Μαρία Τσιριμονάκη

Κόσμημα πνευματικόν του Ρεθύμνου 

Επιμέλεια: Χάρης Κ. Στρατιδάκης

Χορηγία έκδοσης: εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα

 

 

αντί προλόγου
Τα ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ τιμούν απόψε με συγκίνηση τον «Αναγνώστη» τους.
Μια ξεχωριστή γυναίκα, που κόσμησε τις σελίδες τους με τα κείμενά της, εύ-
στοχα υπογεγραμμένα μ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά της: αναγνώστης.
Και λέω ιδιότητα, όχι ψευδώνυμο, διότι μόνο ψευδώνυμη δεν ήταν η λέξη στην
περίπτωση της Μαρίας Τσιριμονάκη, που καλλιέργησε τη σχέση της με την ανά-
γνωση πολύπλευρα και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της.
Με το βιβλιοπωλείο του πατέρα της να της έχει προσφέρει πλούσια, δίχως άλλο,
ερεθίσματα από τη μικρή παιδική ηλικία, εκείνη επέλεξε να διευρύνει τους ορίζο-
ντές της αναπτύσσοντας την αναγνωστική της ικανότητα και στις ανώτατες ακαδη-
μαϊκές σπουδές στο πεδίο των επιστημών του Ανθρώπου.
Πορεύτηκε, έτσι, ως ενεργή, δυνατή και συστηματική αναγνώστρια, βλέπον-
τας διαρκώς την αναγνωστική σχέση ως σχέση διαλόγου του αναγνώστη με τον
έσω του εαυτό αλλά και με τους άλλους γύρω του. Αυτήν τη σχέση τη διεκδίκησε
με συνέπεια και συνέχεια, δίνοντάς της σχήματα και περιεχόμενα.
Κατ’ αρχάς, προωθώντας την καλλιέργεια της ανάγνωσης μέσω της δραστη-
ριοποίησής της στις Ομάδες Βιβλίου τηςΧ.Ε.Ν.Στη συνέχεια, βιώνοντας την ανάγκη
να μοιραστεί τα διαβάσματά της με τους συμπολίτες της – κι έτσι, προέκυψαν οι βι-
βλιοπαρουσιάσεις της στην εφημερίδα, το 1987, μετά από παρότρυνση του πα-
τέρα μου, ο οποίος έτρεφε για κείνην μια βαθιά εκτίμηση κι έναν ανυπόκριτο θαυ-
μασμό. Ως αποφασιστική προώθηση αυτού του διαλόγου, εκτιμώ, άλλωστε, ότι η
ΜαρίαΤσιριμονάκη προχώρησε κατόπιν και στη συγγραφή των βιβλίων της.
Ακόμα και το βιβλιοπωλείο της, έτσι το αντιλαμβάνομαι: ως μια προέκταση της
προσωπικής της βιβλιοθήκης στον δημόσιο χώρο, ως μια απεύθυνση των διαβα-
σμάτων και των αναζητήσεών της, που λαχταρούσε ν’ ανταμωθούν μ’ αυτές των
συμπολιτών της.
Τα ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ τιμούν απόψε με συγκίνηση τον «Αναγνώστη» τους.
Με τον τρόπο που έκριναν ως τον πιο ταιριαστό για κείνην: την έκδοση του μι-
κρού αυτού βιβλίου.
Μανόλης Χαλκιαδάκης
Εκδότης της εφημερίδας ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ


Εισαγωγή

           

Γνώρισα τη Μαρία Τσιριμονάκη όνταςό μικρό παιδί, συνοδεύοντας τη μητέρα μου στους «Κύκλους του Ελληνικού Φωτός» και έκτοτε διατήρησα μαζί της μια ουσιαστική σχέση, όπως και πολλοί άλλοι Ρεθεμνιώτες. Ο θάνατός της στις 13 Ιουλίου με συγκλόνισε, αφού θεωρούσα ότι θα παραμένει για πάντα εκεί, στην οδό Δασκαλογιάννη 2-4 και στο τηλέφωνο 22200, πρόθυμη να ακούσει τους πόνους μου, όπως έκανε με όλους, και να μου δώσει τη συμβουλή της ή να με διαφωτίζει για ζητήματα που γνώριζε βαθειά. Έτσι την άλλη μέρα, στο ξόδι της, στην αγαπημένη της Μεγάλη Παναγία, προσπάθησα να βρω τον πρόθυμο φορέα που θα μπορούσε να καλύψει οργανωτικά ένα φιλολογικό μνημόσυνο γι’ αυτήν, για μια γυναίκα δηλαδή που υπερέβαινε κατά πολύ το μέγεθος του Ρεθύμνου και της Κρήτης.

Στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκε άμεσα ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης κι αργότερα το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης, του οποίου διατελώ Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου. Στη συνέχεια απευθύνθηκα για να πάρω την αιγίδα τους στην Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, στην Περιφερειακή Διεύθυνση Ρεθύμνης και στον Δήμο Ρεθύμνης, οι οποίοι μου την παρείχαν χωρίς προϋποθέσεις. Οι ομιλητές δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν, εφόσον μάλιστα η προσφορά της αείμνηστης κυρίας Μαρίας εκτεινόταν σε πολλούς φορείς του Ρεθύμνου. Εκείνο στο οποίο δυσκολεύτηκα ήταν στην απόκτηση των κειμένων των εισηγήσεών τους ένα μήνα πριν από τη διεξαγωγή της εκδήλωσης, ώστε αυτές να περιληφθούν στο ανά χείρας βιβλίο, το οποίο θα προσφερθεί σε όσους θα τιμήσουν πνευματικά τη μνήμη της στις 14 Ιανουαρίου 2018 στο Σπίτι του Πολιτισμού. Το ίδιο είχαμε κάνει με τον Μιχάλη Τζεκάκη και τον αείμνηστο Γιώργη Εκκεκάκη στις 6 Μαρτίου 2013, όταν τιμήσαμε τη μνήμη του Γιάννη Σπανδάγου, και η Μαρία Τσιριμονάκη όχι μόνο είχε συμμετάσχει στην εκδήλωση εκείνη αλλά και είχε επικροτήσει την ενέργειά μας της έκδοσης ενός αναμνηστικού βιβλιαρίου.

Θέλω να ευχαριστήσω από τη θέση του επιμελητή όλους και όλες που συνέβαλαν στην διοργάνωση της εκδήλωσης και στην πραγματοποίηση της έκδοσης και ιδιαίτερα τον Μανόλη Χαλκιαδάκη των Ρεθεμνιώτικων Νέων, που επωμίστηκε και μια ακόμα φορά το κόστος της.

Θα ήταν ασφαλώς πιο σωστό εκδηλώσεις και εκδόσεις σαν αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί ενόσω η Μαρία Τσιριμονάκη βρισκόταν ακόμα στη ζωή, αν και είναι σίγουρο ότι με τη γνωστή μετριοφροσύνη της θα αρνούνταν να παραστεί. Όμως, έστω κι έτσι, μετά θάνατον, το Ρέθυμνο αποδεικνύει ότι θα συνεχίσει να τη θυμάται, να την υπολήπτεται και να ψάχνει τον αξιακό της κόσμο στα βιβλία και στον παραδειγματικό τρόπο ζωής της. Ένα κόσμο που εκφραζόταν, σε ό,τι έχει να κάνει με τον γενέθλιο τόπο, -πάνω απ’ όλα- από ένα απόφθεγμα που συχνά ανέφερε στον προφορικό και στον γραπτό της λόγο:

Μητέρα Πόλη, με τα πρόσωπα που σε κατοικούν, κατοίκησαν και θα κατοικήσουν, αδελφώνω και υπάρχω.[1]

 

Χάρης Κ. Στρατιδάκης

Επιμελητής της εκδήλωσης και της έκδοσης

 

Η διαδρομή της ΧΕΝ Ρεθύμνου με τη Μαρία Τσιριμονάκη

 

Χαρά Ζωνουδάκη[2]

 

Από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της, η ΧΕΝ Ρεθύμνου έχει συνδεθεί με τη Μαρία Τσιριμονάκη. Η ΧΕΝ Ρεθύμνου ιδρύθηκε ως εξαρτημένο κέντρο της ευρύτερης οργάνωσης της Χριστιανικής Ένωσης Νεανίδων – ΧΕΝ Ελλάδος το 1967. Επικεφαλής του κλιμακίου της ΧΕΝ Ελλάδος που ήλθε τότε στο Ρέθυμνο, μετά από αίτημα για ίδρυση οικοτροφείου στην πόλη μας, ήταν η Έλλη Παπαθεοφίλου, πεπειραμένη κοινωνική λειτουργός, που είχε υπάρξει συμφοιτήτρια της στο Αμερικάνικο Κολλέγιο. Εκείνη υπήρξε ο σύνδεσμος που ένωσε τη Μαρία Τσιριμονάκη με τη ΧΕΝ και τη Ρεθεμνιώτισσα Πρόεδρό της, Αθηνά Αθανασίου, το γένος Τσουδερού.

Η πρόθεση της ΧΕΝ, παράλληλα με το οικοτροφείο να δημιουργηθεί μια ομάδα ΧΕΝ που να στηρίζει τοπικά το οικοτροφείο αλλά και να εκπαιδεύει εθελόντριες, μπήκε αμέσως σε εφαρμογή, υπολογίζοντας στη στήριξη της Μαρίας Τσιριμονάκη (εικ. 1). Πράγματι εκείνη εγκατέλειψε τη θέση που κατείχε τότε, της Προέδρου του μοναδικού εκείνη την εποχή στην πόλη μας γυναικείου σωματείου, του Λυκείου των Ελληνίδων, για να αφοσιωθεί στη δημιουργία του νέου γυναικείου σωματείου. Σχημάτισε την πρώτη Διοικούσα Επιτροπή με μια μικρή ομάδα γυναικών του τόπου, που είχαν ήδη δοκιμαστεί στον τομέα της Κοινωνικής Εργασίας, την Ειρήνη Γρηγοριάδου, την Αικατερίνη Χαλκιαδάκη, την Ευτυχία Μπιρλιράκη, την Κασσιανή Ζαμπετάκη, την Ευαγγελία Κοπανάκη, τη Φανή Παπαδουράκη και τη Μαρία Λιονή.

Το τοπικό Κέντρο ΧΕΝ ξεκίνησε στην οδό Γερακάρη, προσφέροντας εκπαιδευτικά προγράμματα, σειρές τεχνικών μαθημάτων για μεγάλους, σχεδίου, χαλκού, διακοσμητικής, ζαχαροπλαστικής, μαγειρικής, αλλά κυρίως μαθήματα Αγγλικής Γλώσσας που εξασφάλιζαν την οικονομική στήριξη του Κέντρου. Παράλληλα, οι μηνιαίες συναντήσεις των γυναικών – μελών της ΧΕΝ μέσα σε μια ατμόσφαιρα αρχοντιάς, κατανόησης και αγάπης απόβλεπαν στην καλλιέργεια της προσωπικότητας της κάθε μιας και στην ενδυνάμωσή της στην ανάληψη ευθυνών.

Το 1974, το Κέντρο ανεξαρτητοποιήθηκε ως τοπικό Σωματείο ΧΕΝ. Το πρώτο εκλεγμένο Διοικητικό Συμβούλιο αποτέλεσαν οι: Μαρία Λιαναντωνάκη, Πρόεδρος, Μαρία Γιακουμάκη και Χαρούλα Δανιηλίδου, Αντιπρόεδροι, Στέλλα Χαλκιαδάκη, Γραμματέας, Ευτυχία Μπιρλιράκη, Ταμίας, Πόπη Δασκαλαντωνάκη, Ιωάννα Κούνουπα, Ελένη Λυγίζου, Χρυσούλα Παπαδάκη, Μαρία Τσιριμονάκη, Κατίνα Κανδυλάκη και Ρένα Κουγιτάκη, μέλη.

Το νέο σωματείο διέγραψε μια αξιοθαύμαστη πορεία τα χρόνια που η Μαρία Τσιριμονάκη ήταν εκεί. (εικ. 2) Σε κάθε δυσκολία, σε κάθε νέα αρχή, ήταν εκεί για να μελετήσει, να εμψυχώσει, να δώσει λύση. Αναζητώντας νέα στέγη, είχε την πρωτοβουλία για συνεργασία και συστέγαση της ΧΕΝ με το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών στην οδό Μπουνιαλή. Βοήθησε να λειτουργήσουν στη μικρή μας πόλη τα πιο σύγχρονα και καινοτόμα προγράμματα της ΧΕΝ Ελλάδος που ξεκινούσαν στην Αθήνα, όπως οι Μορφωτικοί Κύκλοι, που σε συνεργασία με το Σύλλογο Επιστημόνων, έφεραν στην πόλη μας ομιλητές, όπως ο Χρήστος Γιανναράς, η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, ο Εμμανουήλ Μικρογιαννάκης και άλλοι.

Οργανώθηκαν σεμινάρια και ημερίδες εκπαίδευσης στελεχών, σειρά συζητήσεων για τα θέματα ισοτιμίας και το νέο οικογενειακό δίκαιο, το πρώτο τετραήμερο για το περιβάλλον, το 1977, που έφερε στην πόλη μας τη Νίκη Γουλανδρή. Παράλληλα συνεχίστηκε το επιτυχημένο πρόγραμμα μαθημάτων Αγγλικής Γλώσσας και ξεκίνησαν για πρώτη φορά στην πόλη μας η δημιουργική απασχόληση για παιδιά και οι χριστουγεννιάτικες γιορτές.

Όταν το Κέντρο Νεότητος, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, διέκοψε τη λειτουργία του ως οικοτροφείο, το 1981, το κτίριο δεν εγκαταλείφθηκε. Με την εμπνευσμένη καθοδήγηση της Μαρίας Τσιριμονάκη η ΧΕΝ μεταφέρθηκε στους χώρους του και ανέπτυξε καινούργιες δραστηριότητες αξιοποιώντας το. Εκεί μεταξύ άλλων, έγιναν οι εκπαιδεύσεις για την αγρότισσα, τα μεγάλα καλοκαιρινά παράλληλα προγράμματα για γονείς και παιδιά με σεμινάρια ψυχολογίας, επαγγελματικού προσανατολισμού και δημιουργική απασχόληση και διοργανώθηκαν οι τέσσερις μεγάλες παγκρήτιες συναντήσεις με κοινωνικά θέματα.

Εκεί έγιναν οι πρώτες συναντήσεις της ομάδας αλλοδαπών γυναικών, και ξεκίνησε, το 1984, το πρόγραμμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε εποχή που ο όρος ειδική αγωγή ήταν άγνωστη λέξη στην πόλη μας. Για να ανταποκριθεί σωστά η ΧΕΝ σ’ ένα τέτοιο έργο, η Μαρία Τσιριμονάκη συγκρότησε επιτροπή με τον Ιωάννη Τυράκη, τη Στέλλα Μποτονάκη, την Ελένη Μανουσάκη, τη Ζωή Φραγκιαδάκη, τη Ρίτσα Μοράκη και την Ιωάννα Χρυσού, που συνεργάστηκε στενά με την ειδική κ. Αδοντάκη και τις αρμόδιες αρχές. Η ίδια, ακούραστη, αφενός μεσολάβησε στις επαφές με τις οικογένειες των ενδιαφερομένων και αφετέρου οργάνωσε δημόσιες εκδηλώσεις και ομιλίες για την  προβολή του προγράμματος.

Αλλά και όταν το Κέντρο Νεότητος πουλήθηκε, το 1986 και η ΧΕΝ μεταφέρθηκε ξανά στην πόλη σε ένα μικρότερο χώρο, η Μαρία Τσιριμονάκη έδωσε νέα ώθηση, αναλαμβάνοντας η ίδια να λειτουργήσει στην πόλη μας το επιτυχημένο πρόγραμμα της ΧΕΝ Ελλάδος των Ομάδων Βιβλίου.

Η παρουσία της Μαρίας Τσιριμονάκη ήταν εγγύηση για την επιτυχία του Ευρωπαϊκού Σεμιναρίου για θέματα επικοινωνίας που έφερε στην πόλη μας στελέχη κυβερνητικών και εθελοντικών οργανώσεων από όλη την Ευρώπη. Με τη θετική της στάση προχώρησε η συνεργασία της ΧΕΝ με το Συντονιστικό των Γυναικείων Οργανώσεων και έγινε με επιτυχία αδελφοποίηση των γυναικών του Ρεθύμνου με τις γυναίκες της Κυθρέας Κύπρου. Η ίδια συμμετείχε στην ανταλλαγή επισκέψεων και τιμήθηκε στην Κύπρο για την προσφορά της. Επίσης στήριξε τη λειτουργία του λεγόμενου «Φιλολογικού Καφενείου» της ΧΕΝ με ομιλίες και συζητήσεις πάνω σε ενδιαφέροντα θέματα.

Όλα αυτά τα χρόνια η Μαρία Τσιριμονάκη εργάστηκε ως πραγματική εθελόντρια, χωρίς να επιδιώκει τίτλους και αξιώματα, αλλά και χωρίς να φοβάται την ευθύνη. (εικ. 3) Μπήκε επικεφαλής της πρώτης Διοικούσας Επιτροπής για να προετοιμάσει σωστά τη δημιουργία του ανεξάρτητου σωματείου, δεν ανέλαβε όμως ποτέ θέση προέδρου στη ΧΕΝ Ρεθύμνου, αφήνοντας χώρο για να αναδειχτούν νεότερες γυναίκες. Η ίδια είχε λάβει μέρος στην αποστολή της ΧΕΝ Ελλάδος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των ΧΕΝ στην Γκάνα το 1971, κι ενώ είχε δικαίωμα συμμετοχής και στο αμέσως επόμενο, στον Καναδά το 1975, υπέδειξε από το τοπικό μας σωματείο μια γυναίκα νεότερη να πάρει αυτή την ευκαιρία.

Μέσα από τη θητεία της στη Διοικούσα Επιτροπή της ΧΕΝ Ελλάδος, μέσα από τη συμμετοχή της σε διάφορες πανελλήνιες επιτροπές και κυρίως την κεντρική επιτροπή των Ομάδων Βιβλίου, συνέχισε με την πείρα και την υπευθυνότητά της να επηρεάζει την πορεία της μεγάλης αυτής οργάνωσης. Υπήρξε ο συνδετικός κρίκος που σύνδεσε την πόλη μας με τα πιο αξιόλογα πρόσωπα, τις πιο πρωτοπόρες δραστηριότητες, τις πιο πλούσιες πηγές γνώσης και ανθρωπιάς. Συνεργάστηκε με ένα μεγάλο αριθμό γυναικών, αλλά και ανδρών, στη διάρκεια πενήντα χρόνων της τοπικής ΧΕΝ.  Σε όλους κάτι έχει αφήσει, αλλά σε μερικές γυναίκες έχει ανοίξει τον δρόμο για μια ζωή γεμάτη, μια ζωή μαζί με τους άλλους. (εικ. 4)

 

Μαρίας Τσιριμονάκη αναμνήσεις

 

Κωστής Ηλ. Παπαδάκης[3]

Πρόλογος

 

Με την αείμνηστη Μαρία Τσιριμονάκη (εικ. 1) μάς συνέδεε, πάντοτε, βαθιά εκτίμηση και φιλία. Άνθρωπος της προσφοράς η Μαρία Τσιριμονάκη- πέραν του τεράστιου κοινωνικού έργου της- θυμάμαι, προσωπικά, με πόση αγάπη αγκάλιασε κατά τη συγγραφή του το βιβλίο μου «Ρέθυμνο 1900- 1950», που έφτιαχνα με τους μαθητές μου στα πλαίσια του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης[4]. Τρεις φορές προθυμοποιήθηκε να τη μεταφέρω, με το αυτοκίνητό μου, στο σχολείο και να μιλήσει από έδρας στους μαθητές μου με ισάριθμα τοπικά θέματα. Δεν ξεχνώ με πόση προθυμία και χαρά το έκανε αυτό κάθε φορά, αλλά και με πόσο ενδιαφέρον την παρακολουθούσαν πάντοτε οι μαθητές! Γνώριζε τον τρόπο να τους κερδίζει, και ας μην είχε ποτέ διδάξει στο παρελθόν! (εικ. 2) Και, ακόμα, είναι η μόνη στο βιβλίο μου αυτό, που στον 2ο τόμο του- τον τόμο των Ρεθυμνίων συνεργατών- συμμετέχει με τρία (03) αξιόλογα ρεθεμνιώτικα θέματά της (!):

 

  1. «Εις μνήμην» (Εμμ. Λινοξυλάκη- Παν. Πλαγιαννάκου- Εμμ. Τζαγκαράκη- Γυμνασιάρχη Πλιάκα)
  2. Πόλεμος- Κατοχή- Απελευθέρωση
  3. Κορίτσια και αγόρια στο προπολεμικό Ρέθεμνος[5]

 

Την εκτίμηση, λοιπόν, και τη βοήθεια της Μαρίας Τσιριμονάκη την εισέπραττα μονίμως όσο ζούσε, ακόμα και την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, που είδα αρκετά πεσμένες τις σωματικές της δυνάμεις. Όμως, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ακόμα πιο γενναία εισέπραξα την εκτίμηση και την αγάπη της πριν από τέσσερα, περίπου,  χρόνια (10 Απριλίου 2013), όταν με κάλεσε στο σπίτι της και μου εμπιστεύθηκε, ξαφνιάζοντάς με, ένα ιδιόχειρο σημείωμά της με δεκατέσσερις (χειρόγραφες), μικρού μεγέθους (23Χ15 εκ.), σελίδες (εικ. 3). Το άνοιξα με περιέργεια μπροστά της και από την πρώτη, κιόλας, σελίδα που διάβασα κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα, θα το έλεγα. …. «αυτοβιογραφικό» σημείωμά της, που, όμως, η ενσυνείδητη χριστιανική σεμνότητά της την ώθησε να το συντάξει με έναν τρόπο εντελώς  έ μ μ ε σ ο  και  δ ι α κ ρ ι τ ι κ ό  κι ένεκα τούτου και όλως πρωτότυπο, θα έλεγα, κι εντυπωσιακό. αυτοβιογραφείται, δηλαδή, η Μαρία Τσιριμονάκη μέσα από τη συνεργασία που είχε αναπτύξει κατά την πολύχρονη σωματειακή και κοινωνική δράση της με δυο στενές φίλες και συνεργάτιδες της, τις οποίες ιδιαίτερα εκτιμούσε και αγαπούσε και στις οποίες και αφιερώνει τις  Α ν α μ ν ή σ ε ι ς  της. την Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη και τη Φανή Παπαδουράκη. Είναι σε όλους γνωστό ότι η Μαρία Τσιριμονάκη στην κοινωνική της δράση δεν ξεχώριζε ποτέ τον δικό της βηματισμό από τον βηματισμό των συνεργατριών της, αλλά, εμφορούμενη από πνεύμα σεμνότητας, ευπρέπειας και υγιούς συνεργασίας, σε όλο τον επίγειο βίο της λειτουργούσε πάντα, σύμφωνα με τον λόγο του Γιάννη Μακρυγιάννη, μέσα, δηλαδή, από τη δύναμη του «εμείς» και ποτέ εγωκεντρικά, μέσα από τη δύναμη του «εγώ».

