Συγκλονιστικές μνήμες

Συγκλονιστικές μνήμες
Διάβασα και ξαναδιάβασα, όπως κάθε Ατσιπουλιανός, το δημοσίευμα της κ. Εύας Λαδιά, που δημοσιεύθηκε από τις στήλες αυτής της εφημερίδας στις 21-10-2018 με τίτλο «Ατσιπουλιανοί ήρωες στις πιο φονικές μάχες το έπος του 40». Αυτό βασίστηκε απόλυτα στις «εξαιρετικά» ενδιαφέρουσες αναφορές για τους ήρωες από το Ατσιπόπουλο που μας έκανε με συγκινητική προθυμία ο αντιστράτηγος ε.α κ. Νικόλαος Σαμψών. Αυτό αναφέρει η ίδια στο δημοσίευμά της. Κι εγώ έκανα τίτλο του δικού μου, τον υπότιτλό του μια και οι Συγκλονιστικές μνήμες με κυρίευσαν στην κυριολεξία. Και πως να μη με πιάσουν όταν συμβαίνει να είμαι εγγονός, ανιψιός, γείτονας και χωριανός, των ηρώων μας αυτών.
Στην προσπάθειά μου λοιπόν, να αναφερθώ στις συγκλονιστικές αυτές μνήμες. Διαπίστωσα ότι αυτές, όχι μόνο μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη. Αλλά αναπαράγονται, στο βάθος εκείνο του χρόνου που είναι στη ζωή τα πρόσωπα – συντελεστές του κάθε ιστορικού γεγονότος. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση. Γι’ αυτό και θα αναφερθώ σ’ αυτές, με χρονολογική σειρά.
Δεν γνώρισα τον παππού μου, από την πλευρά της μάνας μου, που «έφυγε» βιαστικά για να συναντήσει τους πεσόντες γιους του. Μου δώσανε επίσης βιαστικά το όνομα του πεσόντα γιου του, του Γιάννη για να «παγουριάνουν» τον πόνο του. Κι αυτός τότε μου χάρισε την κούνια μου, που την έχω ακόμη. Δεν ήμουν ούτε τριών χρόνων, τότε που ο υπερήφανος Ατσιπουλιανός και Θερισιανός επαναστάτης, δεν άντεξε το χαμό και των δύο του γιων, του Γιάννη του και του Γιώργη του. Ο Ελευθέριος Γαγάνης «έφυγε» το 1949.
Το τραγικό πρόσωπο όμως, της δύστυχης, μόνιμα άρρωστης και πάμπτωχης γιαγιάς μου Μαρίας, που πάντα έκλαιγε, το γνώρισα. Κι είναι για μένα, μια από τις πιο συγκλονιστικές μου μνήμες. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το απόβραδο στο σπίτι μας, που ο πατέρας μου αφήνοντας λίγα χαρτονομίσματα στο τραπέζι κι είπε στη μάνα μου «τούτανε τα λεφτά είναι η σύνταξη τσι μάνας σου μόνο να τσι τα πας. Κι ότι θελ’ ας τα κάμει». Την επομένη βλέπω τη μάνα μου, να γυρίζει από το σπίτι της γιαγιάς μου, με πετρωμένο πρόσωπο και να βαστά στη ποδιά της τα χαρτονομίσματα που της πήγε την προηγουμένη, καταξεσχισμένα σε αμέτρητα κομμάτια… Εκτιμώ ότι θα ήμουν τότε πέντε ή έξι χρονών. Η γιαγιά μου Μαρία χήρα Ελευθερίου Γαγάνη «έφυγε» το 1953.
 Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου έβλεπα στο στενάκι μας στο Ατσιπόπουλο, όπου και τώρα κατοικώ, τον εξάδελφο του παππού μου Ευάγγελο Σαμψών που άκουγε το θρήνο του. Ποτέ όμως εξαιτίας της έμφυτης σεμνότητάς του, δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτό κι όχι μόνο γι’ αυτό. Τα πληροφορήθηκα όλα από άλλα πρόσωπα. Η ίδια αυτή σεμνότητα, δεν άφησε και το γιο του Νίκο Σαμψών, αντιστράτηγο ε.α ν’ αναφέρει ότι ο εξάδελφος του παππού μου, που άκουγε το θρήνο του, είναι ο πατέρας του. Ο Ευάγγελος Σαμψών έφυγε το 1979.
Πώς να ξεχάσω το πρόσωπο του χωριανού μας και συμπολεμιστή του θείου μου του Γιάννη, Γιώργη Παπαλεξάκη. Μια μέρα λοιπόν ένα ή δύο χρόνια πριν πεθάνει, βρίσκομαι στο περβολάκι του, δίπλα στο σπίτι του στο χωριό μας, όταν τον ακούω να μου λέει «Αφού έρχονται οι Αλβανοί παέ και τον δίνομε μεροκάματο νάρθη θές να πάρωμε τον Παπά Μανώλη και να πάμε στην Αλβανία να φέρομε τον μπάρμπα σου. Μα γώ κατέω που. Γιατί τούτανε τα χέρια απού θωρείς τονε σκεπάσανε. Πετρωμένο ήτανε το πρόσωπό του και τα μάτια του γυάλινα και καρφωμένα στο Βρύσινα». Κι αφού μου έστρεψε τα νώτα και απομακρυνόταν δεν άντεξε και πριν στρίψει, έφερε τα χέρια στα μάτια του. Γιώργη ο θεός να σου συγχωρέσει. Ο Γιώργης Παπαλεξάκης «έφυγε» το 2001.
Τι να πρωτοθυμηθώ για τον επίσης γείτονά μου, Μιχάλη Δημητρακάκη με το κομμένο πόδι. Σαν να βλέπω και τώρα το βασανιστικό του βάδισμα κι ακόμη σαν ν’ ακούω τον ήχο της βέργας του, που τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή. Κι είναι η βέργα εκείνη που έγινε και κτέρισμά του. Ο Μιχάλης Δημητρακάκης «έφυγε» το 2004.
Άπειρες είναι οι συγκλονιστικές αυτές μνήμες. Το βέβαιο πάντως είναι, ότι έχουμε καταλάβει το μέγεθος του αγώνα των ηρώων μας αυτών και την ανάγκη να βαδίσουμε κι εμείς στις ίδιες στράτες έχοντάς τους αξιακά πρότυπα…

Αφήστε μια απάντηση