ταχυβόλου που σκοτώσανε το Νικόλαο Ταταράκη που έφευγε να πάει να ποτίσει στο περιβόλι του. Αμέσως εγώ εσηκώθηκα και πήγα να φύγω αλλά σε κάθε 100 μέτρα έστεκε ένας σκοπός Γερμανός. Αναγκάστηκα λοιπόν να ανέβω σε ένα πλάτανο 50 μέτρα από το σπίτι μου την ίδια δουλειά έκαμε και ο γείτονάς μου Μιχάλης Μπολιουδάκης –έχει πεθάνει από πολλά χρόνια. Του φώναξα σιγανά να ανέβει κι αυτός στον ίδιο πλάτανο που είχε κλήμα και ήταν στουμπερός.
Από το πρωί 7 η ώρα μέχρι τη νύχτα 10 η ώρα ήμασταν απάνω νηστικοί και διψασμένοι. Κατά τσι 3 το απόγευμα ακούγαμε τα ταχυβόλα που σκοτώνανε 36 που είχανε κλειστεί στο σπίτι του Ν. Τζωρτζάκη και μετά τους ρίξανε πετρέλαια και τους καίγανε.
Άμα πήγε 10 η ώρα τη νύχτα κατεβήκαμε από τον πλάτανο και πήραμε και τον άλλο γείτονα Νίκο Χαριτάκη που ήτανε κρυμμένος σε μια ξεροβρύση και περάσαμε ανάμεσα από το φύλακα των Γερμανών και βγήκαμε στο βουνό και γλιτώσαμε. Οι Γερμανοί έκατσαν 8 μερόνυχτα και επήρανε τα εισοδήματά μας και όσα ζώα πιάσανε και κάψανε και χαλάσανε όλα τα σπίτια, εκκλησίες και σχολείο και το νεκροταφείο.
Υ.Σ. Στο Γερακάρη σκοτώσανε σύνολο 52. Και εγώ ήμουν γραμμένος στα χαρτιά τονε και ερωτήσανε που είναι αυτός με το Μουζίκο.
Χαντρακομανώλης

Πηγή: Εφημ. «Κρητική Επιθεώρηση» 27/8/2004

ΓΕΡΑΚΑΡΙ

Ολο το χρόνο είναι όμορφο το ευλογημένο χωριό. Όταν το λαχταριστό κεράσι είανι ώριμο, το κατακόκκινο χρώμα του φαντάζει σαν ψεύτικο μέσα στο βαθύ πράσινο χρώμα του φυλλώματος της κερασές.
Μα την Άνοιξη το μεγαλείο φτάνει στ’ ανυπέρβλητο. Στις γραφικές πλαγιές τις αλλεπάλληλες χαριτωμένες χαράδρες και τα’ απόκρυφα πλατώματα των εξοχών του, η κερασέ, η βυσινέ, και η απ’ ολες ωραιότερη βισινοκερασέ, στολίζουν τα κλαδιά των με άφθονα άσπρα, ερυθρωπά και ανάμεικτα άνθη. Κι όπως εντύνονται οι διακλαδώσεις των σε απέραντους και φαντασμαγορικούς συνδυασμούς αιχαμλωτίζουν και κρατούν έκπληκτο, από την τόση καλλονή, τον επισκέπτη.
Ανάμεσα σ’ αυτή την άνθηση και επικρατεί , φανερόνονται κι άλλες βερυκοκέ, κυδωνιές, απιδιές, καραμηλές, τζανεριές μηλιές και ντροπαλές ροδιές που τονίζουν με τη διαφορετική απόχρωση των ανθέων των το παραδείσιο περιβάλλον.
Κι ακόμα, στις όχθες των ατέλειωτων, με κομψούς καταρράκτες και υποβλητικούς οθορύβους ρυακιών της περιοχής και τους φράχτες, ανεβαίνουν ανθισμένες αγριοτριανταφυλλιές, πικραμυγδαλιές, αγκαλιασμένες με άλλα υδροχαρή αναριχώμενα φυτά, βάτους, κισσούς, αγριοκλήματα, περιπλοκάδες, και συνθέτουν ότι λέγεται όνειρο.
Σ’ αυτήν την περιζήτητη κα πολυπόθητη οπτασία, ζητά η ψυχή και η θύμησι μου, επίμονα κι αδιάκοπα, να ξεκουραστεί τούτη την εποχή της ανοίξεως.
Και την αφήνω ελεύθερη

Αφήστε μια απάντηση