Διαπίστωσα, επίσης, από την πρώτη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου, ότι επρόκειτο για ένα σημείωμα που περιέκλειε εξαιρετικό τοπικό ενδιαφέρον, αφού αφορούσε στο «Λύκειο των Ελληνίδων» της πόλης μας, στην ίδρυση του «Κέντρου Νεότητας», στον λόφο του Τιμίου Σταυρού (μιαν άγνωστη, εν πολλοίς, σελίδα της τοπικής μας ιστορίας), αλλά και σε μια σειρά γεγονότων και σπουδαίων προσώπων της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας, που έχουν- τα πρώτα- ξεχαστεί ή παύσει, από χρόνια- τα δεύτερα- να υπάρχουν. Τη ρώτησα, πάντως, εμμέσως, για την πρωτοτυπία του κειμένου που κρατούσα στα χέρια μου κι εκείνη με βεβαίωσε ότι ήταν αδημοσίευτο και ότι δεν περιέχεται μέσα στα βιβλία της, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος βεβαιώθηκα περί τούτου, μετά από την προσεκτική και ενδελεχή μελέτη του.

Η Κυρία Μαρία μού το παρέδωσε και μου ζήτησε να το αξιοποιήσω όταν και όπως εγώ θα ήθελα. Αντιλαμβανόμενος το ενδιαφέρον τού εν λόγω «αυτοβιογραφικού» σημειώματος, της έδωσα την υπόσχεση ότι ναι, πράγματι, κάποια στιγμή, θα το αξιοποιούσα κατάλληλα, ενώ εκείνη με αφοπλιστική σεμνότητα, όλως φυσικά κι ανεπιτήδευτα, μου απάντησε, και πάλι, απλά: «Κράτησέ το, Κώστα, στο Αρχείο σου!»

Διαβάζοντας, περαιτέρω, το εν λόγω σημείωμα καταλαβαίνεις από την πρώτη, κιόλας, στιγμή ότι η Μαρία Τσιριμονάκη πιο πολύ από τη δική της, την προσωπική προβολή και συμβολή στα περιγραφόμενα, ενδιαφέρεται για την προβολή του έργου και της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς των αγαπημένων της συνεργάτιδων, της αείμνηστης- όπως έχουμε ήδη σημειώσει- Κ α τ ί ν α ς  Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η μητέρας του αγαπητού μου συμμαθητή (στο φροντιστήριο Αγγλικών του αείμνηστου συμπολίτη Μιχάλη Λυρούδια), του Γιώργου Χαλκιαδάκη, Καθηγητή σήμερα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης- και της πολυαγαπημένης μου κουμπάρας, αείμνηστης Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η. Άρα, η σημερινή αξιοποίηση του σημειώματος αυτού της Μαρίας Τσιριμονάκη αποκτά, πλέον, και για μένα, εξαιρετική συναισθηματική αξία και σπουδαιότητα. Γιατί, νομίζω ότι σήμερα ήλθε η στιγμή αυτή να δημοσιοποιήσω- σύμφωνα και με την υπόσχεσή μου προς αυτήν- το σημείωμα της αυτό ως έχει- με δική μου επιμέλεια και προσθήκη σχετικών υποσημειώσεων και σχολίων, που σκοπό έχουν να συμπληρώσουν και διευκολύνουν την «Ανάμνηση». Και το κάνω αυτό στην ιερή Μνήμη αυτής που μου το εμπιστεύθηκε, της μεγάλης Κυρίας του Ρεθύμνου, της Κυρίας Μ α ρ ί α ς  Τ σ ι ρ ι μ ο ν ά κ η, που μόνιμα μάς ενέπνεε όλους με βαθύ σεβασμό κι αγάπη στο πρόσωπό της και των δύο συνεργάτιδων της στο κοινωνικό έργο Κ α τ ί ν α ς Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η  και Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η.

 

 

Οι αναμνήσεις

 

Όταν κάποτε μου ζητήθηκε από κάποιον συμπολίτη να πω μερικά απ΄ όσα έζησα στην πορεία της ζωής μου, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να το αρνηθώ. Σκέφθηκα. εγώ ποτέ δεν υπήρξα δημόσιο πρόσωπο. Ποτέ δεν ασχολήθηκα με την πολιτική. Σε όλη μου τη ζωή, κάθε φορά που έπρεπε να συμπληρώσω σε ένα έντυπο το «επάγγελμα», έγραφα «οικιακά». Τι έχω, λοιπόν, να πω τώρα, καθώς συμπληρώνω την ένατη δεκαετία της ζωής μου, σε μια τέτοια πρόκληση; Ύστερα σκέφθηκα δυο γυναίκες που μαζί τους έζησα τα πιο γόνιμα χρόνια της ζωής μου, και που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. την Κ α τ ί ν α  Χ α λ κ ι α δ ά κ η- Β ι γ δ ί ν η και τη Φ α ν ή  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η- Χ ο υ ρ δ ά κ η. Κι ένιωσα σαν χρέος την κατάθεση αυτήν των  Α ν α μ ν ή σ ε ώ ν  μου, από τη συνεργασία μου μαζί τους. Σε αυτές και αφιερώνω το σύντομο αυτό σημείωμά μου.

Και η Κυρία Μαρία συνεχίζει τις «αναμνήσεις» της:

Στο βιβλίο μου «Ρεθεμνιώτες» παρουσιάζω την οργανωμένη γυναικεία δραστηριότητα στο προπολεμικό Ρέθυμνο με τρεις φωτογραφίες. η πρώτη αφορά στον «Σύλλογο Κυριών Ρεθύμνης», που, σύμφωνα με την «Κρητική Επιθεώρηση» (19 Μαΐου 1917), είχε εμφανισθεί προ εικοσαετίας, περίπου, δειλά- δειλά, στο ήρεμο στερέωμα του Ρεθύμνου.

Η μητέρα μου ανήκε σε αυτό το σωματείο, τον «Σύλλογο των Κυριών». Αργότερα, όμως, προστέθηκε στην πόλη μας και δεύτερο σωματείο, το «Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης». Τα δυο αυτά αδελφά σωματεία- με τα χρόνια και τις ανθρώπινες αδυναμίες που παρεισέφρησαν εν τω μεταξύ- είχαν γίνει στα μάτια των άσχετων ότι ήταν στον χώρο των ανδρών οι…. «βενιζελικοί» και «βασιλόφρονες».

Το αναμενόμενο, λοιπόν, από μένα- καθώς είχα τελειώσει τις σπουδές μου και με το γάμο μου είχα οριστικά εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο – ήταν να ενταχθώ στον «Σύλλογο Κυριών». Η επίσκεψη, όμως, τριών πολύ αγαπητών μου προσώπων- της κ. Γεωργίας Γ. Μαραγκάκη, της κ. Κατίνας Χαλκιαδάκη και της κ. Βαγγελίτσας Μιχ. Βαλαρή– που με προσκάλεσαν να θέσω υποψηφιότητα στις προσεχείς εκλογές του «Λυκείου των Ελληνίδων», με έπεισε σε τούτο. Και το σκανδαλώδες, στη συνέχεια, ήταν ότι στη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα βρέθηκα Αντιπρόεδρος. Πρώτη εγώ θεώρησα το γεγονός αυτό ανεξήγητο, αφού οι όποιες ικανότητές μου ήταν τελείως αδοκίμαστες.

Πρόεδρος του «Λυκείου των Ελληνίδων» ήταν, τότε, η κ. Ιωάννα Γεωργίου Τσουδερού– σύζυγος του «ανάργυρου» γιατρού του Ρεθύμνου Γεωργίου Τσουδερού, ενός ευγενέστατου ανθρώπου[6]. Τα χρόνια, όμως, ήταν πολύ δύσκολα. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει την ιδιόκτητη αίθουσα του «Λυκείου των Ελληνίδων» και την είχαν μεταβάλει σε soldatemheim, κέντρο, δηλαδή, ψυχαγωγίας των στρατιωτών. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, σε μια στιγμή αδυναμίας να αντιμετωπίσει το Λύκειο τις φθορές, ενοικίασε την αίθουσα στους Κιαγιαδάκη-Μαραγκουδάκη, που τη χρησιμοποίησαν ως κινηματογράφο, με το όνομα «ΡΕΞ». Η συμφωνία ήταν να δίδουν στο σωματείο εικοσιπέντε εισιτήρια κάθε εκατό που έκοβαν (25/100). Η συμφωνία αυτή δεν τηρήθηκε και ο δικηγόρος κ. Αριστείδης Κορωνάκης τους έκανε δικαστική έξωση.

Αξίζει να διαβάσει ο αναγνώστης αυτών των γραμμών- από το θαυμάσιο βιβλίο του αείμνηστου Θεμιστοκλή Μ. Βαλαρή «Μια πόλη αναμνήσεις»[7]– περιγραφές από την προπολεμική λάμψη αυτής της αίθουσας, τόσο την κτιριακή όσο και την ανθρώπινη. Τώρα, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος και η κατοχή και η γειτονική θάλασσα είχε ολοκληρώσει το καταστροφικό έργο της στους τοίχους και τις κολόνες που στήριζαν την οροφή. Οι Γερμανοί είχαν καλύψει τις φθορές των τοίχων πρόχειρα με λινάτσες. Αλλά το σπουδαιότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν η αλλαγή του κοινωνικού περίγυρου και η εχθρότητα που δημιούργησε το κλείσιμο του κινηματογράφου. Όχι μόνον από τις οικογένειες των άμεσα ενδιαφερομένων αλλά και ανωνύμων συμπολιτών. Τους έκλειναν έναν κινηματογράφο- μέσον φτηνής ψυχαγωγίας- για να κάμουν τι; Μια ψυχρή αδιαφορία έζωνε και καταδίκαζε σε αποτυχία την κάθε δραστηριότητα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε να οργανώνει  υπομονετικά την άμυνά του.

Αναζητήσαμε έναν πρακτικό τρόπο να οργανώσουμε την κοινωνική και οικονομική προσφορά μας προς τις άνεργες και ανειδίκευτες γυναίκες, διδάσκοντάς τους τη ρεθεμνιώτικη βελονιά, που η αείμνηστη Χρυσή Αγγελιδάκη με την παρότρυνση της εξαδέλφης της και επιστήμονος διεθνούς κύρους Άννας Αποστολάκη, είχε εφεύρει και που έδινε τη δυνατότητα να αντιγράφονται πιστά σχέδια υφαντών με τη βελόνα, στο χέρι. Το κέντημα αυτό- που βασίζεται, κυρίως, στους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς- είχε κακοποιηθεί στη διάρκεια της κατοχής, καθώς οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ό,τι κλωστές εύρισκαν.

Κυρίες του «Λυκείου των Ελληνίδων»- αναφέρω ενδεικτικά τη  Λιλίκα Πέτρου Παπαδάκη,  το γένος Πετυχάκη[8]– έβγαλαν από τις κασέλες τους παλιά κεντήματα, με σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, υποδείγματα για τη δουλειά τών τότε κεντηστρών. Προϊόντα αυτής της παραγωγής στείλαμε σε ενορίες της Αμερικής, αλλά και παραδοσιακοί φίλοι του «Λυκείου των Ελληνίδων» βοήθησαν στη διάθεσή τους στην Αθήνα. Σαν παράδειγμα αναφέρω την αείμνηστη Όλγα Μοάτσου– ανιψιά του Νικολάου Ασκούτση– που εργαζόταν στον Οργανισμό Λαμπράκη και διέθεσε, μεταξύ των συναδέλφων της, μια βαλίτσα κεντήματα.

Μια άλλη πρωτοβουλία ήταν η οργάνωση απογευματινών. Καθισμένοι οι συμπολίτες μας σε τραπεζάκια, έπαιρναν το τσάι τους, καταβάλλοντας ένα μικρό τίμημα, που το άφηναν στο τραπέζι και άκουγαν μια προγραμματισμένη ομιλία. Το βάρος αυτών των ομιλιών κράτησε η αξέχαστη Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη (εικ. 4), η οποία, έχοντας μια σπάνια παιδεία από την πολυετή παραμονή της στη «Σχολή Καλογραιών», στα Χανιά, μίλησε για πολλά θέματα, όπως:

  • για τη ζωή και τις σκέψεις του Πασκάλ
  • για τον Μολιέρο
  • για τη ζωή και το έργο του Αλέξη Καρέλ
  • για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ
  • για τη Madame Curie, αλλά και
  • για τον Ερωτόκριτο,
  • για τον Αλέξανδρο Τσιριντάνη
  • για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
  • για την Ημέρα της Γυναίκας

Ξένοι που υπηρέτησαν στο Ρέθυμνο εκείνη την εποχή, έγραφαν στην Κατίνα για τη βαθιά εντύπωση που τους έκανε το επίπεδο αυτών των συναντήσεων σε μια πόλη μικρή σαν το Ρέθυμνο, τότε, στις δεκαετίες 1960- 1980[9].

Έτσι μπήκε στη ζωή του Ρεθύμνου το μεταπολεμικό «Λύκειο των Ελληνίδων», για να ξεκινήσει μια καινούρια ανοδική πορεία με την επάνοδο στο Ρέθυμνο της κυρίας Ιωάννης Βαλαρή, που, ως τότε, ζούσε στο Ηράκλειο. Και ήταν η κατάλληλη στιγμή, γιατί τότε άρχιζε ένας νέος αγώνας για ένα μεγάλο κοινωνικό έργο, το Κ έ ν τ ρ ο  Ν ε ό τ η τ ο ς, ένα Οικοτροφείο Θηλέων, που θα λειτουργούσε εκεί πάνω στον λόφο – τον βράχο, τότε, του Τιμίου Σταυρού (εικ. 5)[10].

Για το έργο αυτό το «Λύκειο των Ελληνίδων» προσέφερε τρία στελέχη: την κ. Ε ι ρ ή ν η  Γ ρ η γ ο ρ ι ά δ ο υ, την Κ α τ ί ν α  Χ α λ κ ι α δ ά κ η και την «υ π ο φ α ι ν ο μ έ ν η». Αλλά εδώ, τελικά, πρωταγωνίστρια υπήρξε η αείμνηστη Φ α ν ή  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η (εικ. 6). Γι’ αυτήν έχω αφιερώσει ένα αφήγημα στο βιβλίο μου «Ρεθεμνιώτες» (σελ. 194). Επειδή, όμως, το βιβλίο αυτό είναι, ήδη, εξαντλημένο, θα πω εδώ λίγα από τα πολλά που της χρωστούμε.

 

Η εποχή

Τότε (τη δεκαετία του ’70) δεν υπήρχαν Γυμνάσια στην ύπαιθρο. Έτσι, οι γονείς που επιθυμούσαν να μάθουν τα παιδιά τους περισσότερα γράμματα έπρεπε να τα φέρουν «στη χώρα»- όπως έλεγαν το Ρέθυμνο τότε- σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, να τους έβρισκαν ένα δωμάτιο ατομικό ή και με συγκατοίκηση με άλλα παιδιά και το βουργιάλι[11] με το καθημερινό φαγητό να πηγαινοέρχεται συνεχώς.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ένας χαρισματικός ιερέας, ο πατήρ Ι ω ά ν ν η ς  Π ί τ ε ρ η ς[12] (εικ. 7), της περιοχής του Αγίου Νικολάου, θεώρησε χρέος του να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Χωρίς οικονομικά μέσα, ίδρυσε την «Παιδική Στέγη», νοικιάζοντας 2-3 σπίτια: ένα για τα κορίτσια και δύο για τα αγόρια που ήσαν περισσότερα. Νομίζω ότι δεν ζητούσε χρήματα από τους γονείς και ο  ίδιος ομολογούσε ότι ξεκινούσε για την αγορά βέβαιος ότι «ο Θεός θα έκανε το θαύμα Του».

Συγκινημένη από τον αγώνα τού π. Ιωάννη η κ. Β ι ρ γ ι ν ί α  Τ σ ο υ δ ε ρ ο ύ  τού συνέστησε να απευθυνθεί στη «ΧΕΝ Ελλάδος», που είχε μια μακρά πείρα οργάνωσης οικοτροφείων. Απαντώντας στην αίτησή του η «ΧΕΝ Ελλάδος» έστειλε ένα κλιμάκιο να πραγματοποιήσει επιτόπια έρευνα, για να διαπιστώσει αν, όντως, έτσι είχαν τα πράγματα. Επί κεφαλής αυτού του κλιμακίου ήταν μια πεπειραμένη κοινωνική λειτουργός, η Έλλη Παπαθεοφίλου, συμφοιτήτριά μου στο PIERCE  COLLEGE. Ενθυμούμενη ότι μια Μαρία Χατζηδάκη ήταν από το Ρέθυμνο, με αναζήτησε και ζήτησε τη βοήθειά μου.

Η έκθεση του κλιμακίου ήταν θετική: ναι, ήταν απαραίτητη η αντιμετώπιση του προβλήματος των παιδιών, που ανήλικα, δώδεκα, μόλις, χρονών, καταφθάνουν στην πόλη, για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Ένας, όμως, όρος απαράβατος για την ΧΕΝ ήταν να δημιουργηθεί μια τοπική ομάδα- μια ΧΕΝ Ρεθύμνης- που να παρακολουθεί και να στηρίζει το έργο, τόσο στη φάση ανέγερσης της στέγης, όσο και στην ανάληψη της ευθύνης για την εύρυθμη λειτουργία του Οικοτροφείου.

Ο χώρος στον οποίο υπολόγιζαν να κτισθεί το πρώτο Οικοτροφείο Θηλέων ήταν, τότε, ένας τεράστιος βράχος εικοσιπέντε στρεμμάτων, ιδιοκτησίας των Γιαννούλη- Γαβαλά. Από αυτά δωδεκάμισι (121/2) στρέμματα αγόρασε η ΧΕΝ Ελλάδος, με δάνειο εικοσαετούς εξοφλήσεως, το οποίον και εξόφλησε. Τα άλλα δωδεκάμισι στρέμματα απέκτησε η «Παιδική Στέγη», με χρήματα που κατέβαλε ο αείμνηστος Γ ε ώ ρ γ ι ο ς  Β ο γ ι α τ ζ ά κ η ς, πατέρας της κ. Φαλής Βογιατζάκη, και άλλοι που γνωρίζει μόνο η κ. Βιργινία Τσουδερού, «κινητήριος μοχλός» σε όλη αυτήν την προσπάθεια.

Η τιμή, κατά τετραγωνικό μέτρο, αγοράς της έκτασης αυτής ήταν μικρή, αλλά το κόστος των απαραίτητων εκβραχισμών ήταν τεράστιο! Αυτούς τους ανέλαβε ο στρατός, με επί κεφαλής τον πολιτικό μηχανικό, έφεδρο αξιωματικό, κ. Εμμανουήλ Ανυφαντάκη, οποίος και παρέμεινε οριστικά στον τόπο μας, λόγω γάμου του με την κ. Ελένη Μιχελιουδάκη, φιλόλογο. Έτσι, ο βράχος του Τιμίου Σταυρού έγινε ένα τεράστιο οικόπεδο, στο οποίο η κ. Βιργινία Τσουδερού «ονειρευότανε» να βοηθήσει την «Παιδική Στέγη» να αποκτήσει ένα αντίστοιχο του «Κέντρου Νεότητος» κτίριο. Ένα τρίτο κτίριο θα αποτελούσε ένα Κέντρο Σίτισης όχι μόνο για τους οικοτρόφους, αλλά και για όλους όσοι στερούνται οικογένειας. Αλλά ας τα αφήσω αυτά, που άλλωστε δεν τα γνωρίζω «από πρώτο χέρι», και ας δούμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στη συνέχεια.

Με τον ερχομό του μακαριστού Τ ί τ ο υ  Σ υ λ λ ι γ α ρ δ ά κ η  ως Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου[13], το μερίδιο της ενορίας Αγίου Νικολάου («Παιδική Στέγη») μεταβιβάσθηκε στη Μητρόπολη και οικοδομήθηκε το Επισκοπείο, το οποίο συνεχώς βελτιούμενο αποτελεί καμάρι για την πόλη μας. Η ΧΕΝ, πάλι, Ελλάδος εξακολούθησε να λειτουργεί το «Κέντρο Νεότητος», ως οικοτροφείο κοριτσιών.

Όλα αυτά τα χρόνια η Φανή Παπαδουράκη κράτησε στους ώμους της όλο το βάρος της λειτουργίας του, παρά το γεγονός ότι συγχρόνως διεύθυνε και μιαν πετυχημένη εμπορική επιχείρηση στην οδό
Αρκαδίου της πόλης μας. Στο αφήγημά μου το αφιερωμένο στη Φανή[14] μεταφέρω τα λόγια της αείμνηστης Κατίνας Χαλκιαδάκη, που, μαζί με τη Φανή, αποτελούσαν την Εφορία του Οικοτροφείου:

  • Κάθε βράδυ η Φανή, μόλις έκλεινε το κατάστημά της, έτρεχε στον λόφο του Τιμίου Σταυρού όλο κέφι και προθυμία, με καλοσύνη και αγάπη, για να δει με τα μάτια της και να μάθει πώς πέρασαν τα παιδιά τη μέρα τους, τι φάγανε, πώς πήγαν στα μαθήματά τους και να ακούσει από το στόμα τής καθεμιάς τα προβλήματα που είχε μέσα κι έξω από το «Κέντρο». Είχε μια ξεχωριστή μαεστρία να πλησιάζει τα νιάτα! Και τα κορίτσια του Οικοτροφείου κυριολεκτικά τη λάτρευαν. Αλλά και κάθε μια από το προσωπικό είχε τη βαθιά πεποίθηση ότι η Φανή την πρόσεχε χωριστά και την αγαπούσε, ενώ και διευθυντικά στελέχη, που έρχονταν, κατά καιρούς, από την Αθήνα, με την έπαρση των «ειδικών», γρήγορα αντιλαμβάνονταν ότι εδώ υπήρχε στιβαρή ηγεσία και ξεκάθαρη καθοδήγηση και «γραμμή πλεύσης», στην οποία όφειλαν να προσαρμοστούν. Συγχρόνως, απολάμβαναν κι εκείνες το ζεστό περιβάλλον της οικογένειας Παπαδουράκη.

Αυτά λέει η Κατίνα Χαλκιαδάκη που ήταν πολύ κοντά της… Όμως, ο θάνατος ήρθε να κόψει το νήμα της ζωής της Φανής στα σαράντα επτά της, μόλις, χρόνια  (Γενάρης 1978). Γύρω από το φέρετρο της Φανής η ρεθεμνιώτικη κοινωνία ένιωσε ένα αίσθημα συνοχής, ενότητας, συνόλου… Για μια φορά, ακόμη, η Φανή είχε βοηθήσει τους ανθρώπους αυτού του τόπου να αισθανθούν κομμάτια του Ρεθύμνου, μέλη ενός σώματος που πάσχει ολόκληρο όταν ένας δικός τους άνθρωπος φεύγει για πάντα από κοντά τους. Όσο για κείνη, ισχύει ο λόγος: «όταν ζεις στις καρδιές αυτών που σ’ αγαπούν, δεν πεθαίνεις»[15].

Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα- ίδρυση Γυμνασίων στα κεφαλοχώρια και λειτουργία των σχολείων μόνο το πρωί, σ’ ένα ενιαίο ωράριο- ανάγκασε τη διοίκηση του «Κέντρου Νεότητος» να αναζητήσει έναν άλλο σκοπό για το ίδρυμα. Καλέσαμε, τότε, μιαν Κυριακή πρωί, τους Προέδρους των Επιστημονικών Σωματείων της πόλης, παρουσία του Σεβασμιωτάτου, κυρού Τίτου, καθώς και τον Δήμαρχο Ρεθύμνου, σε μια κοινή σύσκεψη με θέμα: «Ποιο κενό θα μπορούσε να καλύψει το “Κέντρο Νεότητος” στον προνοιακό τομέα;».

Μετά από μια τιμητική αναφορά στη μνήμη της Φανής Παπαδουράκη, ο κ.  Γ ε ώ ρ γ ι ο ς  Δ ρ α ν δ ά κ η ς, αντιπρόεδρός του Δ.Σ. ανέλαβε να κατευθύνει τη συζήτηση σε αναζήτηση του νέου σκοπού. Αφού ακούστηκαν όλες οι απόψεις, στο τέλος, έγινε δεκτή η πρόταση του κ. Δ η μ ή τ ρ η  Α ρ χ ο ν τ ά κ η  να περιθάλψουμε, στον εν λόγω χώρο, τα Παιδιά με Ειδικές Ανάγκες. Η πρόταση έγινε έργο με υπεύθυνη, μέχρι σήμερα, την κ. Ιωάννα Χρυσού.

            Οι περιπέτειες υγείας του συζύγου μου δεν μου επέτρεψαν έκτοτε να παρακολουθήσω τις εξελίξεις στον χώρο αυτόν, αφού τον περισσότερο καιρό βρισκόμουν εκτός Κρήτης.

 

Επίλογος

 

Νεαρή συμπολίτισσα όταν της ζήτησα να βοηθήσει με το κύρος της να αποκτήσει η ΧΕΝ Ρεθύμνης στέγη- «Φυτώριο Εθελοντών» τη χαρακτήρισα- μου απάντησε: «αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε!», σαν να είναι στο χέρι μας να τα ξεχάσομε!… Μόνο που οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ δεν παράγουν έργο!…. (εικ. 8)

 

Η Μαρία Τσιριμονάκη στο Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης

 

Φέφη Βαλαρή[16]

 

Η Μαρία Χατζιδάκη-Τσιριμονάκη, η τέταρτη κατά σειράν Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνης (1963-1965), το υπηρέτησε με υποδειγματικό ζήλο, όραμα και έμπνευση, ανοίγοντας νέους δρόμους στην   πορεία του. (Εικ. 1)

Τελειόφοιτος Κοινωνιολογίας του Κολλεγίου Αθηνών με πρακτική στην Αμερική για ένα χρόνο, αφοσιωμένη μελετήτρια της Κρητικής Παράδοσης, σπουδαία υφάντρα και πνευματικός άνθρωπος  με πολύ αξιόλογο για τον τόπο μας συγγραφικό έργο  έχει σημαδέψει,  με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο,  ανεξίτηλα, το Σωματείο μας  στο σύντομο διάστημα, περίπου 3 χρόνια,  που διετέλεσε Πρόεδρός  του αλλά και από ακόμη πιο πριν ως Αντιπρόεδρός του  επί Προεδρίας της  αείμνηστης Ιωάννας Τσουδερού.

Η Μαρία Τσιριμονάκη ως Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων της πόλης μας:

Α. Αναβιώνει την Ρεθεμνιώτικη βελονιά που θα αποτελέσει για χρόνια μέσο βιοπορισμού πολλών γυναικών αλλά και του Λυκείου που τα χρόνια εκείνα έχει πλέον άδεια ταμεία και προβληματική αίθουσα.  Σ’ αυτήν την προσπάθεια  βοηθούν η κ. Λήδα Παύλου Βαρδινογιάννη και η  Όλγα Μοάτσου  μέσω της οικογενείας Λαμπράκη (οι γνωστές εκδόσεις «Λαμπράκη») με εκθέσεις που οργανώνουν στην Αθήνα. Κι ακόμη η Λιλίκα Πέτρου Παπαδάκη με τα παλιά υφαντά που δίνει  για να αντιγραφούν στο ιταμίν με την Ρεθεμνιώτικη βελονιά που έχει ήδη εφεύρει η Χρυσή Αγγελιδάκη, αδελφή της Άννας Αποστολάκη,  πιστής συνεργάτιδος της Καλλιρρόης  Σιγανού Παρρέν, η οποία υπήρξε  ιδρύτρια του Λυκείου των Ελληνίδων.  Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στους  παραδοσιακούς χρωματισμούς που  είχαν κακοποιηθεί κατάφορα μέσα στην Κατοχή.  Συντρέχουν στην προσπάθεια αυτή ενίσχυσης του Λυκείου και άλλοι φίλοι και συνεργάτες  που επιθυμούν να το δουν να ξαναβρίσκει το σθένος και την δημιουργικότητά του, στοιχεία  που τόσα είχαν προσφέρει στον τόπο μας. Έτσι δημιουργείται σιγά σιγά η θαυμάσια  Συλλογή του Λυκείου που βλέπομε στις βιτρίνες του σήμερα και που αποτελείται από κομμάτια γνήσια παραδοσιακά, αναντικατάστατα και σπάνια.

Β. Την απασχολεί η διάσωση της Λαϊκής Τέχνης και με την Τοπική Επιτροπή Λαογραφικού Αρχείου που είχε σκοπό την συγκέντρωση και διάσωση λαογραφικού υλικού αλλά  και με  την βοήθεια των κυριών του Δ.Σ. του Λυκείου,  οργανώνουν ή συμμετέχουν σε εξορμήσεις στην ύπαιθρο, ενημερώνοντας για την αξία των παραδοσιακών χειροτεχνημάτων που με την ένδεια και την άγνοια που επικρατούσαν τότε καθώς και την μανία για οτιδήποτε καινούργιο και πρακτικό, ας ήταν και ζελατίνα, ξεπουλιόταν  στους γυρολόγους για ένα κομμάτι ψωμί . Μάλιστα το Λύκειο  εκδίδει ενημερωτικό, σχετικό  βιβλιαράκι, που μοιράζεται στους  ενδιαφερομένους στην ύπαιθρο.  Το 1964 γίνεται ηχογράφηση με φωτογράφηση του Κρητικού Γάμου στα Ανώγεια  και το 1963 οργανώνει στο χωριό Ασώματος και φωτογραφίζονται από την περίφημη Γαλλίδα φωτογράφο Dominique Darbois, στιγμιότυπα της τοπικής ζωής του Κρητικού και του χωριού, έργο το οποίο εκδίδεται στα Γαλλικά με τίτλο «Yanis, Le petit Grec» και κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες.  Βοηθοί  ακάματοι της Μαρίας Τσιριμονάκη  σ’ αυτές  τις μεγάλες  προσπάθειες στέκονται, κυρίως,  και παρά τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις ,  οι κυρίες του Δ.Σ. Μαρία Παπαϊωάννου, Αικατερίνη Χαλκιαδάκη και  Ιωάννα Βαλαρή.

Γ. Το 1962 πρωτοπαρουσιάζει την αναβίωση του εθίμου του Κλήδονα, που μέχρι σήμερα ανελλιπώς το Λύκειό μας οργανώνει  με θεατρικά δρώμενα, χορούς κ.α.

Δ. Δημιουργεί Κουκλοθέατρο με την βοήθεια της  κ. Ελένης Τσαγκαράκη που φτιάχνει και τις υπέροχες κούκλες,  μαζί με την Αρσινόη  Ρολόγη αλλά και την Αγλαΐα Νιακάκη και τις κυρίες Δροσάκη και Σαριδάκη, που τις ντύνουν  περίτεχνα, ενώ στο σπίτι της Ιωάννας Βαλαρή  γίνονται ηχογραφήσεις της μουσικής  επένδυσης των έργων του Περικλέτου και του Φασουλή  με πιάνο και τραγούδι.

Ε. Οργανώνει το πρώτο χορευτικό συγκρότημα της πόλης μας με θαυμάσιες παραδοσιακές ενδυμασίες, με πρωτοχορευτή τον μοναδικό Παρασκευά Μενιουδάκη και άλλους εξαίρετους χορευτές, όπως ο Τάσος Θεοδωράκης, ο Νίκος Μπεμπής, ο Λευτέρης Κοκονάς, ο Μανώλης   Σπυριδάκης, ο Χαρίτος Καναβάς κ.α.

ΣΤ. Συνεχίζει την συμμετοχή του Λυκείου στους εορτασμούς του Αρκαδιού και τις Εθνικές και Τοπικές Εορτές  και συμμετέχει ενεργά στην  «Γιορτή του Κρασιού» και  στο Καρναβάλι.

Ζ. Επίσης οργανώνει θεατρικές  παιδικές παραστάσεις.

Η. Εμπλουτίζει την βιβλιοθήκη του Λυκείου με πολύτιμες προσφορές.

Θ. Οργανώνει  χορωδία.

Ι. Συμμετέχει στις προσπάθειες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο.

ΙΑ. Καθιερώνει στο Λύκειο την γιορτή της Μητέρας αλλά και του Πατέρα.

ΙΒ. Διατηρεί επαφή με τους Έλληνες του εξωτερικού.

ΙΓ. Οργανώνει το τμήμα Δεσποινίδων του Λυκείου.

ΙΔ. Συνεχίζει τις διαλέξεις επί ποικίλων θεμάτων από διαλεχτούς ομιλητές και τις πνευματικές εκδηλώσεις.

ΙΕ. Γίνεται καταγραφή και έλεγχος των επίπλων, σκευών και όλης της κινητής περιουσίας που βρίσκεται στην αίθουσα.

ΙΣΤ. Ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα της προεδρίας της ήταν η γενική επισκευή της αίθουσας του Λυκείου  που βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ξεκινά κι αυτή με την σειρά της μεγάλο αγώνα για την εξεύρεση πόρων.  Ανταποκρίνονται στην έκκλησή του Λυκείου τα Κρατικά Λαχεία, το Ίδρυμα Αναστασίου Κουταβά, ο Σύλλογος Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι» που οργανώνει εορτή για την ενίσχυση του Λυκείου,  η κ. Λήδα Παύλου Βαρδινογιάννη, ο τότε Υπουργός Εμμανουήλ  Στεφανάκης, το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών, που οργανώνει κι αυτό ειδική εορτή  της οποίας τα έσοδα  αποστέλλει στο Λύκειο κ.α,. και γίνονται δωρεές από γνωστούς Ρεθεμνιώτες. Οι προσφορές αυτές μαζί με την αυστηρότατη επιτήρηση της ίδιας της Μαρίας Τσιριμονάκη, την  σκληρή οικονομία καθώς και την επαγγελματική τάξη των βιβλίων του Ταμείου από την τότε Ταμεία του Λυκείου  Κασσιανή Ζαμπετάκη, κατορθώνουν να καλύψουν τα έξοδα της επισκευής,  βέβαια με την ανιδιοτελή προσφορά της απαραίτητης μελέτης από τον περίφημο αρχιτέκτονα Αντώνιο Λαμπάκη,  ανιψιό της τότε Αντιπροέδρου Ιωάννας Βαλαρή,  η οποία και είναι υπεύθυνη εκ μέρους του Λυκείου για το θέμα αυτό.

ΙΖ. Παρά τις οικονομικές αντιξοότητες, το Λύκειο πάντα βρίσκει τρόπους να συμπαραστέκεται στον συνάνθρωπο και να ενισχύει αξιόλογες προσπάθειες. Οργανώνει την «Επιτροπή Μητέρων» το 1964 που προσπαθεί να προσεγγίσει νέα αγόρια και κορίτσια, οργανώνοντας φιλολογικά απογεύματα και εκδηλώσεις ειδικά γι’ αυτά.

ΙΗ. Η Λαογραφική Επιτροπή του Λυκείου τυπώνει το 1964 την εργασία του Χριστόφορου Σταυρουλάκη «Τα Λαογραφικά Κρήτης»  και το 1965 την λαογραφική εργασία του Θεοχάρη Σαριδάκη (Παύλου Κεδραίου) για τον «Κλήδονα».

Τον Σεπτέμβριο του 1964 το Κεντρικό Λύκειο των Αθηνών συγχάρηκε την Πρόεδρο του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνης  Μαρία Τσιριμονάκη «…διά την δραστηριότητα και την αγάπη με την οποίαν αγκαλιάσατε το έργον του Αρχείου Λαογραφίας», όπως αναφέρει .

Η Μαρία Τσιριμονάκη παραιτήθηκε από την θέση της Προέδρου τον Οκτώβριο του 1965 για προσωπικούς λόγους, αφήνοντας πίσω της ένα πολύτιμο, πολυποίκιλο έργο που τιμά το ίδιο το εκατονταετές  πλέον σήμερα Σωματείο αλλά και αυτήν την πόλη του Ρεθύμνου.


Ο μυστικός κόσμος της Μαρίας Τσιριμονάκη (1925-2017)

 

Μιχάλης Τζεκάκης[17]

 

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ

Η Μαρία Τσιριμονάκη το γένος Χατζηδάκη κατά τo μακρόχρονο πέρασμά της από  το Ρέθυμνο διαδραμάτισε πολλούς ρόλους. Ανέπτυξε  ποικίλες δράσεις και πρωτοβουλίες τις οποίες έφερε εις πέρας με πρωτόγνωρη για τα χρονικά του τόπου μας σοβαρότητα, πληρότητα και αρτιότητα. Είναι ανάγκη να γίνει μια γενική αναφορά σ’ αυτούς, ώστε να μπορέσουμε  να εντοπίσουμε  τις κοινές συνιστώσες, εκείνες τις μυστικές δυνάμεις που βρίσκονταν πίσω από τις πληθωρικές αυτές και φαινομενικά αποσπασματικές  δραστηριότητες. Γιατί κάτω από την πληθωρικότητα  λειτουργούσε υποδορίως  ένας μυστικός κόσμος, μια εσωτερική πνοή. Αν σταθούμε μόνο στις επί μέρους δράσεις, αν δεν βρούμε την κινητήριο δύναμη πίσω από τις επί μέρους πτυχές του βίου της,  υπάρχει ο κίνδυνος να μην έχουμε καταλάβει τίποτα από την ουσία του χαρακτήρα της Μαρίας Τσιριμονάκη. Η Μαρία δε σήκωσε ποτέ μπαϊράκι επανάστασης και ανταρσίας, κι όμως στάθηκε  επαναστάτρια και ριζοσπάστης  με τον τρόπο της. Το πέρασμα της  άλλαξε πολλά πράγματα στην πόλη. Έδωσε ένα μοντέλο αστικής οικογένειας που συνδύαζε την εμμονή στις παραδοσιακές αξίες και συγχρόνως ένα ανανεωμένο, δυναμικό και συγκαιρινό  πρόσωπο.

Το οικογενειακό της περιβάλλον. Παιδί μέσα σε μια ανερχόμενη αστική οικογένεια

Μητέρα  της ήταν  η  Ελένη το γένος Τσιριντάνη. Γυναίκα γεννημένη και μεγαλωμένη στο Ρέθυμνο, σφακιανής  καταγωγής, πιστή και σταθερή στις παραδοσιακές αξίες της Κρήτης. Άσκησε μεγάλη επιρροή  με την πίστη και τις αρχές της στη Μαρία.  Από την άλλη μεριά ο πατέρας της, ο Αριστόδημος Χατζηδάκης, ήταν  ένας  ασυνήθιστος άνθρωπος. Έφυγε παιδί  από το χωριό του, το Άνω Μέρος. Πήγε, αρχικά,  στην Αθήνα, όπου έμαθε την τέχνη της βιβλιοδεσίας. Γύρισε πίσω,  εγκαταστάθηκε  στο Ρέθυμνο  και ρίχτηκε στη δουλειά.  Παρά τις χωρικές του ρίζες,  ενσωματώνεται γρήγορα στο αστικό κλίμα της πόλης. Ήταν τα χρόνια που οι παλιές αρχοντικές οικογένειες ή είχαν φύγει από το Ρέθυμνο ή έδειχναν σημεία κόπωσης.  Άνθρωποι σαν τον Αριστόδημο φέρνουν νέο αίμα, νέα πνοή στην πόλη με το ένδοξο παρελθόν. Τα ίχνη που άφησε στο πέρασμά του ψηλαφίζονται στα ποιήματα του Καλομενόπουλου. Το βιβλιοπωλείο του, πίσω από τη Μητρόπολη έγινε  σπουδαίο στέκι και γέφυρα πολιτισμού για τον αστικό Ρεθεμνιώτικο χώρο. Ο γάμος του γύρω στο 1915 με την Ελένη Τσιριντάνη και η  σχεδόν ταυτόχρονη αγορά   ενός από τα σημαντικότερα αρχοντικά στην καρδιά της πόλης, ανάμεσα στον καθεδρικό ναό και την οδό Αρκαδίου,  αποτέλεσε ένα σταθμό για τον Αριστόδημο και τη νέα του  οικογένειά. Σ’ αυτό το φορτισμένο με ιστορία αιώνων σπίτι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα τρία παιδιά του. Ο Λευτέρης (1917-2006), ο  Λεωνίδας,  (1919-2014) και η Μαρία (1925-1917). Όπως έκαναν οι Ευρωπαίοι αστοί, έτσι και ο Αριστόδημος, προορίζει το Λεωνίδα να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση, ενώ σπουδάζει το Λευτέρη και τη Μαρία.  Το χωριό είχε μείνει πια μακρινή ανάμνηση.

 

Οι σπουδές

Η μητέρα της και η γειτόνισσά της, η Μεγάλη Παναγία, ασκούν μεγάλη επιρροή στη μικρή Μαρία. Με τη βοήθειά τους ριζώνει στέρεα στο έδαφος της παράδοσης, την οποία βιώνει, όχι μέσω βιβλίων, αλλά στην πράξη. Συγχρόνως δείχνει μεγάλη αγάπη και έφεση στα γράμματα και τη γνώση. Τις εγκύκλιες γνώσεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου τις ολοκληρώνει στο Ρέθυμνο γύρω στο 1943.  Ο Αριστόδημος χαίρεται για   την κλίση και την  έφεση της κόρης του για μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια και, χωρίς να λογαριάζει θυσίες, επενδύει σ’ αυτές με αρχοντική  γενναιόδωρα.  Μέσα στα πρώτα  δύσκολα χρόνια της απελευθέρωσης τη στέλνει  στο καλύτερο Κολλέγιο της χώρας. To περίφημο ως  τις μέρες μας Pierce College στην Αθήνα. (1944-1947). Η δίψα όμως της νεαρής Ρεθεμνιώτισσας  δε σβήνει,  επιχειρεί κάτι πρωτάκουστο για το μεσοπολεμικό Ρέθυμνο.  Μεταβαίνει στην Αμερική για  μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή (State University of Misisipi, Department of Social Studies, 1948-1949).

Τέλος του 1949 επιστρέφει στο Ρέθυμνο. Η κόρη του Αριστόδημου έχει να ζηλέψει σε τίποτα πια από τις αριστοκράτισσες των μεγάλων τζακιών  της πόλης.  Όμως η γνώμη  της μητέρας είναι αταλάντευτη. Καλές ήταν οι σπουδές στην Αμερική, παιδί μου, όμως, τώρα  ήρθε  η ώρα της οικογένειας. Η Μαρία δεν αντιστέκεται. Ακριβώς τον επόμενο χρόνο, το 1950,  λέει το ναι της. Σύζυγός της είναι ο Μανώλης Τσιριμονάκης (1913-1986) (Εικ. 1), γεννημένος και μεγαλωμένος στον Πρινέ, ένα αστικό χωριό στις παρυφές της πόλης. Έχει ήδη αρχίσει να ανέρχεται επαγγελματικά και να διαπρέπει ως δικηγόρος. Ταυτόχρονα είναι συνειδητοποιημένος πολίτης και,  φυσικά,  ακραιφνής Βενιζελικός.  Στην Κατοχή είχε ενταχθεί  στην Εθνική Οργάνωση Ρεθύμνου, τη γνωστή ΕΟΡ που είχε ιδρύσει ο εκ Πρινέ ομοχώριός του Χρήστος Τζιφάκης. Τον Απρίλιο του 1944, ήταν από τους πρωταγωνιστές της κίνησης για την ειρηνική συνεννόηση ανάμεσα στην ΕΟΡ και το ΕΑΜ Ρεθύμνης, ώστε η πόλη να βρεθεί ενωμένη κατά την κρίσιμη περίοδο της αποχώρησης των Γερμανών.   Συμπαθούσε το Σοφοκλή Βενιζέλο, όμως ποτέ δεν υπήρξε κομματικός παράγων ή  διαμεσολαβητής. Έμεινε ως το τέλος ένας υπεύθυνος πολίτης  με ανιδιοτελές το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Είναι μεγαλύτερος γύρω κατά δώδεκα χρόνια από τη Μαρία. Τίποτα  όμως δε εμπόδισε  φτιαχτεί  μια θαυμάσια  οικογένεια στο αρχοντικό της Δασκαλογιάννη.  Ήλθαν τέσσερα παιδιά. Η Στέλλα (1951) , η Λένα (1952), ο Μαθιός (1956),  και η Ρένια (1961). Η Μαρία είχε το πάνω χέρι στην ανατροφή των παιδιών. Ο Μανώλης την παραδεχόταν και τη θαύμαζε και ως σύζυγο και ως μητέρα. Και δε μιλάμε για ένα άνδρα αρνάκι. Είχε ισχυρές απόψεις, δυνατή θέληση, και θα λέγαμε ατίθασο χαρακτήρα. Δίπλα στη Μαρία, δεύτερη μητέρα στα παιδιά στάθηκε ή άγαμη αδελφή του Μανώλη, η Αργυρώ (1902-1986). Η  μόνιμη παρουσία στο σπίτι, χάρη στον απαράμιλλο χαρακτήρα της Μαρίας όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά την έκανε  αναπόσπαστο μέρος της οικογένειας.  Άλλο πρωτόγνωρο και καθόλου αμελητέο επίτευγμα της Μαρίας. Αξιοσημείωτο είναι  ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 που γεννάται και το τέταρτο παιδί της, οι κοινωνικές δραστηριότητες της Μαρίας είναι περιορισμένες. Προέχει η οικογένεια.

Μέσα σ’ αυτό το οικογενειακό περιβάλλον η Μαρία αποδείχτηκε άριστη σύζυγος και μητέρα.  Ήταν οι  μοναδικοί ρόλοι που κράτησε ως το τέλος, χωρίς να γυρίσει  ποτέ σελίδα.  Μέσα σ’ αυτή την οικογένεια έζησε  χρόνια   μεγάλης  ευτυχίας. Μη θεωρηθεί όμως ότι τα πράγματα ήταν πάντα εύκολα και ευνοϊκά γι’ αυτήν.  Πέρασε μεγάλες δυσκολίες και βίωσε  αβάσταχτο πόνο. Το 1993 ο   Χρήστος Μπάκας, ο άνδρας της μεγάλης κόρης,  της Στέλλας,  Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου,  επιστήμονας με λαμπρό μέλλον και πολλά υποσχόμενος,  βρίσκει φρικτό θάνατο μέσα στο δικαστήριο της Αθήνας, αφήνοντας πίσω του δύο παιδιά. Το 2005 τη βρίσκει νέο  φοβερό πλήγμα, που τη συνόδεψε εσωτερικά, μυστικά μέχρι το θάνατό της. Χάνει σε ηλικία 49 ετών  το καμάρι της,  τον Μαθιό (1956-2005) (Εικ. 2). Το 2011 κτυπά την πόρτα νέα συμφορά. Ο άνδρας  της δεύτερης της κόρης,  της Λένας, ο Παντελής Δρανδάκης, διευθυντής της παθολογικής και αιματολογικής κλινικής του Νοσοκομείου και από τους στυλοβάτες του Νοσοκομείου Ρεθύμνης πεθαίνει αφήνοντας πίσω του έξι  παιδιά.  Και δεν ήταν οι μόνες πίκρες. Γνώρισε και άλλα πλήγματα  που θα κλόνιζαν και τον πιο δυνατό άνθρωπο. Η Μαρία τα αντιμετωπίζει  με ανείπωτη αξιοπρέπεια. Τον πόνο της τον κράτησε βαθιά μέσα της. Δεν επεδίωξε ποτέ της τη συμπάθεια ή τη συλλύπηση  των άλλων. Στάθηκε όρθια ως το τέλος. Μεγάλη παρηγοριά και καμάρι ως το τέλος τα τρία παιδιά που της έμειναν,  μετά το θάνατο του Μαθιού και βέβαια  τα 11 εγγόνια  και τα 14 δισέγγονα Η έγνοια και η φροντίδα για την οικογένεια στάθηκε ισόβια. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Δε συνέβη όμως το ίδιο στους άλλους ρόλους. Σ’ αυτούς  αποδείχτηκε  περαστική και διαβατάρικη.  Ώρα να τους  ρίξουμε μια ματιά.

 

Σύντομο πέρασμα από τον Οδηγισμό

Η θητεία της στον Οδηγισμό του Ρεθύμνου ήταν ολιγόχρονη. Σύντομα διαπίστωσε ότι δεν την εξέφραζε και αποχώρησε. (Εικ. 3)

 

Συνεργάτης της Κίνησης του Ελληνικού Φωτός στο Ρέθυμνο (1958-;)

Η συνεργασία της με την κίνηση του Ελληνικού Φωτός είχε σχέση με ένα πολύ σημαντικό άνδρα, συγγενή από τη μητέρα της,  τον καθηγητή  Εμπορικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αλέξανδρο Τσιριντάνη, ένα σοφό και ολοκληρωμένο άνθρωπο τον οποίο, πέρα από τη συγγένεια,  τιμούσε και θαύμαζε η Μαρία σ’ όλη της τη ζωή . Τιμούσε επίσης  τον Αρίστο Ασπιώτη, τον άνδρα της αδελφής του Αλέξανδρου Τσιριντάνη το γνωστό Ψυχίατρο – δημιουργό του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής. Και οι δυο τους εκπροσωπούσαν μια σύγχρονη αντίληψη  βίωσης και έκφρασης της ορθόδοξης πίστης. Μιας πίστης που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις  ανάγκες όχι μόνο των απλών ανθρώπων, αλλά και σ’  αυτές των εγγραμμάτων αστών. Είχαν οργανωθεί κύκλοι συζητήσεων και προβληματισμών σ’  ολόκληρη την Ελλάδα και φυσικά στο Ρέθυμνο. Η Μαρία που ενδιαφερόταν για τη βίωση της πίστης στον αστικό χώρο, ως αναγκαία και φυσική  εξέλιξη της απλοϊκής κοινωνίας του χωριού,  συμμετείχε ενεργώς σ’  αυτούς τους κύκλους κάνοντας κι εδώ αισθητή την παρουσία της έντονης προσωπικότητάς της. Η εκτίμηση και ο θαυμασμός  της στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Τσιριντάνη, δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη Μαρία, όμως κάποια στιγμή  συνειδητοποίησε την ανάγκη αλλαγής. Ζητούσε κάτι  που να συνδέεται αμεσότερα με την παράδοση και τα βιώματα του τόπου της. Δεν ήθελε να απομακρυνθεί  από τις λαϊκές της ρίζες. Έτσι κάποια στιγμή γύρισε σελίδα.

 

Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων (1963-1967)

Η ανάγκη να υπηρετήσει τη γυναίκα στο πλαίσιο τόσο της  λαϊκής όσο  και της  αστικής παράδοσης του τόπου οδήγησαν  τα βήματα της στο  Λύκειο των Ελληνίδων της πόλης, για να γίνει  συνεχιστής με το δικό της τρόπο του φεμινιστικού κινήματος που ξεκίνησε σε πανελλήνια κλίμακα η Ρεθεμνιώτισσα Καλλιρρόη Παρέν Σιγανού. Έγινε Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνης, δυο χρόνια μετά τη γέννηση του τέταρτου και τελευταίου παιδιού της, της  Αργυρής. Μετά την Ιουλία Πετυχάκη, την Φερενίκη Βαλαρή και την Ιωάννα Γ. Τσουδερού είναι η τέταρτη πρόεδρος του Λυκείου. Στην ιστοσελίδα του  σημειώνονται τα εξής: Το 1963-64 με πρόεδρο την κ. Μαρία Τσιριμονάκη, ξαναζωντανεύει το Ρεθεμνιώτικο κέντημα με τους σωστούς χρωματισμούς και τα παλιά σχέδια,  πράγμα που δίνει την ευκαιρία σε πολλές Ρεθεμνιωτοπούλες να ασχοληθούν με αυτό και  να βγάλουν τα προς το ζειν.

Είναι η πιο βραχύβια Πρόεδρος του Λυκείου. Τρία μόλις  χρόνια παρέμεινε στην  προεδρία του Λυκείου, που όμως στάθηκαν αρκετά για  να αφήσει τη σφραγίδα της. Αποδείχτηκαν   ιδιαίτερα δημιουργικά  τόσο  για τη Μαρία, όσο και για το Λύκειο. Για την ίδια σηματοδοτεί την έναρξη της σοβαρής ενασχόλησής της με τη λαϊκή τέχνη και ιδιαίτερα την τέχνη που συνδέεται με τη ζωή και τα έργα της γυναίκας της Κρήτης. Προσπάθησε να εξερευνήσει και να μελετήσει τα έργα των χειρών αυτής της γυναίκας,  τα μέσα που χρησιμοποιούσε  για να ανταποκριθεί στις καθημερινές και τις γιορτινές  ανάγκες του νοικοκυριού και  της οικογένειας. Από αυτά τα χρόνια ξεκινά το ενδιαφέρον για την κρητική υφαντική και τα υλικά της. Ενδιαφέρον και έγνοια που δε θα εγκαταλείψει ποτέ τη Μαρία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του φίλου μου καθηγητή θεολόγου Γιώργου Αναγνωστάκη, στα χρόνια της Μαρίας ξεκίνησαν δύο ακόμα σοβαρές πρωτοβουλίες στο Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης:

α. η Σχολή Γονέων με τη συνεργασία και επιστασία της Ρεθεμνιώτισσας πρωτοπόρου Ψυχολόγου Μαρίας Χουρδάκη

β. οργανώθηκαν προσεγμένες παραστάσεις κουκλοθέατρου, την ευθύνη  και φροντίδα των οποίων είχε ομάδα κυριών του Λυκείου.

Ανυποχώρητη στις αρχές  της,  δε δίστασε να στενοχωρήσει μια μεγάλη κυρία και αρχόντισσα του Ρεθύμνου, που χρημάτισε και  ιδρυτικό μέλος του Λυκείου, τη σεβάσμια Ευαγγελία Μαραγκουδάκη.  Ο ανιψιός της Δημήτρης Μαραγκουδάκης χρησιμοποιούσε την αίθουσα του Λυκείου ως κινηματογράφο, το γνωστό «Ρεξ».  Η Μαρία έκρινε ότι η  αίθουσα  ήταν απαραίτητη για τις δραστηριότητες του  Λυκείου και ξεκίνησε τη διαδικασία επιστροφής της. Η κυρία Ευαγγελία φιλανθρώπως  σκεπτόμενη θέλησε να βοηθήσει τον ανιψιό  της και ζήτησε  την αναβολή της εκκένωσης. Η Μαρία όμως ήταν ανυποχώρητη.

Από το Λύκειο έφυγε παραδίδοντας τη σκυτάλη σε μια άλλη σπουδαία Ρεθεμνιώτισσα, που η Μαρία αγαπούσε και τιμούσε,  την Ιωάννα Βαλαρή. Για την ίδια η  σελίδα του βιβλίου  είχε πια γυρίσει  αμετάκλητα.

 

Δημιουργία και ανάπτυξη της ΧΕΝ της Ρεθύμνου. Ο φεμινισμός της Μαρίας στην πράξη (1968-1985) 

Η γνωριμία  και η σχέση της Μαρίας με τη ΧΕΝ έχει αφετηρία μάλλον τα χρόνια των σπουδών της στο Pierce College. Τότε συνδέθηκε με μια συμφοιτήτριά της, την Έλλη Θεοφίλου η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα επαγγελματικά στελέχη της ΧΕΝ Ελλάδος. Η αγωνία, το πάθος για την αναβάθμιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, που διακατείχε τη Μαρία Τσιριμονάκη, συνέπιπτε αν δεν ταυτιζόταν με τον βασικό κύκλο ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων της ΧΕΝ. Το σίγουρο είναι ότι οι δρόμοι τους κάποτε διασταυρώνονται και το γεγονός αυτό επρόκειτο να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πόλη μας. Βασικό ερέθισμα υπήρξε η δημιουργία ενός μαθητικού οικοτροφείου στο Ρέθυμνο από έναν εφημέριο.

 

Το οικοτροφείο του Παπά Γιάννη Πίτερη και η δραστηριοποίηση της ΧΕΝ στο Ρέθυμνο

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο παπά Γιάννης ο Πίτερης, εφημέριος της Ενορίας του Αγίου Νικολάου, ένιωσε την  ανάγκη να ηγηθεί της πρωτοβουλίας προκειμένου να εξασφαλιστεί στοιχειωδώς αξιοπρεπής στέγη για τα πολυάριθμα παιδιά που έρχονταν στο Ρέθυμνο από τα χωριά του Νομού για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Οι οικογένειές τους αντιμετώπιζαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα και τα παιδιά ζούσαν στο Ρέθυμνο κάτω από σκληρές και σε κάποιες περιπτώσεις απάνθρωπες συνθήκες. Έφτιαξε λοιπόν ο παπά Γιάννης πρόχειρες ξύλινες κατασκευές στο οικόπεδο της Ενορίας, που βρισκόταν  μπροστά από το Νεκροταφείο,  και στεγάστηκαν  γύρω στα 200 με 300 παιδιά. Η πρόχειρη αυτή λύση στέγασης των παιδιών από τα χωριά  έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της ανέγερσης ενός αξιοπρεπούς οικοτροφείου. Ανάμεσα στα άλλα πρόσωπα  στο οποία  απευθύνθηκε ο παπά Γιάννης και οι συνεργάτες του ήταν η  βουλευτής Βιργινία Τσουδερού, η οποία έσπευσε να προσφέρει τη βοήθειά της. Η κ. Β. Τσουδερού γνωρίζοντας ότι η ΧΕΝ Ελλάδος, πρόεδρος της οποίας ήταν η αδελφή της Αθηνά Αθανασίου, λειτουργούσε ένα από τα πιο γνωστά οικοτροφεία θηλέων στην Αθήνα, ζήτησε τη συνδρομή της. Η Αθηνά ήταν  ένα σοβαρό και ιδιαίτερα υπεύθυνο πρόσωπο, που αντίθετα από την αδελφή της είχε κρατηθεί μακριά από την πολιτική.  Πρότεινε λοιπόν η Βιργινία στην Αθηνά  να ιδρυθεί ένα παράρτημα της ΧΕΝ στο Ρέθυμνο με βασικό στόχο την ανέγερση ενός οικοτροφείου  θηλέων στον λόφο του Τιμίου Σταυρού.  Η ΧΕΝ και η πρόεδρός της, μετά από σοβαρό προβληματισμό κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την ανέγερση και λειτουργία ενός τόσο σημαντικού έργου δεν αρκούσε η παρουσία του παπά Γιάννη και των συνεργατών του. Έκριναν απαραίτητη την παρουσία στελεχών που να είναι εξοικειωμένα  με τα δικά τους οργανωτικά πρότυπα. Θεώρησαν  δηλαδή ότι έπρεπε να δημιουργηθεί στο Ρέθυμνο μια  υποδομή που να σχετίζεται άμεσα με την ίδια τη ΧΕΝ. (Εικ. 4)

Έτσι ξεκίνησε η κίνηση για την ίδρυση  της ΧΕΝ Ρεθύμνης,  βασικός στόχος της, ανάμεσα στους άλλους, ήταν η ανέγερση  και λειτουργία του Οικοτροφείου Θηλέων στο λόφο του Τιμίου Σταυρού.  Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο  διασταυρώνονται οι δρόμοι της Μαρίας και της Αθηνάς. Ήταν μια ευτυχής στιγμή. Η Αθηνά εντυπωσιάστηκε με την προσωπικότητα και το ήθος της Μαρίας. Μια στενή φιλία δημιουργήθηκε, που  διατηρήθηκε ως το θάνατο της Αθηνάς τον Ιανουάριο του 2008. Πάνω σ’ αυτό το γερό θεμέλιο στηρίχτηκε η δράση και η παρουσία της ΧΕΝ στο Ρέθυμνο. Για την ανέγερση του Οικοτροφείου η ΧΕΝ  προχώρησε στη σύναψη ενός μεγάλου δανείου. Γύρω στο 1970 το ίδρυμα ήταν έτοιμο να δεχθεί τους πρώτους οικότροφους. Λειτούργησε ανελλιπώς και με τρόπο άψογο  από το 1970 ως το 1982, κάτω από την άοκνο έγνοια και φροντίδα της Μαρίας και των συνεργατών της, προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια στα παιδιά της υπαίθρου που έρχονταν για σπουδές στην πόλη.

Με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και τη δημιουργία πολλών Σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Νομό,  η ανάγκη για τη λειτουργία ενός τέτοιου οικοτροφείου στην πόλη  γινόταν ολοένα και λιγότερο αισθητή. Τελικά, το 1986,  η ΧΕΝ ήλθε σε συμφωνία με το Δημόσιο για την αγορά του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου  του, προκειμένου να λειτουργήσει γυμνάσιο και λύκειο για τα παιδιά της περιοχής. Το δάνειο γι’ αυτήν αποτελούσε μεγάλο οικονομικό βάρος, που δεν μπορούσε να το σηκώσει μόνη της.

 

Η δράση της ΧΕΝ στο Ρέθυμνο

Η ανέγερση του κτηρίου και η λειτουργία του οικοτροφείου της ΧΕΝ αποτελεί μια μόνο πλευρά της όλης δραστηριοποίησης της Μαρίας μέσω της ΧΕΝ.  Όπως είπαμε, παράλληλα με τη διαδικασία ανέγερσης του Οικοτροφείου,  η ΧΕΝ οργανώνεται στο Ρέθυμνο ως παράρτημα της ΧΕΝ Ελλάδος και δημιουργεί στην πόλη  το ξεχωριστό της στέκι. Ψυχή του είναι η Μαρία.

 

Το κέντρο της ΧΕΝ στην οδό Γερακάρη

Το 1968 ενοικιάζεται το ακίνητο απέναντι από την πίσω πλευρά του ΟΤΕ στην οδό Γερακάρη.  Η αγώνας της Μαρίας στο πλαίσιο της ΧΕΝ Ρεθύμνης είναι να βγάλει τη γυναίκα από την αποκλειστική ενασχόλησή της με το νοικοκυριό, χωρίς να μετατραπεί σε στρατευμένη σουφραζέτα. Δημιουργεί μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών (Φανή Παπαδουράκη, Ευτυχία Μπιρλιράκη, Στέλλα Χαλκιαδάκη, Μαρία Πρινιωτάκη-Γιακουμάκη, Μαρίκα Λιαναντωνάκη, Τούλα Σταγάκη, Λίνα Τσουρλάκη,  Άννα Βαλέργα, Κατίνα Κανδυλάκη και άλλες «ων ουκ έστι αριθμός»,  από τις οποίες ζητώ συγνώμη,  που δεν έχω συγκρατήσει τα ονόματά τους). Γνωρίζει όσο λίγοι το μυστικό να φτιάχνει συνεργάτες και να δημιουργεί στελέχη. Με κέντρο τη Μαρία δημιουργείται ένα φυτώριο γυναικείων στελεχών και συνεργατών.  Οργανώνονται διαλέξεις με ομιλητές σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, δίδονται μαθήματα Αγγλικής,  δημιουργείται ομάδα νέων με μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Οι Ομάδες βιβλίου και φιλαναγνωσίας είναι  μια ακόμα σπουδαία καινοτομία που ξεκινά η ΧΕΝ  στο πλαίσιο της προσπάθειας για την αναβάθμιση του ρόλου και της προσωπικότητας της γυναίκας. (Εικ. 5)

 

Στο Σπίτι του  Αλή Βαφή 1976-1984

Γύρω στο 1976 η Μαρία και οι συνεργάτες της συνειδητοποιούν ότι το κτήριο της Γερακάρη δεν μπορεί να καλύψει την πληθώρα των δραστηριοτήτων που έχουν αναπτυχθεί και κάνουν ένα μεγάλο βήμα. Ενοικιάζουν το κτήριο του Αλή Βαφή στα Πεταλάδικα, που ως ανταλλάξιμο είχε παραχωρηθεί στις Οδηγούς Ρεθύμνου. Η κίνηση αυτή αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες αξιοποίησης και λειτουργικής ανάδειξης των ιστορικών κτισμάτων  της πόλης. Μαρτυρεί από το ένα μέρος την αγάπη της Μαρίας για την παλιά πόλη και από το άλλο την προορατικότητα και το υψηλό επίπεδο γούστου και αισθητικής και κριτηρίων που τη διέκρινε.  Δεν ήταν μικρομεσαία ούτε η Μαρία, ούτε οι συνεργάτισσές της. Παίρνουν ένα καταδικασμένο από την αχρησία αρχοντικό (ίσως το ένα από τα τρία  -τέσσερα λαμπρότερα της πόλης)  και του δίνουν ζωή, κίνηση, νιάτα. Αναρωτιέμαι αληθινά για το ποια είναι η καλύτερη χρήση για την πόλη αυτού του μοναδικού χώρου. Τότε, στα χρόνια της Μαρίας και της ΧΕΝ, που λειτουργούσε  ως ένα πολύβουο, ζωντανό ρεθεμνιώτικο στέκι, ή  τώρα, ως ένα αποκομμένο από τη ζωή της πόλης ρεστοράν στην υπηρεσία της τουριστικής μας ελίτ… Βοήθεια για την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορούμε  ίσως να πάρομε από το παρακάτω διαφημιστικό κείμενο για το συγκεκριμένο χώρο: «Σε έναν μυστικό και κρυμμένο κήπο πίσω από την πλατεία Μικρασιατών στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου, θα συναντήσετε το πιο ατμοσφαιρικό, εναλλακτικό και ψαγμένο [sic!!!] στέκι της κρητικής πόλης. Ο λόγος για τον Κήπο του Αλή Βαφή, που συναντάται στο σημείο όπου κάποτε στεγαζόταν το βενετσιάνικο ιππικό και αργότερα αποτέλεσε κατοικία του Τούρκου μεγαλέμπορα Αλή Βαφή. Ο χώρος λειτουργεί από το πρωί σαν art cafe για καφέ, ενώ αποτελεί και ιδανική επιλογή για ένα άκρως απολαυστικό και φρουτώδες cocktail τη νύχτα …» 

Το Κέντρο της ΧΕΝ θα μεταφερθεί κατά την περίοδο  1984-1986 στο πλατεία 25ης Μαρτίου,  δίπλα από το Καμαράκι, που συνδέει τη Λεωφόρο Κουντουριώτη με την οδό Αρκαδίου.

 

Ο φεμινισμός της Μαρίας

Είναι ενδιαφέρον να δούμε τα δεδομένα που απαρτίζουν το φεμινισμό της Μαρίας, όπως αυτός φανερώθηκε στο πλαίσιο της δράσης της στη ΧΕΝ.  Πρότυπό του δεν είναι  ο τύπος της σουφραζέτας. Η απελευθέρωση δε λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Άνδρας και γυναίκα έχουν διαφορετικούς ρόλους. Σκοπός δεν είναι η εξαφάνιση των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν το ανδρικό από το γυναικείο φύλο, αλλά η σχέση της αλληλοσυμπλήρωσης. Η  Μαρία, βέβαια, δεν αγνοεί ούτε παραγνωρίζει την καταπίεση και τον υποβιβασμό της γυναίκας.  Η έγνοια της να βγάλει τη γυναίκα από τον αποκλειστικό ρόλο της νοικοκυράς δεν ήταν κάτι εφήμερο και περαστικό, την ακολούθησε ως το τέλος της ζωής της. Έβλεπε ότι για πολλές γυναίκες το σπίτι λειτουργούσε ως περίκλειστη φυλακή, ένας στεγανός θύλακας και θέλησε να τις   βγάλει, να τις  απελευθερώσει  από ένα τέτοιο εγκλεισμό, χωρίς όμως καμιά αβαρία ή έκπτωση στον καίριο ρόλο της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας. Το δύσκολο αυτό ιδεώδες το ενσάρκωσε η ίδια στον εαυτό της και το σπίτι της. Δε θέλει η Μαρία μόνους ούτε τους άνδρες, ούτε τις γυναίκες. Τους/τις θέλει μαζί.  Χαρακτηριστικό για το ζήτημα αυτό αποτελεί το γεγονός ότι  οι περισσότερες από τις δραστηριότητες της ΧΕΝ στο Ρέθυμνο απευθύνονταν και στα δύο φύλα και όχι μόνο αποκλειστικά στις γυναίκες. Και βέβαια οι γυναίκες είχαν πάντα τον τρόπο τους να πείθουν τους άνδρες τους να τις συνοδεύουν στο κτήριο του Αλή Βαφή.

 

Ο Σύλλογος «Αγάπη»  με την Ιωάννα Χρυσού

Στο πρόσωπο της Ιωάννας Χρυσού η Μαρία εντόπισε μια γυναίκα με σοβαρότητα και συνέπεια. Τράβηξε αμέσως την προσοχή της και έτσι ξεκίνησε γόνιμη  συνεργασία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ΧΕΝ Ρεθύμνης. Καρπός της είναι ο σύλλογος «Αγάπη» που δραστηριοποιείται στο χώρο των παιδιών της πόλης με ειδικές ανάγκες. Η Ιωάννα πήρε την υπόθεση αυτή πολύ ζεστά και την  έκανε έργο ζωής.  Η Μαρία  το χάρηκε ιδιαίτερα αυτό και  σαν είδε ότι η στιβαρή παρουσία της Ιωάννας αρκούσε από μόνη της για να σταθεί  ο Σύλλογος, τον αποδέσμευσε από τη ΧΕΝ.  Έτσι ο Σύλλογος λειτουργεί αυτόνομα ως τις μέρες μας, έχοντας ως πρόεδρό του τον Μητροπολίτη Ρεθύμνης και προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες  στην πόλη και τους ανθρώπους της.

 

Η αποχώρηση από τη ΧΕΝ

Γύρω στο 1986 η Μαρία διαπιστώνει ότι η ΧΕΝ έχει ριζώσει για καλά στην πόλη, έχει αναπτύξει πολλές και σημαντικές πρωτοβουλίες και έχει αποκτήσει πληθώρα στελεχών που είναι πια ικανά και άξια να συνεχίσουν το έργο που η ίδια είχε ξεκινήσει. Μια ομάδα νέων γυναικών είχε δημιουργηθεί και συνέχιζε με το ίδιο κέφι και την ίδια ποιότητα την αρχική προσπάθεια. Η Μαρία έκρινε ότι δεν είχε κανένα λόγο να παραμένει Πρόεδρος. Έγιναν εκλογές εκλέχθηκε νέο συμβούλιο και η Μαρία, όπως το έκανε πάντα,  απεχώρησε ήσυχη ότι έκανε το καθήκον της και με τη βεβαιότητα  ότι η ΧΕΝ θα συνεχίσει να λειτουργεί το ίδιο καλά και χωρίς αυτήν…

 

Η Επιτροπή των Ρεθεμνιώτικων Νέων για την απονομή βραβείων σε διακεκριμένους Ρεθυμνίους

Ο δραστήριος και πάντα πρωτότυπα  επινοητικός εκδότης των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, ανέλαβε την πρωτοβουλία βράβευσης των Ρεθεμνιωτών που ξεχώριζαν με το έργο και την προσφορά τους στον τόπο. Δημιούργησε λοιπόν μια Επιτροπή σοβαρών συμπολιτών για την επιλογή και τη βράβευση αυτών που «έργω» αποδεικνύονταν άξιοι της πόλης μας. Ζήτησε λοιπόν από τη Μαρία, την οποία πάντα θαύμαζε, να γίνει μέλος της Επιτροπής. Η Μαρία δέχθηκε καταρχήν. (Εικ. 6) Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η Μαρία έκανε την αυτοκριτική της. Νιώθει ότι δεν είναι αρμοδιότητά της να απονέμει τέτοιου είδους βραβεία και … παραιτείται. Μεγάλη υπόθεση να έχεις τη δύναμη να παραιτείσαι. Η Μαρία μας το δίδαξε αυτό.

 

Η συγγραφική της δράση

Ανάμεσα στα άλλα,  η Μαρία είναι ιδιαίτερα προικισμένη με το χάρισμα του προφορικού και του γραπτού  λόγου. Γνωρίζει να μιλεί και να γράφει σωστά  Ελληνικά και βέβαια Αγγλικά. Όμως για την ίδια  ο λόγος –γραπτός ή προφορικός–  δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε μέσο επίδειξης  και προβολής. Είναι μόνο ένα εργαλείο, ένα μέσο απαραίτητο για τη δουλειά της.

 

Συνεργάτης των «Ρεθεμνιώτικων Νέων»

Ο διευθυντής των  «Ρ.Ν.», ο Γιάννης Χαλκιαδάκης που γνώριζε όσο λίγοι να εντοπίζει και να «γραδάρει»  την ποιότητα των ανθρώπων της πόλης μας,  έτρεφε, όπως ήδη έχομε πει,  μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό στο πρόσωπο της Μαρίας. Την ενθάρρυνε να δημοσιεύει στην εφημερίδα του κείμενά της.  Δημιούργησε μια μόνιμη στήλη με το γενικό τίτλο:  «Από όσα διάβασα για το Ρέθυμνο». Τον κύκλο αυτό των δημοσιευμάτων ακολούθησε ένας δεύτερος κάτω από τον τίτλο: «Από όσα μου είπαν τα βιβλία για τη γυναίκα της  Κρήτης». Ρέθυμνο και γυναίκα της Κρήτης,  οι δύο ισόβιες αγάπες της Μαρίας. Η Μαρία ξέρει να γράφει. Τα γραπτά της διαβάζονται. Γίνονται δημοφιλή.  Κάποια στιγμή νιώθει  πως έδωσε αυτά που μπορούσε. Δε διστάζει ούτε στιγμή. Παρακαλεί την εφημερίδα να βγάλει το όνομά της από τη μόνιμη λίστα των συνεργατών της και αποσύρεται.  Κλείνει και αυτή τη δραστηριότητα και αλλάζει σελίδα.

 

Τα βιβλία της

Εκτός από την αρθρογραφία της στις τοπικές εφημερίδες  συνέγραψε έξι  βιβλία, που αποτελούν πια εξέχον και αναπόσπαστο τμήμα της τοπικής μας βιβλιογραφίας,  (1. Εν Ρεθύμνω το 1997.  2. Ρεθεμνιώτες 2000, 3. Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν, 2002. 4. Φυτικές βαφές 2005. 5. Ο κρητικός κουσκουσές, 2005.  6. Τα τελειώματα, 2007).  (Εικ. 7) Τα παρουσιάζει στην αποψινή εκδήλωση ο κ. Χάρης Στρατιδάκης και η κα Κατερίνα Τσακάλη. Τα βιβλία αυτά στάθηκαν πρωτοποριακά, τόσο για την κοινωνική ιστορία του Ρεθύμνου, όσο και για ζητήματα λαϊκής τέχνης και υφαντικής.  Όμως, όπως είπαμε,  το γράψιμο και η συγγραφή δεν ήταν γι’ αυτήν αυτοσκοπός. Δεν θεωρούσε τον εαυτό της συγγραφέα, ούτε περηφανευόταν γι’ αυτό. Και ούτε βέβαια βαυκαλιζόταν για τις  «ρεθυμνιολογικές» της επιδόσεις.   Το γράψιμο δεν το είδε ως δυνατότητα κομπασμού, αλλά ως φυσικό καρπό και προέκταση των ενδιαφερόντων της. Ως καρπό της εμπειρικής της γνώσης και της μεγάλης αγάπης που έτρεφε  για τον τόπο, τη γυναίκα και την παράδοσή.

 

ΜΕΡΟΣ Β.  ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ

Στόχος του δεύτερου μέρους της εισήγησής μας είναι να ανιχνεύσουμε τις μυστικές συνιστώσες του χαρακτήρα και της προσωπικότητας της Μαρίας. Όλα εκείνα τα εσωτερικά στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να αφήσει πίσω της ένα τόσο σημαντικό και δακτυλοδεικτούμενο έργο. Να ανιχνεύσουμε, δηλαδή,  τα δομικά στοιχεία που βρίσκονται  κάτω από την επιφάνεια των ρόλων και των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνει. Να εντοπίσουμε  σε τελευταία ανάλυση τα μυστικά της επιτυχίας της.

 

Υπέρβαση των πειρασμών που ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση

 

α. η ανάγκη απόκτησης δύναμης και εξουσίας

Αυτό το κοινό χαρακτηριστικό της θνητότητάς μας,  φαίνεται ότι η Μαρία το ξεπέρασε από νωρίς. Απέναντι στην εξουσία και τους ανθρώπους της κρατήθηκε σε απόσταση. Κτυπούσε την πόρτα τους κάθε φορά που η χρεία το απαιτούσε, ποτέ όμως δεν προσκολλήθηκε ούτε στην ίδια την εξουσία, ούτε σ’ αυτούς που την εκπροσωπούσαν. Δεν θέλησε ποτέ να εκμεταλλευθεί ή να επαναπαυθεί μακαρίως στις επιτυχίες της. Πέρασε από πολλά πόστα και καρέκλες δεν κόλλησε όμως σε κανένα. Δε θέλησε να μεταλλαχθεί  η ίδια σε ένα κέντρο εξουσίας.

 

β. η ανάγκη επιβεβαίωσης της αξίας μας από τους άλλους (ο πειρασμός της φιλαυτίας)

Η Μαρία γνώριζε καλά τον εαυτό της. Γνώριζε καλά και τις δυνατότητές της, αλλά και τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της. Ήξερε πολύ καλά που φτάνουν οι δυνάμεις της και που σταματούν τα όριά της. Δεν περίμενε από τους άλλους ή τη δημοσιότητα για  να επιβεβαιωθεί και να υπερβεί το αίσθημα ανασφάλειάς Η επιβεβαίωση ερχόταν από μέσα της. Από τον πλούσιο εσωτερικό, μυστικό της κόσμο.  Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια εσωτερική δύναμη και ένα προχωρημένο στάδιο κριτικής αυτογνωσίας. Το διέθετε αυτό η Μαρία.

 

γ. Δεν κολλά σε ένα ρόλο ή σε ένα έργο

Η πλούσια εσωτερική της ζωή τη βοηθά να μην κολλά ποτέ σε ένα από τους πολλούς ρόλους που ανέλαβε στη ζωή της. Αν εξαιρέσουμε το ρόλο της ως συζύγου, μητέρας που δεν τον παραμέρισε και δεν τον άφησε ποτέ, η Μαρία, μόλις ολοκλήρωνε το συγκεκριμένο έργο  ή ρόλο έφευγε. Ήξερε να αποσύρεται. Δίδαξε πώς να αποχωρεί κανείς  και να μην ταυτίζεται  ισοβίως με ένα συγκεκριμένο έργο. Γύριζε συνέχεια σελίδα και ξεκινούσε κάτι καινούργιο.  Δεν είχε ανάγκη ούτε από αξιώματα, ούτε από καρέκλες. Έγραψε βιβλία, αλλά δεν έκανε το  συγγραφέα. Είχε δυνατή σκέψη και έντονο κοινωνικό προβληματισμό,  αλλά δεν έκανε τη  διανοούμενη. Ασχολήθηκε με το Ρέθυμνο την ιστορία και τους ανθρώπους του, αλλά δεν πίστεψε πως είναι  ρεθυμνιολόγος. Η ενασχόληση με το Ρέθυμνο και τους ανθρώπους του ήταν για τη Μαρία καρπός μιας εσωτερικής  ανάγκης, μιας μεγάλης αγάπης. Ποτέ χόμπι ή μέσο προβολής. Μπορούσε να διαλέγεται και με υψηλού μορφωτικού επιπέδου πρόσωπα, αλλά και με απλές γυναίκες και ανθρώπους του λαού.

 

δ. Το αίσθημα αυτάρκειας και υπεροψίας 

Δεν είχε ποτέ την αίσθηση  ότι  τα γνωρίζει όλα, ότι τα καταφέρνει  μόνη της χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια των άλλων ή ακόμα και αυτού του Θεού.  Δεν είχε ποτέ τέτοιες ψευδαισθήσεις η Μαρία. Είχε απόλυτη γνώση των ορίων και των περιορισμών της.  Τη θαύμαζα που κάθε φορά που την επισκεπτόμουν μου διάβαζε τα γραπτά της και ζητούσε τη γνώμη μου ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτή γνώριζε καλύτερα από μένα το ζήτημα. Ήταν πάντα έτοιμη να συζητήσει, ακόμα και να δεχθεί τις παρατηρήσεις του άλλου και να τροποποιήσει το γραπτό της. Έξω από αυτήν η αυτάρκεια και η υπεροψία. Στον πειρασμό αυτό της αυτάρκειας και υπεροψίας, η Μαρία αντιπαραθέτει το πνεύμα της μαθητείας.

 

Γίνεται δια βίου μαθήτρια

Ακούει και μαθαίνει και από τον τελευταίο στη σειρά. Δεν κάνει ότι τα ξέρει όλα. Από όλους κάτι έχει να μάθει και να πάρει. Το στοιχείο αυτό αποτελούσε τη βάση  των σχέσεών της με τους συνεργάτες της. Ποτέ δεν κάνει κάτι μόνη. Τις όποιες σκέψεις προβληματισμούς και ανησυχίες που προηγούνται της δράσης τις μοιράζεται με τους συνεργάτες της . Δίνει σημασία και αξία και στον πιο απλό και άσημο από τους ανθρώπους  της. Τον ακούει προσεκτικά και σεβαστικά. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει  να βγάζει  το καλύτερο και ευγενέστερο κομμάτι τους.

 

Ειλικρινής, τίμιος και ευθύς λόγος και πράξη (« Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου» (Ματθ. ε΄, 34).

 Η Μαρία ποτέ δεν έκρυψε τα χαρτιά της. Ποτέ δεν θέλησε να πει ή να δείξει τα πράγματα διαφορετικά από αυτά που πίστευε και βίωνε.  Ποτέ δεν επιχείρησε να κρύψει την αλήθεια. Ο ειλικρινής, τίμιος και ευθύς λόγος αποτελούσε τη στέρεη  βάση πάνω στην οποία οικοδομούσε τις σχέσεις της και ρύθμιζε τη συμπεριφορά της. Ποτέ κτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Ποτέ πίσω από την πλάτη. Ό,τι  είχε να πει το έλεγε μπροστά σου. Το ίδιο έκανε και με τους ανθρώπους της εξουσίας.  Χύμα την αλήθεια, χωρίς περιστροφές, η χαϊδολογήματα.

 

Απόλυτη συγκέντρωση και αφοσίωση στην κάθε δράση  ή έργο που καταπιάνεται

Για τη Μαρία ο χρόνος είναι ένα δώρο που ο άνθρωπος έχει την υποχρέωση να διαχειριστεί με οικονομία και φρόνηση.  Κάθε φορά που ξεκινά ένα νέο έργο ή δράση, η Μαρία δίνει όλο της τον εαυτό. Επικεντρώνει όλη την τη προσοχή και όλες της τις δυνάμεις. Δίδεται ολόκληρη χωρίς περισπασμούς  σ’ αυτό  που κάνει τη συγκεκριμένη στιγμή. Δε σπαταλά άσκοπα το χρόνο της,  δε χασομερά. Δεν παίζει, ούτε χαλαρώνει όταν κάνει κάτι. Για το λόγο αυτό η κάθε ενασχόλησή της δεν είναι εύκολη και απλή υπόθεση, είναι επίπονη, κοπιαστική και  της δημιουργεί ψυχική και σωματική ένταση. Ήταν χαρακτηριστική η έκφραση  του προσώπου της καθώς παρακολουθούσε το συνομιλητή της. Το έκανε  πάντα  με τεταμένα  όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Είτε παρακολουθούσε μια ομιλία, είτε άκουε το συνομιλητή της, είτε βρισκόταν στην Εκκλησία την ώρα της Λειτουργίας τα χαρακτηριστικά και οι συσπάσεις του προσώπου της είχαν την ίδια ένταση. Ρουφούσε, εισέπνεε την κάθε φράση, την κάθε  λέξη που απευθυνόταν σ’ αυτήν. Δε υπολογίζει έξοδα, κόπους, ταλαιπωρίες προκειμένου να επιτύχει ένα άρτιο και αψεγάδιαστο αποτέλεσμα. Τυπικό παράδειγμα είναι το τα δυο ταξίδια που έκανε στην Τουρκία προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τους Τουρκοκρητικούς που περιγράφει στο βιβλίο της: «Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν». Το πρώτο ταξίδι το έκανε μόνη της  το 2000 σε ηλικία 76 ετών (!), ενώ στο δεύτερο  τη συνόδεψε η εγγονή της, η Χαρά Π. Δρανδάκη.  Πραγματικά μένει κανείς έκπληκτος από τα αποθέματα δύναμης, θέλησης και αποφασιστικότητας που διέθετε λεπτοκαμωμένη και εξωτερικά εύθραυστη αυτή γυναίκα.

 

Το πνεύμα συνεργασίας

Η Μαρία δε λειτουργεί ποτέ μόνη της.  Όπως είπαμε, δεν το δουλεύει και δεν συζητάει μόνο με τον εαυτό της τις δράσεις και τις ενέργειες που προετοιμάζει. Κινητοποιεί και εμπλέκει όλους τους φίλους και όλους τις/τους συνεργάτριες/ες στα έργα και τις δράσεις που ξεκινάει.  Τα μοιράζεται όλα με τους ανθρώπους της.

 

Η σχέση της με την παράδοση του τόπου

Για τη  Μαρία η  παράδοση δεν είναι φολκλόρ, ή κάτι το εξωτικά ελκυστικό.  Η σχέση της με την παράδοση ξεκινά ως βίωμα από τα παιδικά της χρόνια και παραμένει τέτοιο ως το τέλος της ζωής της. Την βλέπει ως έκφανση ζωής. Σαν ένα ολοκληρωμένο και καλά δομημένο σύνολο. Όχι αποσπασματικά, ως τέχνη, ως λαογραφία, ως ιστορία, ως εκκλησιαστικό ή λειτουργικό κύκλο, ως κομμάτι της κοινωνιολογίας ή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, ή  ως ανώδυνη   ενασχόληση για την ανίχνευση ιστορικών ή αρχαιοδιφικών   ειδήσεων και πληροφοριών που έχουν σχέση με το Ρέθυμνο  και τους ανθρώπους του. Θρησκευτική παράδοση και λατρεία, πανηγύρια,  οικογένεια,  σχέσεις, κοινωνικός βίος, τέχνη, συνήθειες, έθιμα, φυσικό περιβάλλον  αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Αν αρχίσεις να αφαιρείς  το ένα ή το άλλο, το οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Η λαϊκή τέχνη, για  παράδειγμα, δεν  ενδιαφέρει τη Μαρία ως αυταξία, αλλά ως λειτουργικά ενταγμένο  τμήμα μέσα σ’ ένα ευρύτερο σύνολο, ως φυσικός καρπός ενός  τρόπου ζωής.

 

Η σχέση της με την Εκκλησία

Είπαμε ήδη ότι η σχέση της Μαρίας με την Εκκλησία εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεών της με τη γενικότερη παράδοση.  Ποτέ ως κάτι αποκομμένο απ’ αυτήν. Η παράδοση που βιωματικά κληρονόμησε από τη μητέρα της  περιέχει και τον εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης. Η σχέση και τα βιώματα αυτά δεν επηρεάζονται, ούτε ξεθωριάζουν  εξ αιτίας των σπουδών της, ή των συναναστροφών ή των σχέσεών της  με πρόσωπα που ανήκουν σε μορφωτικά και κοινωνικά ανεπτυγμένα στρώματα. Η νεωτερικότητα την αφήνει ανέγγιχτη. Το πνεύμα του διαφωτισμού ακουμπά άλλες πλευρές της ζωής της, όχι όμως και τη σφαίρα της εκκλησιαστικής της ζωής.  Οι γνωστικές και διανοητικές της λειτουργίες, η  σκέψη της,  το μυαλό της είναι ενεργείς και οξυμμένες πέρα από το μέσο όρο. Ο βιωματικός όμως χαρακτήρας της πίστης της δεν επηρεάζεται και δεν κλονίζεται από τη λειτουργία του μυαλού της. Πίστη και ορθολογικότητα δεν μπερδεύονται, αλλά  λειτουργούν, χωρίς να συγκρούονται, σε δύο διαφορετικά επίπεδα.  Η κοινωνική της εξωστρέφεια και δραστηριότητα δεν αμβλύνει τα εκκλησιαστικά της βιώματα.  Αυτό δε σημαίνει ότι η πίστη της  παραμένει σε ένα απλοϊκό,  αφελές  και στατικό επίπεδο. Ο χαρακτήρας της να παίρνει πολύ στα σοβαρά αυτά που κάνει, ή αυτά με τα οποία ασχολείται δεν εγκαταλείπει τη Μαρία, ούτε  στο χώρο της θρησκευτικής της πίστης. Προβληματίζεται, διαβάζει, ερευνά, συζητά με σοβαρούς ανθρώπους της πίστεως και της εκκλησιαστικής σκέψης. Αρχίζει να υποψιάζεται τους μυστικούς δρόμους που πήρε η ανατολική παράδοση σε σχέση με τη ορθολογοκρατούμενη δύση.  Αυτή η αναζήτηση την κάνει να κατανοήσει καλύτερα πλευρές της παράδοσης που της ήταν ανυποψίαστες προηγουμένως. Πλευρές της πίστης  που εμποτίζουν  τη βάση του μυστικού της κόσμου. Αυτού  που λειτουργεί  υποδόρια,  δίνοντας νόημα και συνοχή στις φαινομενικά αποσπασματικές της δράσεις. Συμμετέχει με συνέπεια και χωρίς αβαρίες στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν παίζει, δεν αστειεύεται η Μαρία. Την ενοχλεί που ο κόσμος τη θεωρεί τέλεια και αψεγάδιαστη. Γνωρίζει πως ως άνθρωπος έχει και αυτή τις αδυναμίες της. Σκέπτεται το: «… καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, (Κύριε),  ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν».  Ψαλμ. 142. Και η Μαρία όπως πάντα, δεν περιμένει.  Τολμά. Βρίσκει ένα πραγματικό πνευματικό, που έχει τη φήμη του πιο σοβαρού και αυστηρού εξομολόγου στην πόλη, τον αείμνηστο πατέρα Ιωάννη Κυριακάκη, και σ’ αυτόν ανοίγει τον ψυχικό της κόσμο. Δεν του ζητά επιείκεια και κατανόηση. Του ζητά να την κρίνει αυστηρά.

Αυτός ο μυστικός πνευματικός εξοπλισμός της Μαρίας θα αποτελέσει το βασικό της στήριγμα για να κρατηθεί και να μην καταρρεύσει  από τα απανωτά και ασυνήθιστα  σκληρά  πλήγματα που δέχθηκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Σ’ αυτό τον εσωτερικό μυστικό κόσμο της πίστης θα καταφύγει η Μαρία για να ζητήσει παρηγορία και λύτρωση. Να μπορέσει να σηκώσει ως το τέλος  τον αβάσταχτο  πόνο που την βαραίνει.  Και τότε ήταν που με άφησε για μια φορά ακόμα  έκπληκτο η Μαρία. Καθημαγμένη  καθώς ήταν από τον πόνο και την οδύνη μάνα, ήταν από τα πολύ λίγα, τα πραγματικά ελάχιστα  πρόσωπα που εδικαιούντο να μιλήσουν και να στυλώσουν  μανάδες, ψυχές  από τον ίδιο, μ’ αυτή, σπαραγμένες πόνο. Την είδα να το κάνει στο πρόσωπο μιας γειτόνισσάς της, το ίδιο μ’ αυτήν πληγωμένη.

Ναι! Η Μαρία ήταν ένα δώρο του Θεού σε μας.

 Το συγγραφικό λαογραφικό έργο της Μαρίας Τσιριμονάκη

 

Κατερίνα Τσακάλη-Δομαζάκη[18]

 

Μια σημαντική προσφορά της αείμνηστης Μαρίας Τσιριμονάκη αποτελεί το λαογραφικό της έργο, το οποίο συγκεντρώνεται συγγραφικά σε τρία βιβλία:

-«Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης»[19]

-«Ο κρητικός κουσκουσές. Η σκουλάτη πατανία της Κρήτης»[20]

-«Τελειώματα…»[21]

Πρόκειται για βιβλία, που συνδυάζοντας τις εικόνες με κατατοπιστικά κείμενα για τους αναγνώστες και τους ενδιαφερόμενους, μας φέρνουν σε επαφή με τον μαγικό κόσμο του κρητικού λαϊκού πολιτισμού και των υλικών του έργων. Μας ξεναγούν στον κόσμο της κρητικής υφαντουργίας, που έχει ρίζες στη μακραίωνη παράδοση του τόπου μας, με στόχο να μας ευαισθητοποιήσει και να ξυπνήσει τη μνήμη, «…να αποκαταστήσει τους χαμένους κρίκους στην αδιάκοπη αλυσίδα της κρητικής μας παράδοσης», όπως επισημαίνει η ίδια στο πρώτο βιβλίο της.

Στο πρώτο αυτό λαογραφικό βιβλίο της (εικ. 1) προβάλλονται η οικολογική ευαισθησία και ο έρωτας για τη φύση, «τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα που κρύβει στα  σπλάχνα της», όπως αναφέρει, ως οι λόγοι που την οδήγησαν στην ενασχόληση με την προσωπική συλλογή φυτών και την παρασκευή φυτικών βαφών , όπως έκαναν οι παλιές γυναίκες της Κρήτης. Όπως έκαναν παλιότερα οι ανώνυμες γυναίκες της υπαίθρου, εκείνες που τα χέρια τους δεν άφησαν άλλα αποτυπώματα, πέραν των χειροτεχνημάτων τους, μιας και τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είχαν σβήσει από την τριβή με την πέτρα των χωραφιών (Γιάννης Κουμεντάκης).

Από την αρχαιότητα η Κρήτη ήταν γνωστή για την τέχνη του βαψίματος και για την εξαγωγή βαφικών υλών, όπως μαρτυρούν διάφορες φιλολογικές πηγές. Όπως αναφέρει η Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη, «τα παλαιότερα χρόνια αντλούσαν τις βαφικές ύλες από διάφορα φυτά της Κρήτης και ο τρόπος της βαφής με την πορφύρα ίσως να είναι μια πανάρχαια μινωική κληρονομιά. Η βαφική τέχνη, όπως και η υφαντική, διατηρήθηκε για πολλά χρόνια στον οικιακό χώρο, γιατί μεταβιβαζόταν από μάνα σε κόρη  και σε πολλές περιπτώσεις ο τρόπος βαφής των υφαντικών υλών έμενε οικογενειακό μυστικό, που δύσκολα το μαρτυρούσαν σε ξένους. Έτσι χάθηκαν πολλοί τρόποι βαφής και πολλά φυτά που έδιναν χρωστικές ουσίες  παραμένουν σήμερα άγνωστα[22].

Μεγάλη αναφορά γίνεται από τη Μαρία Τσιριμονάκη στις «δασκάλες της», όπως συγκινητικά αποκαλεί τις πηγές της Άννα Αποστολάκη, Ευαγγελία Φραγκάκη και Ελένη Ανυψητάκη-Δαουράκη, ξεχωριστές Κρητικές, που φρόντισαν όχι μόνο να ερευνήσουν αλλά και να καταγράψουν με ακρίβεια πληροφορίες,  παρατηρήσεις και περιγραφές, σχετικές με τις φυτικές βαφές.

Στη συνέχεια μας κατατοπίζει αναλυτικά από ποια φυτά θα πάρουμε επιθυμητά χρώματα, μας δίνει ακριβείς δοσολογίες, μεθόδους παρασκευής βαφών και μας ενθαρρύνει να πειραματιστούμε και να μοιραστούμε τις γνώσεις μας, παραπέμποντάς μας σε διαδικτυακές αναζητήσεις, μέσω συγκεκριμένης ιστοσελίδας.

Φίλοι της Μαρίας Τσιριμονάκη μαρτυρούν πως οι αποχρώσεις που κατόρθωνε να πετυχαίνει από την τσουκνίδα ή τα χαμομήλια την γέμιζαν χαρά, που γινόταν ακόμη μεγαλύτερη όταν τους προσκαλούσε στο εργαστήρι του σπιτιού της και μοιραζόταν μαζί τους τις ανακαλύψεις της από ένα μάτσο ανθισμένες μαντηλίδες ή από λίγες ταπεινές ξυνίδες που κάποιος απ’ αυτούς της είχε χαρίσει.

Το δεύτερο χρονολογικά λαογραφικό της βιβλίο «Ο κρητικός κουσκουσές» (εικ. 2), αναφέρεται στο «κορυφαίο κομμάτι της προίκας  της κρητικιάς νύφης, που στόλιζε το νυφικό κρεββάτι, που ζέσταινε το σώμα του ζευγαριού, που γέμιζε υπερηφάνεια  με την τέχνη και την ομορφιά του, τη μάνα ή την ίδια την κόρη, εάν το είχε υφάνει εκείνη».

Η ιστορία του κουσκουσέ χάνεται στο βάθος του χρόνου, όπως χάνεται και η τέχνη της υφαντικής. Κι όπως αναφέρουν ο Γιώργος Χαρβαλιάς και η Λαμπρινή Αντωνοπούλου, «Η απομόνωση της Κρήτης και μάλιστα υπό συνθήκες κατοχής, θα διαρκέσει 700 χρόνια (1205-1898), φαινόμενο μοναδικό, όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά πιθανόν και παγκόσμιο. Είναι θαυμαστό πως ο λαός αυτός, χωρίς παιδεία, χωρίς πολιτική εξουσία, χωρίς ελπίδα ουσιαστικής απελευθέρωσης, χωρίς τα πιο κοινά αγαθά επιβίωσης που εξελίσσονται για τους άλλους λαούς, όχι μόνο δεν ενέδωσε σε ξένες επιρροές, αλλά αντιπαράθεσε το δικό της πολιτισμό μέσα από άθλιες συνθήκες επιβίωσης του υπόδουλου και στη συνέχεια εξεγερμένου λαού της. Όλα αυτά τα αντικείμενα που σήμερα μελετούμε, έχουν σφυρηλατηθεί  από αιώνες δοκιμασίας για την αισθητική και χρηστική τους ικανότητα σε συνάρτηση με την εθνολογική τους ταυτότητα. Δεν είναι απλές λαϊκές κατασκευές αλλά πολιτειακά σύμβολα, απόσταγμα της αισθητικής ενός λαού. Γι’ αυτό το λόγο προτείνονται σαν πρότυπα έμπνευσης για τους σύγχρονους δημιουργούς»[23].

Την τεχνική του κουσκουσέ η Μαρία Τσιριμονάκη αποτυπώνει με μια σειρά εικόνων, με στόχο και πάλι να τιμήσει όλες τις γυναίκες δημιουργούς, τις αγρότισσες της Κρήτης, κατά κύριο λόγο αναλφάβητες, που όμως με την ευαισθησία και την αισθητική τους απέδωσαν μοναδικά αριστουργήματα που μαρτυρούν την προγονική σοφία, χρησιμοποιώντας τη δημοφιλή διχρωμία μαύρο-κόκκινο και την πολυχρωμία του κρητικού κάμπου.

Είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε μέσα στους αιώνες την πορεία του κρητικού υφαντού σε όλες τις φάσεις του και τις εναλλαγές του. Βέβαιο είναι ότι οι γυναίκες της Κρήτης έμεναν πιστές σε ορισμένα διακοσμητικά θέματα, που η μια γενιά παρέδωσε στην άλλη.

Άλλοτε, μια ευγενική άμιλλα έκανε τις κοπέλες να συναγωνίζονται μεταξύ τους ποια θα έκανε την ωραιότερη προίκα, τα καλύτερα υφαντά και κεντήματα. Όταν τέλειωναν το υφαντό, το δίπλωναν, του έκαναν με κόκκινη κλωστή ένα σταυρό, το «κέδιασμα» και το φύλαγαν στην κασέλα ή σε μεγάλα πιθάρια, τοποθετημένα σε δροσερό χώρο. Μέσα στα προσεχτικά διπλωμένα υφαντά έβαζαν αρωματικά φυτά για να τα προφυλάξουν από σκόρο και δεν τα έδειχναν σε κανένα. Συνήθιζαν να τα υφαίνουν και να τα κεντούν κρυφά και οκτώ μέρες πριν από το γάμο τους, τα άπλωναν επιδεικτικά στο πατρικό τους σπίτι για να τα θαυμάσουν όλοι. Τότε ξήλωναν το κέδιασμα.

Η Μαρία Τσιριμονάκη σκιαγραφεί την προσωπικότητα των υφαντριών όπως και των αριστουργημάτων τους.  Αξίζει να σημειωθεί ότι και η ίδια πειραματίστηκε, ασχολήθηκε με την τέχνη της υφαντικής, αξιοποιώντας νήματα που η ίδια είχε βάψει.

Το τρίτο βιβλίο, με τον τίτλο «Τελειώματα…» (εικ. 3), μας ξαφνιάζει με τον ελλειπτικό του τίτλο και μας εξάπτει την φαντασία. Η Μαρία Τσιριμονάκη μας εξηγεί στη εισαγωγή, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», ότι το τελείωμα είναι το ήμισυ του παντός!

Πρόκειται για τα τελειώματα των κρητικών εργοχείρων κάθε είδους, τελειώματα που έπρεπε να δένουν με το βασικό σχέδιο και τα χρώματα, ώστε να αποδίδεται ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Αυτή τη λεπτή ισορροπία, αναρωτιέται η Μαρία Τσιριμονάκη, η Κρητικιά γυναίκα, τη γνώριζε από ένστικτο; Από έμφυτη καλαισθησία; Πάντως την εφάρμοζε με φαντασία και ευρηματικότητα.

Το βιβλίο περιέχει διάφορους τρόπους τελειωμάτων, κρόσσια, δεσιές, κουμαράκια κ.ά. Το δεύτερο μέρος του μας φέρνει σε επαφή μ’ ένα Ρέθυμνο, όπου τα κορίτσια της μεσαίας αστικής τάξης μάθαιναν Γαλλικά και φοιτούσαν σε σχολεία καλογραιών, όπου διδάσκονταν νέες τεχνικές εργοχείρων. Έτσι η ευρωπαϊκή δαντέλα συναντά την κρητική παραδοσιακή και το αποτέλεσμα  είναι τα ευφάνταστα σχέδια που στόλιζαν το Ρεθυμνιώτικο σπίτι και πλούτιζαν την προίκα της Ρεθυμνιωτοπούλας με μια ποικιλία εργοχείρων .

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου το λαϊκό σχέδιο επανέρχεται με μια νέα εκδοχή μεταφοράς στον καμβά από το κρητικό υφαντό. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη Χρυσή Αγγελιδάκη, από την οποία βρέθηκε η βελονιά που επέτρεπε πλέον σε όλα τα σχέδια του αργαλειού να μεταφέρονται και να αντιγράφονται, χωρίς να αλλοιώνονται. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Το Κρητικό κέντημα», του ΕΟΜΜΕΧ και του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης[24] «…η Χρυσή Αγγελιδάκη, χρησιμοποίησε ύφασμα του εμπορίου. Η ίδια δίδαξε τον τρόπο αντιγραφής υφαντών σε κέντημα στο Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης και αργότερα στις εργάτριες που συνέχισαν το έργο των πρώτων της μαθητριών. Το «Ρεθεμνιώτικο κέντημα», όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, απλώθηκε και πέρα από το νομό Ρεθύμνης, σ’ ολόκληρη την Κρήτη, παρουσιάζοντας ένα μοναδικό παράδειγμα σωστής διάσωσης λαϊκών προτύπων. Οι γυναίκες το αγάπησαν, στόλισαν μ’ αυτό το σπιτικό τους και πολλές φορές κέρδισαν χρήματα πουλώντας τα εργόχειρά τους».

Θα κλείσω την εισήγησή μου με τον προβληματισμό της Μαρίας Τσιριμονάκη (Εικ. 4) από το τελευταίο λαογραφικό βιβλίο της:

«Χωρίς το μεράκι, πού είναι η αναζήτηση της τελειότητας; Χωρίς τον τοπικό χαρακτήρα, πού είναι οι ρίζες σου; Χωρίς την αφέλεια και το κέφι του εργοχείρου, χωρίς την φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό τι μένει; Και όχι σαν νοσταλγία του παλιού καλού καιρού. Όχι σαν μόδα ρετρό που σήμερα είναι και αύριο θα περάσει, αλλά πατώντας γερά στο σήμερα να πάρουμε τη θησαυρισμένη πείρα του λαού μας, να σπρώξουμε τη ζωή πιο πέρα.»!

 

 

 

 

 

 

Ο αξιακός κόσμος της Μαρίας Τσιριμονάκη, όπως εκφράστηκε μέσα από το συγγραφικό της έργο

 

Χάρης Στρατιδάκης[25]

 

Καλούμαι να αναπτύξω ένα δύσκολο θέμα, που άπτεται του χαρακτήρα της Μαρίας Τσιριμονάκη[26], στοιχεία μόνο του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε από το συγγραφικό της έργο. Πολλά απ’ αυτά αναλύει σ’ αυτή την έκδοση ο Μιχάλης Τζεκάκης[27], επιστήθιος εν ζωή φίλος της. Μερικά ακόμα θα μπορούσα να καταθέσω κι εγώ, εκτός του θέματός μου, για παράδειγμα τη σεμνότητά της, όπως αυτή τεκμαίρεται από την άρνηση βιογράφησης σε όσους της το πρότειναν, μεταξύ των οποίων και στον υποφαινόμενο. Κι ακόμη τη δοτικότητά της, όπως τη γεύτηκα όταν έμαθε ότι ετοίμαζα έκδοση για τα κρητικά αινίγματα (καθαρογλωσσίδια), καλώντας με και παραδίδοντάς μου έναν φάκελο με όσα είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια πολλών δεκαετιών.

Ένα άλλο στοιχείο της του χαρακτήρα της ήταν ασφαλώς το χιούμορ της, πολύ λεπτό είναι η αλήθεια, αλλά οπωσδήποτε υπαρκτό, κληρονομημένο από τον πατέρα της Αριστόδημο Χατζηδάκη, γνωστό στο Ρέθυμνο για τα «πετσώματά» του[28]. (εικ. 1) Το χιούμορ αυτό βρήκε την ευκαιρία να εκφραστεί και στην περίπτωση του σαββατιάτικου κλειδώματος της εισόδου του βιβλιοπωλείου της «Αναζητήσεις», χωρίς όμως τον έλεγχο και του παράπλευρου παραθύρου, το οποίο παρέμεινε ανοιχτό για ενάμιση εικοσιτετράωρο, γεμίζοντας εύθυμη απορία την κυρία Μαρία:

-Το καταλαβαίνω ότι τα βιβλία δεν τυγχάνουν σήμερα καμιάς εκτίμησης κι γι’ αυτό δεν βρέθηκε κάποιος να σαλτάρει από το ορθάνοιχτο παράθυρο για να κλέψει, αλλά ούτε και την ταμειακή μηχανή του βιβλιοπωλείου δεν καταδέχτηκε να πάρει; Τόσο σίγουρος ήταν ότι τα βιβλία δεν έχουν πια πέραση; Σημειωτέον ότι στα εγκαίνια του βιβλιοπωλείου-χώρου διαλόγου περισσότερο (εικ. 2), είχε προτιμήσει να μοιράσει ένα ανατυπωμένο Αλφαβητάριο, αντί  άλλου διαφημιστικού φυλλαδίου[29].

Την ίδια περίοδο που δούλευε εντατικά για το «Εν Ρεθύμνω» της[30]. Ήταν ενθουσιασμένη από την καταγραφή των ιστοριών των Ρεθεμνιωτών και έκανε σαν παιδούλα. Ήθελε να μοιραστεί τη χαρά της με όσους την επισκεπτόμασταν στο βιβλιοπωλείο -περισσότερο για να τη συναναστραφούμε και λιγότερο για ν’ αγοράσουμε, γι’ αυτό άλλωστε και η επιχείρηση δεν μακροημέρευσε. Μερικοί είχαμε την τύχη να δεχτούμε τα δοκίμιά της, δακτυλογραφημένα από τα χέρια της, μέσα σ’ έναν εξαιρετικό φάκελο, κατασκευασμένο από την βιβλιοδέτρια Μαρία Μοσχονά, που τότε στεγαζόταν επαγγελματικά στον παράπλευρο χώρο[31]. Μας τα πρόσφερε όχι για να εισπράξει φιλοφρονήσεις αλλά για να της κάνουμε παρατηρήσεις και προσθαφαιρέσεις, γεγονός που –νομίζω– δείχνει όχι μόνο τη μετριοφροσύνη της αλλά και την επιθυμία της για συνεργασία. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι ονομάζει συνεργάτες της στους προλόγους των εκδόσεων αυτών τον Γιάννη Παπιομύτογλου, τον Γιάννη Σπανδάγο, τον Βαγγέλη Παπιομύτογλου, τον Μανό Αστρινό, όπως και τον Βαγγέλη Σφακιανάκη και την Βιργινία Κλειδή της «Γραφοτεχνικής», που τις επιμελήθηκαν, αλλά και τον Λεωνίδα Καούνη, τον Χρόνη Μπερνιδάκη και όσους ήμασταν κοινωνοί των προσπαθειών και των αγωνιών της.

Μια από τις τελευταίες προσπάθειες της ζωής της ήταν η δημιουργία ενός κέντρου λαϊκής χειροτεχνίας, και όπως πάντα, πάσχισε πολύ γι’ αυτό. Σε συνεργασία με την Ελένη Παπαδογιάννη έδωσε μάχες για την απόκτηση του ελαιοτριβείου Μουσούρου και για την ίδρυση και στέγαση εκεί του Κέντρου Κρητικής Λαϊκής Τέχνης. Στο Συμβούλιό του συμμετείχα κι εγώ, μετά από πρότασή της στους φορείς που το συνέστησαν, όχι τόσο από θαυμασμό στα έργα του λαϊκού πολιτισμού όσο γιατί τη θαύμαζα και ήθελα να θητεύσω και να διδαχτώ δίπλα της. (εικ. 3)

Τα τελευταία χρόνια στις ελάχιστες συναναστροφές που είχαμε -οι περισσότερες τηλεφωνικές- μου μιλούσε για τρία πράγματα. Πρώτα πρώτα μου εξέφραζε την επιθυμία της για τη δημιουργία ενός Μουσείου Ιστορίας της πόλης του Ρεθύμνου, για το οποίο είχε γράψει πρόδρομα στο «Εν Ρεθύμνω. Οι πηγές» (εικ. 4) πριν από είκοσι χρόνια:

«Εγώ, ο σημερινός πολίτης του Ρεθέμνου, θα ήθελα πολύ να μπορώ κάπου να δω τις φυσιογνωμίες αυτών που άρχισαν ό,τι όλοι μας αμέριμνα απολαμβάνομε, σαν νάταν πάντα εδώ, για μένα, για σας… Ένα μουσείο πόλης; Αυτό δεν περνά από το χέρι μου. Αλλά το να ενώσω τη δύναμή μου μαζί με τη δική σας και άλλων που ξέρουν και μπορούν, ώστε να εκδοθεί ένα album με τις φωτογραφίες όλων αυτών των ανθρώπων, δασκάλων και καθηγητών με τους μαθητές των, εμπόρων, γιατρών, μαστόρων με τους παραγιούς τους… αυτό μπορούμε να το κάμομε μόνοι μας…».[32]

Σήμερα που το Παλιό Δημαρχείο επισκευάζεται εκ βάθρων με ευρωπαϊκά χρήματα, θα ήταν ευκαιρία να αποκτήσει και η πόλη μας αυτό που διαθέτει κάθε ευρωπαϊκή πόλη, ένα μουσείο της ιστορίας της[33]. Σ’ ένα τέτοιο μουσείο είχε σκοπό, αν δημιουργούνταν, να δωρίσει τη βιβλιοθήκη της και κάποια προσωπικά αντικείμενα. Στο μουσείο αυτό έβλεπε ως πρώτο έκθεμα τον πίνακα του αναγεννησιακού Ρεθύμνου, ο οποίος, όπως έγραψε δεικτικά «…τα τελευταία χρόνια άραξε στο Δημαρχείο του Ρεθύμνου» (υπογράμμιση δική μου).

Μου εξέφραζε ακόμη την πρόθεσή της να παλέψει μέχρι το τέλος για την ακεραιότητα του μυαλού της, γιατί καταλάβαινε πόσο την ήθελαν κοντά τους οι δικοί της, αλλά με τα «σύγκαλά της», όπως έλεγε με νόημα, και όχι με απώλειες νοητικής της ικανότητας, τις γνωστές δηλαδή από αλλού ανοϊκές καταστάσεις. Γι’ αυτό και το εξασκούσε, αναπτύσσοντας μια από τις πιο απαιτητικές νοητικές λειτουργίες, εκείνη της συμπύκνωσης, διαβάζοντας βιβλία και γράφοντας περιλήψεις τους στη συνέχεια.

            Επανερχόμενος στο θέμα του αξιακού κόσμου της Μαρίας Τσιριμονάκη, όπως αυτός διαφαίνεται στα βιβλία της, θα πρέπει να πω ότι εκφράστηκε από το σύνολό τους. Η Κατερίνα Τσακάλη μας μίλησε ήδη για τα ύστερα, τα λαογραφικά[34], στα οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε αξίες όπως ο σεβασμός στη φύση και τα προϊόντα της, τα ταπεινά δηλαδή αγριολούλουδα από τα οποία εξήγαγε τις βαφές της. Πέραν της βαθειάς αυτής οικολογικής σκέψης και στάσης, που εκφράστηκε βέβαια και με πολλούς άλλους τρόπους, στα βιβλία της εκείνα εκφράζονται και άλλες αξίες, όπως ο σεβασμός στο έργο των προπατόρων, των απλών γυναικών της υπαίθρου αλλά και των μελετητριών του έργου τους. Ο αξιακός της κόσμος εκφράστηκε επίσης από το γεγονός ότι δεν κράτησε την εμπειρία που απέκτησε για τον εαυτό της αλλά πάσχισε να μας την αφήσει σε έντυπη, διαχρονική μορφή. Κι όλα αυτά με αφάνταστη μετριοφροσύνη, όπως και στο συνολικό της έργο, και με παιδαγωγικότητα για τις επόμενες γενιές.

Ήδη όμως από την εποχή των δημοσιευμάτων της στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», τα οποία αφορούσαν βιβλία αναφερόμενα στην Κρήτη που της είχαν αγγίξει την ψυχή της, οι αξίες αυτές ήταν φανερό ότι ξεχείλιζαν από παντού. Θυμίζω εδώ για τους νεότερους ότι στα άρθρα εκείνα του έτους 1987, τα οποία υπέγραφε με τη διακριτική υπογραφή «αναγνώστης», είχε παρουσιάσει 14 βιβλία, που, όλα πλην ενός, αναφέρονταν άμεσα στην Κρήτη, σε διάφορες ιστορικές στιγμές της. Τα άρθρα αυτά συμπεριλήφθηκαν στο  ανάτυπο βιβλίο με τον τίτλο «Απ’ όσα μού ’παν τα βιβλία για την Κρήτη»[35], με το οποίο την τίμησε στη συνέχεια ο Γιάννης Χαλκιαδάκης. (εικ. 5)

Ποιο ήταν το νέο στοιχείο, που εισέφερε η ερμηνευτική προσπάθεια της Μαρίας Τσιριμονάκη, στο πρώτο της εκείνο συμπεριληπτικό βιβλίο; Ήταν η προσέγγιση των βιβλίων που παρουσίαζε από τη σκοπιά του ήθους. Του ήθους των συγγραφέων τους, αλλά και των ίδιων των βιβλίων, που, φεύγοντας από τα χέρια τους και παραδιδόμενα στα χέρια των εκδοτών και των αναγνωστών τους, αποκτούν αυτόνομη ζωή και χαρακτήρα. Ποιος ήταν λοιπόν ο αξιακός κόσμος της Κρήτης, όπως τεκμαίρονταν από τα επιλεγμένα αυτά βιβλία, ο δικός της, στην πραγματικότητα, αξιακός κόσμος,; Της δίνω το λόγο να μας τον περιγράψει:

[Από τα βιβλία αυτά] «…διαφαίνεται ο ρόλος και η σημασία της κοινότητας στη διαμόρφωση του ήθους του Κρητικού. Αυτή είναι ο πρώτος πυρήνας, το πρώτο κύτταρο, το κέλυφος μέσα στο οποίο διαπλάθεται κάθε τρυφερός βλαστός… Η ζωντανή σχέση με τη γύρω φύση θα ολοκληρώσει την αγωγή του. Και τα διδάγματα που πήρε από το πρώτο αυτό σχολειό, θα χαραχθούν ανεξίτηλα μέσα στην ψυχή του… Θα χρειαστεί… μια οικονομία αιώνων να ανατραπεί, για ν’ αρχίσουν να διαγράφονται τα πρώτα συμπτώματα της εισβολής του ξένου χρόνου και μαζί τα αδιέξοδά του…  Σ’ αυτά τα αδιέξοδα, η διαφορετική στάση ζωής, που είναι το ήθος της Κρήτης, έχει ν’ αντιπαραθέσει μιαν απάντηση δοκιμασμένη με τη φωτιά αιώνων ταραγμένου βίου:

-Στην καταστροφή του περιβάλλοντος, αντιπαραθέτει τη ζωντανή σχέση με τη φύση

–Στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου απαντά με μια σφιχτοδεμένη οικογένεια, με μια κοινότητα που παρακολουθεί, προστατεύει, κρίνει, επαινεί ή ψέγει, και με ζωντανές ανθρώπινες σχέσεις που εκφράζονται με την αλληλεγγύη για τον εδικό και τη φιλοξενία για τον ξένο.

–Στην υποδούλωση του ανθρώπου, μοιραίο επακόλουθο μιας αντίληψης απάνθρωπης για την ανάπτυξη, το ήθος της Κρήτης αντιπαραθέτει την κάλυψη πραγματικών ανθρώπινων αναγκών…

-Στις παντοειδείς προσκολλήσεις σε ανέσεις που χωρίς αυτές δεν μπορούμε να ζήσομε, ο Κρητικός ανεμίζει την ελευθερία να τα εγκαταλείπει όλα κάποια στιγμή για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για την πίστη, για ό,τι τέλος πάντων είναι πάνω από το εγώ μας…

-Στη σχέση του με το Θεό, αντί για διανοητικές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις, αντί για δογματικές θέσεις, αυτός λατρεύει ένα Θεό παρόντα, εκεί κοντά του, από τη γέννηση ως το θάνατο, στη δουλειά και στο τραπέζι., χωρίς φόβο και χωρίς εγωιστική θρασύτητα, ένα Θεό που τον λατρεύει προπάντων με γιορτές και πανηγύρια που σημαδεύουν το χρόνο και τις εποχές…

-Βέβαια στις μέρες μας, συνέχιζε η Μαρία Τσιριμονάκη, πολιτικοί και οικονομολόγοι, μέρα-νύχτα αγωνίζονται για την ευζωία και αθανασία μας… Και οι καρποί του μόχθου τους… καταχτούν το ένα μετά το άλλο όλα τα κάστρα της ζωής… Κι η Κρήτη δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Αν όμως όλοι εμείς οι απλοί άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, εμείς που αρνούμαστε να παραδώσουμε σε ξένα χέρια το δικαίωμα να σκεπτόμαστε…, αν όλοι εμείς μάθομε να διαβάζομε μαζί με τα χονδρά των εφημερίδων και τα ψιλά…, τότε ίσως, οι ζωντανές μνήμες του παρελθόντος που διαμόρφωσε το ήθος της Κρήτης, να γίνουν μια δυναμική αφετηρία για μια καινούρια θεώρηση του παρόντος[36] (υπογραμμίσεις δικές της)

Στα τρία μεταγενέστερα -αυστηρά ρεθεμνιώτικα αυτά- βιβλία της, το «Εν Ρεθύμνω» (εικ. 6), τους «Ρεθεμνιώτες» και στο «Αυτοί που έφυγαν. Αυτοί που ήρθαν», η Μαρία Τσιριμονάκη αντιμετώπισε από την ίδια σκοπιά τα θέματά τους, από τη σκοπιά δηλαδή των αξιών των Ρεθεμνιωτών της περιόδου από το τελείωμα του 19ου αιώνα μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Των αξιών εκείνων που είχε εντοπίσει για τους Κρήτες συνολικά στις δημοσιεύσεις που ήδη περιγράψαμε αλλά και άλλων. Στα αφηγήματα του «Εν Ρεθύμνω» και στους «Ρεθεμνιώτες» προσπάθησε να ανιχνεύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιβίωσαν στους κατοίκους της μικρής μας πόλης, γενιά προς γενιά, εκείνα που πίστευε ότι συγκροτούν την ανθρώπινη ψυχή, που δεν αλλάζει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που συγκροτούν αυτό που μένει όταν οι άνθρωποι φύγουν από τη ζωή, το ήθος τους, «το εθέρι» τους, όπως συγκινητικά το διατύπωσε η ρεθεμνιώτισσα τουρκοκρητική πρόσφυγας του τρίτου βιβλίου της.[37]

Το πρώτο από τα χαρακτηριστικά αυτά, το οποίο εξάγεται από την περιγραφή του ίδιου της του πατέρα[38], (στον οποίο και αφιερώνει το βιβλίο, από κοινού με τον σύζυγό της) είναι η στωικότητα και η πεποίθηση των Ρεθεμνιωτών ότι ο κύκλος έχει γυρίσματα, όπως άλλωστε το μάθαιναν οι παλιότερες γενιές από το στόμα της μητέρας τους, πίνοντας το γάλα της, και ακούγοντας τον Ερωτόκριτο που τους τραγουδούσε[39]. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό εξάγεται από το επόμενο αφήγημα, περιγράφοντας και πάλι τον προπάτορα, κι αυτό είναι το χιούμορ των ανθρώπων, όπου χρειάζεται. Κι ακόμα,, η αγάπη των ζευγαριών μεταξύ τους (αφηγούμενη ιστορίες μουσουλμάνων γυναικών που συνέδεσαν τη ζωή τους με χριστιανούς Ρεθεμνιώτες και το αντίστροφο), το ευπροσήγορο των ευκατάστατων προς τους απλούς ανθρώπους του μόχθου και ο σεβασμός προς την πενία, οικονομική και πνευματική. Κι ακόμη η εκτίμηση για τους συμπολίτες που πρόσφεραν πραγματικά στα κοινά (Δημήτρης Μοάτσος), η ακεραιότητα του χαρακτήρα (Τίτος Πετυχάκης), η αγάπη για τη φύση (Ιωάννης και Μανόλης Βογιατζάκης), η αξιοπρέπεια της φτώχειας (Ιωάννης Δετοράκης), η αρχοντιά (παπα-Μάρκος Πλυμάκης), ο αλτρουισμός (παπα-Γρηγόρης Βοργιαδάκης και γιατρός Ευκλείδης), η αγάπη για την ελευθερία (Ειρήνη Μπιρλιράκη), η κοινωνική συμπαράσταση (Φωτιά στο φούρνο του Τζέλεσι), η επαγγελματική αξιοπρέπεια (Ιωάννης και Ανδρέας Κούνουπας) και η επινοητικότητα (Ευάγγελος Μουνδριανάκης).

Στους «Ρεθεμνιώτες»[40] (εικ. 7), όπως και η ίδια το συνειδητοποίησε και έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου, «η ζωή των συμπολιτών μας, το ήθος τους και το προσωπικό τους δράμα πήραν την πρώτη θέση», από την πόλη, τον πρωταγωνιστή του «Εν Ρεθύμνω». Εδώ πια προσέγγισε τους ανθρώπους με τις μεθόδους καθαρά Προφορικής Ιστορίας, τις οποίες πιστεύω ότι θα πρέπει να είχε διδαχτεί, αν όχι στο Pierce College στην Αθήνα, οπωσδήοτε στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, την περίοδο 1948-49. (εικ. 8) Ας μην ξεχνάμε ότι η Προφορική Ιστορία είχε ξεκινήσει ως ριζοσπαστικό κίνημα στα μέσα του 20ου αιώνα[41]. Στο βιβλίο της λοιπόν ως αξίες αναδεικνύονται και πάλι το χιούμορ (τσαγκάρηδες Μπιτσακτσίδικων και Παπαδάκος), αλλά και ο αλτρουισμός (Τούρκοι βαρκάρηδες), η φιλανθρωπία (Αλή Βαφή Σελιανάκης), η επινοητικότητα (Βασίλης Χαριτάκης), το κληρονομούμενο «ηθικό κεφάλαιο», η κοινωνικότητα, η μόρφωση (Νικόλαος Σταυρουλάκης, Μάρκος Δασκαλάκης, Ευστάθιος Πετρουλάκης), η αφοσίωση (Μάρκος Τζέλησης και Πολύβιος Τσάκωνας), η οραματικότητα (Εμμανουήλ Καούνης και Γεώργιος Δαφέρμος), η υπέρβαση των ταξικών φραγμών (Αρσακειάδα Αμαλία Μανουσάκη και  σκυτορραφέας Κωνσταντίνος Ζαννιδάκης), ο εθελοντισμός (Λέλα Κούνουπα, Μαρία Παπαϊωάννου, Φανή Παπαδουράκη) και η αρχοντιά, οριζόμενη ως υπέρβαση του εγωκεντρισμού, ως διαθεσιμότητα βοήθειας όπου υπάρξει ανάγκη και ως απουσία διακρίσεων.

Ήδη από τους «Ρεθεμνιώτες» η Μαρία Τσιριμονάκη, ιστοριογράφος και κοινωνιολόγος πια του Ρεθύμνου, αν και από μετριοφροσύνη ούτε θα διανοούνταν να αποδεχτεί τέτοιους τίτλους, έδειξε ότι είναι ικανή για μεγάλες υπερβάσεις. Δεν φτάνει που στο επόμενο βιβλίο με τον τίτλο «Αυτοί που έφυγαν-αυτοί που ήρθαν»[42] (εικ. 9) έθιξε ένα θέμα, λίγο πολύ ταμπού για την τοπική και συνολικά την ελληνική κοινωνία, το θέμα της υποδοχής των μικρασιατών προσφύγων, αλλά τόλμησε να το συνδέσει με εκείνο του εξίσου άδικου ξεριζωμού των τουρκοκρητικών συντοπιτών μας, οι οποίοι δεν έτυχαν καλύτερης αποδοχής στα μικρασιατικά παράλια. Τις καταστάσεις που οι δύο εθνοτικές ομάδες έζησαν δεν παρέλειψε να τις τεκμηριώσει, όχι μόνο με συνεντεύξεις με τους πρόσφυγες της Μικρασίας, που κράτησαν σχεδόν είκοσι χρόνια, αλλά και με επιτόπια έρευνα στην απέναντι πλευρά των τειχών, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Παράδειγμα λαμπρό για τους ιστορικούς, μια γυναίκα προχωρημένης, οπωσδήποτε, ηλικίας, να μη διστάσει να κάνει κουραστικές για την υγεία της επισκέψεις, χωρίς μάλιστα αρχικά καμία απαραίτητη διασύνδεση και με τον κίνδυνο η επιχείρηση να μην την οδηγήσει πουθενά! Κι όλα αυτά για την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα, εκείνη που φωτίζει τις αρχειακές πηγές με το φως των ανθρώπων που διαμόρφωσαν την ιστορία ή υπήρξαν θύματά της, όσων βέβαια βρίσκονταν ακόμη εν ζωή. Στο βιβλίο προβάλλονται και άλλες αξίες: η αποδοχή του διαφορετικού, η εργατικότητα, η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, όποιος και αν είναι αυτός, η καλλιέπεια, η απόλαυση της ζωής, η ικανότητα συγχώρησης, η υπέρβαση της εθνικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας από αξίες όπως η εντιμότητα και η φιλία.

Κύκνειο άσμα της Μαρίας Τσιριμονάκη στον χώρο του βιβλίου υπήρξε το «Απ’ όσα διάβασα για τη Γυναίκα της Κρήτης»[43] (εικ. 10), που κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων το 2012. Σ’ αυτό συγκέντρωσε τις σχετικές με το θέμα βιβλιοπαρουσιάσεις που είχε κάνει το έτος 1991 και πάλι στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» με το ίδιο ψευδώνυμο, με επιλογές για 14 χρονικές περιόδους της Κρήτης, συμπληρώνοντας κάποιες από αυτές με νέα κείμενα. Παρότι σχετικά άγνωστη, η συλλογή δημοσιευμάτων αυτή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα -κατά τη γνώμη μου- έργα της. Εδώ η αναζήτηση αξιών αποτελεί πια δηλωμένο στόχο. Και πρώτη από αυτές ήταν η αίσθηση της ελευθερίας. Γράφει μεταξύ άλλων στον πρόλογό της: «Το ενδιαφέρον μου να μάθω περισσότερα για τη γυναίκα της Κρήτης ξεκίνησε από τα θαυμασμό μου για τα έργα των χεριών της… Είπα μέσα μου: οι γυναίκες που τα ’φτιαξαν αυτά είναι αδύνατον να ζούσαν στο περιθώριο  της ζωής… Είναι αδύνατον να ήταν, να αισθάνονταν δούλες του άντρα… Τούτα τα έργα μονάχα ελεύθεροι άνθρωποι, γαληνεμένοι με τον εαυτό τους και τους γύρω τους, μπορούν να δημιουργήσουν»[44]. Στο βιβλίο προστίθενται αξίες, όπως η χάρη, ο σεβασμός στους προπάτορες, η αίσθηση της συνέχειας και τελικά ιστορικότητας που διακατείχε τις παλιότερες γυναίκες, η ευπρέπεια, η πραότητα, η δημιουργικότητα, η ανιδιοτέλεια, η εγκαρτέρηση στις δυσκολίες η αξιοπρέπεια μπροστά στις συμφορές.

Από τα παραπάνω αλλά κι απ’ όσα συνολικά ακούστηκαν απόψε σ’ αυτή την αίθουσα προκύπτει –νομίζω– αβίαστα η διαπίστωση ότι το διαμέτρημα της Μαρίας Τσιριμονάκη υπερβαίνει κατά πολύ το Ρέθυμνο και την Κρήτη. Τις αξίες αυτές, που προσπαθήσαμε παραπάνω να εξάγουμε από το συγγραφικό της έργο, τις εφάρμοσε η ίδια στη ζωή της και στον κύκλο της, ακόμα κι όταν τα χτυπήματα της μοίρας έπεφταν επάνω της απανωτά. Αντιμετώπισε τον θάνατο που χτύπησε τους κατάδικούς της ανθρώπους με την καρτερικότητα και την ευπρέπεια με την οποία το έκαναν και οι παλιές Κρητικές, όπως εκείνες του βιβλίου των μοιρολογιών του Γιάννη Τσουδερού που είχε παρουσιάσει[45].

Σήμερα, ένα εξάμηνο από την εκδημία της, μπορούμε να παρηγορήσουμε τους δικούς της με το αγαπημένο της απόφθεγμα του Παντελή Πρεβελάκη: «Οι νεκροί επιζούν μέσα μας και μας ευλογούν». Μπορούμε να τους παρηγορήσουμε και με τα δικά της πρόδρομα λόγια του 1987:

-«Όσο για το θάνατο, αυτός είναι για τον Κρητικό φοβερός μα όχι χωρίς ελπίδα. Αποχωρισμός μα όχι εξαφάνιση. Μεγάλη θλίψη μα όχι απόγνωση. Και αντιμετωπίζεται με την παρηγοριά και τη συμπαράσταση των άλλων γύρω σου που κλαίνε μαζί σου, μοιρολογούν, αναθυμούνται, παραληρούν, συντρώγουν και πάντως δε σ’ αφήνουν να αισθανθείς μόνος. Άλλωστε το θάνατο τον έχει φιλοσοφήσει ο Κρητικός με μαντινάδες στο χορό, με ιστορίες στο καφενείο, τον έχει απομυθοποιήσει…»[46].

Όσο θα περνά ο καιρός και η απόγνωση θα μετατρέπεται σε θλίψη, για την οικογένεια και για όλους μας, θα αποδεικνύεται όλο και περισσότερο αληθινό αυτό που έγραψε προφητικά πριν από 57 ολόκληρα χρόνια ένας άγνωστος συντάκτης στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρησις», ότι δηλαδή η Μαρία Χατζηδάκη-Τσιριμονάκη είναι κόσμημα πνευματικόν της Ρεθύμνης[47].

 

 


Μουσικός επίλογος

 

Ελευθερία Μιχάλα[48]

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1995. Βρισκόμαστε στη βιβλιοθήκη της Αγίας Βαρβάρας, ψάχνοντας «θησαυρούς» για  6ο Κυνήγι Θησαυρού. Από κάποιον ακούστηκε το όνομα της Μαρίας Τσιριμονάκη. Εγώ γνώριζα πού έμενε και, με τον αυθορμητισμό της ηλικίας και της εποχής, βρεθήκαμε κάτω από την σπίτι της.

-Είμαστε παιδιά  από το Μουσικό Σχολείο, της είπαμε στο θυροτηλέφωνο, και αύριο παίζουμε σ’ ένα παιχνίδι. Μπορείτε να μας δώσετε μερικές πληροφορίες για το παλιό Ρέθυμνο;

Αμέσως άνοιξε και κατέβηκε η ίδια στην είσοδο και μας υποδέχτηκε με χαρά. Μείναμε πολλές ώρες και οι ιστορίες της δεν είχαν τελειωμό.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας με την Μαρία Τσιριμονάκη και την ιστορία του Ρεθύμνου. Σήμερα επιστρέφουμε μαζί της στα στενά της Παλιάς Πόλης, ακούγοντας το  «Reproches d’ amour (romance sans paroles)» του L. Schatz (Εικ. 1). Το αφιερώνουμε στη μνήμη της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βιβλίο Κόσμημα πνευματικόν της  Ρεθύμνης. Μαρία Τσιριμονάκη (1925-2017) σχεδιάστηκε και σελιδοποιήθηκε από την Αγγελική Βλαχοπούλου και  εκτυπώθηκε δωρεάν σε 500 αντίτυπα από την Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.Ε. σε χαρτί…. …. γραμμαρίων τον Ιανουάριο

του 2018

 

[1] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Μητέρα Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1970.

[2] Η Χαρά Ζωνουδάκη είναι Πρόεδρος της Χριστιανικής Ένωσης Νεανίδων Ρεθύμνου

[3] Ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης είναι συνταξιούχος φιλόλογος καθηγητής – θεολόγος.

[4] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμοι Α΄ και Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 600.

[5] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμ. Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 17- 24 (το α΄), σελ. 75- 80 (το β΄) και 169- 174 (το γ΄).

[6] Και κάτι, εδώ, όλως προσωπικό, που πρώτη φορά μού δίνει αφορμή αυτή η αναφορά της αείμνηστης Μαρίας Τσιριμονάκη να το διηγηθώ. Ο ανάργυρος γιατρός Γεώργιος Τσουδερός, έμενε, τότε, στη δεκαετία του πενήντα στη γειτονιά μου, τη Μεγάλη Πόρτα, ήταν νονός της αδελφής μου Μαρίας Ελευθερίου Δαφέρμου – Παπαδάκη και, πολλές φορές, θυμάμαι που με κούραρε στα παιδικά μου χρόνια, αφού τον είχαμε οικογενειακό γιατρό, ενώ, κάποτε, σε ηλικία μικρότερη των δύο ετών, και με έσωσε κυριολεκτικά- κατά διήγησιν του πατέρα μου Ηλία Παπαδάκη–  από βέβαιο θάνατο, από αναμμένα κάρβουνα, που έκαιγαν στο μαγκάλι (ήταν μεγάλη η βαρυχειμωνιά τον Γενάρη εκείνο του 1950). Εκείνος, μόλις κατέφθασε επειγόντως και με βρήκε λιπόθυμο στην κούνια μου, «ένιωσε», αμέσως, τι συνέβαινε και- πέραν των λοιπών ιατρικών ενεργειών του- διέταξε και άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες και μπήκε στο δωμάτιο αέρας και πλούσιο οξυγόνο. Ο Θεός να τον αναπαύσει!….

[7] Θεμιστοκλή Μ. Βαλαρή, Μια πόλη αναμνήσεις, σελ. 81-86

[8] Θεωρώ ότι η Μ. Τσιριμονάκη αναφέρεται στη σύζυγο του Καθηγητή και Λυκειάρχη μου στο 2ο Λύκειο Ρεθύμνου (τότε Κλασικό), Πέτρου Παπαδάκη, φιλολόγου (1965- 67).

[9] Αλλά με τα ίδια λόγια εκφράζεται και ο εκδότης της εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα», αείμνηστος Γιάννης Χαλκιαδάκης, ο οποίος και προλογίζει το εν λόγω βιβλίο, που εξέδωσε η αείμνηστη Κατερίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη, με την παρότρυνση των παιδιών της, υπό τον τίτλο: «Ψίχουλα από το Πνευματικό Συμπόσιο μιας ζωής» (Έκδοση ΓΡΑΦΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 1995, σελ. 208). Στο βιβλίο περιέχονται ομιλίες που έγιναν στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου (Μέρος 1) και ομιλίες που έγιναν στη ΧΕΝ (Μέρος 2). Βλ. σχετική βιβλιοπαρουσίαση από Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα, της 4ης Ιουλίου 1995.

[10] Όπως σημειώνω κι εγώ, στο βιβλίο μου ο «Λόφος του Τιμίου Σταυρού της Πόλης μας χθες και σήμερα» (Έκδοση Γραφοτεχνικής Κρήτης Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 1994, σελ. 33- 34), το κτίριο του «Κέντρου Νεότητος» κατασκευάστηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, για να λειτουργήσει, δηλαδή, ως Οικοτροφείο Θηλέων, με συνεργασία της Παιδικής Στέγης Ρεθύμνου, «ο Άγιος Νικόλαος», και της ΧΕΝ Ελλάδος, που σύμπτυξαν εταιρεία, με Πρόεδρο τον π. Ιωάννη Πίτερη. Η ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησε το 1967. Ως οικοτροφείο θηλέων το κτίριο λει­τούργησε από το 1970 έως το 1980 με σταθερή δύναμη περί τα πε­νήντα κορίτσια σε κάθε σχολικό έτος. Τα παιδιά πλήρωναν ένα συμ­βολικό τίμημα για τη διαμονή τους σε αυτό. Στα χρόνια αυτά πρό­εδροι του οικοτροφείου διετέλεσαν, κατά σειράν, οι κυρίες της ΧΕΝ: Κατίνα Χαλκιαδάκη, Φανή Παπαδουράκη και Μαρία Τσιριμονάκη.

Την περίοδο 1980-86 στο κτίριο γινόντουσαν προγράμματα μορ­φωτικά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις από τη ΧΕΝ Ελλάδος, ενώ από το 1984 ιδρύθηκε από τη ΧΕΝ Ρεθύμνου και στεγάσθηκε μέχρι και το καλοκαίρι του 1986 «Μονάδα ημερήσιας περίθαλψης, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης παιδιών με ειδικές ανάγκες», η οποία από το έτος 1992 εγκαταστάθηκε στα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα της Ι. Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, στον Τ. Σταυρό.

[11] Βουργιάλι και βουργίδι (το), υποκ. της βούργιας (η)= σακίδιο υφαντό, που φέρεται στους ώμους, όπως ο γυλιός των στρατιωτών, ανηρτημένο από λεπτά πλεκτά «βαστάγια». Χρησιμοποιείται από τους ποιμένες τους κυνηγούς και γενικά τους στρατοκόπους (κατ’ Ανδριώτη, μάλλον, από το μσν. βούλγια, από λατ. bulgea) [Μαν. Ι. Πιτυκάκη, Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη Κρήτης 2003 (ίδιο λήμμα)].  

[12] Στον χαρισματικό αυτόν ιερέα και στην πλούσια γνώση του για την περιοχή του Τ. Σταυρού της πόλης μας, οφείλει πολλά η συγγραφή του τρίτου βιβλίου μου με τους μαθητές μου, στα πλαίσια της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Πολλές φορές μάς φιλοξένησε όλη την τάξη στο σπίτι του, στον Τίμιο Σταυρό, και επί ώρες μάς μετέδιδε από την πλούσια γνώση και σοφία του σε ιστορικά και τοπογραφικά θέματα κι έτσι μπήκαν οι βάσεις του βιβλίου μας: «Ο λόφος του Τιμίου Σταυρού της πόλης μας χθες και σήμερα».

[13] Ο Μητροπολίτης Τίτος Συλλιγαρδάκης γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου, στις 10 Φεβρουαρίου 1929. Την Εκκλησία των Ρεθυμνίων υπηρέτησε με αποστολική αφοσίωση επί δεκαεπτά έτη (30/5/1970- 11/9/1987).

[14] Ρεθεμνιώτες, σελ. 194- 199.

[15] Και μήπως τα λόγια αυτά της αείμνηστης Μαρίας Τσιριμονάκη δεν ισχύουν επακριβώς και στη δική της πρόσφατη «αναχώρηση»;

[16] Η Φέφη Βαλαρή είναι Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης.

[17] Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι πρώην Διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

[18] Η Κατερίνα Τσακάλη-Δομαζάκη είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης.

[19] Μαρία Τσιριμονάκη, Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης, επιμ. Β. Παπιομύτογλου, έκδοση Κέντρου Κρητικής Λαϊκής Τέχνης, Ρέθυμνο 2005.

[20] Μαρία Τσιριμονάκη, Ο κρητικός κουσκουσές. Η σκουλάτη πατανία της Κρήτης, επιμ. Β. Παπιομύτογλου, Ρέθυμνο 2007.

[21] Μαρία Τσιριμονάκη, Τελειώματα…, επιμ. Β. Παπιομύτογλου, Ρέθυμνο 2009.

[22] Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη, Τα υφαντά της Κρήτης. Διακόσμηση και σύμβολα, Αθήνα 1987, 15, 31, 41.

[23] Γιώργος Χαρβαλιάς και Λαμπρινή Αντωνοπούλου, Τα Κρητικά Υφαντά, Γεωματρικά, Ευθύγραμμα, Περαματιστά, Ίδρυμα Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι 1986, 15.

 

 

[24] ΕΟΜΜΕΧ και Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης, Το Κρητικό κέντημα, Αθήνα 1993.

[25] Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι δρ Παιδαγωγικής, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας.

[26] Σύντομο εικονογραφημένο βιογραφικό σημείωμα για τη Μαρία Τσιριμονάκη, γραμμένο για την επέτειο των σαράντα ημερών από την εκδημία της, βλ. στο Χάρης Στρατιδάκης, «Αναδιφώντας το χθες 26. Μαρία Τσιριμονάκη: in memoriam»,  Ρεθεμνιώτικα Νέα, φ. 10-8-2017.

[27] Βλ. Μιχάλη Τζεκάκη, «Ο μυστικός κόσμος της Μαρίας Τσιριμονάκη (1925-2017)» , στον παρόντα τόμο.

[28] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Εν Ρεθύμνω. Αφηγήματα, Ρέθυμνο 1997, 12-18 και Γιώργος Εκκεκάκης, Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη, Ρέθυμνο 2007, φωτοτυπημένη έκδοση, λήμμα «Χατζηδάκης Αριστόδημος του Ελευθερίου (Άνω Μέρος 1883 – Ρέθυμνο 1956)».

[29]Μικρόν Αλφαβητάριον, συμφώνως με τους εγκεκριμένους πίνακας, Διά τα μικρά παιδία, Εν Αθήναις. Τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον Ανδρέου Β. Πασχά, 1914, ανατύπωση του βιβλιοπωλείου «Αναζητήσεις», Ρέθυμνο 1991.

[30] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Εν Ρεθύμνω. Αφηγήματα, Ρέθυμνο 1997 και 1998.

[31] Βλ. Χάρης Στρατιδάκης, «Βιβλιοεπισημάνσεις. Το βιβλιοδετείο Μοσχονά στην τρίτη του δεκαετία», Ρεθεμνιώτικα Νέα, φ. 25-4-2015.

[32] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Εν Ρεθύμνω. Οι πηγές, Ρέθυμνο 1997, 12.

[33] Από ολόκληρη σειρά δημοσιευμάτων βλ. το πιο πρόσφατο, Χάρης Στρατιδάκης, «Κενά δημόσια κτήρια σε μια πόλη που στερείται Μουσείου της ιστορίας της», Ρέθεμνος, φ. 24-9-2016.

[34] Βλ. Κατερίνας Τσακάλη-Δομαζάκη, «Το συγγραφικό λαογραφικό έργο της Μαρίας Τσιριμονάκη» στον παρόντα τόμο.

[35] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Απ’ όσα μού ’παν τα βιβλία για την Κρήτη, Ανάτυπο από τα Ρεθεμνιώτικα Νέα, Ρέθυμνο 1988.

[36] Στο ίδιο, σελ. 92-93.

[37]Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν-αυτοί που ήρθαν. Από την Αυτονομία ως την Ανταλλαγή, εκδόσεις Μίτος, Ρέθυμνο 2002, 43.

[38] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Εν Ρεθύμνω. Αφηγήματα, Ρέθυμνο 1998, 13-15.

[39] Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου / και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου / και του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου… Βλ. Βιτσέντσος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Κριτική Έκδοση Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1980, 11.

[40] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Ρεθεμνιώτες. Αφηγήματα, Ρέθυμνο 2000.

[41] Για την Προφορική Ιστορία, βλ. κυρίως Paul Thomrson, Τι είναι η Προφορική Ιστορία, Αθήνα 2002 και Ένωση Προφορικής Ιστορίας, Τι είναι η Προφορική Ιστορία, www.epi.uth.gr.

[42] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν-αυτοί που ήρθαν. Από την Αυτονομία ως την Ανταλλαγή, εκδόσεις Μίτος, Ρέθυμνο 2002.

[43] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Απ’ όσα διάβασα για τη γυναίκα της Κρήτης, Ρέθυμνο 2012.

[44] Στο ίδιο, σελ. 7.

[45] Στο ίδιο, σελ. 113-122.

[46] Βλ. Μαρίας Τσιριμονάκη, Απ’ όσα μού ’παν τα βιβλία για την Κρήτη, Ανάτυπο από τα Ρεθεμνιώτικα Νέα, Ρέθυμνο 1988, 93.

[47] Κρητική Επιθεώρησις, φ. 10-5-1960.

[48] Η Ελευθερία Μιχάλα είναι Μουσικολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές και εργάζεται ως καθηγήτρια πιάνου.

Αφήστε μια απάντηση